Δραπετεύοντας από το Κάστρο με τα Βαμπίρ – Mark Fisher

June 25, 2022

Πρέπει να μάθουμε ή να ξανα-μάθουμε πως να χτίζουμε τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη, αντί να δουλεύουμε υπέρ του Κεφαλαίου απαξιώνοντας, αποδοκιμάζοντας και κακοποιώντας ο ένας τον άλλον. Αυτό δε σημαίνει βέβαια πως θα πρέπει να συμφωνούμε στα πάντα – απεναντίας, πρέπει να φτιάξουμε συνθήκες όπου η διαφωνία θα μπορεί να λαμβάνει χώρα χωρίς τον φόβο του αποκλεισμού ή χειρότερα, του αφορισμού.”

Μετάφραση: Κώστας Σαββόπουλος – Αντρέας Μερκούρης

Επιμέλεια: Τάσος Σαγρής / Κενό Δίκτυο


Αυτό το καλοκαίρι (2013) σκέφτηκα σοβαρά να σταματήσω να ασχολούμαι με τα πολιτικά. Εξαντλημένος από τη δουλειά, ανίκανος για παραγωγική δραστηριότητα, βρήκα τον εαυτό μου να περιπλανιέται στα κοινωνικά δίκτυα νιώθοντας την κατάθλιψη και την κόπωση μου να διογκώνονται.

Η «αριστερή πτέρυγα» του Twitter μπορεί συχνά να είναι μια μίζερη, αποκαρδιωτική ζώνη. Νωρίτερα, φέτος, σημειώθηκαν κάποιες ισχυρές διαμάχες στις οποίες συγκεκριμένα αριστερά προφίλ καταγγέλθηκαν και αποδοκιμάστηκαν. Στα προφίλ αυτά λέγονταν πράγματα ενίοτε απαράδεκτα, ο τρόπος με τον οποίο αυτά τα άτομα διασύρθηκαν προσωπικά και κυνηγήθηκαν άφησε ένα άσχημο κατάλοιπο: Τη δυσοσμία της κακής συνείδησης και της ηθικής του κυνηγιού μαγισσών. Ο λόγος που δεν πήρα θέση σε κανένα από αυτά τα γεγονότα ήταν επειδή, ντρέπομαι που το λέω, φοβήθηκα. Οι νταήδες ήταν σε άλλο μέρος της παιδικής χαράς. Δεν ήθελα να τους τραβήξω την προσοχή.

Η καταφανής αγριότητα αυτών των ανταλλαγών συνοδευόταν από κάτι ακόμα πιο διεστραμμένο και, για αυτόν τον λόγο, ίσως περισσότερο εξουθενωτικό: μια ατμόσφαιρα σαρκαστικής κακίας. Ο πιο συχνός αποδέκτης αυτής της κακίας ήταν ο Όουεν Τζόουνς (Owen Jones),[1] και οι επιθέσεις στον Τζόουνς – το άτομο που είναι το πλέον υπεύθυνο για την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης στο Ηνωμένο Βασίλειο τα τελευταία χρόνια – ήταν ένας από τους λόγους που αισθανόμουν τόσο αποθαρρημένος. Αν αυτό συμβαίνει σε έναν αριστερό που όντως πετυχαίνει να φέρει τον αγώνα στο επίκεντρο της Βρετανικής ζωής, τότε γιατί να θέλει όποιος ή όποια να παρακολουθήσει τον mainstream δημόσιο λόγο; Υπάρχει τρόπος να ξεφύγει κανείς από αυτή την χωρίς παύση κακοποίηση άλλος από το να παραμείνει σε θέση αδυναμίας και περιθωριοποίησης;

Ένα από τα πράγματα που με έβγαλαν από την καταθλιπτική νάρκη μου ήταν το να πηγαίνω στην ανοιχτή Λαϊκή Συνέλευση του Ίπσουιτς (Ipswich People’s Assembly), κοντά στο σπίτι μου. Η Λαϊκή Συνέλευση είχε γίνει δεκτή με τη συνηθισμένη χλεύη και ειρωνεία. Μας έλεγαν πως ήταν ένα άχρηστο διαφημιστικό κόλπο όπου αριστεροί των media, συμπεριλαμβανομένου και του Τζόουνς, θεοποιούνταν σε μια ακόμη «από-τα-πάνω» επίδειξη μιας κουλτούρας διασήμων. Αυτό που πραγματικά συνέβη στη Συνέλευση στο Ίπσουιτς ήταν πολύ διαφορετικό από αυτή την καρικατούρα. Το πρώτο μισό της βραδιάς – που κορυφώθηκε με μια εμψυχωτική ομιλία από τον Όουεν Τζόουνς – καθοδηγήθηκε πράγματι από τους κεντρικούς ομιλητές. Όμως στο δεύτερο μισό της συνέλευσης είδα ακτιβιστές από όλη την εργατική τάξη του Σάφολκ (Suffolk) να μιλάνε μεταξύ τους, να αλληλοϋποστηρίζονται, να ανταλλάζουν εμπειρίες και στρατηγικές. Απέχοντας πολύ από το να είναι ένα ακόμη παράδειγμα ιεραρχικού αριστερισμού, η Ανοιχτή Συνέλευση ήταν ένα παράδειγμα για το πώς το κάθετο μπορεί να  συνδυαστεί με το οριζόντιο: η δύναμη και το χάρισμα των media μπόρεσαν να τραβήξουν κόσμο που δεν είχε ξαναβρεθεί στην αίθουσα για πολιτική συνέλευση, να μιλήσει με έμπειρους ακτιβιστές και να παράγει στρατηγικές. Η ατμόσφαιρα ήταν αντι-ρατσιστική και αντι-σεξιστική, αλλά και αναπάντεχα απαλλαγμένη από την παραλυτική αίσθηση ενοχής και καχυποψίας που καλύπτει σαν τοξική και πνιγηρή ομίχλη την αριστερή πτέρυγα του Twitter.

Μετά ήταν ο Ράσελ Μπραντ (Russell Brand).[2] Θαυμάζω τον Μπραντ από καιρό – ένας από τους λίγους γνωστούς κωμικούς της σημερινής σκηνής με εργατικό ταξικό υπόβαθρο. Τα τελευταία χρόνια σταδιακά κυριάρχησε ένας αμείλικτος μεγαλοαστισμός στην τηλεοπτική κωμωδία, με τον εξωφρενικά χαζό καθωσπρεπισμό του Μάικλ Μάκινταϊρ (Michael McIntyre) και έναν θλιβερό καταιγισμό από αδιάφορους διπλωματούχους τυχαίους να κυριαρχούν στη σκηνή.

Μια μέρα, πριν την πλέον διάσημη συνέντευξη του Brand στον Jeremy Paxman[3] που προβλήθηκε στο Newsnight, είχα δει την παράσταση του Brand με τίτλο το Σύνδρομο του Μεσσία, στο Ipswich. Η παράσταση ήταν ξεκάθαρα υπέρ των μεταναστών, υπέρ των κομμουνιστών, αντι-ομοφοβική, διαποτισμένη από τη διάνοια της εργατικής τάξης χωρίς να φοβάται να το δείξει και αρκετά queer με τον τρόπο που η δημοφιλής κουλτούρα συνήθιζε να είναι (δηλαδή καμία απολύτως σχέση με την ξινή ταυτοτική «ευσέβεια» που μας κληροδότησαν οι ηθικιστές της μετα-δομιστικής «αριστεράς») Ο Malcolm X, ο Che, η πολιτική ως μια ψυχεδελική αποδόμηση της υπάρχουσας πραγματικότητας: αυτό ήταν κομμουνισμός σαν κάτι σέξυ, κουλ και εργατικό, αντί για μια βαρετή τελετουργία όπου όλοι σου κουνάνε δεικτικά το δάχτυλό.

Την επόμενη μέρα ήταν προφανές πως η εμφάνιση του Brand είχε δημιουργήσει ένα στιγμιαίο ρήγμα. Για κάποιους από εμάς, η σχεδόν ιατροδικαστικής ακρίβειας αποδόμηση του Paxman από τον Brand ήταν τρομερά συγκινητική, σχεδόν θαυματουργή. Δεν μπορούσα να θυμηθώ την τελευταία φορά που σε ένα άτομο που προέρχεται από την εργατική τάξη είχε δοθεί τόσος χώρος ώστε να καταστρέψει τόσο επιμελώς έναν ταξικά «ανώτερο» αντίπαλο χρησιμοποιώντας εξυπνάδα και λογική. Αυτό δεν ήταν όπως η φάση με τον Johnny Rotten να βρίζει τον Bill Grundy –μια πράξη ανταγωνισμού που περισσότερο επιβεβαίωσε, παρά αμφισβήτησε τα στερεότυπα περί τάξης.

Ο Brand είχε αποδείξει πως είναι πιο έξυπνος από τον Paxman και η χρήση του χιούμορ, εν προκειμένω, ήταν ο διαχωριστικός παράγοντας μεταξύ του Brand και της ξινίλας μεγάλου κομματιού της «Αριστεράς». Ο Brand κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν καλά με τον εαυτό τους, ενώ η ηθικιστική αριστερά διαπρέπει στο να κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν άσχημα και δεν ικανοποιείται μέχρι τα κεφάλια μας να λυγίσουν από τις ενοχές και την αηδία προς τον εαυτό μας.

Η ηθικιστική αριστερά γρήγορα διασφάλισε πως η όλη ιστορία δεν είχε να κάνει με το ρήγμα που δημιούργησε ο Brand στα βαρετά κυρίαρχα debate ούτε σχετικά με τον ισχυρισμό του πως η επανάσταση θα γίνει, καθώς είναι αναπόφευκτη. (Αυτός ο τελευταίος ισχυρισμός δεν μπορούσε παρά να εισακουστεί από τη μικροαστική, ναρκισσιστική αριστερά που έχει καλυμμένα τα αυτιά της με πανιά, ως δήλωση σύμφωνα με την οποία ο Brand θέλει να οδηγήσει την επανάσταση -κάτι στο οποίο απάντησαν με την τυπική μνησικακία, «Δεν χρειάζομαι κάποια διασημότητα να με καθοδηγήσει».

Για τους ηθικιστές η κυρίαρχη ιστορία είχε να κάνει με την προσωπική ζωή του Brand –κυρίως με τον σεξισμό του. Σε αυτή την τοξική μακαρθική ατμόσφαιρα που διαμορφώθηκε από την ηθικιστική αριστερά, σχόλια που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως σεξιστικά σημαίνουν ταυτόχρονα πως ο Brand είναι σεξιστής, πράγμα το οποίο με τη σειρά του σημαίνει πως είναι μισογύνης.

Ορθά κοφτά, τέλος, καταδικασμένος.

Είναι απολύτως λογικό και αναμενόμενο ο Brand, όπως και όλοι μας, να πρέπει να απολογηθεί για τη συμπεριφορά του και τη γλώσσα που χρησιμοποιεί.

Ωστόσο, αυτή η διαδικασία θα πρέπει να λαμβάνει χώρα σε μια ατμόσφαιρα συντροφικότητας και αλληλεγγύης και, μάλλον, όχι εξαρχής στο επίπεδο του δημόσιου λόγου –παρόλο που όταν ο Brand ρωτήθηκε περί σεξισμού από τον Mehdi Hasan απάντησε με έναν τρόπο χιουμοριστικό και καλοπροαίρετο, που σαφώς απουσίαζε από τα πέτρινα πρόσωπα εκείνων που τον ανέκριναν.

«Δεν νομίζω ότι είμαι σεξιστής, αλλά θυμάμαι τη γιαγιά μου, τον καλύτερο άνθρωπο που γνώρισα ποτέ, που ήταν βέβαια ρατσίστρια, αλλά νομίζω πως δεν το είχε καταλάβει. Δεν ξέρω αν έχω κάποιου είδους πολιτισμικό βαρίδιο, ξέρω ότι έχω πολύ μεγάλη αγάπη για την προλεταριακή αργκό, όπως το «πουλάκι μου» ή το «αγαπούλα», επομένως αν οι γυναίκες πιστεύουν πως είμαι σεξιστής, μάλλον είναι σε καλύτερη θέση από εμένα να το κρίνουν, οπότε θα το δουλέψω”

Η παρέμβαση του Brand δεν ήταν μια προσπάθεια για ηγεσία. Ήταν μια προσπάθεια για έμπνευση, ένα κάλεσμα στα όπλα.

Και όσον αφορά εμένα, είχα ξαναβρεί την έμπνευση. Εκεί που μερικούς μήνες πριν θα είχα παραμείνει σιωπηλός καθώς οι ηθικιστές της Καθώς πρέπει Αριστεράς[4] επέβαλλαν στον Brand τα δικαστήρια τους και τις δολοφονίες χαρακτήρα –με «στοιχεία», κυρίως, μαζεμένα από τον δεξιό και συντηρητικό Τύπο, που προφανώς είναι πάντα πρόθυμος να βοηθήσει σε κάτι τέτοια– αυτή τη φορά ήμουν προετοιμασμένος να κάνω την κίνηση μου. Η απάντηση στον Brand έγινε γρήγορα το ίδιο γνωστή όσο και η συνέντευξη με τον Paxman.

Όπως σημείωσε και η Laura Oldfield Ford[5], ήταν μια στιγμή διαύγειας. Και ένα από τα πράγματα που έγιναν διαυγή για μένα ήταν ο τρόπος με τον οποίο τα τελευταία χρόνια, μεγάλο τμήμα της αυτο-αποκαλούμενης «αριστεράς» είχε καταστείλει το ζήτημα της τάξης.

Η ταξική συνείδηση είναι εύθραυστη και φευγαλέα. Ο μικροαστισμός που κυριαρχεί στην ακαδημία και τη βιομηχανία του πολιτισμού χαρακτηρίζεται από κάθε είδους λεπτές αποκλίσεις και προκαταλήψεις που εμποδίζουν το εν λόγω ζήτημα (το ζήτημα της τάξης) ακόμη και να τεθεί∙ και έπειτα, αν το ζήτημα τεθεί, σε κάνουν να πιστεύεις ότι έσπασες κάποιου είδους κοινωνικό συμβόλαιο, ή κάποιον άρρητο κώδικα συμπεριφοράς με το να το θέτεις.

Μιλάω σε διάφορες αριστερές ή αντικαπιταλιστικές εκδηλώσεις εδώ και χρόνια, ωστόσο σπανίως έχω μιλήσει -ή μου έχει ζητηθεί να μιλήσω- για το ταξικό ζήτημα δημοσίως.

Αλλά όταν η τάξη επανεμφανίστηκε ήταν αδύνατο να μην την δεις παντού σε σχέση με την υπόθεση του Brand. Ο Brand είχε γρήγορα κριθεί ή/και αμφισβητηθεί από τουλάχιστον 3 ανθρώπους, αριστερούς, που προέρχονταν από ιδιωτικά εκπαιδευτήρια.

Άλλοι μας είπαν ότι ο Brand δεν θα μπορούσε να είναι, πράγματι, κομμάτι της εργατικής τάξης επειδή είναι, πλέον, εκατομμυριούχος.

Είναι περίεργο πόσοι πολλοί «αριστεροί» έμοιαζαν να συμφωνούν με τις τοποθετήσεις του Paxman: «Τι δίνει σε αυτό τον άνθρωπο με εργατική καταγωγή το δικαίωμα να μιλάει;»

Είναι επίσης πολύ ανησυχητικό ότι φαίνεται να πιστεύουν πως οι εργάτες οφείλουν να μένουν στην φτώχεια για μια ζωή, στην ασημαντότητα και, εν τέλει, στην αδυναμία τους, διότι αλλιώς θα χάσουν την «αυθεντικότητα» τους.

Κάποιος μου έστειλε μια ανάρτηση που είχε γραφτεί για τον Brand στο Facebook. Δεν γνωρίζω το άτομο που την έγραψε οπότε και δεν θα ήθελα να το κατονομάσω. Αυτό που έχει σημασία, εν προκειμένω, είναι πως η ανάρτηση περιέχει ένα σετ από σνομπαρίστικες και συγκαταβατικές συμπεριφορές ή κανόνες που, όπως φαίνεται, μπορεί κανείς να έχει, αρκεί να αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός.

Ολόκληρο το ύφος ήταν απίστευτα ψηλομύτικο, σαν να επρόκειτο για δάσκαλο που μαλώνει ένα παιδάκι, ή έναν ψυχίατρο που κάνει διάγνωση σε έναν ασθενή.

Ο Brand, κατά τα γραφόμενα της ανάρτησης, είναι «προφανώς εξαιρετικά ψυχικά ασταθής…. Μια κακή σχέση, ή μια κακή επαγγελματική επιλογή μακριά από το να ξανακυλήσει στην εξάρτηση, ή ακόμα χειρότερα.» Παρόλο που το άτομο που έκανε την ανάρτηση ισχυρίζεται πως «στα αλήθεια συμπαθεί πολύ τον Brand», ενδεχομένως ποτέ να μην πέρασε από το μυαλό του πως ένας από τους λόγους που ο Brand μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ανισόρροπος» είναι ακριβώς αυτό το πατερναλιστικό ψευδό-πεφωτισμένο ύφος, αυτή η «διάγνωση» από την «αριστερή» μπουρζουαζία.

Υπάρχει επίσης ένα σοκαριστικό αλλά εξίσου αποκαλυπτικό απόσπασμα που αναφέρεται στην παιδεία του Brand ως «κουτσουρεμένη μόρφωση με τις χαρακτηριστικές λέξεις που προκαλούν συναισθήματα, χαρακτηριστικά ενός αυτό-δίδακτου» –στο οποίο ο συγγραφέας της ανάρτησης αναφέρει με μεγαλοψυχία «Δεν έχω κανένα θέμα με αυτό»- ω, μα πόσο καλός είσαι! Δεν πρόκειται για κάποιον γραφειοκράτη της αποικιακής διοίκησης που γράφει για τις προσπάθειες του να διδάξει σε κάποιους αυτόχθονες την Αγγλική γλώσσα τον 19ο αιώνα, ή για έναν Βικτωριανό διευθυντή κάποιου ιδιωτικού ιδρύματος που αναφέρεται σε κάποιον πιτσιρικά μαθητή με υποτροφία∙ Πρόκειται για «αριστερή» γραφή, μόλις πριν από μερικές εβδομάδες.

Που ακριβώς πάμε από εδώ και μετά;

Είναι πρώτα απ’ όλα απαραίτητο να αναγνωρίσουμε τα χαρακτηριστικά των Λόγων και των επιθυμιών που μας έχουν οδηγήσει σε αυτό το σκοτεινό και καταστροφικό σημείο για μονοπάτι της ηθικής μας, όπου η τάξη έχει εξαφανιστεί, ο ηθικισμός είναι παντού, η αλληλεγγύη είναι αδύνατη, ο φόβος και οι ενοχές είναι πανταχού παρούσες. Κι αυτό όχι επειδή μας εκφοβίζει η δεξιά αλλά επειδή έχουμε επιτρέψει στους μπουρζουά τρόπους συγκρότησης της υποκειμενικότητας να μολύνουν το κίνημα. Νομίζω πως υπάρχουν δύο λιβιδινικές-λογοθετικές διαμορφωτικές τάσεις που έχουν επιφέρει αυτή την κατάσταση. Αποκαλούνται αριστεροί ωστόσο – όπως φανέρωσε και η κατάσταση με τον Brand – όλα αυτά αποδεικνύουν με πολλούς τρόπους πως η αριστερά –προσδιορισμένη ως βασικός παράγοντας στην ταξική πάλη – έχει σχεδόν εξαφανιστεί.

Μέσα στο Κάστρο με τα Βαμπίρ

Η πρώτη τέτοια συνειδητοποίηση είναι αυτό που ξεκίνησα να αποκαλώ “Κάστρο με τα Βαμπίρ”.

Το Κάστρο με τα Βαμπίρ ειδικεύεται στο να αναπαράγει ενοχές. Καθοδηγείται από την επιθυμία ενός ιερέα να αναθεματίσει και να καταδικάσει, από την επιπόλαια επιθυμία ενός ακαδημαϊκού να είναι ο πρώτος που θα εντοπίσει κάτι λάθος και από την επιθυμία ενός χίπστερ να είναι “in“, να συμπεριλαμβάνεται δηλαδή στο αποδεκτό και δημοφιλές πλήθος.

Ο κίνδυνος που κρύβει μια ενδεχόμενη επίθεση στο Κάστρο με τα Βαμπίρ –το οποίο και θα κάνει τα πάντα για να προφυλαχθεί από μια τέτοια επίθεση– είναι πως αυτός που κάνει την επίθεση μπορεί ταυτόχρονα να κατηγορηθεί ως κάποιος που επιτίθεται στους αγώνες ενάντια στον ρατσισμό, τον σεξισμό, τον ετεροσεξισμό.

Ωστόσο, πέρα από το γεγονός πως το Κάστρο με τα Βαμπίρ δεν είναι ο μοναδικός εκφραστής αυτών των αγώνων, το Κάστρο μπορεί, επίσης, να γίνει κατανοητό ως μια μπουρζουάδικη-φιλελεύθερη αντιστροφή και ενσωμάτωση της ενέργειας που παράγεται από αυτά τα κινήματα.

Το Κάστρο με τα Βαμπίρ γεννήθηκε τη στιγμή που ο αγώνας του να μην καθοριζόμαστε από ταυτοτικές κατηγοριοποιήσεις έγινε ταυτόχρονα ο στόχος να αποκτήσουμε «ταυτότητες» και αναγνωρίστηκε από ένα μπουρζουάδικο Μεγάλο Άλλο.

Τα προνόμια, που σίγουρα κατέχω ως λευκός άνδρας, έχουν να κάνουν, ως ένα σημείο, με το γεγονός ότι δεν αντιλαμβάνομαι ως προνομιούχα την εθνικότητα μου ή το φύλο μου. Για αυτό το λόγο, είναι μια νηφάλια και αποκαλυπτική εμπειρία να σου υπενθυμίζουν, ενίοτε, αυτά τα, κατά τα άλλα, τυφλά σημεία.

Ωστόσο, αντί να αναζητάμε έναν κόσμο όπου όλοι ανεξαιρέτως αποκτάμε την ελευθερία μας από την ταυτοτική κατηγοριοποίηση, το Κάστρο με τα Βαμπίρ αναζητά να στριμώξει τους ανθρώπους πίσω σε ταυτοτικά στρατόπεδα, όπου θα καθορίζονται για πάντα με όρους που τίθενται από τις κυρίαρχες δυνάμεις, αποδυναμωμένοι από τη συνείδηση τους και απομονωμένοι σε μια σολιψιστική λογική που επιμένει να λέει πως δεν μπορούμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον, εκτός και αν ανήκουμε στην ίδια ταυτοτική ομάδα.

Έχω παρατηρήσει την ύπαρξη ενός μηχανισμού αντίστροφης προβολής-αποκήρυξης όπου  η απλή αναφορά της τάξης αντιμετωπίζεται αυτόματα σαν μια προσπάθεια υποτίμησης της σημασίας της φυλής και του φύλου. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, εφόσον το Κάστρο με τα Βαμπίρ χρησιμοποιεί, ουσιαστικά, μια φιλελεύθερη ερμηνεία της φυλής και του φύλου, προκειμένου να περιπλέξει τη σημασία της τάξης. Σε όλη την παράλογη και τραυματική συζήτηση περί προνομιών που προηγήθηκε τον προηγούμενο χρόνο στο Twitter, η συζήτηση για το ταξικό προνόμιο απουσίαζε ολοκληρωτικά. Το καθήκον, όπως πάντα, παραμένει η συνάρθρωση της τάξης, του φύλου και της φυλής, αλλά η καταστατική λειτουργία του Κάστρου με τα Βαμπίρ είναι η από-συνάρθρωση της τάξης από τις υπόλοιπες κατηγορίες.

To πρόβλημα το οποίο κλήθηκε να επιλύσει το Κάστρο με τα Βαμπίρ είναι το εξής: πως είναι δυνατόν κάποιος/α/ο να κατέχει τεράστιο πλούτο και εξουσία, αλλά ταυτόχρονα να μπορεί να παρουσιάζεται ως θύμα, περιθωριοποιημένο και αντισυμβατικό; Η λύση βρισκόταν ήδη έτοιμη- στην χριστιανική εκκλησία. Το Κάστρο με τα Βαμπίρ  έχει πρόσβαση σε όλες τις «διαβολικές» στρατηγικές, τις σκοτεινές παθολογίες και τα όργανα ψυχολογικών βασανιστηρίων τα οποία εφευρέθηκαν από τον Χριστιανισμό και τα οποία έχει περιγράψει εκτενώς  ο Nietzsche στην Γενεαλογία της Ηθικής. Το ιερατείο της κακής συνείδησης, αυτή η φωλιά θρησκόληπτων εμπόρων της ηθικότητας, είναι αυτό για το οποίο μας προειδοποιούσε ο Nietzsche όταν έλεγε ότι ακολουθούσε κάτι χειρότερο από τον Χριστιανισμό. Ε, λοιπόν αυτό, πλέον βρίσκεται μπροστά μας…

Το Κάστρο με τα Βαμπίρ τρέφεται από τη ζωτικότητα, τα άγχη και τις αδυναμίες νεαρών φοιτητών, αλλά πρωτίστως ζει από τη μετατροπή των καταπιεστικών βιωμάτων ορισμένων ομάδων -όσο  πιο περιθωριακών τόσο το καλύτερο- σε ακαδημαϊκό κεφάλαιο. Οι πιο προβεβλημένες φιγούρες του Κάστρου με τα Βαμπίρ είναι αυτές οι οποίες ανακάλυψαν την δυνατότητα αξιοποίησης των καταπιέσεων με αγοραίους όρους -πλέον όποιος/α/ο  μπορέσει να ανιχνεύσει μια κοινωνική ομάδα περισσότερο καταπιεσμένη από οποιαδήποτε άλλη θα προαχθεί στην ιεραρχία του Κάστρου με τα Βαμπίρ πολύ γρήγορα.

Ο πρώτος νόμος του Κάστρου με τα Βαμπίρ είναι: εξατομίκευσε και ιδιωτικοποίησε τα πάντα.

Ενώ στη θεωρία τάσσεται υπέρ της δομιστικής κριτικής, στην πράξη δεν εστιάζει σε τίποτα άλλο πέρα από την ατομική συμπεριφορά. Κάποια μέλη της εργατικής τάξης δεν είχαν την καλύτερη δυνατή ανατροφή και μπορεί να παρουσιάσουν πολύ αγενείς συμπεριφορές. Να θυμάσαι: το να καταδικάζεις άτομα είναι πάντα πιο σημαντικό από το να ασχολείσαι με διυποκειμενικές δομές. Η κυρίαρχη τάξη, αν και προπαγανδίζει την ιδεολογία του ατομισμού, τείνει να δρα συλλογικά ως τάξη. (Πολλές από τις αποκαλούμενες συνωμοσίες, αποτελούν απλώς ενέργειες ταξικής αλληλεγγύης από τους κυρίαρχους.) To Κάστρο με τα Βαμπίρ, ως αφελής υπηρέτης της κυρίαρχης τάξης, πράττει το ακριβώς αντίθετο: ενώ κηρύττει την αλληλεγγύη και τη συλλογικότητα, δρα πάντοτε διαμέσου των επιβαλλόμενων από την εξουσία ατομικιστικών αρχετύπων, σαν να επρόκειτο για κάτι φυσικό και αναπόφευκτο. Τα μέλη του, όντας κατά βάση μικροαστικής καταγωγής, εμφανίζουν άκρως ανταγωνιστικές συμπεριφορές μεταξύ τους, οι οποίες ωστόσο αμβλύνονται από την  παθητικο-επιθετική ψυχοσύνθεση που χαρακτηρίζει την αστική κοινωνία. Επομένως, αυτό που τους ενώνει δεν είναι η αλληλεγγύη, αλλά ο κοινός φόβος -η φοβία ότι θα είναι οι επόμενοι που θα εκτεθούν, θα καταδικαστούν και, εν τέλει, θα διωχθούν.

Ο δεύτερος νόμος του Κάστρου με τα Βαμπίρ είναι: να μετατρέψει τη σκέψη και τη δράση σε κάτι πάρα πολύ δύσκολο.

 Δεν πρέπει να υπάρχει ελαφρότητα και οπωσδήποτε όχι χιούμορ. Το χιούμορ δεν είναι κάτι σοβαρό εξ ορισμού, έτσι; Η σκέψη είναι δύσκολη δουλειά για ανθρώπους με κυριλέ φωνές και ρυτιδιασμένα μέτωπα. Όπου υπάρχει αυτοπεποίθηση να εισάγεις τον σκεπτικισμό. Να λες: μην βιάζεσαι, πρέπει να το σκεφτούμε πιο αναλυτικά. Θυμήσου: το να έχεις βεβαιότητές αποτελεί κάτι καταπιεστικό και μπορεί να οδηγήσει σε γκούλαγκ.

Ο τρίτος νόμος το Κάστρου με τα Βαμπίρ είναι: να προπαγανδίζεις όση περισσότερη ενοχή γίνεται.

Όση περισσότερη ενοχή, τόσο το καλύτερο. Οι άνθρωποι πρέπει να νιώθουν άσχημα: σημαίνει ότι κατανοούν τη βαρύτητα των πραγμάτων. Το να απολαμβάνεις το ταξικό σου προνόμιο είναι κάτι αποδεκτό εφόσον νιώθεις ενοχικά για αυτό, ειδικά αν μεταβιβάζεις την ίδια ενοχή και σε άλλους αντίστοιχα προνομιούχους. Τουλάχιστον κάνεις και καλές πράξεις για τους φτωχούς, έτσι;

Ο τέταρτος νόμος του Κάστρου με τα Βαμπίρ  είναι: πραγμοποίησε.

Ενώ  τα μέλη του Κάστρου με τα Βαμπίρ πάντα επικαλούνται τη ρευστότητα των ταυτοτήτων, την πολλαπλότητα και την ετερότητα -εν μέρει για να καλύψουν τα δικά τους ανισομερή πλούτη, προνόμια, ή την αστική καταγωγή τους- ο εχθρός πρέπει πάντα να αντικειμενοποιείται. Εφόσον οι επιθυμίες του Κάστρου με τα Βαμπίρ είναι σε μεγάλο βαθμό αυτές ενός ιερέα που επιθυμεί να εξοστρακίζει και να καταδικάζει, πρέπει να υπάρχει μια καθαρή διχοτόμηση μεταξύ Καλού και Κακού, με το τελευταίο να παρουσιάζεται ως κάτι αντικειμενικό.

Παρατήρησε τις τακτικές.

Ο Χ είχε πει το τάδε, ή έχει συμπεριφερθεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αυτό που είπε, ή η συμπεριφορά που είχε μπορούν να ερμηνευθούν ως τρανσφοβικές/σεξιστικές κλπ. Μέχρι στιγμής αυτό είναι κάτι απλό και ουσιαστικό. Στο επόμενο βήμα κρύβεται το ζουμί. Απευθείας ο Χ κατονομάζεται ως τρανσφοβικός/σεξιστής κλπ. Ολόκληρη η ταυτότητα του ορίζεται από ένα κακό σχόλιο, ή από μια ολίσθηση της συμπεριφοράς του. Μόλις το Κάστρο με τα Βαμπίρ ξεκινήσει το κυνήγι μαγισσών, το θύμα (το οποίο συχνά προέρχεται από εργατικό περιβάλλον και δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί στην παθητικο-επιθετική εθιμοτυπία των αστών) μπορεί να οδηγηθεί, με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια, στο να χάσει την ψυχραιμία του, επιβεβαιώνοντας έτσι την θέση του ως παρία- σαν ο τελευταίος αναλώσιμος στην κανιβαλική φρενίτιδα.

Ο πέμπτος νόμος του Κάστρου με τα Βαμπίρ είναι: σκέψου σαν φιλελεύθερος (επειδή στην πραγματικότητα αυτό είσαι).

Το Κάστρο με τα Βαμπίρ αποθηκεύει συνεχώς οργισμένες αντιδράσεις οι οποίες  καταδεικνύουν απλώς το προφανές: το κεφαλαίο συμπεριφέρεται σαν κεφάλαιο (δεν είναι πολύ όμορφο αυτό!), οι καταπιεστικές δομές του κράτους καταπιέζουν. Πρέπει να διαμαρτυρηθούμε!

Ο νέο-αναρχισμός στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η δεύτερη λιβιδινική διαμορφωτική τάση είναι ο νέο-αναρχισμός. Με τον όρο νέο-αναρχισμό, σε καμία περίπτωση δεν εννοώ τους αναρχικούς, ή τους συνδικαλιστές που εμπλέκονται έμπρακτα με την οργάνωση  στους χώρους εργασίας, όπως το Solidarity Federation[6]. Αντιθέτως, εννοώ εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχικοί αλλά η πραγματική τους εμπλοκή στην πολιτική εκτείνεται από μαθητικές/φοιτητικές διαδηλώσεις και καταλήψεις μέχρι σχολιασμούς στο Twitter. Όπως οι κάτοικοι του Κάστρου με τα Βαμπίρ, οι νεο-αναρχικοί συνήθως προέρχονται από ένα μικροαστικό περιβάλλον, αν όχι μια περισσότερο ταξικά προνομιούχα θέση.

 Είναι συνήθως πάρα πολύ νέοι: κατά βάση 20αριδες, το πολύ 30ριδες, με μια περιορισμένη αίσθηση του ιστορικού ορίζοντα. Οι νέο-αναρχικοί δεν έχουν ζήσει κάτι άλλο εκτός από τον καπιταλιστικό ρεαλισμό. Τη στιγμή που οι νέο-αναρχικοί έκαναν την εμφάνιση τους στο πολιτικό προσκήνιο -οι περισσότεροι από αυτούς αρκετά πρόσφατα, αν ληφθεί υπόψη το αυτάρεσκο στυλ που επιδεικνύουν- το κόμμα των εργατικών, από την εποχή του Blair, είχε μετατραπεί σε έναν φορέα ο οποίος  εφάρμοζε νέο-φιλελεύθερες πολιτικές με λίγα ψήγματα κοινωνικής πολιτικής

. Αλλά το πρόβλημα με τον νέο-αναρχισμό είναι ότι αντανακλά την παρούσα συγκυρία χωρίς να τη στοχάζεται, αδυνατώντας έτσι να προσφέρει κάποια γραμμή διαφυγής από αυτήν. Ξεχνάει, ή  ειλικρινά δεν γνωρίζει τον ρόλο του κόμματος των εργατικών στην εθνικοποίηση μεγάλων βιομηχανιών και δομών, καθώς και στη δημιουργία του εθνικού συστήματος υγείας. Οι νεο-αναρχικοί θα ισχυριστούν ότι η κοινοβουλευτική πολιτική δεν άλλαξε ποτέ τίποτα, ή ότι το κόμμα των εργατικών ήταν πάντα άχρηστο, ενώ την ίδια στιγμή θα συμμετέχουν σε πορείες υπέρ του Εθνικού Συστήματος Υγείας, ή θα κάνουν retweet παράπονα για τον περαιτέρω εκφυλισμό του. Στο σημείο αυτό παρουσιάζεται μια ιδιόμορφη αντίφαση: είναι θεμιτό να διαμαρτύρεται κανείς ενάντια στις κυβερνητικές πολιτικές αλλά δεν επιτρέπεται να μπει στην βουλή, ή να εισχωρήσει στα MME και να επιχειρήσει  να δημιουργήσει ρωγμές και αλλαγές από τα μέσα. Οφείλουμε να απαξιώνουμε τα MME, αλλά το τηλεοπτικό πρόγραμμα του BBC «Question Time» πρέπει να το παρακολουθούμε και να γκρινιάζουμε για αυτό στο Twitter. H καθαρότητα καταλήγει στη μοιρολατρία: είναι προτιμότερο να μην αλλοτριωθείς από τα MME∙ είναι καλύτερο να μένεις μόνιμα στην αντίδραση από το να ρισκάρεις να λερώσεις τα χέρια σου.

 Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη ότι τόσοι πολλοί νέο-αναρχικοί δίνουν την εντύπωση μιας καταθλιπτικής περσόνας. Η κατάθλιψη αυτή ενισχύεται από τα άγχη της μεταπανεπιστημιακής ζωής καθώς, όπως το Κάστρο με τα Βαμπίρ, ο νέο-αναρχισμός έχει ως φυσικό περιβάλλον του το πανεπιστήμιο και συνήθως προπαγανδίζεται από μεταπτυχιακούς φοιτητές, ή από κατόχους ανώτατων πτυχίων.

Τι κάνουμε?

Για ποιους λόγος αυτές οι δυο διαμορφωτικές τάσεις (Κάστρο με τα Βαμπίρ / Νέο-αναρχισμός) έχουν γιγαντωθεί τόσο πολύ; Ο πρώτος λόγος είναι ότι τους αφέθηκε χώρος από το κεφαλαίο, καθώς σε τελική ανάλυση εξυπηρετούν τα συμφέροντα του. Το κεφάλαιο καθυπόταξε την οργανωμένη εργατική τάξη με το να αποσυνθέσει την ταξική συνείδηση, καθυπόταξε βίαια τα σωματεία ενώ παράλληλα έπεισε τις «σκληρά εργαζόμενες οικογένειες» να ταυτιστούν με τα στενά ατομικά τους συμφέροντα και όχι με τα ευρύτερα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Για ποιόν λόγο, λοιπόν, το Κεφάλαιο να ανησυχήσει για μια αριστερά η οποία αντικαθιστά την ταξική πολιτική με τον ηθικίστικο ατομικισμό, η οποία αντί να καλλιεργεί σχέσεις αλληλεγγύης σπέρνει τον φόβο και την ανασφάλεια;

Ο δεύτερος λόγος είναι η ανάδυση του επικοινωνιακού καπιταλισμού όπως έχει ονομασθεί από την Jodi Dean. Ίσως να ήταν εφικτό να αγνοήσει κανείς το Κάστρο με τα Βαμπίρ και τους νέο-αναρχικούς αν δεν υπήρχε ο καπιταλιστικός κυβερνοχώρος. Η ευλαβής ηθικολογία του Κάστρου με τα Βαμπίρ δεν αποτέλεσε κάποιου είδους καινοτομία, αλλά αντιθέτως ήταν η βασική τακτική συγκεκριμένων τμημάτων της αριστεράς εδώ και πολλά χρόνια -πριν τον επικοινωνιακό καπιταλισμό, ωστόσο, αν κάποιος δεν ανήκε στις συγκεκριμένες εκκλησίες, μπορούσε να αποφύγει τους κήρυκες του. Τα κοινωνικά δίκτυα με τον ενιαίο χωροχρόνο τους, έχουν αποκλείσει πλέον αυτή την δυνατότητα, αφήνοντας τον καθένα έρμαιο στις ψυχικές παθολογίες που μεταδίδουν οι συγκεκριμένοι Λόγοι.

Οπότε, τι μπορούμε να κάνουμε από εδώ και πέρα;

Αρχικά, είναι επιτακτικό να απορρίψουμε τις ουσιοκρατικές αντιλήψεις των ταυτοτήτων και να αναγνωρίσουμε ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν ταυτότητες, παρά μόνο επιθυμίες, συμφέροντα και ταυτίσεις. Το British Cultural Studies project αποτελεί μια σημαντική προσπάθεια προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση –όπως έγινε έκδηλο στις παραγωγές του John Akomfra, The Unfinished Conversation  και The Stuart Hall Project – επειδή ακριβώς αντιστέκεται στην ταυτοτική πραγμοποίηση.

Αντί να συνεχίσουν οι άνθρωποι να παγιδεύονται στα δεσμά παγιωμένων κατηγοριών, ο σκοπός του project ήταν να μάθουν να αντιμετωπίζουν τις υπάρχουσες συναρθρώσεις ως προσωρινές και ευμετάβλητες. Καινούριες συναρθρώσεις μπορούν πάντοτε να κατασκευαστούν. Κανένας άνθρωπος δεν είναι στην ουσία του κάτι συγκεκριμένο. Δυστυχώς η δεξιά αξιοποιεί αυτή τη γνώση πολύ πιο αποτελεσματικά από την αριστερά. Η αστική-ταυτοτική αριστερά ξέρει πολύ καλά να μεταδίδει ενοχές και να στήνει σύγχρονα κυνήγια μαγισσών, αλλά δεν γνωρίζει πως να επιτελεί μεταστροφές. Άλλωστε δεν είναι αυτό το επίδικό της. Ο σκοπός της δεν είναι να μαζικοποιήσει κάποια αριστερή θέση ή να κερδίσει ανθρώπους με το μέρος της, αλλά να παραμείνει σε μια θέση ελιτίστικης υπεροχής, τόσο ταξικής όσο και ηθικής. «Πως τολμάς να μιλάς -εμείς είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να εκπροσωπήσουμε τους καταπιεσμένους.»

Η άρνηση της ουσιοκρατικής ταυτοτικής αντίληψης μπορεί να συμβεί μόνο με την επαναεπιβεβαίωση της σημασίας της τάξης. Μια αριστερά η οποία δεν έχει το ταξικό ζήτημα στο πυρήνα της μπορεί μονάχα να αποτελέσει μια φιλελεύθερη ομάδα πίεσης. Η ταξική συνείδηση είναι ένα διττό φαινόμενο: εμπεριέχει την ταυτόχρονη επίγνωση για τους τρόπους με τους οποίους η τάξη οριοθετεί και διαμορφώνει τις εμπειρίες μας, καθώς και το ότι κατέχουμε μια συγκεκριμένη κοινωνική θέση μέσα στον ταξικό σχηματισμό. Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι απώτερος σκοπός του αγώνα μας δεν είναι ούτε η αναγνώριση μας από τους αστούς ούτε η καταστροφή των αστών καθαυτών. Ο κύριος εχθρός μας είναι η ίδια η ταξική δομή -μια δομή η οποία πληγώνει τους πάντες, ακόμα και αυτούς που αντλούν υλικό όφελος από την λειτουργία της. Αυτή τη δομή είναι που πρέπει να καταστρέψουμε. Το συμφέρον της εργατικής τάξης είναι το καθολικό συμφέρον της κοινωνίας. Το συμφέρον της αστικής τάξης εξυπηρετεί μονάχα το Κεφάλαιο, δηλαδή κανέναν. Ο αγώνας μας πρέπει να στοχεύει στη δημιουργία ενός νέου και εκπληκτικού κόσμου, όχι στην διαιώνιση των ταυτοτήτων που διαμορφώθηκαν και διαστρεβλώθηκαν από το Κεφάλαιο.

Αν το καθήκον αυτό φαντάζει δύσκολο, σχεδόν απαγορευτικό, φαντάζει ως τέτοιο επειδή είναι. Μπορούμε ωστόσο να εμπλακούμε από τώρα σε διάφορες προπαρασκευαστικές δράσεις. Τέτοιες δραστηριότητες μπορούν  να φτάσουν πολύ πιο πέρα από μια απλή προεικόνιση για το μέλλον- στην πραγματικότητα μπορούν να ενεργοποιήσουν ένα γίγνεσθαι, μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία στην οποία τα αστικά μοντέλα υποκειμενικότητας αποδομούνται και τη θέση τους αρχίζει να καταλαμβάνει μια υπό διαμόρφωση νέα καθολικότητα. Πρέπει να μάθουμε, ή καλύτερα, να ξανα-μάθουμε πως να χτίζουμε τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη, αντί να δουλεύουμε υπέρ του Κεφαλαίου και να καταδικάζουμε, ή να κακομεταχειριζόμαστε ο ένας τον άλλο. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως θα πρέπει να συμφωνούμε στα πάντα –απεναντίας, οφείλουμε να δημιουργήσουμε εκείνες τις συνθήκες όπου η διαφωνία μπορεί να υπάρξει χωρίς τον φόβο του αποκλεισμού ή χειρότερα, του εξοστρακισμού, του αφορισμού.

Πρέπει να σκεφτούμε πολύ προσεχτικά πως θα χρησιμοποιήσουμε στρατηγικά τα social media -έχοντας πάντα στο μυαλό μας, ότι σε αντίθεση με τις περιαυτολογίες των δημιουργών τους για την εξισωτική λειτουργία τους, αυτή τη στιγμή είναι ένα εχθρικό για εμάς περιβάλλον, αφιερωμένο στην αναπαραγωγή του Κεφαλαίου. Αυτό, ωστόσο, δεν μας εμποδίζει από το να οικειοποιηθούμε τον κυβερνοχώρο που μας παρέχεται και να τον χρησιμοποιήσουμε με στόχο τη διάχυση της ταξικής συνείδησης. Πρέπει να αποδράσουμε από το debate που έχει στήσει ο επικοινωνιακός καπιταλισμός, στο οποίο το Κεφάλαιο μας έλκει συνέχεια, έτσι ώστε να συμμετέχουμε ως χρήστες-καταναλωτές και να θυμόμαστε πάντα ότι συμμετέχουμε σε έναν ταξικό ανταγωνισμό. Ο στόχος δεν είναι να γίνουμε ακτιβιστές, αλλά να βοηθήσουμε την εργατική τάξη να ενεργοποιηθεί και να αυτό-μεταμορφωθεί. Έξω από το Κάστρο με τα Βαμπίρ τα πάντα είναι πιθανά.

Mark Fisher– 2013

Αντί Επιλόγου – Κώστας Σαββόπουλος / Αντρέας Μερκούρης

Ο Fisher έγραψε αυτό το άρθρο πριν από περίπου μία δεκαετία, το μακρινό 2013. Ωστόσο, για εμάς που κάναμε αυτή τη μετάφραση το κείμενο φαντάζει εξαιρετικά επίκαιρο.

Πολλά από τα αδιέξοδα που παρουσιάζονται στο κείμενο όπως, για παράδειγμα, η μεταστροφή του Κόμματος των Εργατικών σε μια νεοφιλελεύθερη, πιο soft και politically correct εκδοχή των Torries -κάτι που ο Fisher είχε ήδη διαγνώσει από την δεκαετία του ’90- ήρθαν στο προσκήνιο στην ελληνική συνθήκη μετά την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2015.

Το κλασσικό, απλό, αλλά παρ’ όλα αυτά ισχύον σχήμα του ΤΙΝΑ[7], ειδικότερα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού ρεαλισμού όπως εύστοχα περιγράφεται στο ομώνυμο βιβλίο του 2009, μας δείχνει τα δόντια του.

 Οι εναλλακτικές, τουλάχιστον σε επίπεδο διακυβέρνησης, έχουν συναντήσει τα όριά τους. Ο καπιταλισμός έχει κυριαρχήσει και ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί το κυρίαρχο κοινωνικό δόγμα.

Μέσα σε ένα τέτοιο τοξικό πεδίο, τα κινήματα, η άσκηση πολιτικής “από τα κάτω”, ακόμα και ο πολιτικός διάλογος, αποκτούν κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά που αναπόφευκτα είναι “λερωμένα” από την κυρίαρχη ιδεολογία.

Να το θέσουμε αλλιώς. Έχουμε ξεχάσει να κάνουμε κριτική γιατί, μάλλον, έχουμε ξεχάσει τους θεμελιώδεις κανόνες που τη διέπουν. Το γεγονός, δηλαδή, πως κριτική ασκούμε σε κάτι προκειμένου να βελτιωθεί, ή έστω για να δημιουργήσουμε έναν νέο χώρο αγώνα στο συγκείμενο του οποίου μπορούμε να διεκδικήσουμε πράγματα που, εκ πρώτης όψεως, φαίνονται αδύνατα.

Δεν μιλάμε φυσικά για μια φιλική κριτική στον καπιταλισμό προκειμένου να εξανθρωπιστεί, γιατί ούτως ή άλλως παίρνουμε ως δεδομένο πως ο καπιταλισμός δεν επιδέχεται διόρθωση ή εκδημοκρατισμό.

Εκείνο στο οποίο αναφερόμαστε είναι ακριβώς αυτό που υπογραμμίζει και ο Fisher. Η προσέγγιση ή καλύτερα η επαναφεύρεση της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης. Η αντίληψη πως όταν ασκούμε κριτική σε κάτι ή σε κάποιον που δεν είναι από ιδεολογική θέση εναντίον μας, η κριτική αυτή οφείλει να αφήνει ένα ελεύθερο πεδίο αναγνωρίζοντας πως όλοι οι άνθρωποι ζουν και διαμορφώνονται μέσα από παρόμοιες δομές, αναπαράγουν τις ίδιες αντιφάσεις και παθογένειες,  αλλά παρόλα αυτά  έχουν την δυνατότητα αλλαγής και εξέλιξης. Κανένας δεν γεννήθηκε τέλειος.

Υπάρχουν 2 άξονες πάνω στους οποίους μπορούμε να τοποθετήσουμε αυτή τη σκέψη. Δύο λόγοι, δηλαδή, για τους οποίους θεωρούμε πως η κριτική από εργαλείο βελτίωσης έχει μετατραπεί σε εργαλείο πολεμικής.

Ο πρώτος λόγος είναι η διάχυση του καπιταλιστικού φαντασιακού σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα.

Από τον πολιτισμό μέχρι την εργασία και από την πολιτική μέχρι τις διαπροσωπικές σχέσεις ο καπιταλισμός αποτελεί το μοναδικό παραγωγικό πόλο. Τα, υπό άλλες συνθήκες, “ταξικά μας γυαλιά” έχουν πάει περίπατο.

Κάθε συναίσθημα, κάθε αίτημα, κάθε επιθυμία, φαίνεται να διαμεσολαβείται από το Κεφάλαιο και την ανεστραμμένη του οπτική.

Πώς μπορείς να σκεφτείς με διαφορετικό τρόπο, πέρα από τον κυρίαρχο, όταν όλες οι προσλαμβάνουσες σου έχουν ένα συγκεκριμένο πρόσημο; Είναι σαν να σου ζητάει κάποιος να περιγράψεις ένα πρόσωπο που δεν έχεις δει ποτέ. Προκαλεί έναν κόμπο, ένα υπαρξιακό σοκ που σε γενικές γραμμές είναι αδύνατον να υπερβούμε.

Η αποικιοποίηση όλων των πεδίων του αισθητού κόσμου από τον καπιταλισμό έχει δημιουργήσει ένα διευρυμένο πλέγμα ανικανότητας για φαντασία, για συναίσθηση και, γενικώς, για όλα εκείνα τα συναισθήματα και τις λειτουργίες που ο καπιταλισμός θεωρεί περιττά και άχρηστα, αφού δεν συμβάλλουν με κάποιο θεμελιώδη τρόπο στη διαδικασία παραγωγής.

Η έλλειψη εναλλακτικής απέναντι στον καπιταλισμό έχει απλώσει τα πλοκάμια της σε όλη την κοινωνία και μας έχει αφαιρέσει βασικές λειτουργίες.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο όπου το Μέλλον φαντάζει βαρετό και πλήρως εναρμονισμένο με το μέλλον του Καπιταλισμού, μια μίζερη και αέναη αναπαραγωγή του ήδη υπάρχοντος, κάθε διάθεση για κριτική εμποτίζεται από αυτήν ακριβώς τη “μαυρίλα”.

Γιατί να μπεις άλλωστε στη διαδικασία να κάνεις κριτική σε κάτι για να γίνει καλύτερο αφού τελικά όλα φαίνεται να παραμένουν ίδια; Ποιο το νόημα της προόδου όταν στο όριο της ορατής, πλέον, γραμμής του Τέλους βρίσκεται η απόγνωση;

Γιατί να θέλει ο Σίσυφος να καλυτερέψει κάτι στη ζωή του αφού τα μόνα πράγματα που μπορεί να δει είναι ένας βράχος και ένας λόφος;

Ακούγεται αρκετά απόλυτο, ωστόσο, αν αναλογιστούμε τις δομικές/κοινωνικές κρίσεις που έχουν εκδηλωθεί τα τελευταία χρόνια με διάφορες μορφές, θα διαπιστώσουμε ότι με βάση την πεπατημένη δεν έχουμε κανένα λόγο να είμαστε αισιόδοξοι για το Μέλλον. Ένα Μέλλον που παρά την αβεβαιότητα του μας έχει δώσει κάποια εχέγγυα σχετικά με το ότι αυτή η αβεβαιότητα θα είναι σίγουρα χειρότερη από την βεβαιότητα της προηγούμενης χρονιάς. Κάθε πέρσι και καλύτερα με άλλα λόγια.

 Μέσα σε αυτό το πεδίο υπαρξιακού τέλματος από τη μία και αδυναμίας άρθρωσης μιας εναλλακτικής από την άλλη, η κριτική από εργαλείο βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης γίνεται εργαλείο καταστροφικής αποδόμησης.

Τίποτα δεν αξίζει, οπότε όλα πρέπει να καταστραφούν. Αυτή η σχεδόν σταυροφορική διάθεση του πολέμου εναντίον όλων των “ακάθαρτων” δεν λειτουργεί αντιθετικά με το Κεφάλαιο και τον καπιταλισμό. Ίσα ίσα τα τροφοδοτεί.

Ο δεύτερος λόγος είναι η επέλαση του ναρκισσισμού. Ήδη από την αρχή της δεκαετίας του 2010, αναδύεται ένα νέο είδος ακτιβισμού και “πολιτικοποίησης” που βασίζεται ιδιαίτερα στα ΜΚΔ ( μέσα κοινωνικής δικτύωσης) και στην οικοδόμηση της “περσόνας”. Η  “ περσόνα” είναι συνήθως ένα άτομο που υπακούει σε κάποια γενική ιδεολογία με αόριστο και αφηρημένο τρόπο, ωστόσο δεν υπακούει σε κάποιον ελεγκτικό μηχανισμό, σε κάποιο κόμμα, σε κάποια οργάνωση ή σε κάποια συλλογικότητα ή κάποιου είδους αντίστοιχη πολιτική ομαδοποίηση. Κατά συνέπεια οι θέσεις που αναλαμβάνει η “περσόνα” δεν εξαρτώνται από κάποια ιδεολογική αρχή, αλλά πρωτίστως, από το πόσο πολιτισμικό, κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να συσσωρεύσει και πόσους followers παραπάνω μπορεί να συγκεντρώσει.

Γι’ αυτό και πολλές φορές η “περσόνα” αναλαμβάνει πολιτικές θέσεις που μπορεί να είναι εξαιρετικά αντιφατικές μεταξύ τους. Μια δεδομένη χρονική στιγμή μπορεί να υποστηρίζει κάτι και την αμέσως επόμενη να αλλάζει ριζικά τοποθέτηση.

Βαρύνουσας σημασία σε αυτό το σημείο είναι και η θέση του Fisher αναφορικά με την αντικατάσταση της πολιτικής τοποθέτησης από την ηθικολογία. Η πολιτική τοποθέτηση απομακρύνεται από την παραδοσιακή μαρξιστική βάση του υλισμού και μπαίνει στη σφαίρα της μεταφυσικής, εκεί δηλαδή που κυριαρχούν η αισθητική και η ηθική, τα κατεξοχήν πεδία κυριαρχίας του Κεφαλαίου. Το ζητούμενο πλέον δεν είναι η συγκρότηση κάποιου συλλογικού υποκειμένου, όποια μορφή και αν θέλουμε να έχει αυτό, αλλά η συσσώρευση ηθικού κεφαλαίου από το κάθε άτομο. Οικολόγος πλέον είναι αυτός ο οποίος καταναλώνει έξυπνα και ηθικά, φεμινιστής είναι αυτός ο οποίος θα συμμετάσχει σε σταυροφορίες ενάντια σε  pop προϊόντα  τα οποία έχουν στιγματιστεί ως σεξιστικά, αντικαπιταλιστής είναι αυτός ο οποίος θα ανεβάσει μια selfie φορώντας t-shirt με στάμπα του Τσε Γκεβάρα.

Η περσόνα αποτελεί την ψηφιακή προσωποποίηση της προσαρμοστικότητας του Κεφαλαίου. Η πλαστικότητα της “πολιτικής τοποθέτησης” μιας περσόνας, εξαρτάται μόνο από τους followers και τα like με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το περιεχόμενο και η βασική λειτουργία ενός εμπορεύματος, ενός “αγαθού”, εξαρτάται από το ενδεχόμενο κέρδος.

 Η πολιτική γίνεται προσομοίωση και επιτελείται από ψηφιακά άβαταρ χωρίς κάποιο συγκεκριμένο επίδικο. Οι δολοφονίες χαρακτήρα και οι καταγγελίες λαμβάνουν χώρα μπροστά σε ένα μεγάλο ψηφιακό  ακροατήριο, όπου αυτό που τελικά κερδίζει δεν είναι ποτέ ένα πολιτικό επίδικο, αλλά η επίκληση στην ηθική και το συναίσθημα, τα οποία όπως έχουμε ήδη σημειώσει συνιστούν το συνάλλαγμα από το οποίο τρέφονται οι περσόνες.

Από το “a copy of a copy of a copy” των Nine Inch Nails περνάμε στο simulacrum of a simulacrum of a simulacrum- η προσομοίωση της προσομοίωσης. Έτσι, στο τέλος δεν έχει απομείνει τίποτα που να θυμίζει ότι κάπου λαμβάνει χώρα κάποια πολιτική διαδικασία η οποία να μην συνίσταται απλώς στη λεκτική επίκληση ενός πολιτικού υπόβαθρου.

Στην πραγματικότητα όμως υπάρχει μόνο η προσομοίωση της πολιτικής, η επίφαση.

Πρόκειται για έναν στρατό από ψηφιακές και μιντιακές περσόνες που θα έκαναν ακόμα και τατουάζ το σφυροδρέπανο ή το άλφα σε κύκλο προκειμένου να μας πείσουν πως είναι ριζοσπάστες, ενώ ταυτόχρονα δεν έχουν βρεθεί ποτέ στη ζωή τους σε μια κινητοποίηση, που ενώ το μηνιαίο τους εισόδημα ξεπερνάει κατά πολλές φορές τον μέσο μισθό ενός εργαζομένου, την αμέσως επόμενη στιγμή μας εγκαλούν γιατί δεν λαμβάνουμε τόσο ριζοσπαστικές θέσεις όσο αυτοί.

 Περισσότερο από την επανεφεύρεση της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας υπάρχει επιτακτική ανάγκη να ξαναβρούμε τον τρόπο να κάνουμε πολιτική. Άμεσα, υλικά και αποτελεσματικά.

Δηλαδή να παράξουμε υλικά αποτελέσματα. Μακριά από την νεοφιλελεύθερη ενσωμάτωση της “περσόνας” και των Μ.Κ.Ο, εκτιμάμε ότι πρέπει να επιδιώξουμε μια πολιτική που να θέτει πάλι το επίδικο της τάξης, όχι ως φετίχ, ούτε βέβαια ως το μοναδικό σημείο πολιτικής συγκρότησης. Να το θέτει, ωστόσο, ως εκείνο το σημείο που είναι ικανό να παράξει κίνηση και υλική αλλαγή, ως εκείνο το σημείο πάνω στο οποίο μπορούν να συναντηθούν και οι υπόλοιπες μορφές καταπίεσης. Ως ένα σημείο που μπορεί να συνδέσει διαφορετικά υποκείμενα, ανεξαρτήτως φύλου, σεξουαλικότητας, καταγωγής, θέσης στην κοινωνική πυραμίδα και τοποθέτησης στο φάσμα της “ριζοσπαστικότητας”.

Η έξοδος από το Κάστρο με τα Βαμπίρ θα πρέπει να συνεπάγεται και την ταυτόχρονη διάλυση του ίδιου του Κάστρου. Εν συνεχεία πρέπει να ρίξουμε αλάτι σε εκείνη την καμένη γη ώστε να μην φυτρώσει ποτέ ξανά τίποτα τόσο διασπαστικό και εχθρικό προς την κοινωνία.

Αντίθετα, όσο περισσότερο παραμένουμε μέσα στο Κάστρο με τα Βαμπίρ, τόσο περισσότερο κινδυνεύουμε να αποτύχουμε να βρούμε την έξοδο και να καταλήξουμε να περιφερόμαστε χαμένοι μέσα στους διαδρόμους του με τα κακέκτυπα του Βρυκόλακα – Garry Oldman να μας υποδεικνύουν τι σημαίνει ηθική, πολιτική και κυρίως, ποιο είναι το ταξικό μας συμφέρον.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]O Owen Jones είναι Βρετανός δημοσιογράφος, συγγραφέας, πολιτικός αναλυτής και μέλος του κόμματος των Εργατικών. Διατηρεί μια στήλη πολιτικού περιεχομένου στην εφημερίδα Guardian. Θεωρείται ως μια από τις εξέχουσες φιγούρες των εργατικών και της Αριστεράς συνολικά, που έκανε την ταξική ανάλυση ξανά mainstream στον βρετανικό δημόσιο λόγο

[2]O Russell Edward Brand είναι Άγγλος κωμικός, συγγραφέας και ηθοποιός. Έχει συμμετάσχει σε κάποιες σχετικά γνωστές κωμωδίες της δεκαετίας του 2000, όπως το Forgetting Sarah Marshall, το Get Him to the Greek αλλά και στις ταινίες Despicable Me.  Ως κωμικός τα θέματα με τα οποία ασχολείται είναι η συστημική ανισότητα, η περιβαλλοντική καταστροφή και γενικώς θεωρείται ως ένας αυθεντικά ριζοσπαστικός κωμικός

[3]Ο Jeremy Paxman είναι Βρετανός δημοσιογράφος, τηλεπαρουσιαστής και περσόνα του ραδιοφώνου. Γνωστός για τις καυστικές συνεντεύξεις του απέναντι σε πολιτικούς, όπου πολλές φορές κάνει επιθετικές ερωτήσεις, καταφεύγει σε ad hominem επιχειρήματα και γενικώς ακολουθεί έναν σχετικά ανορθόδοξο τρόπο συνέντευξης.

[4]Εδώ πρόκεται για ένα λογοπαίγνιο μεταξύ των λέξεων Post Left ( τα μέτα αριστερά κινήματα) και Posh Left όπου Posh σημαίνει  καθως πρέπει, δήθεν κυριλέ, ψηλομύτικο, κιτς

[5]Η Laura Oldfield Ford είναι Βρετανίδα συγγραφέας και εικαστικός. Η συλλογή σχεδίων της, κυκλοφόρησε το 2011 σε μια μεγάλη έκδοση με τίτλο Savage Messiah από τις εκδόσεις Verso Books, με εισαγωγή από τον Mark Fisher. Η δουλειά της έχει χαρακτηριστεί ως ένα σημείο συνάντησης των καταστασιακών, του Αlan Moore και της punk/rave αισθητικής των δεκαετιών του ‘80 και ‘90 στην Αγγλία.

[6]To Solidarity Federation είναι μια αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση βάσης, στην Αγγλία.

[7]There Is No Alternative, το νεοφιλελεύθερο δόγμα πως δεν υπάρχει καμία εναλλακτική απέναντι στον καπιταλισμό. Προέρχεται από την γνωστή θέση για το “ Τέλος Της Ιστορίας”


ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Previous Story

Τρία ποιήματα για τα κορίτσια- Κωνσταντίνα Θεοδωρίδου

Next Story

Τραπ: Ο ηθικός πανικός ως μηχανισμός άμυνας της κοινωνίας


Latest from Local movement

Go toTop