Γιατί είναι πιο εύκολο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού; Καθώς η νεο-φιλελεύθερη συνθήκη επιβάλλεται στον ελλαδικό χώρο με γοργούς ρυθμούς, οι νέοι τρόποι ζωής παραδίδονται στον τεχνικό ολοκληρωτισμό της επιτελεστικότητας, του management και της εντατικής αξιολόγησης. Η καλπάζουσα εμφάνιση ενός γενικού αισθήματος κατάθλιψης, σύγχυσης και διαρκούς άγχους απαιτεί από τα κοινωνικά κινήματα την εφαρμογή μιας νέας θεώρησης καθώς το σύστημα αποπειράται να επιβάλλει την θλίψη σαν δείγμα μιας προσωπικής αποτυχίας.
Το Κενό Δίκτυο συνεχίζει να αμφισβητεί το μονόλογο της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας που επιβάλει τον καπιταλιστικό απανθρωπισμό σαν το πεπρωμένο της ανθρωπότητας. Δημοσιεύουμε εδώ το επιδραστικό κείμενο του Mark Fisher: The privatisation of Stress. Στη μετάφραση έχει επιλεγεί ο γενικός όρος «άγχος», αν και συχνά ο διαχωρισμός του άγχους από το στρες στην Αγγλική γλώσσα δηλώνει μια διαρκή κατάσταση «πίεσης» ή « ψυχικής έντασης». Η δημοσίευση αυτή έρχεται να συμπληρώσει το κείμενο “Ένα Μέλλον Χωρίς Μέλλον: Κατάθλιψη, Κοινωνικά Κινήματα, Πολιτική της Ψυχικής Υγείας” του Mikkel Krause Frantzen, και το μακροσκελές δοκίμιο “Γιατί είμαστε όλοι τόσο αγχωμένοι- υπάκουοι και αδρανείς;” της βρετανικής ομάδας The Institute for Precarious Consciousness
Κενό Δίκτυο (Θωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες)
Μετάφραση: Νίκος Γκατζίκης – Τάσος Σαγρής (Κενό Δίκτυο)
Η Ιδιωτικοποίηση Του Άγχους
Ο Ivor Southwood στο βιβλίο του “Non-Stop Inertia” διηγείται πώς, σε μια εποχή που ζούσε σε κατάσταση υποαπασχόλησης – επιβιώνοντας με βραχυπρόθεσμες συμβάσεις εργασίας που του δίνονταν την τελευταία στιγμή από πρακτορεία ευρέσεως εργασίας – ένα πρωί, έκανε το λάθος να πάει στο σούπερ μάρκετ (1). Όταν επέστρεψε στο σπίτι του διαπίστωσε ότι ένα πρακτορείο εργασίας του είχε αφήσει μήνυμα στον τηλεφωνητή προσφέροντάς του δουλειά για εκείνη την ημέρα. Αλλά όταν κάλεσε το πρακτορείο, του είπαν ότι η θέση είχε ήδη καλυφθεί – και τον επέκριναν για την έλλειψη ετοιμότητας. Όπως σχολιάζει, «δέκα λεπτά είναι μια πολυτέλεια που ο εργαζόμενος δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά». Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να περιμένουν κάθε πρωί χωρίς καμία εξαίρεση έξω από τις πύλες του εργοστασίου φορώντας τις μπότες τους και περιμένοντας να προσληφθούν (σελ. 72).
Υπό αυτές τις συνθήκες:
“…η καθημερινή ζωή γίνεται επισφαλής. Ο προγραμματισμός γίνεται δύσκολος και είναι αδύνατο να καθιερωθεί μια ρουτίνα. Η εργασία, οποιουδήποτε είδους, μπορεί να ξεκινήσει ή να τελειώσει ανά πάσα στιγμή χωρίς προειδοποίηση, και το βάρος είναι πάντα στον εργαζόμενο να κυνηγάει κάθε φορά την επόμενη ευκαιρία και να πηδάει από ρόλο σε ρόλο. Το άτομο πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση συνεχούς ετοιμότητας. Το προβλέψιμο εισόδημα, οι αποταμιεύσεις, η σταθερότητα ενός «επαγγέλματος»: όλα αυτά ανήκουν σε έναν άλλο ιστορικό κόσμο”. (σελ. 15)
Δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι άνθρωποι που ζουν σε τέτοιες συνθήκες – όπου οι ώρες και οι αμοιβές τους είναι ευμετάβλητες και οι όροι εργασίας τους είναι εξαιρετικά ελαστικοί – βιώνουν ως αποτέλεσμα άγχος, κατάθλιψη και απελπισία. Και μπορεί αρχικά να φαίνεται αξιοπερίεργο το γεγονός ότι τόσοι πολλοί εργαζόμενοι πείθονται να αποδεχτούν τόσο άσχημες συνθήκες σαν να είναι «φυσιολογικές», και ότι υποχρεώνονται να αναζητήσουν την πηγή του άγχους που αισθάνονται στη χημεία του εγκεφάλου τους ή στην προσωπική τους ιστορία. Αλλά στον ιδεολογικό χώρο που περιγράφει ο Southwood εκ των έσω, αυτή η ιδιωτικοποίηση του άγχους έχει γίνει απλώς μία ακόμα δεδομένη διάσταση ενός φαινομενικά αποπολιτικοποιημένου κόσμου. «Καπιταλιστικός ρεαλισμός» είναι ο όρος που έχω χρησιμοποιήσει για να περιγράψω αυτό τον ιδεολογικό χώρο· και η ιδιωτικοποίηση του άγχους έχει διαδραματίσει καίριο ρόλο στην εμφάνισή του. (2)
Ο καπιταλιστικός ρεαλισμός αναφέρεται στην ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό – αν και ο όρος «πεποίθηση» είναι ίσως παραπλανητικός, δεδομένου ότι αυτή η λογική είναι ήδη εφαρμοσμένη στις καθιερωμένες πρακτικές των χώρων εργασίας και των μέσων ενημέρωσης, ενώ παράλληλα κατοικεί μέσα στα μυαλά των ατόμων. Στις συζητήσεις του για την ιδεολογία, ο Althusser αναφέρει το δόγμα του Pascal: «Πέστε στα γόνατα, σχηματίστε στα χείλη σας την προσευχή, και θα πιστέψετε». Οι ψυχολογικές πεποιθήσεις είναι επακόλουθες του να «πηγαίνεις με το ρεύμα», να συμμορφώνεσαι με τη γλώσσα των επισήμων και τις κυρίαρχες συμπεριφορές.
Αυτό σημαίνει ότι, όσο και αν, για παράδειγμα, τα άτομα και οι διάφορες κοινωνικές ομάδες στην Βρετανία περιφρονούσαν ή ειρωνεύονταν τη γλώσσα του ανταγωνισμού, της επιχειρηματικότητας και του καταναλωτισμού που είχαν εγκατασταθεί στους θεσμούς του Ηνωμένου Βασιλείου από τη δεκαετία του 1980, η ευρέως διαδεδομένη, επαναλαμβανόμενη και τελετουργική συμμόρφωσή μας με αυτήν την ορολογία και τις αντίστοιχες πρακτικές, έχει μετατρέψει την κυριαρχία του κεφαλαίου σε κάτι το φυσιολογικό, και σαν αποτέλεσμα έχει συμβάλει στην εξουδετέρωση οποιασδήποτε αντίθεσης σε αυτό.
Μπορούμε αμέσως να δούμε τη μορφή που παίρνει τώρα ο καπιταλιστικός ρεαλισμός αναλογιζόμενοι τη μετατόπιση που έχει επιτευχθεί στο νόημα του διάσημου δόγματος της Thatcher ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση». Όταν η Thatcher έκανε αρχικά αυτόν τον διαβόητο ισχυρισμό, η έμφαση δόθηκε στην προτίμηση: ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός ήταν το καλύτερο δυνατό σύστημα και οι εναλλακτικές λύσεις ήταν ανεπιθύμητες. Τώρα, ο ισχυρισμός έχει αποκτήσει ένα οντολογικό βάρος – ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο το καλύτερο σύστημα, είναι το μόνο εφικτό σύστημα. Οι εναλλακτικές λύσεις είναι ασαφείς, μεταφυσικές, σχεδόν ακατανόητες. Από το 1989, η επιτυχία του καπιταλισμού στο να συντρίψει τους αντιπάλους του έχει οδηγήσει στην επίτευξη του ύστατου στόχου της ιδεολογίας:
“Ο καπιταλισμός είναι αόρατος. Στον πλανητικό Βορρά τουλάχιστον, ο καπιταλισμός αυτο-προτάσσεται ως η μόνη δυνατή πραγματικότητα, και ως εκ τούτου σπάνια «εμφανίζεται» ως τέτοια. Ο Atilio Borón υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός έχει πάρει μια «διακριτική θέση πίσω από την πολιτική σκηνή, που τον καθιστά αόρατο ως το δομικό λίθο της σύγχρονης κοινωνίας», και αναφέρει την παρατήρηση του Bertolt Brecht ότι «ο καπιταλισμός είναι ένας κύριος που δεν του αρέσει να τον αποκαλούν με το όνομά του»”. (3)
Ο καταθλιπτικός ρεαλισμός των Νέων Εργατικών
Θα περιμέναμε από την ίδια τη Θατσερική (και τη μετα-Θατσερική) δεξιά να είναι υπεύθυνη για τη διάδοση της ιδέας πως δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Αλλά η νίκη του καπιταλιστικού ρεαλισμού εξασφαλίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο μόνο όταν το Εργατικό Κόμμα συνθηκολόγησε με αυτή την άποψη και αποδέχθηκε, ως τίμημα για την ανάληψη της εξουσίας, ότι «τα επιχειρηματικά συμφέροντα, με την στενή έννοια του όρου, θα μπορούσαν στο εξής να οργανώσουν τη μορφή και την κατεύθυνση ολόκληρης της κουλτούρας». Αλλά ίσως θα ήταν πιο ακριβές να σημειώσουμε πως, αντί απλώς να συνθηκολογήσει με τον Θατσερικό καπιταλιστικό ρεαλισμό, ήταν συγκεκριμένα το ίδιο το Εργατικό Κόμμα που εισήγαγε για πρώτη φορά στο πολιτικό ρεύμα του Ηνωμένου Βασιλείου τον καπιταλιστικό ρεαλισμό, όταν ο James Callaghan εκφωνούσε το 1976 στο συνέδριο των Εργατικών στο Blackpool:
“Για πάρα πολύ καιρό, ίσως από τον πόλεμο, έχουμε αποφύγει να αντιμετωπίσουμε τις ριζικές επιλογές και τις θεμελιώδεις αλλαγές στην οικονομία μας … Ζούμε με δανεικό χρόνο… Ο όμορφος κόσμος μας είπαν θα υπάρχει για πάντα, όπου η πλήρης απασχόληση θα μπορούσε να εξασφαλίζεται με την υπογραφή του πρωθυπουργού – αυτός ο όμορφος κόσμος έχει τελειώσει …”
Ωστόσο, είναι απίθανο ο Callaghan να είχε προβλέψει τον βαθμό στον οποίο το Εργατικό Κόμμα θα έφτανε να εμπλακεί στην πολιτική του «εταιρικού διακανονισμού», ή τον βαθμό στον οποίο ο “όμορφος κόσμος”, για τον οποίο εκτελούσε τις τελευταίες ιεροτελεστίες, θα έδινε τη θέση του στη γενικευμένη ανασφάλεια που περιέγραψε ο Ivor Southwood.
Η συναίνεση του Εργατικού Κόμματος στον καπιταλιστικό ρεαλισμό δεν μπορεί φυσικά να ερμηνευθεί ως ένα απλό λάθος: ήταν συνέπεια της διάλυσης της παλιάς κοινωνικής βάσης της αριστεράς που ακολούθησε τη μετα-Φορντική αναδιάρθρωση του καπιταλισμού. Τα χαρακτηριστικά αυτής – η παγκοσμιοποίηση, η αντικατάσταση της βιομηχανικής παραγωγής από τη μηχανοργάνωση, η ελαστικοποίηση της εργασίας, η εντατικοποίηση της καταναλωτικής κουλτούρας – είναι τόσο οικεία πλέον σε εμάς που έχουν μετατοπιστεί και αυτά σε ένα υπόβαθρο που θεωρείται πια δεδομένο. Αυτή ακριβώς η κατάσταση είναι που συνιστά το υπόβαθρο της δήθεν μετα-πολιτικής και αδιαμφισβήτητης «πραγματικότητας» πάνω στην οποία βασίζεται ο καπιταλιστικός ρεαλισμός.
Οι προειδοποιήσεις του Stuart Hall και των άλλων που έγραφαν στο Marxism Today στα τέλη της δεκαετίας του 1980 αποδείχθηκαν απολύτως σωστές: η αριστερά θα αντιμετώπιζε την απαξίωση, εάν παρέμενε εφησυχαστικά προσκολλημένη στις αξιώσεις του Φορντικού κόσμου που εξαφανιζόταν και δεν κατόρθωνε να διατηρήσει έναν ηγεμονικό ρόλο στο νέο κόσμο του μετα-Φορντισμού.(5) Αλλά το σχέδιο των Νέων Εργατικών, αντί να είναι μια προσπάθεια επίτευξης αυτής της νέας ηγεμονίας, βασίστηκε ακριβώς στην αποδοχή της αδυναμίας για μια αριστερή ηγεμονία στον μετα-Φορντισμό: στο μόνο που θα μπορούσε κανείς να ελπίζει ήταν μια μετριοπαθής εκδοχή του νεοφιλελεύθερου διακανονισμού.
Στην Ιταλία, αυτόνομοι όπως ο Franco Berardi-Bifo και ο Tony Negri ήρθαν αντιμέτωποι με την καταστροφή του κόσμου μέσα στον οποίο γεννήθηκε η αριστερά και έδρασαν ανάλογα με τις συνθήκες του μετα-Φορντισμού, αν και ο καθένας με έναν δικό του, ιδιαίτερο τρόπο. Γράφοντας στη δεκαετία του 1980, σε μια σειρά επιστολών που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στα αγγλικά, ο Negri περιγράφει χαρακτηριστικά αυτή την οδυνηρή μετάβαση από τις ελπίδες για επανάσταση, στην ήττα από έναν νεοφιλελευθερισμό που θριαμβεύει:
“Πρέπει να υποστούμε και να βιώσουμε την ήττα της αλήθειας, της δικής μας αλήθειας. Πρέπει να καταστρέψουμε την αναπαράστασή της, τη συνέχειά της, τη μνήμη της, τα ίχνη της. Όλα τα τεχνάσματα για να αποφύγουμε την αναγνώριση ότι η πραγματικότητα έχει αλλάξει, και μαζί της και η αλήθεια, πρέπει να απορριφθούν … Το ίδιο το αίμα στις φλέβες μας είχε αντικατασταθεί.” (6)
Σήμερα ζούμε με τις επιπτώσεις της αποτυχίας της αριστεράς να ανταποκριθεί στην πρόκληση που προσδιόρισε ο Negri. Και δεν φαίνεται να είναι τραβηγμένη η διαπίστωση ότι πολλά κομμάτια της αριστεράς έχουν υποκύψει σε μια συλλογική μορφή κλινικής κατάθλιψης, με συμπτώματα απομόνωσης, εξασθενημένης κινητοποίησης και ανικανότητας για δράση.
Μια διαφορά μεταξύ θλίψης και κατάθλιψης είναι ότι, ενώ η θλίψη εκλαμβάνεται ως μια απρόοπτη και προσωρινή κατάσταση των πραγμάτων, η κατάθλιψη παρουσιάζεται ως αναπόφευκτη και χωρίς τέλος: οι παγωμένες επιφάνειες του κόσμου της κατάθλιψης επεκτείνονται σε κάθε ορατό ορίζοντα. Στα βάθη της ασθένειας, ο καταθλιπτικός δεν βιώνει τη μελαγχολία του ως παθολογική ή σαν μια αφύσικη συνθήκη. Η πεποίθηση της κατάθλιψης ότι κάθε ενέργεια είναι άχρηστη, ότι πίσω από το πέπλο της αρετής κρύβεται πάντα η υστεροβουλία, εμφανίζεται στους πάσχοντες ως μια αλήθεια που οι ίδιοι έχουν δει, αλλά οι υπόλοιποι αδυνατούν να κατανοήσουν μέσα στην πλάνη τους. Υπάρχει ξεκάθαρα μια σχέση ανάμεσα στο φαινομενικό «ρεαλισμό» του καταθλιπτικού, με τις ριζικά χαμηλές προσδοκίες του απέναντι στον κόσμο, και σε αυτό που ονομάζουμε καπιταλιστικό ρεαλισμό.
Αυτή η κατάθλιψη δεν βιώθηκε συλλογικά: αντίθετα, πήρε ακριβώς τη μορφή της αποσύνθεσης κάθε συλλογικότητας μέσα σε νέους τρόπους ατομικισμού. Αρνούμενοι τις σταθερές μορφές απασχόλησης τις οποίες είχαν εκπαιδευτεί να αναμένουν και στερούμενοι της αλληλεγγύης που παρείχαν προηγουμένως τα συνδικάτα, οι εργαζόμενοι βρέθηκαν αναγκασμένοι να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον σε ένα ιδεολογικό γήπεδο μέσα στο οποίο ένας τέτοιου είδους ανταγωνισμός είναι κάτι το φυσιολογικό. Ορισμένοι εργαζόμενοι δεν ανέκαμψαν ποτέ από το τραυματικό σοκ να βλέπουν ξαφνικά τον Φορντικό – σοσιαλδημοκρατικό κόσμο να εξαφανίζεται: κάτι που αξίζει να θυμόμαστε σε μια εποχή που η κυβέρνηση συνασπισμού Συντηρητικών-Φιλελεύθερων Δημοκρατικών καταδιώκει τους αιτούντες Επιδόματος Αναπηρίας. Μια τέτοια κίνηση είναι το αποκορύφωμα της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης του άγχους που ξεκίνησε στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1980.
Το άγχος στον μετα-Φορντισμό
Αν η μετάβαση από τον Φορντισμό στον μετα-Φορντισμό είχε τις ψυχικές της απώλειες, τότε ο μετα-Φορντισμός έχει καινοτομήσει με εντελώς νέα είδη άγχους. Αντί για την εξάλειψη της γραφειοκρατίας που υποσχέθηκαν οι νεοφιλελεύθεροι ιδεολόγοι, ο συνδυασμός νέας τεχνολογίας και διοικητισμού (ΣτΜ: στο πρωτότυπο: managerialism) αύξησε δραματικά τη διοικητική πίεση που ασκείται στους εργαζομένους, οι οποίοι είναι πλέον υποχρεωμένοι να είναι οι ίδιοι οι ελεγκτές της εργασίας τους (γεγονός που με κανένα τρόπο δεν τους απαλλάσσει από τον έλεγχο που υφίστανται από πολλά είδη εξωτερικών ελεγκτών). Η εργασία, ανεξάρτητα από το πόσο περιστασιακή μπορεί να είναι, εμπεριέχει πλέον την τακτική εκτέλεση της μετα-εργασίας: την ημερήσια καταγραφή, τον λεπτομερή καθορισμό στόχων, τη συμμετοχή στη λεγόμενη «συνεχή επαγγελματική κατάρτιση». Γράφοντας για την ακαδημαϊκή εργασία, ο blogger «Savonarola» περιγράφει πώς τα συστήματα μόνιμης και πανταχού παρούσας μέτρησης προκαλούν μια συνεχή κατάσταση άγχους:
“Ένα από τα πιο διάχυτα φαινόμενα στο τρέχον μπακαλο-νεοφιλελεύθερo ακαδημαϊκό καθεστώς είναι ο πληθωρισμός των CV: καθώς οι διαθέσιμες θέσεις εργασίας μειώνονται σε Καφκικά επίπεδα συνεχών αναβολών και αοριστίας, οι εξαθλιωμένοι Träger του ακαδημαϊκού κεφαλαίου είναι υποχρεωμένοι όχι μόνο να καταβάλλουν υπερβάλλον ζήλο, αλλά να καταγράφουν … κάθε μία από τις παραγωγικές τους ενέργειες. Η μόνη αμαρτία είναι αυτή της παράλειψης… Με αυτή την έννοια, το πέρασμα από … περιοδικές και έκτακτες μετρήσεις … σε μόνιμες και πανταχού παρούσες μετρήσεις, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ένα είδος Σταχανοβισμού της άυλης εργασίας, η οποία, όπως και ο Σταλινικός της πρόγονος, υπερβαίνει κάθε προϋπάρχουσα λογική εργαλειοποίησης, και δεν μπορεί παρά να δημιουργεί ένα μόνιμο υπόστρωμα εξουθενωτικού άγχους. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάποιο στάνταρ, δεν θα είστε ποτέ ασφαλείς με καμία ποσότητα εργασίας.” (7)
Θα ήταν αφελές να φανταστούμε ότι αυτό το «μόνιμο υπόστρωμα εξουθενωτικού άγχους» είναι μια τυχαία παρενέργεια της επιβολής αυτών των μηχανισμών αυτο-παρακολούθησης, οι οποίοι προφανώς δεν καταφέρνουν να επιτύχουν τους επίσημους στόχους τους. Ο ίδιος ο Phillip Blond έχει υποστηρίξει ότι «η λύση των αγοράς δημιουργεί μια τεράστια και δαπανηρή γραφειοκρατία των λογιστών, εξεταστών, επιθεωρητών, αξιολογητών και ελεγκτών, που όλοι ασχολούνται με τη διασφάλιση της ποιότητας και τη διατήρηση του ελέγχου, παρεμποδίζοντας την καινοτομία και τον πειραματισμό και κρατώντας το κόστος πάντα σε υψηλά επίπεδα». (8) Η αναγνώριση αυτή είναι ευπρόσδεκτη, αλλά είναι σημαντικό να απορριφθεί η ιδέα ότι οι εμφανείς «αποτυχίες» του διοικητισμού είναι «καλοπροαίρετα λάθη» ενός συστήματος που στοχεύει με ειλικρίνεια σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Οι πρωτοβουλίες του διοικητισμού εξυπηρέτησαν πολύ καλά τους πραγματικούς, αν και συγκεκαλυμένους στόχους τους, οι οποίοι πάντα είχαν σκοπό να αποδυναμώσουν περαιτέρω τη δύναμη της εργασίας και να υπονομεύσουν την αυτονομία των εργαζομένων, ως μέρος ενός σχεδίου εξασφάλισης του πλούτου και της εξουσίας των υπερ-προνομιούχων.
Η αδυσώπητη παρακολούθηση συνδέεται στενά με την επισφάλεια. Και, όπως υποστηρίζει ο Tobias van Veen, η επισφαλής εργασία θέτει «ένα ειρωνικό αλλά καταστροφικό» αίτημα στον εργαζόμενο. Από τη μία πλευρά η εργασία δεν τελειώνει ποτέ: ο εργαζόμενος αναμένεται πάντα να είναι διαθέσιμος, χωρίς αξιώσεις για ιδιωτική ζωή. Από την άλλη οι επισφαλώς εργαζόμενοι είναι εντελώς αναλώσιμοι, ακόμη και όταν έχουν θυσιάσει κάθε αυτονομία τους για να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους. (9)
Η κυρίαρχη τάση σήμερα είναι σχεδόν όλες οι μορφές εργασίας να γίνουν επισφαλείς. Όπως το θέτει ο Franco Berardi-Bifo, «το κεφάλαιο δεν προσλαμβάνει πλέον ανθρώπους, μόνο αγοράζει πακέτα χρόνου, διαχωρισμένα από τους περιστασιακούς φορείς τους που μπορούν να εναλλάσσονται». (10) Τέτοια «πακέτα χρόνου» δεν θεωρείται πως έχουν σχέση με το άτομο, που μπορεί να έχει δικαιώματα ή απαιτήσεις: είναι απλώς είτε διαθέσιμα είτε μη διαθέσιμα.
Ο Bifo σημειώνει επίσης τις επιπτώσεις των ψηφιακών τηλεπικοινωνιών· παράγουν αυτό που χαρακτηρίζει ως διάχυτη αίσθηση πανικού, καθώς τα άτομα υποβάλλονται σε μια μη διαχειρίσιμη έκρηξη δεδομένων:
“Η επιτάχυνση της ανταλλαγής πληροφοριών … παράγει μια επίδραση παθολογικού τύπου στο μυαλό του ατόμου και ακόμη περισσότερο στη συλλογική συνείδηση. Τα άτομα δεν είναι σε θέση να επεξεργαστούν συνειδητά την τεράστια και ολοένα και αυξανόμενη ποσότητα πληροφοριών που εισέρχεται στους υπολογιστές τους, στα κινητά τους τηλέφωνα, στις οθόνες της τηλεόρασης, στα ηλεκτρονικά ημερολόγιά τους και στα μυαλά τους. Ωστόσο, φαίνεται απαραίτητο να πρέπει να παρακολουθείς, να γνωρίζεις, να αξιολογείς, να επεξεργάζεσαι όλες αυτές τις πληροφορίες εάν θέλεις να είσαι αποτελεσματικός, ανταγωνιστικός, νικητής” (σελ. 40).
Μία από τις επιπτώσεις της σύγχρονης τεχνολογίας επικοινωνιών είναι ότι πλέον δεν υπάρχει o “έξω” χώρος, εκεί όπου μπορεί κανείς να αναπαυτεί. Ο κυβερνοχώρος καθιστά την έννοια του «χώρου εργασίας» αρχαϊκή. Τώρα που σχεδόν οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας μπορεί κανείς να αναμένεται να απαντήσει σε ένα email, η εργασία δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή σε ένα οριοθετημένο ωράριο. Δεν υπάρχει διαφυγή – και όχι μόνο επειδή η εργασία επεκτείνεται χωρίς όρια. Τέτοιες διαδικασίες έχουν επίσης χακάρει τη λίμπιντο, έτσι ώστε η διαρκής «δέσμευση» που επιβάλλεται από τις ψηφιακές τηλεπικοινωνίες να μην βιώνεται πλέον ως κάτι το απαραίτητα δυσάρεστο. Όπως υποστηρίζει η Sherry Turkle, για παράδειγμα, αν και πολλοί γονείς είναι όλο και περισσότερο αγχωμένοι, καθώς προσπαθούν να προλαβαίνουν τα email και τα μηνύματα ενώ παράλληλα συνεχίζουν να δίνουν στα παιδιά τους την προσοχή που χρειάζονται, εξακολουθεί να τους ελκύει σαν μαγνήτης η τεχνολογία των επικοινωνιών:
“Δεν μπορούν να πάνε για διακοπές χωρίς να πάρουν το γραφείο μαζί τους. Το γραφείο τους είναι μέσα στο κινητό τους. Παραπονιούνται ότι οι εργοδότες τους περιμένουν από αυτούς να είναι συνεχώς συνδεδεμένοι στο διαδίκτυο, αλλά στη συνέχεια παραδέχονται ότι η αφοσίωσή τους στις συσκευές επικοινωνίας τους υπερβαίνει κάθε επαγγελματική προσδοκία.” (11)
Οι πρακτικές που δήθεν αποτελούν τμήμα της εργασίας, ακόμη και όταν επιτελούνται στη διάρκεια των διακοπών ή αργά τη νύχτα, δεν βιώνονται ως παράλογες απαιτήσεις. Από ψυχαναλυτική άποψη, είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί τέτοιες απαιτήσεις – απαιτήσεις που δεν μπορούν ενδεχομένως να ικανοποιηθούν – μπορούν να σχετιστούν με τη λίμπιντο, καθώς αυτού του είδους η απαίτηση έχει ακριβώς τη μορφή που παίρνει η ψυχαναλυτική ορμή. Η Jodi Dean έχει υποστηρίξει πειστικά ότι ο ψηφιακός επικοινωνιακός καταναγκασμός είναι αποτέλεσμα της (Φροϋδικής/Λακανικής) ορμής: τα άτομα είναι κλειδωμένα σε επαναλαμβανόμενους βρόγχους, γνωρίζοντας ότι η δραστηριότητά τους είναι άσκοπη, αλλά παρόλα αυτά δεν είναι σε θέση να σταματήσουν.(12)
Η αδιάκοπη κυκλοφορία της ψηφιακής επικοινωνίας βρίσκεται πέρα από την αρχή της άντλησης ευχαρίστησης: η ακόρεστη επιθυμία για έλεγχο νέων μηνυμάτων, email ή του Facebook είναι ένας καταναγκασμός, σαν το ξύσιμο της φαγούρας που χειροτερεύει όσο περισσότερο ξύνεσαι. Όπως όλοι οι καταναγκασμοί, αυτή η συμπεριφορά τροφοδοτείται από τη δυσαρέσκεια. Εάν δεν υπάρχουν νέα μηνύματα, αισθανόμαστε απογοητευμένοι και ελέγχουμε ξανά μετά από πολύ λίγο. Αλλά αν υπάρχουν νέα μηνύματα, αισθανόμαστε επίσης απογοητευμένοι: κανένας αριθμός μηνυμάτων δεν είναι ποτέ αρκετός. Η Sherry Turkle έχει μιλήσει με ανθρώπους που αδυνατούν να αντισταθούν στην επιθυμία να στείλουν και να λάβουν μηνύματα στο κινητό τους τηλέφωνο, ακόμη και όταν οδηγούν αυτοκίνητο. Ριψοκινδυνεύοντας ένα κακόγουστο λογοπαίγνιο, αυτό είναι ένα τέλειο παράδειγμα ψυχαναλυτικής ορμής του θανάτου, το οποίο δεν ορίζεται από την επιθυμία για το θάνατο, αλλά από το να βρίσκεται κανείς δέσμιος ενός καταναγκασμού τόσο ισχυρού που να τον κάνει να αδιαφορεί για το ενδεχόμενο του θανάτου. Αυτό που είναι αξιοσημείωτο εδώ είναι το κοινότυπο περιεχόμενο της ορμής. Δεν πρόκειται για μια τραγωδία όπως στα Κόκκινα Παπούτσια, όπου η μπαλαρίνα σκοτώνεται υπό την θεία έκσταση του χορού: μιλάμε για ανθρώπους που είναι έτοιμοι να ρισκάρουν το θάνατο ώστε να μπορέσουν να διαβάσουν ένα μήνυμα 140 χαρακτήρων, ενώ γνωρίζουν πολύ καλά πως είναι πιθανό να είναι γεμάτο ανοησίες.
Δημόσια υγεία ή ιδιωτική θεραπεία;
Η ιδιωτικοποίηση του άγχους είναι το τέλειο σύστημα κυριαρχίας, κομψό στη βάναυση αποτελεσματικότητά του. Το κεφάλαιο αρρωσταίνει τους εργαζόμενους, και στη συνέχεια οι πολυεθνικές φαρμακευτικές τους πωλούν φάρμακα για να τους κάνουν καλά. Οι κοινωνικές και πολιτικές αιτίες της δυστυχίας αποφεύγονται εντέχνως την ίδια στιγμή που η δυσαρέσκεια εξατομικεύεται και εσωτερικεύεται. Ο Dan Hind έχει υποστηρίξει ότι η εστίαση στην ανεπάρκεια σεροτονίνης ως την υποτιθέμενη «αιτία» της κατάθλιψης συσκοτίζει κάποιες από τις κοινωνικές ρίζες της δυστυχίας, όπως είναι ο ανταγωνιστικός ατομικισμός και η ανισότητα των εισοδημάτων. Αν και υπάρχει ένας μεγάλος όγκος ερευνών που δείχνει τους δεσμούς που υπάρχουν μεταξύ της ατομικής ευτυχίας, της πολιτικής συμμετοχής και των διευρυμένων κοινωνικών σχέσεων (καθώς και της ισότητας των εισοδημάτων σε γενικές γραμμές), η δημόσια αντιμετώπιση της ιδιωτικής δυστυχίας σπάνια επιλέγεται ως πρώτη λύση. (13)
Είναι σαφώς ευκολότερο να συνταγογραφηθεί ένα φάρμακο από το να γίνει μια γενικευμένη αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Εν τω μεταξύ, όπως υποστηρίζει ο Hind, «υπάρχει ένα πλήθος από “συμβούλους αυτοβελτίωσης” που προσφέρουν ευτυχία εδώ και τώρα, σε λίγα απλά βήματα». Αυτά προωθούνται στην αγορά από ανθρώπους «που αισθάνονται άνετα να λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο της κυρίαρχης κουλτούρας για το τι σημαίνει να είσαι ευτυχισμένος και ικανοποιημένος» και οι οποίοι επιβεβαιώνουν και επιβεβαιώνονται από «την τεράστια εφευρετικότητα της εμπορικής πειθούς».
Το φαρμακευτικό καθεστώς της ψυχιατρικής έχει παίξει κύριο ρόλο στην ιδιωτικοποίηση του άγχους, αλλά είναι σημαντικό να μην παραβλέπουμε τον ίσως ακόμη πιο ύπουλο ρόλο που έχουν διαδραματίσει στην αποπολιτικοποίηση της δυστυχίας και οι φαινομενικά περισσότερο ολιστικές πρακτικές της ψυχοθεραπείας. Ο ριζοσπαστικός ψυχοθεραπευτής David Smail υποστηρίζει ότι η άποψη της Thatcher πως δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους, βρίσκει «μια ανομολόγητη ηχώ σε όλες σχεδόν τις προσεγγίσεις της ψυχοθεραπείας». (14) Θεραπείες όπως η Γνωστική-Συμπεριφορική συνδυάζουν την εστίαση στην παιδική ηλικία (ένα είδος «ελαφριάς» ψυχανάλυσης) με το αυτοβοηθητικό δόγμα ότι τα άτομα μπορούν να γίνουν κυρίαρχοι του πεπρωμένου τους. Ο Smail κάνει έναν τεράστιο υπαινιγμό όταν δίνει το όνομα μαγικός βολονταρισμός στην άποψη που λέει ότι «με τη βοήθεια του ειδικού ψυχοθεραπευτή ή συμβούλου σας, εσείς οι ίδιοι μπορείτε να αλλάξετε τον κόσμο για τον οποίο εσείς είστε στην τελική ανάλυση υπεύθυνοι, έτσι ώστε αυτός να μην σας προκαλεί πλέον καμιά δυστυχία» (σελ. 7).
Η διάδοση του μαγικού βολονταρισμού έχει υπάρξει ζωτικής σημασίας για την επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού. Θα μπορούσαμε να φτάσουμε στο σημείο να πούμε ότι αποτελεί κάτι σαν την αυθόρμητη ιδεολογία της εποχής μας. Έτσι, για παράδειγμα, οι ιδέες από τη ψυχοθεραπεία της αυτοβοήθειας έχουν αποκτήσει μεγάλη επιρροή σε δημοφιλείς τηλεοπτικές εκπομπές. (15) Το Oprah Winfrey Show είναι ίσως το πιο γνωστό παράδειγμα, αλλά στο Ηνωμένο Βασίλειο προγράμματα όπως το Mary, Queen of Shops και το The Fairy Jobmother προωθούν ρητά την δαιμόνια επιχειρηματικότητα του μαγικού βολονταρισμού: αυτά τα προγράμματα μας διαβεβαιώνουν ότι μόνοι μας βάζουμε τα εμπόδια στις παραγωγικές δυνατότητες μας. Αν δεν τα καταφέρνουμε, είναι απλά επειδή δεν έχουμε κάνει τη δουλειά που χρειάζεται για την αναδόμηση του εαυτού μας.
Η ιδιωτικοποίηση του άγχους ήταν μέρος ενός σχεδίου που είχε ως στόχο την σχεδόν πλήρη καταστροφή της έννοιας του δημόσιου – αυτού ακριβώς του πράγματος από την ύπαρξη του οποίου εξαρτάται ουσιαστικά η ψυχική μας ευημερία. Αυτό που χρειαζόμαστε επειγόντως είναι μια νέα πολιτική ψυχικής υγείας που θα οργανώνεται γύρω από το ζήτημα του δημόσιου χώρου. Με τη διάσπασή τους από την παλιά σταλινική αριστερά, οι διάφορες νέες αριστερές τάσεις θέλησαν αυτονομία για τους εργαζόμενους και έναν δημόσιο χώρο απαλλαγμένο από τη γραφειοκρατία: αυτό που πήραν ήταν management και καταναλωτισμό.
Η σημερινή πολιτική κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο – με τις επιχειρήσεις και τους συμμάχους τους να ετοιμάζονται για την καταστροφή των κειμηλίων της σοσιαλδημοκρατίας – αποτελεί ένα είδος διαβολικής αντιστροφής του ονείρου των εργαζομένων για αυτονομία και απελευθέρωση από το κράτος, τα αφεντικά και τη γραφειοκρατία. Σε μια διεστραμμένη στροφή του σεναρίου που προξενεί ίλιγγο, οι εργαζόμενοι βρίσκονται τελικά να εργάζονται σκληρότερα, σε συνθήκες που ολοένα και επιδεινώνονται και με μειωμένες αμοιβές, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την κρατική διάσωση της επιχειρηματικής ελίτ, την ίδια στιγμή που οι πράκτορες αυτής της ελίτ σχεδιάζουν την περαιτέρω καταστροφή των δημόσιων υπηρεσιών από τις οποίες εξαρτώνται οι εργαζόμενοι.
Καθώς ο απαξιωμένος νεοφιλελευθερισμός σχεδιάζει την εντατικοποίηση αυτού του σχεδίου, ένα είδος δεξιάς αυτονομίας έχει προκύψει με τους Κόκκινους Συντηρητικούς του Phillip Blond και τους Γαλάζιους Εργατικούς του Maurice Glasman. Εδώ η κριτική τόσο της σοσιαλδημοκρατικής όσο και της νεοφιλελεύθερης γραφειοκρατίας συμβαδίζει με την έκκληση για επιστροφή στις παραδόσεις. Η επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού στηρίχθηκε στην αποτύπωση της επιθυμίας των εργαζομένων να ξεφύγουν από τα δεσμά του Φορντισμού (αν και ο άθλιος ατομικιστικός καταναλωτισμός μέσα στον οποίο είμαστε όλοι τώρα βυθισμένοι δεν είναι η εναλλακτική λύση που αναζητούσαν). Η αξιογέλαστη «Μεγάλη Κοινωνία» του Blond και οι ανησυχητικά περιχαρακωμένες «κοινότητες» της «λευκής εργατικής τάξης» του Glasman δεν αποτελούν πειστικές ή αξιόπιστες απαντήσεις σε αυτό το πρόβλημα. Το κεφάλαιο έχει εξαφανίσει για πάντα τις παραδόσεις στις οποίες ο Blond και ο Glasman τόσο προσβλέπουν.
Αλλά αυτό δεν πρέπει να αποτελεί αιτία για να θρηνούμε· κάθε άλλο. Αν κάτι πρέπει να επαναφέρουμε στη ζωή, αυτό δεν είναι τους κοινωνικούς σχηματισμούς που απέτυχαν (και απέτυχαν για λόγους για τους οποίους οι προοδευτικοί θα πρέπει να είναι ευχαριστημένοι), αλλά ένα πολιτικό πρόγραμμα που στην πραγματικότητα δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί: την επίτευξη μιας δημοκρατικής δημόσιας σφαίρας. Ακόμη και μέσα στο έργο του Blond μπορούμε να διακρίνουμε τις γενεαλογικές γραμμές μιας ηγεμονικής μετατόπισης – στον εκπληκτικό τρόπο που αποκηρύσσονται βασικές έννοιες του νεοφιλελευθερισμού και στην επίθεσή του στον διοικητισμό. Και στην παραδοχή ότι, αντίθετα με την πεποίθηση της Thatcher, αποδεικνύεται ότι υπάρχει τελικά κάτι που λέγεται κοινωνία. Οι κινήσεις αυτές δίνουν κάποια ένδειξη για το βαθμό στον οποίο – μετά και τη διάσωση του τραπεζικού κλάδου από το κράτος – ο νεοφιλελευθερισμός έχει χάσει ριζικά την αξιοπιστία του.
Η πρόσφατη αύξηση της κινηματικής μαχητικότητας στο Ηνωμένο Βασίλειο ιδίως μεταξύ των νέων, υποδηλώνει ότι η ιδιωτικοποίηση του άγχους καταρρέει: αντί για ατομική κατάθλιψη που αντιμετωπίζεται με φάρμακα, βλέπουμε τώρα εκρήξεις δημόσιας οργής. Εδώ, και στην σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτη αλλά μαζικά διαδεδομένη δυσαρέσκεια με τον διοικητισμό στη ρύθμιση της εργασίας, βρίσκονται μερικά από τα υλικά από τα οποία μπορεί να οικοδομηθεί ένας νέος αριστερός μοντερνισμός. Μόνο αυτός ο αριστερός μοντερνισμός είναι ικανός να οικοδομήσει μια δημόσια σφαίρα που να μπορεί να θεραπεύσει τις πολυάριθμες παθολογίες με τις οποίες μας πλήττει ο επικοινωνιακός καπιταλισμός.
______
Tο άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε το 2011, τεύχος 48 του περιοδικού Soundings και είναι διαθέσιμο διαδικτυακά στα Αγγλικά από την ιστοσελίδα του Κενού Δικτύου.
O Mark Fisher (1968 – 2017) έγραφε τακτικά για τα περιοδικά Frieze, New Statesman, Sight & Sound και το The Wire, όπου και ήταν βοηθός αρχισυντάκτη για ένα χρόνο. Ήταν επισκέπτης λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Goldsmith του Λονδίνου, και διατηρούσε ένα από τα πιο επιτυχημένα διαδικτυακά μπλογκ στο πεδίο της πολιτισμικής θεωρίας, το k-punk (http://k-punk.abstractdynamics.org).
Σημειώσεις
1. Ivor Southwood, Non-Stop Inertia, Zer0 2010.
2. See Mark Fisher, Capitalist Realism: Is There No Alternative? Zer0 2009.
3. Atilio Boron, `The Truth About Capitalist Democracy’, Socialist Register 2006, p32.
4. As argued by Jeremy Gilbert in, `Elitism, Philistinism and Populism: the Sorry State of British Higher Education Policy’, 2010, opendemocracy.net/ourkingdom.
5. See Stuart Hall and Martin Jacques (eds), New Times: The Changing Face of Politics in the 1990s, Lawrence & Wishart 1989.
6. Antonio Negri, Art and Multitude, Polity 2010, p10.
7. Savonarola, `Curriculum mortis’, conjunctural.blogspot.com/2008/08/curriculum-mortis.html, 2008.
8. Phillip Blond, The Ownership State: Restoring Excellence, Innovation and Ethos to Public Services, ResPublica/Nesta 2009, p10.
9. Tobias van Veen, `Business Ontology (or why Xmas Gets You Fired)’, 2010, fugitive.quadrantcrossing.org/2009/12/business-ontology/.
10. Franco Berardi, Precarious Rhapsody: Semiocapitalism and the Pathologies of the Post-Alpha Generation, Minor Compositions 2009, p32.
11. Sherry Turkle, Alone Together: Why We Expect More From Technology and Less from Each Other¸ Basic 2011, p264.
12. Jodi Dean, Blog Theory: Feedback and Capture in the Circuits of Drive, Polity 2010.
13. See Dan Hind, The Return of the Public, Verso 2010, p146.
14. David Smail, Power, Interest and Psychology: Elements of a Social Materialist Understanding of Distress, PCCS 2009, p11.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ