Το αστυνομικό δελτίο, όπως πάντα καννιβαλίζει. Η δεξιά προσπαθεί να θάψει φωτογραφίες. Οι 200 επίδοξοι βιαστές ή οτιδήποτε άλλο, προσπαθούν να κρυφτούν. Η κοινωνία του θεάματος έχει άφθονο τρόμο για τα τζάνκι της.
Και όμως, πέρα και πίσω από όλα αυτά υπάρχει το πραγματικό και μείζον ζήτημα: η συστηματική και συστημική εγκατάλειψη των λαϊκών στρωμάτων στην έρημο του πραγματικού. Μετά από 12 χρόνια, δεν μιλούμε πλέον για κρίση αλλά για παρακμή, η οποία ξεκίνησε επί ΝΔ, κορυφώθηκε επί κυβέρνησης ΓΑΠ και «επικυρώθηκε» επί Τσίπρα. Στον πυρήνα της αφορά τις παραγωγικές σχέσεις και δυνάμεις και όπως είναι αναμενόμενο έχει εξελιχθεί σε βαθιά κοινωνική, πνευματική, δημογραφική και ηθική παρακμή.
Ένα στρώμα που κινείται στα όρια της φτώχειας, με ελάχιστες δεξιότητες μέσα στις σύγχρονες ανάγκες ή με δεξιότητες οι οποίες ακυρώνονται, αποστερείται κάθε προστατευτικού πλαισίου και εγκαταλείπεται στα επιδόματα και στις διαθέσεις του όποιου αφεντικού ή «δικτυωμένου παράγοντα».
Η κρίση γεννά κάτι. Με τρόπο επώδυνο μεν, γεννά δε. Η παρακμή μόνο κατατρώει.
Η κοινωνία του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού έχει βρει μια εξαιρετική (αν)ισορροπία: όσο ο δικαιωματισμός κραυγάζει στην περιφραγμένη και αποστειρωμένη κοινότητά του, τόσο τα λαϊκά στρώματα, χωρίς κόμμα, έθνος, κράτος καθίστανται έρμαια κάθε εξουσίας: επίσημης και ανεπίσημης, «καθωσπρέπει» ή ολότελα και ανερυθρίαστα αντικοινωνικής.
Τα φτωχότερα, τα λαϊκά στρώματα, αποικιοκρατούνται μέσα στην ίδια τους την πατρίδα, την πόλη, τη γειτονιά τους. Το κράτος είναι σύγχρονο ως φοροεισπρακτικός μηχανισμός, αλλά ως προς τον κοινωνικό του ρόλο είναι ερείπιο και σε ό,τι αφορά τη ρεμούλα, κοτζαμπάσικο. Επιδοτεί τη φτώχεια, ενίοτε τη φυγή δια της μετανάστευσης. Το συνδικάτο, το κόμμα της αριστεράς, η πολιτική νεολαία μετράει ήττες: ούτε διαμεσολαβεί πλέον, ούτε οργανώνει επαναστατικώς.
Οι νεωτερικοί θεσμοί δείχνουν είτε βρώμικοι, είτε αδιάφοροι. Συνήθως και τα δύο. Ο φτωχός οπισθοχωρεί στην οικογένεια και στο φιλικό κύκλο. Όταν ο εχθρός βρίσκεται εντός των τειχών ή το προστατευτικό πλαίσιο δεν αντέχει, οι αδύναμοι αλέθονται, γιατί απλώς δεν υπάρχει κανείς να τους προστατέψει. Ο άρρωστος, ο φυλακισμένος, ο ανάπηρος, το παιδί, ο ξένος, αλλά πρώτα και πάνω απ’ όλα ο εργαζόμενος, ο εργάτης, ο πρώην μικροαστός, που επί 12 χρόνια «τρώει χώμα», αντιμετωπίζει τη δαμόκλειο σπάθη σε κάθε στραβοπάτημα ή απλώς λανθασμένη γνωριμία. Ο πρώτος και ο μείζων ρατσισμός είναι απέναντι στη φτώχεια και δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ούτε να τον μελετήσουμε.
Ακόμα χειρότερα: ο καννιβαλικός εξουσιασμός των αποικιοκρατικού τύπου αρχών (οικονομικών, πολιτικών και άλλων) διαχέεται και στους από κάτω. Τους διαλύει εσωτερικά, δια της απομίμησης του κάθε δυνάστη. Οι γραμμές νομιμότητας και εγκλήματος λευκού κολάρου θολώνουν στα «ψηλά» και δικαιώνουν το μετωπικό έγκλημα στα «χαμηλά». Ριάλιτι, φτήνια και εκπόρνευση για τους πολλούς, με χαζοχαρούμενα γέλια στην τηλεόραση. Βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και επίδειξη.
Η ανόητη ζωή δεν είναι η ελαφριά ζωή. Η πρώτη σπαταλιέται, ενώ η δεύτερη ανακουφίζει. Ανάθεση στους χειρότερους. Πλέον ούτε στους καταφερτζήδες. Μια βαθιά ρίζα ρατσισμού εναντίον του λαού αναδύεται από το κατεστημένο, η οποία δεν χρειάζεται πια να κρύβεται. Οι γόνοι, οι ολιγάρχες, οι κυρίαρχες ξένες πρεσβείες, έχουν ένα στρατό από οργανικούς διανοουμένους και κάθε λογής ενδιάμεσους, που μπορούν να τους φτιάχνουν το προφίλ, παρότι ανοιχτά καταστρέφουν τις ζωές των «από κάτω».
Ακόμα και η πιο αξιοπρόσεκτη κοινωνική τέχνη είναι ακόμα πρωτόλεια. Περιγράφει το πραγματικό και πολλές φορές με συγκινητική ειλικρίνεια, αλλά δεν μπορεί να προτείνει το χτίσιμο του εναλλακτικού. Συχνά, επιλέγει να ρομαντικοποιεί την οπισθοχώρηση στις προνεωτερικές μορφές συγκρότησης, ενώ αυτές καταφανώς δεν αρκούν.
Αυτή η κοινωνία δεν γεννά και σύντομα δεν θα ζει. Ας δούμε την περίπτωση του Κολωνού για παράδειγμα, χωρίς να πρόκειται για τη μόνη: πόσο προστατευμένο μπορεί να είναι ένα παιδί, του οποίου η οικογένεια παλεύει επί χρόνια για την επιβίωση, χωρίς καμία προοπτική να κερδίσει αυτή τη μάχη; Πού είναι η παρουσία κάθε βαθμίδας του κράτους, με επαγγελματίες και με δομές ενίσχυσης; Πώς μπορεί έστω και να πλησιάσει τα προσόντα, τα οποία αποκτά ο συνομήλικος που ζει λιγότερο από ένα χιλιόμετρο μακριά;
Δεν είναι ότι δεν γίνονταν και παλιότερα εγκλήματα. Αλλά τώρα, το κόμμα, το συνδικάτο, η λαϊκότητα τα δίκτυα προστασίας διαλύονται, ενώ το κράτος (κράτος της δεξιάς και της αποικιοκρατίας) στην πραγματικότητα επιχαίρει. Γιατί αυτή είναι η πεμπτουσία του νεοφιλελευθερισμού: όχι η φτώχεια αλλά η αποσύνθεση και η απόσυρση του κοινωνικού από το προσκήνιο. Η εγκατάλειψη στις ατομικές ικανότητες. Σε ένα παιχνίδι στημένο.
Η προστασία των παιδιών, των αδυνάμων, η έξοδος από την εκμετάλλευση και από τη φτώχεια δεν μπορεί παρά να είναι επαναστατική πράξη ή για να το θέσουμε καλύτερα, πράξη ενταγμένη σε επαναστατικό πλαίσιο. Κανένα επίδομα, καμιά αυστηροποίηση του ποινικού κώδικα και κανένα κραυγάζον κοινό δε θα το αντιμετωπίζει έως ότου το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό μοντέλο αλλάξει ριζικά.
_______
Ο Θέμης Τζήμας είναι δικηγόρος, διδάκτορας δημοσίου δικαίου και πολιτικής επιστήμης του ΑΠΘ και μεταδιδακτορικός ερευνητής. Έχει δημοσιεύσει μελέτες σε διεθνή συνέδρια και σε νομικές επιθεωρήσεις και έχει συμμετάσχει σε διάφορες διεθνείς αποστολές.
ΠΗΓΗ: https://kosmodromio.gr