«Έρχεται ένας απολογισμός κύριε Στάσσυ, και το ξέρετε ότι έχω δίκιο. Οι ορδές των Μογγόλων καταφθάνουν». Fargo, Τρίτος Κύκλος
Δεν γνωρίζω κατά πόσο τα πρόσφατα γεγονότα με την επέμβαση της αστυνομίας σε προβολές του Joker είναι πρωτοφανή αλλά σίγουρα, πέρα από τραγελαφικά, είναι ενδεικτικά: του τρόπου που εμπεδώνονται και διαχέονται στην ιεραρχική δομή της κρατικής μηχανής η ιδεολογία του «νόμος και τάξη»˙ του τρόπου που κάθε πολιτική κατεύθυνση, είτε εξ αριστερών είτε εκ δεξιών, μπορεί να αποκτήσει δυναμικές και τάσεις που δεν γίνεται να ελεγχθούν πλήρως από ένα κέντρο εξουσίας στη βάση των δικών του επικοινωνιακών και (μικρο)πολιτικών υπολογισμών˙ της συστηματικής χειραγώγησης της πραγματικότητας από τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, τα οποία δεν νιώθουν την ανάγκη να κρατήσουν ούτε τα προσχήματα˙ του τρόπου που η χυδαιότητα έχει γίνει πλέον επίσημος τρόπος άσκησης πολιτικής. Όλα αυτά όμως, παρόλο που χρήζουν διεξοδικότερης ανάλυσης, δεν έχουν καταφέρει ευτυχώς να τραβήξουν την προσοχή από την ίδια τη ταινία που δραστηριοποίησε τα (οξυμένα άλλωστε) «δεξιά αντανακλαστικά» του ελληνικού κράτους.
Αν δεν έχουν σταματήσει να γράφονται αναλύσεις επί αναλύσεων για το έργο του Todd Phillips είναι επειδή το Joker είναι όντως κάτι πολύ παραπάνω από μία ταινία. Μάλιστα, δεν θα ήταν υπερβολικό να ειπωθεί ότι η εμφάνιση του αναμενόταν εδώ και καιρό. Καταρχάς, με έναν πραγματικά διαλεκτικό τρόπο, το Joker προμηνύεται στο τελευταίο μέρος της τριλογίας του Batman (Σκοτεινός Ιππότης: Η επιστροφή) του Christopher Nolan, όταν η Selina Kyle (aka Catwoman) προειδοποιεί τον Bruce Wayne (aka Batman) για «την καταιγίδα που έρχεται», δηλαδή για μία εξέγερση των φτωχών που η ταινία κατόπιν, ασπαζόμενη την οπτική του κράτους, προσπαθεί να ξορκίσει. Επίσης όμως προμηνύεται στη ρήση του αινιγματικού V. M. Varga από την τηλεοπτική σειρά Fargo με την οποία ξεκινήσαμε το παρόν κείμενο. Εν τέλει, ότι θα βγει προσεχώς μια ταινία σαν το Joker αναγγελλόταν σε όλες αυτές τις ταινίες και τηλεοπτικές σειρές (και είναι αρκετές) που στρέφουν τον καθρέφτη στις κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού και βλέπουν μία άρρωστη κατάσταση αλλά και μια πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί.
Ιδωμένη από αυτήν την σκοπιά, και ανεξάρτητα από την «ταξική ταυτότητα» του ήρωα της, το Joker μιλάει μία γλώσσα ταξική, με έναν τρόπο σχεδόν μαρξιστικό: σε «τελική ανάλυση» η εικόνα του Gotham City –η χωρική του διάρθρωση, οι παρηκμασμένες γειτονιές του, τα πολυτελή κτίρια του, οι απεργίες του, τα σκουπίδια του, τα golden boys του, η διάχυτη βία του, η εγκατάλειψη των «τρελών» και των «ανάξιων»– καθορίζεται από έναν βαθύ ταξικό διαχωρισμό: μεταξύ πλούσιων και φτωχών, πατρικίων και πληβείων, αστών και προλετάριων, των πάνω και των κάτω – κάθε δίπολο κάτι συλλαμβάνει και κάτι αφήνει, η πραγματικότητα όμως που όλα σηματοδοτούν είναι κοινή. Ακόμα και η φαντασίωση της μάνας του Arthur Fleck (ότι είχε ερωτική σχέση με το αφεντικό της) που θρέφει τις δικές του παραισθήσεις συνδέεται με μια πραγματική σχέση υποτέλειας, για αυτό και στη σκηνή με τη παλιά φωτογραφία της που έχει μία αφιέρωση με τα αρχικά του Thomas Wayne υπονοείται ότι θα μπορούσε να είναι και πραγματικότητα. Μάλιστα, δεν είναι απλά «ταξική» η κοινωνία του Gotham αλλά καπιταλιστική, αφού (όπως γίνεται σαφές στη δήλωση του Wayne περί επιτυχημένων και αποτυχημένων που παίρνουν ό, τι τους αναλογεί) μήτρα και μέτρο όλων των ταξικών διαχωρισμών που σκιαγραφεί η ταινία είναι το πόσο αξίζει ο καθένας σε μια κοινωνία-αγορά, δηλαδή η ανταλλακτική αξία. Το γεγονός ότι η ταινία του Phillips βάζει στο κέντρο του ζοφερού της κάδρου την «ταξικότητα» των καπιταλιστικών κοινωνιών, εκφράζοντας έτσι μία διαπίστωση που ομολογείται πλέον όλο και πιο ανοιχτά, είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που οι απανταχού (νέο)φιλελεύθεροι και (νέο)συντηρητικοί της επιτέθηκαν. Γιατί έχει το θράσος να πει με έναν φαινομενικά απλοϊκό τρόπο, αυτό που πολλοί νιώθουν αλλά έχουν μάθει ότι δεν πρέπει να λένε: ότι «φταίει το σύστημα». Ίσως αυτή η ταξική οπτική είναι που κάνει την ταινία τόσο απρόσιτη και στον όψιμο λόγο του ταυτοτικού αυτοπροσδιορισμού, του οποίου οι αναλυτικές κατηγορίες και δίπολα είναι εντελώς ανεπαρκή για να φωτίσουν εννοιολογικά την κοινωνική πραγματικότητα που το Joker απεικονίζει. Ο Arthur Fleck μπορεί να είναι “incel” (ή και “cis straight”) αλλά αυτό δεν μας λέει πολλά (έως και τίποτα) για τον τρόπο που η ματαιωμένη προσδοκία ενός μοναχικού, απόβλητου ανθρώπου μπορεί να αποτελέσει σπίθα μίας πληβειακής εξέγερσης.
Ο άλλος, αλληλένδετος λόγος που η ταινία έχει γίνει αντικείμενο σφοδρής κριτικής είναι ο τρόπος που αναπαριστά την εξεγερσιακή βία που ξεσπά μετά την δολοφονία του διάσημου τηλεπαρουσιαστή που υποδύεται ο Robert De Niro από τον Τζόκερ. Καταγγέλλονται αφενός η «απλοϊκότητα» της σύνδεσης και αφετέρου η απεικόνιση ενός δολοφόνου ως λαϊκού ήρωα. Πόσο περισσότερο «πολύπλοκο» όμως είναι όταν το Σαντιάγο φλέγεται από μια κοινωνική εξέγερση που ξεσπά λόγω της αύξησης των εισιτηρίων κατά 30 πέσος; Το αληθινά ενοχλητικό για όσους μιλάνε τη γλώσσα του κράτους, είτε στη φιλελεύθερη είτε στη συντηρητική εκδοχή της, είναι ότι σήμερα αρκεί όντως ένα οποιοδήποτε «απλό» γεγονός για να ξεσπάσουν ταραχές ευρείας κλίμακας. Κατά τον ίδιο τρόπο, το πραγματικό και ανομολόγητο σκάνδαλο είναι ότι η ελκυστική εικόνα των ταραχών ανταποκρίνεται στην πραγματική γοητεία κουκουλωμένων προσώπων και σωμάτων που «με πάθος γίνονται από τελευταία πρώτα». Σε αντίθεση όμως με ό,τι λέγεται, το Joker δεν ωραιοποιεί. Αντιθέτως, συλλαμβάνει την αρνητικότητα της εξέγερσης και το πλεόνασμα βίας που αυτή εμπεριέχει – οι Wayne δολοφονούνται από έναν τυχαίο μασκοφόρο που βρήκε ανοιχτό πεδίο δράσης – και την οποία το εξεγερτικό συμβάν, όταν και εφόσον αρχίζει να παράγει επαναστατικό δίκαιο, καλείται να αντιμετωπίσει. Εδώ βρίσκεται μάλλον και ένα όριο της ταινίας, καθώς δυσκολεύεται να πάει πέρα από την στερεοτυπική εικόνα του «όχλου» και να φωτίσει την εξεγερμένη μάζα ως βιοπολιτική δύναμη επιθυμητικής-κοινωνικής παραγωγής. Άραγε ζητάμε πολλά από μια ταινία του Hollywood και αν ναι γιατί;
Σε κάθε περίπτωση, με τον ίδιο τρόπο που η ταινία δεν ωραιοποιεί την κοινωνική εξέγερση δεν ηρωοποιεί τον κεντρικό της χαρακτήρα (ο οποίος είναι κυριολεκτικά παρών σε κάθε σκηνή). Διότι το Joker μαζί με οξυδερκές σχόλιο πάνω σε μια ταξική κοινωνία που κοχλάζει είναι και καταγραφή της ψυχικής διαταραχής και σταδιακής κατάρρευσης ενός ανθρώπου. Η δεύτερη αυτή διάσταση (ή μήπως είναι πρώτη, ή μήπως αυτό είναι άνευ σημασίας γιατί δεν υπάρχει σειρά προτεραιότητας;) έχει οδηγήσει σε διάφορες ψυχαναλυτικές και ψυχιατρικές αναγνώσεις της ταινίας. Πέρα από τις όποιες επιμέρους ενστάσεις, οι εν λόγω αναλύσεις συνεισφέρουν ουσιαστικά στην ανάδειξη του πολυεπίπεδου χαρακτήρα του έργου. Η πραγματική δύναμη του Joker πάντως παραμένει ο τρόπος που συναρθρώνει το ατομικό ψυχόδραμα με την κοινωνική σήψη. Έτσι, η ταινία καταφέρνει να σχετικοποιήσει (χωρίς να αρνείται) το Οιδιπόδειο ως πυρήνα ανάλυσης της επιθυμίας, εγγράφοντας το οικογενειακό δράμα και την ατομική (πορεία προς την) παράνοια στο κοινωνικό-ιστορικό πεδίο. Για αυτόν τον λόγο το ντελίριο του Τζόκερ στην εκπομπή που πάει ως καλεσμένος-προς-γελοιοποίηση είναι συγχρόνως μία ισχυρή κοινωνική καταγγελία, ένα J’ accuse με τη δύναμη να εμπνεύσει.
Εν τέλει, το Joker είναι η (μη)-ιστορία ενός γίγνεσθαι, της εντατικής μετάβασης ενός ατόμου – ενός incel αν προτιμάται – από περιθωριακή φιγούρα σε παρανοϊκό φονιά και συγχρόνως λαϊκό (αντί)ήρωα. Χαρακτηριστική αποτύπωση αυτής της μετάβασης είναι το γέλιο του Fleck που μετατρέπεται από παθολογικό σύμπτωμα σε ποιοτικό καθορισμό, ο οποίος, όπως υποδεικνύει η σκηνή στο τέλος με τη ψυχίατρο που δεν μπορεί να καταλάβει το αστείο που σκέφτεται ο Τζόκερ, έχει γίνει ακατανόητος από τη σκοπιά της κρατούσας συνθήκης. (Μη)-ιστορία διότι ενώ ως ιστορική διαδικασία έχει απτά αποτελέσματα τα οποία ο κρατικός λόγος θα προσπαθήσει να διαχειριστεί, το γίγνεσθαι-Τζόκερ περιέχει μη-καταγεγραμμένες αλλά παρούσες δυνητικότητες που δεν εξαντλούνται ούτε επάγονται από την πραγματοποιθείσα πορεία γεγονότων. Στην ένταση αυτή που ορίζει το γίγνεσθαι του Arthur Fleck-σε-Τζόκερ, και που η ταινία αποτυπώνει ως ένταση μεταξύ (ψυχωτικού) εγκληματία και (πολιτικού) εξεγερμένου, ίσως βρίσκεται το πλέον ριζοσπαστικό στοιχείο του Joker, ότι η πορεία προς την παράνοια μπορεί συγχρόνως να γίνει δίοδος προς μια κοινωνική χειραφέτηση.
Το ότι η ταινία τελικά καταλήγει με τη γέννηση ενός παρανοϊκού δολοφόνου δεν είναι άσχετο με τα εγγενή όρια της ιστορίας της αλλά και της οπτικής της. Η βία του Τζόκερ μεταβαίνει την κοινωνική πραγματικότητα και το ψυχικό τραύμα που την γέννησε αλλά δεν τις ξεπερνά. Έτσι, αφού ολοκληρώνεται το «βάπτισμα του πυρός», ο πρώτος κύκλος φόνων όσων έχουν αδικήσει τον Fleck, η βία κλείνεται μέσα σε ένα ψυχωτικό παραλήρημα. Εφ’ εξής στόχος είναι η ίδια η βία και η απόλαυση που προσφέρει (βλ. τον χορό στο τέλος). Και πάλι υπάρχει σαφής ομολογία με το κοινωνικό πεδίο. Το Joker υποδεικνύει προς τη λυτρωτική διάσταση της βίας και συγκεκριμένα της εξέγερσης, αλλά την καταγράφει με όρους απόλαυσης που καταναλώνει τον εαυτό της. Κατά τον ίδιο τρόπο, και σε στενή σύνδεση, η αφήγηση παραμένει δέσμια μίας αντίληψης της δικαιοσύνης με όρους ανταπόδοσης: ο Τζόκερ και η εξέγερση (αναπαρίστανται να) ενσαρκώνουν τη δίκαιη (αν και σκληρή) τιμωρία μιας απάνθρωπης κοινωνίας. Μήπως όμως εδώ η μυθοπλασία συναντά την πραγματικότητα που τη γέννησε;
Ο Καμύ είχε πει ότι ο Meursault (ο κεντρικός χαρακτήρας στον Ξένο) είναι ο Μεσσίας που αρμόζει στην εποχή του. Μπορούμε να πούμε το ίδιο για τον Arthur Fleck; Η ίδια η ταινία πάντως, στη σκηνή όπου το εξεγερμένο πλήθος σηκώνει τον Τζόκερ από το αμάξι υπαινίσσεται ένα μεσσιανικό στοιχείο. Από την άλλη, ακριβώς επειδή η βία οροθετείται κυρίως με όρους ανταπόδοσης, δεν αναδύεται και η προοπτική μίας ιστορικής λύτρωσης. Μήπως έχει περισσότερο νόημα να δούμε τον Τζόκερ ως έναν απρόθυμο προφήτη μιας δικαιοσύνης που τον ξεπερνάει και δεν μπορεί να κατονομάσει; Ή και πάλι τον εντάσσουμε με το ζόρι σε μια οικουμενική ιστορία που χάνει την τραγικότητα του χαρακτήρα, την χαρά και τον πόνο αυτού που δεν ζητάει να λυτρωθεί; Το σίγουρο είναι ότι, όπως και άλλες ταινίες προηγουμένως (ενδεικτικά, Fight Club, Matrix, V for Vendetta), το Joker συλλαμβάνει κάτι από το πνεύμα της εποχής του. Συγκεκριμένα, οικειοποιούμενο τη μόδα των σούπερ ηρώων και των κριτικών προβληματισμών που ενσωματώνονται στο δημοφιλές αυτό κινηματογραφικό είδος, το Joker δίνει φωνή σε όλους αυτούς που συμφωνούν ότι κάτι πάει λάθος στον κόσμο και για την ακρίβεια στις κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού. Ως φορέας του δυστοπικού πνεύματος της εποχής μας το Joker αναπόφευκτα εκφράζει και την έλλειψη ενός ουτοπικού ορίζοντα στις ταραχές και τις εξεγέρσεις που ξεσπάνε σήμερα αδιάκοπα. Την ίδια στιγμή όμως, όπως και οι άλλες ταινίες που αναφέρθηκαν, ίσως αναγγέλλει συμβάντα που θα επιχειρήσουν να ξεπεράσουν ή τουλάχιστον θα διαπραγματευθούν με τα δικά του αδιέξοδα. Μια απελπισμένη ωδή ενάντια στον καιρό της, προς όφελος ελπίζοντας ενός καιρού που θα έρθει.[1]
[1] Κατά παράφραση της ρήση του Νίτσε για τη κλασσικές σπουδές.
___________________________________________
κείμενο: Γιώργος Σωτηρόπουλος / ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ
https://voidnetwork.gr