Όλοι Μισούν την Αστυνομία- Αόρατη Επιτροπή

December 6, 2020

Mοιάζει με φυσικό νόμο. Όσο η καθεστηκυία τάξη απαξιώνεται, τόσο οπλίζει την αστυνομία. Όσο οι θεσμοί συρρικνώνονται, τόσο βάζουν φύλακες. Όσο μειώνεται ο σεβασμός τον οποίο εμπνέουν οι αρχές, τόσο προσπαθούν να μας τον επιβάλλουν με τη βία. Είναι φαύλος κύκλος, γιατί η βία δεν είναι καθόλου σεβαστή. Κι έτσι η αύξηση της αχαλίνωτης βίας συνεπάγεται την όλο και λιγότερη αποτελεσματικότητά της. Η διατήρηση της τάξης είναι το κύριο μέλημα μιας ήδη χρεοκοπημένης τάξης. Αρκεί να μπει κανείς στο Ταμείο Πρόνοιας για να διαπιστώσει τι είναι αυτό που δεν πάει άλλο.Όταν μία τόσο ακίνδυνη υπηρεσία θεωρεί ότι, για να προστατευθεί από τους πολίτες, πρέπει να περιστοιχιστεί από τόσους φύλακες, τεχνάσματα και απειλές, ώστε τελικά να μοιάζει με καφκαϊκό πύργο, σημαίνει ότι ο ορθολογισμός έχει αγγίξει τα όριά του. Όταν η τάξη και η ασφάλεια στις διαδηλώσεις επιβάλλονται μόνο με χειροβομβίδες διασποράς και κλοιούς, και όταν οι διαδηλωτές τρέχουν πανικόβλητοι να γλιτώσουν τα πράσινα λέιζερ των LBD 40 της αντι- εγκληματικής που τους βάζει στο στόχαστρο, σημαίνει ότι «η κοινωνία» βρίσκεται σε τελικό στάδιο. Όταν η ηρεμία στα υποβαθμισμένα προάστια κερδίζεται με την αγορά αυτόματων όπλων για τα ΜΑΤ, σημαίνει ότι μια κάποια αντίληψη για τον κόσμο έχει ξεθωριάσει. Για ένα «δημοκρατικό» καθεστώς δεν είναι καλό σημάδι να συνηθίζει να πυροβολεί τους πολίτες του. Αφού εδώ και καιρό, σε όλους τους τομείς, η πολιτική έχει περιοριστεί σε μια απέραντη αστυνομική επιχείρηση, η οποία εκτυλίσσεται ημέρα με την ημέρα, αναπόφευκτα η αστυνομία έχει γίνει πολιτικό ζήτημα.

Ας πάμε όμως μερικούς μήνες πίσω. Μετά την εφαρμογή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, μετά το νομοσχέδιο για την απώλεια της γαλλικής υπηκοότητας, μετά τον νόμο περί Καταθέσεως Πληροφοριών, μετά τον νόμο Μακρόν, μετά τη δολοφονία του Ρεμί Φρες, μετά το ταμείο Credit d’Impot pour la Competitivite et I’Emploi (Μείωσης Φόρου για τον Ανταγωνισμό και την Εργασία) και τα εκατομμύρια που χαρίζει στους εργοδότες, ο Εργασιακός νόμος καταρράκωσε εντελώς το ηθικό του «λαού της Αριστεράς», ο οποίος βρισκόταν ήδη στο χείλος του γκρεμού. Αυτό που η εξουσία δεν μπορούσε να καταλάβει είναι ότι η πλήρης απώλεια ελπίδας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μία γνήσια εξέγερση — εκείνη δηλαδή την εξέγερση που δεν ψάχνει στήριγμα σε όσα απορρίπτει αλλά πυροδοτείται από τον ίδιο της τον εαυτό. Αυτό που αποκρυστάλλωσε η πάλη κατά του Εργασιακού νόμου δεν ήταν η μερική απόρριψη μιας καταστροφικής μεταρρύθμισης, αλλά η μαζική απαξίωση του κυβερνητικού μηχανισμού, συμπεριλαμβανομένων και των συνδικάτων.

Δεν είναι τυχαίο ότι στις διαμαρτυρίες κατά της ανάληψης της εξουσίας από τον Τραμπ στην Ουάσιγκτον εμφανίστηκε το πανό της γαλλικής άνοιξης «Να γίνουμε ακυβέρνητοι», το οποίο μεταφράστηκε «Become ungovernable». Αφού σε τελική ανάλυση ο ρόλος της αστυνομίας, εντός του κυβερνητικού μηχανισμού, είναι να διασφαλίζει την ατομική υποταγή και να μετατρέπει τον κόσμο σε πληθυσμό, σε μάζα απολιτικοποιημένη, ανίσχυρη και άρα κυβερνήσιμη, λογικό ήταν η πάλη, η οποία εξέφραζε την άρνηση του να είμαστε κυβερνήσιμοι, να στοχεύσει εξαρχής την αστυνομία και να υιοθετήσει ως δημοφιλέστερο σύνθημα το «Όλοι μισούν την αστυνομία». Το κοπάδι, ξεφεύγοντας από τον βοσκό, δεν θα μπορούσε να βγάλει μεγαλύτερη κραυγή ενότητας. Το μη αναμενόμενο ήταν ότι το σύνθημα, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στις διαδηλώσεις που ξέσπασαν μετά τη δολοφονία του Ρεμί Φρες στη Σιβέν, διένυσε τόσο δρόμο και έφτασε μέχρι το Μπομπινύ όπου, μετά τον βιασμό το Τεό από το γκλομπ ενός αστυνομικού, «νεαροί» το έφτυσαν κατάμουτρα στα ένστολα κτήνη που τους στραβοκοίταγαν πάνω από μια σιδερένια γέφυρα. Το σύνθημα «Όλοι μισούν την αστυνομία» μιλάει για κάτι παραπάνω από την απλή έχθρα προς την αστυνομία.

Στις αρχές του 17ου αιώνα, για τους πρώτους θεωρητικούς της κρατικής κυριαρχίας, η αστυνομία ήταν η συγκρότηση του Κράτους, η ίδια του η μορφή. Την εποχή εκείνη, δεν ήταν ακόμα όργανο στα χέρια του Κράτους, και η Αστυνομική διεύθυνση του Παρισιού δεν είχε καν ιδρυθεί. Κατά τη διάρκεια του 17°’·’και του 18ου αιώνα, η έννοια της «αστυνομίας» ήταν ακόμα πολύ ευρεία: ήταν «ό,τι μπορεί να στολίσει, να δώσει μορφή και λάμψη στην πόλη» (Τυρκέ ντε Μαγιέρν), ήταν «το σύνολο των μέσων που υπηρετούν τη λάμψη ολόκληρου του Κράτους και την ευτυχία των πολιτών στο σύνολό τους» (Χόχενταλ). Ο ρόλος της, έλεγαν, ήταν να «οδηγήσει τον άνθρωπο στην τελειότερη ευδαιμονία που θα μπορούσε να γευθεί στη ζωή ετούτη» (Ντελαμάρ).

Η αστυνομία ήταν υπεύθυνη για την καθαριότητα των δρόμων και την τροφοδοσία των αγορών, για τη δημόσια φωτοδότηση και τη φυλάκιση των αλητών, για την τιμή των δημητριακών και τον καθαρισμό των καναλιών, για την υγιεινή των δημόσιων χώρων και την σύλληψη των ληστών. Ο Φουσέ και ο Βιντόκ δεν της είχαν ακόμα δώσει το σύγχρονο πρόσωπό της. Για να κατανοήσουμε την καθαρά πολιτική διάσταση του ζητήματος της αστυνομίας, πρέπει να δούμε το ταχυδακτυλουργικό κόλπο ανάμεσα στην αστυνομία ως μέσο και την αστυνομία ως σκοπό. Από τη μια είναι η ιδεατή, νόμιμη, φανταστική τάξη του κόσμου —η αστυνομία ως σκοπός— και από την άλλη είναι η πραγματικότητα της τάξης ή μάλλον της αταξίας αυτής. Ο ρόλος της αστυνομίας ως μέσο είναι να λειτουργεί ώστε, εξωτερικά, η αποζητούμενη τάξη να μοιάζει να ισχύει. Η αστυνομία διατηρεί την τάξη με τα όπλα της αταξίας και επιβάλλεται στο ορατό με την αδιόρατη δράση της. Οι καθημερινές της ενέργειες —απάγει, χτυπά, κατασκοπεύει, κλέβει, επιβάλλει, εξαπατά, ψεύδεται, σκοτώνει, οπλοφορεί— καλύπτει όλο το φάσμα της παρανομίας. Άρα, στο βάθος, και η ίδια της η ύπαρξη παραμένει ανομολόγητη.

Επειδή αποτελεί την απόδειξη ότι το πραγματικό δεν είναι το νόμιμο, ότι δεν κυριαρχεί η τάξη, ότι η κοινωνία δεν στέκεται εφόσον δεν στέκεται από μόνη της, η ύπαρξη της αστυνομί­ας απωθείται σε μια άκρη του κόσμου που η σκέψη δεν αγγίζει. Για το κατεστημένο είναι σαν την κηλίδα καταμεσής στο πρόσωπο. Είναι η πραγμάτωση και η μονιμότητα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης — κάτι δηλαδή το οποίο κάθε εξουσία θα ήθελε να καταφέρει να κρύψει, αλλά συστηματικά αναγκάζεται να επιδείξει προκειμένου να επιβάλλει τον φόβο.

Εάν η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι η στιγμιαία άρση του νόμου, που στόχο της έχει να αποκαταστήσει, με τα κατ’ εξοχήν αυθαίρετα και δολοφονικά μέτρα, τις προϋποθέσεις για την κυριαρχία του νόμου, τότε η αστυνομία είναι το απομεινάρι της κατάστασης έκτακτης ανάγκης όταν οι προϋποθέσεις αυτές έχουν πλέον αποκατασταθεί. Στην καθημερινή της λειτουργία, η αστυνομία είναι εκείνο το οποίο παραμένει από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και σε κανονικές συνθήκες. Εξ ου και ο απόκρυφος τρόπος λειτουργίας της. Πάντοτε κρυμμένος, ο αστυνομικός ουρλιάζει στον προσαγόμενο που προβάλλει αντίσταση: «Ο νόμος είμαι εγώ!». Κρυμμένος, ο ματατζής ειρωνεύεται τον σύντροφο που χωρίς λόγο συλλαμβάνει σε μια διαδήλωση: «Ό ,τι θέλω κάνω. Ωραία ε; Σήμερα είναι και για μένα αναρχία!».

Για την πολιτική οικονομία αλλά και για την πληροφορική, η αστυνομία είναι ένα επονείδιστο και ασύλληπτο απομεινάρι, ένα memento mori που τους υπενθυμίζει ότι η τάξη, την οποία θέλουν να την παρουσιάζουν ως φυσική, μόνο φυσική δεν είναι ούτε και θα γίνει ποτέ. Η αστυνομία προστατεύει επομένως μία τάξη φαινομενική, που στο βάθος της δεν είναι παρά αταξία. Είναι η αλήθεια ενός κόσμου βουτηγμένου μες το ψέμα, και άρα προέκταση του ψέματος. Είναι η απόδειξη ότι η τάξη είναι τεχνητή, και αργά ή γρήγορα θα καταστραφεί. Είναι τύχη να ζει κανείς την εποχή που η λειτουργία της αστυνομίας ως αναίσχυντο και αδιάφανο εργαλείο βγαίνει στο φως.

Το ότι οπλισμένοι και κουκουλοφόροι αστυνομικοί σε ασύντακτη φάλαγγα, όπως το περασμένο φθινόπωρο, κατευθύνονται με το πάσο τους προς το Μέγαρο των Ηλυσίων, φωνάζοντας «διεφθαρμένα συνδικάτα» και «οι μασόνοι στη φυλακή», χωρίς κανείς να τολμήσει να μιλήσει για πραξικοπηματική ενέργεια. Το ότι ο εκλεγμένος Αμερικανός πρόεδρος βρίσκεται απέναντι σ’ ένα μεγάλο τμήμα της «κοινότητας πληροφοριών» το οποίο, αφού αναγκάσει σε παραίτηση τον σύμβουλο εθνικής ασφαλείας, στόχο του έχει την πτώση της κυβέρνησης. Το ότι η θανατική ποινή, ενώ έχει καταργηθεί δια νόμου, είναι προφανώς ακόμα σε ισχύ όταν η αστυνομία δρα ενάντια στην «τρομοκρατία». Το ότι, για τις πλέον καταδικαστέες ατασθαλίες της, η αστυνομία έχει σχεδόν κερδίσει την απόλυτη δικαστική ατιμωρησία. Το ότι κάποια σώματα στο εσωτερικό της αστυνομίας, όλο και πιο ανοιχτά, διακηρύσσουν ότι υποστηρίζουν το Εθνικό Μέτωπο. Το ότι, από τα γεγονότα της 18Γ·; Μαΐου του 2016, δεν θυμόμαστε ότι κάποια συνδικάτα αστυνομικών ιδιοποιήθηκαν την Πλατεία της Δημοκρατίας, όπου μέχρι τότε συγκεντρώνονταν οι Όρθιες Νύχτες, για να τα πιουν παρέα με τον Ζιμπέρ Κολλάρ, τον Ερίκ Κιοττί και τη Μαριόν Μαρεσάλ-Λεπέν, αλλά ότι ένα περιπολικό κάηκε δίπλα στο κανάλι Σαιν Μαρτέν. Ορίστε λοιπόν πώς σκιαγραφείται η μεγάλη εκτροπή. Αυτήν σκόπευε να κρύψει το επικοινωνιακό σόου που στήθηκε γύρω από το καμένο αυτοκίνητο. Έπρεπε επίσης να αποφευχθεί να ξεκαρδιστεί ολόκληρη η χώρα, όταν όλη αυτή η επίδειξη ισχύος της αστυνομίας γελοιοποιήθηκε από την ανάρτηση της πινακίδας «ψητό γουρούνι, σερβιρισθείτε ελεύθερα» μπροστά στο φλεγόμενο περιπολικό. Έπρεπε λοιπόν ο υπουργός Εσωτερικών να βιαστεί να εξαγγείλει διώξεις για «απόπειρα ανθρωποκτονίας». Έδιωχνε έτσι το λαϊκό αίσθημα του ακαταμάχητα κωμικού μέσω του φόβου, του κρίσιμου και της εκδικητικότητας. Οι παρεμβάσεις της αστυνομίας είναι επίσης παρεμβάσεις στα αισθήματα. Μια τέτοιου είδους παρέμβαση επιχειρείται κι από τη δικαιοσύνη, που έκτοτε ασχολείται μανιωδώς με τις ακροάσεις των προσαγομένων της επίθεσης στο Κε Βαλμύ. Μετά τον βιασμό του Τεό, ένας αστυνομικός δήλωσε χαλαρά στην εφημερίδα Le Parisien: «Είμαστε συμμορία. Ό ,τι και να γίνει, είμαστε αλληλέγγυοι».

ΟΛΟΙ ΜΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Το σύνθημα «Όλοι μισούν την αστυνομία» δεν εκφράζει μία διαπίστωση, η οποία θα ήταν εσφαλμένη, αλλά ένα συναίσθημα, το οποίο είναι ζωτικό. Το «ρήγμα που μεγαλώνει χρόνο με τον χρόνο» δεν είναι «ανάμεσα στην αστυνομία και τον πληθυσμό», όπως με δειλία φοβούνται κυβερνώντες και δημοσιογράφοι, αλλά ανάμεσα σε όσους —και είναι αναρίθμητοι— έχουν κάθε λόγο να μισούν την αστυνομία και στο φοβισμένο πλήθος όσων σφίγγουν το χέρι των μπάτσων, όταν δεν το φιλάνε. Στην ουσία, στις σχέσεις κυβερνώντων και αστυνομίας διαδραματίζεται μία τεράστια αλλαγή. Για πολύν καιρό, οι δυνάμεις ασφαλείας ήταν κάτι ηλίθιες μαριονέττες, αξιοκαταφρόνητες αλλά βίαιες, που σείονταν ενάντια στους ατίθασους πληθυσμούς. Κάτι μετα­ξύ αλεξιπτωτιστή, αλεξικέραυνου και σάκου του μποξ. Τώρα όμως οι κυβερνώντες έχουν αγγίξει τέτοιο πάτο απαξίωσης, ώστε περιφρονούνται περισσότερο και από την αστυνομία —και αυτή το ξέρει. Το αστυνομικό σώμα, αν και άργησε, κατάλαβε ότι είναι πλέον προϋπόθεση της κυβέρνησης, το κιτ επιβίωσής της, η φορητή της μπουκάλα οξυγόνου. Κι έτσι η σχέση τους αντιστρά­φηκε. Οι κυβερνώντες είναι πια αυτοί που έχουν γί­νει οι κουδουνίστρες της αστυνομίας. Η μόνη επιλογή τους πλέον είναι να τρέχουν στο πλευρό του κάθε γρατζουνισμένου μπάτσου και να υποχωρούν σε κάθε καπρίτσιο του σωματείου τους. Μετά την κατάκτηση του δικαιώματος να σκοτώνουν, την κατάκτηση της ανωνυμίας, της ατιμωρησίας, του πλέον μοντέρνου οπλισμού, τι άλλο τους απομένει να διεκδικήσουν; Άλλωστε, στο αστυνομικό σώμα υπάρχουν ομάδες, οι οποίες έχουν καταλάβει ότι μπορούν να ανοίξουν τα φτερά τους και ονειρεύονται να γίνουν αυτόνομη δύναμη, με δική της πολιτική ατζέντα. Η Ρωσία, στην οποία οι μυστικές υπηρεσίες, η αστυνομία και ο στρατός έχουν ήδη καταλάβει την εξουσία και κυβερνούν τη χώρα για λογαριασμό τους, φαντάζει αληθινός παράδεισος. Η αστυνομία ίσως και να μην είναι σε θέση να αποκτήσει υλική αυτονομία, αυτό όμως δεν την εμποδίζει να βάζει τις σειρήνες της να δηλώνουν, ουρλιάζοντας, την απειλή της πολιτικής της αυτονομίας.

Η αστυνομία βρίσκεται λοιπόν διαιρεμένη σε δύο αντίρροπα ρεύματα. Το ένα, συντηρητικό, «δημοκρατικό», με συνείδηση κρατικού λειτουργού, θέλει να παραμείνει ένα μέσο στην υπηρεσία μιας όλο και λιγότερο αξιοσέβαστης τάξης. Το άλλο βγάζει καπνούς περιμένοντας να μπει στη μάχη, να «καθαρίσει τη λέρα», να μην υπακούει πια σε κανέναν —να γίνει αυτοσκοπός. Τα δύο αυτά ρεύματα θα συμφιλιώνονταν μόνο αν ερχόταν στην εξουσία ένα κόμμα αποφασισμένο να «καθαρίσει τη λέρα» και να υποστηρίξει αδιάσειστα τον αστυνομικό μηχανισμό. Μία τέτοια όμως κυβέρνηση θα ήταν εμφυλιοπολεμική.

Το μόνο που απέμενε στο Κράτος, για να δικαιολογήσει την ύπαρξή του, ήταν η νομιμοποίησή του μέσω των φοβερά δημοκρατικών πλειοψηφικών εκλογών. Κι αυτή όμως η πηγή έχει πλέον στερέψει. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης, ακόμα και όταν το ποσοστό δίνει στον νικητή «πολύ μεγάλη ισχύ», οι εκλογές βγάζουν μία ανίσχυρη εξουσία. Τα πάντα συμβαίνουν σαν να μην είχαν γίνει εκλογές. Η μειοψηφία, η οποία κινητοποιήθηκε για να νικήσει ο υποψήφιός της, τον έχει βάλει στο πηδάλιο ενός καραβιού που βυθίζεται. Φαίνεται με τον Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες: η υπόσχεση ότι ξαφνικά θα δημιουργηθεί εθνική ενότητα, γύρισε στο αντίθετό της.

Αφ’ ότου ανέβηκε στην εξουσία, ο υποψήφιος της επιστροφής της τάξης δεν βρίσκεται αντιμέτωπος μόνο με ολόκληρα τμήματα της κοινωνίας, αλλά με ολόκληρα τμήματα του ίδιου του κρατικού μηχανισμού. Τελικά, η υπόσχεση επιστροφής της τάξης εντείνει το χάος.

Σε μία χώρα σαν τη Γαλλία, σε μία χώρα δηλαδή που άνετα μπορεί να αστυνομοκρατείται — αρκεί να μην το λέει ανοιχτά— θα ήταν παράλογο να επιδιώξει κανείς να νικήσει την αστυνομία στρατιωτικά. Στοχεύω έναν ένστολο με μία κοτρόνα δεν είναι το ίδιο με το να αντιμετωπίσω σώμα με σώμα μία ένοπλη δύναμη. Η αστυνομία είναι στόχος και όχι σκοπός, είναι εμπόδιο και όχι αντίπαλος. Όσοι παίρνουν τους μπάτσους για αντίπαλο, απαγορεύουν στον εαυτό τους να ξεπεράσουν το εμπόδιο το οποίο αποτελούν. Για να καταφέρω να τους σαρώσω πρέπει να στοχεύσω μακρύτερα. Απέναντι στην αστυνομία η νίκη θα είναι μόνο πολιτική. Να απο- διοργανώσουμε τις γραμμές της, να της αφαιρέσουμε κάθε νομιμότητα, να την καταστήσουμε αδύναμη, να την κρατήσουμε σε απόσταση, να καταλάβουμε μεγα­λύτερο πεδίο δράσης στον χρόνο που αρμόζει και στους χώρους που ενδείκνυνται: έτσι μονάχα αποθεσμοποιεί- ται η αστυνομία. «Απουσία επαναστατικού κόμματος, πραγματικοί επαναστάτες είναι αυτοί που μάχονται κατά της αστυνομίας». Ας αφουγκραστούμε πόση με­λαγχολία κρύβει αυτή η διαπίστωση του Πιέρ Πεσμώ για το 1968.

Μπορεί για την ώρα, απέναντι στην αστυνομία, οι επαναστάτες να φαίνονται αδύναμοι, άοπλοι, ανοργάνωτοι, φακελωμένοι, το στρατηγικό τους όμως πλεονέκτημα είναι ότι δεν αποτελούν μέσο για κανέναν, ότι δεν υποχρεούνται να διασφαλίσουν καμία τάξη και ότι δεν είναι σώμα. Εμείς οι επαναστάτες δεν έχουμε καμία δέσμευση υπακοής, έχουμε δέσμευση απέναντι σε κάθε είδους σύντροφο, φίλο, δύναμη, περιβάλλον, συμπορευτή, σύμμαχο. Γι’ αυτό και σε ορισμένες αστυνομι­κές παρεμβάσεις είμαστε σε θέση να κάνουμε αισθητή την απειλή ότι η επιχείρηση διασφάλισης της τάξης εν­δέχεται να πυροδοτήσει την ανεξέλεγκτη αταξία. Μετά την αποτυχία εκκένωσης της ZAD στη Νοτρ-Νταμ-ντε- Λαντ, καμία κυβέρνηση δεν διακινδύνευσε να κάνει το ίδιο, όχι επειδή φοβήθηκε να χάσει στρατιωτικά τη μάχη, αλλά επειδή η αντίδραση δεκάδων χιλιάδων συμπαθούντων μπορούσε να αποδειχθεί ανεξέλεγκτη.

Το ότι με μία «εκτροπή» της αστυνομίας ξεσπούν για εβδομάδες ταραχές είναι το ακριβό τίμημα της άδειάς της να ταπεινώνει. Όταν μια παρέμβασή της προκαλεί μάλλον αταξία παρά επιβάλλει την τάξη, αυτό που απειλείται είναι ο ίδιος ο λόγος ύπαρξής της. Και τότε, ή στηλώνει τα πόδια και είναι σαν κόμμα με τα δικά του συμφέροντα ή γυρίζει στο μαντρί. Και στις δύο περιπτώσεις παύει να είναι χρήσιμο μέσο. Έχει αποθεσμοποιηθεί.

Υπάρχει μια κεφαλαιώδης ασυμμετρία μεταξύ αστυνομίας και επαναστατών. Ενώ βρισκόμαστε στο στόχαστρο των επιχειρήσεων της αστυνομίας, οι βλέψεις μας την υπερβαίνουν κατά πολύ. Οι υπερβολικές εξουσίες της αστυνομίας και η πληθωρική αύξηση των τεχνολογικών μέσων ελέγχου δηλώνουν την εφαρμογή μιας νέας τακτικής. Εάν οι επαναστάτες έχουν μόνο δημόσια δράση, είναι καταδικασμένοι είτε στην αδυναμία παρέμβασης είτε στην άμεση καταστολή. Εάν έχουν μόνο συνωμοτική δράση, διευρύνουν μεν το πεδίο παρέμβασής τους, αλλά γίνονται πολύ ευάλωτοι στην καταστολή και πολιτικά ακίνδυνοι. Χρειάζεται επομένως να συνυπάρξουν μαζικότητα και συνωμοτικότητα. Για να οργανωθούμε επαναστατικά, πρέπει να βρούμε μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, το δημόσιο και το συνωμοτικό, το νόμιμο και το παράνομο. Να αποδεχτούμε ότι η πάλη, στον σημερινό κόσμο, είναι ουσιαστικά εγκληματική, αφού έχουν εγκληματοποιηθεί τα πάντα. Ως και οι στρατευμένοι που ασχολούνται με τους μετανάστες έχουν υιοθετήσει ινδιάνικες τεχνι­κές για να καταφέρουν να ξεφύγουν από την παρακο­λούθηση που υφίστανται και να δράσουν ελεύθερα. Μία επαναστατική δύναμη οικοδομείται μόνο μέσα από τη δικτύωση, με εγγύτητα, έχοντας στήριγμα ακλόνητες φιλίες, καλλιεργώντας φευγαλέα απροσδόκητες σχέσεις ως και στην καρδιά της οργάνωσης του αντιπάλου.

Έτσι ακριβώς συγκροτήθηκαν στη Συρία τα «τανζικιγιάτ», ένα δίκτυο αυτόνομων επαναστατικών πυρήνων, που στη συνέχεια αποτέλεσαν την σπονδυλική στήλη της λαϊκής αυτο-οργάνωσης. Το ίδιο είχαν κάνει κάποτε και τα πρώτα δίκτυα της Αντίστασης. Τόσο στη Συρία όσο και στην Αντίσταση, το στάδιο της διακριτικής, ανώνυμης δράσης των μικρών ομάδων ξεπεράστηκε όταν έθεσαν υπό έλεγχο ολόκληρες γειτονιές, ολόκληρες περιοχές, και οριοθέτησαν ασφαλείς ζώνες.

«Η ζωή είναι στις πράξεις, όχι στον χρόνο», όπως έλεγε κι ο Μανουσιάν.

ΑΟΡΑΤΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

_________

Το κείμενο “Όλοι μισούν την αστυνομία” αποτελεί το 6ο κεφάλαιο του βιβλίου της Αόρατης Επιτροπής “ΤΩΡΑ” που έχει εκδοθεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Opportuna (μετάφραση: Μυρτώ Ραϊς – Ρούλα Δημοπούλου)

Previous Story

SUPPORT EARTH- Πολυτεχνείο 2020- Κάλεσμα στη Διαδήλωση

Next Story

Support Earth – Καταγγελία του κρατικού αυταρχισμού την ημέρα μνήμης της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου


Latest from Theory

Go toTop