«…βάρβαρη εποχή η αρχαιότητα!» Είπαν τότε στον κ. Κ να προσέξει γιατί ο πίνακας ήταν σύγχρονος. «Ναι», είπε με θλίψη ο κ. Κ, «από την αρχαιότητα».
Bertolt Brecht, “Η αρχαιότητα” (Ιστορίες του κ. Κόϋνερ)
Οι εκλογές είναι ένας μηχανισμός που παράγει μία έννομη δυνατότητα λήψης αποφάσεων – δηλαδή τη νομιμοποίηση μιας εξουσίας, από το επίπεδο της λειτουργίας ενός σωματείου έως αυτό της κρατικής διακυβέρνησης. Στην αστική δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό ειδικότερα, οι εκλογές, μαζί με αυτήν την θεμελιώδη λειτουργία τους, είναι και ένας τρόπος συμπερίληψης των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων, επιτρέποντας έτσι τη κυκλοφορία ενός προγραμματικού-ιδεολογικού πλουραλισμού στη δημόσια σφαίρα. Αυτό που οι εκλογές ποτέ δεν (μπορούν να) κάνουν, είναι ν’ αποφασίζουν για τη βασική δομή (τους τρόπους παραγωγής, συναλλαγής, νομοθέτησης, απόδοσης ευθυνών κ.ο.κ.) ενός κοινωνικού σχηματισμού· ούτε μπορούν να παράγουν ιδεολογική-πολιτισμική ηγεμονία. Αντιθέτως, το εκλογικό παιχνίδι συντελείται μέσα σε ένα κανονιστικό- αξιακό πλαίσιο ήδη διαμορφωμένο από την ταξική πάλη και ευρύτερα τις κοινωνικές συγκρούσεις, τον καθημερινό πολιτικό ανταγωνισμό, και άλλες πολιτισμικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε όλο το φάσμα του κοινωνικού. Στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες συγκεκριμένα, η (ανά)παραγωγή του πολιτισμικού και κανονιστικού- αξιακού πλαισίου εντός του οποίου επιτελούνται οι κοινοβουλευτικές εκλογές, διαμεσολαβείται και διαμορφώνεται από τους τεράστιους ομίλους των media, είτε παραδοσιακών είτε διαδικτυακών, και τη βιομηχανία της κουλτούρας (η οποία επίσης βρίσκεται στην ιδιοκτησία τεράστιων επιχειρηματικών ομίλων). Δεδομένου του βαθμού που η εμπειρία της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας σήμερα διαμεσολαβείται από τις αναπαραστάσεις της, η δύναμη της Νέας Δημοκρατίας σε αυτόν τον τομέα δεν πρέπει να υποτιμάται. Άλλωστε η συμπερίληψη όλων των μεθόδων επιβολής, καταστολής, επιτήρησης και διάχυσης των λόγων της κυριαρχίας, είναι η μόνη αποδεκτή μορφή διακυβέρνησης, μαζί με την επιτάχυνση των τεχνικών και τεχνολογικών εξελίξεων και διαμεσολαβήσεων.
Την ίδια στιγμή, κάθε τι που μας απελπίζει και μας εξοργίζει σήμερα εδώ, μας φέρνει δίπλα σε όλους τους απελπισμένους και τους εξοργισμένους αυτού του πλανήτη. Αξιολογούμαστε όλοι σύμφωνα με τις επιταγές της αγοράς και στην περίπτωση που επιθυμούμε να εκπληρώσουμε τις ικανότητες μας επιτρέπεται να το κάνουμε αυτό μόνο σύμφωνα με τους νόμους της. Στην θέση της κοινής αίσθησης του να ανήκεις κάπου, που πρόσφερε κάποτε η κοινωνία, μοιραζόμαστε μια παγκόσμια αίσθηση άγχους και αποστέρησης, επιβεβλημένη σε μεγάλο βαθμό από την κοινή μας θέληση να συνεχίζουμε να την ανεχόμαστε. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι ιδιαιτέρως καινούργιο αλλά ποτέ πριν αυτό δεν ήταν τόσο παγκόσμιο. Και επίσης, υπάρχει κάτι ακόμα που έχει αλλάξει: Όταν οι άνθρωποι επαναστατούν κάπου, οι πάντες το μαθαίνουν την ίδια στιγμή σε ολόκληρο τον κόσμο …
Χάριν ευκολίας μπορούμε να ονομάζουμε το θετικό περιεχόμενο του κυρίαρχου εδώ και κάποιες δεκαετίες πολιτισμικού- κανονιστικού- αξιακού περιβάλλοντος ως “νεοφιλελεύθερο”: αντί συλλογικών δικαιωμάτων, κεφαλαιοποίηση ατομικών ικανοτήτων· αντί μίας θεσμοποιημένης κοινωνικής αλληλεγγύης, η εξ’ ορισμού άνιση κατανομή του πλούτου που επενδύεται και προστίθεται στην αγορά· αντί της ισότητας η αξιοκρατία. Στο πολιτικό επίπεδο, παράλληλα, η σχέση των κομμάτων εξουσίας με την εκλογική τους βάση, σταδιακά μετατράπηκε σε σχέση συναλλαγής παρά ιδεολογικής ταύτισης, καθόσον παγιώνεται ένας ιδιάζων δικομματικός- μονοκομματισμός δια της απορρόφησης των πολιτικών οικογενειών της κεντροδεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας και της μετατροπής τους σε διαχειριστικές εκδοχές της νέας συναίνεσης περί “τέλους της ιστορίας” και “ανωτερότητας της οικονομίας της αγοράς”.
Χωρίς πλέον ουσιαστικές ιδεολογικές-προγραμματικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων εξουσίας, το αποφασιστικό κριτήριο ήταν και είναι η ικανότητα επικοινωνιακής επικράτησης, έχοντας για κύρια σημεία αναφοράς την τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα και την ηθική υπόσταση, σ’ ένα περιβάλλον όπου η απελευθέρωση του κεφαλαίου και η δικαίωση του ατομικού κινήτρου για μέγιστο κέρδος παράγουν, μαζί με την διόγκωση των ανισοτήτων, μια εκθετική αύξηση της διαφθοράς εις βάρος των όποιων θεσμικών ελέγχων (ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν εν απουσία ιδεολογικών συγκρούσεων).
Στο κοντινό παρελθόν, υπήρχαν, προφανώς, ιδιάζουσες περιπτώσεις όπως ο Μπερλουσκονισμός στην Ιταλία, που μάλιστα αποδείχτηκε εικόνα από το μέλλον, μίας όψιμης σε εμάς εποχής όπου ιδιότητες σαν τη διαφθορά, τον νεοπλουτισμό και την αξιοποίηση της εξουσίας για πρόσβαση σε καταναλωτικές απολαύσεις (συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπινων σωμάτων) αποτελεί εκλογικό πλεονέκτημα. Σε κάθε περίπτωση, το ούτως ή άλλως καθορισμένο πλαίσιο διεξαγωγής του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού στένευε εξαιρετικά, με τις εκλογές να αφορούν επί της ουσίας την ομαλή διαχείριση του υπάρχοντος (καθ’ ομοίωση του οποίου αναπαρίστατο και το μέλλον). Το τοτέμ της διαδικασίας ήταν η «μεσαία τάξη», η ιερή αγελάδα ενός κόσμου όπου η εκμετάλλευση στο επίπεδο της παραγωγής (δηλαδή, η απόσπαση υπεραξίας) αναπληρωνόταν με την υπέρ-απόλαυση και της κατανάλωση (περιλαμβανομένης της απόλαυσης να είσαι ηθικός και προοδευτικός στις καταναλωτικές/ πολιτικές σου επιλογές σ’ έναν καταφανώς άδικο κόσμο).
Στην Ελλάδα, η συνθήκη που εξέφρασε παραδειγματικά ο Μπερλουσκονισμός εκφραζόταν στο πεδίο της πολιτικής κυρίως στην τοπική αυτοδιοίκηση, ενώ στο κοινωνικό επίπεδο εδραιωνόταν σε φαινόμενα όπως ο μαφιόζικος παραγοντισμός στον επαγγελματικό αθλητισμό. Στην κεντρική πολιτική σκηνή, από την άλλη, υπήρχαν ακόμη μεγάλες ιδέες να παράγουν κάποιου τύπου συλλογικά ιδεώδη/φαντασιώσεις (ΕΕ, εκσυγχρονισμός, Ολυμπιακοί αγώνες), έστω και αν αυτά ήταν κρατικά κατευθυνόμενα και επιχρύσωναν το ατομικιστικό/ ηδονιστικό ήθος που διαχεόταν στα κανάλια, τα κέντρα διασκέδασης και τα στριπτιζάδικα που φύτρωναν σαν μανιτάρια.
Ύστερα ξέσπασε η κρίση, η οποία οδήγησε σε μαζικές κινητοποιήσεις και υψηλής έντασης ταραχές, ανοίγοντας την πολιτική συζήτηση σε αξιοσημείωτο βαθμό και οδηγώντας στην εμφάνιση εξίσου αξιοσημείωτων μορφών αυτό-οργάνωσης. Αναμενόμενα, οι κινηματικές διεργασίες αποτυπώθηκαν κάποια στιγμή στην κεντρική πολιτική σκηνή, αρνητικά ως κρίση του παγιωμένου δικομματισμού και θετικά στην άνοδο του Σύριζα. Ο τελευταίος μέσα σε μικρό διάστημα έγινε κόμμα εξουσίας, ικανοποιώντας την πλειοψηφική τάση του αντιμνημονιακού κινήματος με το να δηλώνει ικανός να μπλοκάρει την λιτότητα και την υποτίμηση που επιβάλλονταν μέσω των μνημονίων, χωρίς να χρειάζεται ρήξη με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο· αρκούσε μονάχα να δοθεί στο αστικό κράτος η δέουσα μορφή (ισονομία, ευνομία κλπ.).
Την ίδια στιγμή, ο Σύριζα αποδεχόταν την συνέχεια του Κράτους και των στρατηγικών επιλογών του ελληνικού αστισμού, μία εκ των οποίων ήταν φυσικά η οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση ως όρος παραμονής στην ΕΕ. Η αντίφαση αυτή έφτασε στην κορύφωση της στο δημοψήφισμα, όπου εν μέσω τεράστιας κοινωνικής πόλωσης φάνηκαν όχι μόνο τα όρια του Σύριζα μα και του αντί-μνημονιακού κινήματος. Κανένα αποτέλεσμα όμως, όσο απογοητευτική και αν ήταν η εξέλιξη, δεν αλλάζει το γεγονός ότι η περίοδος εκείνη στέκει ως μια από τις λίγες ιστορικές στιγμές όπου η εκλογική διαδικασία έγινε τόπος παρέμβασης της λαϊκής αυτενέργειας, θέτοντας τα δικά της πολιτικά-προγραμματικά επίδικα (δημοκρατία, δικαιοσύνη). Φυσικά, οι εκλογές έτσι απορρόφησαν την λαϊκή αυτενέργεια και τις κοινωνικές εντάσεις ουδετεροποιώντας τες· αλλά και αυτό μόνο εκ των υστέρων φάνηκε πώς μπορεί να γίνει επί του πρακτέου. Για μία μικρή περίοδο, ο φόβος και η αβεβαιότητα περάσανε στο στρατόπεδο των κυρίαρχων τάξεων, χαράσσοντας ένα τραύμα που φαίνεται ακόμα σήμερα στη κυρίαρχη διαχείριση της ιστορικής μνήμης, και συγκεκριμένα στον απόλυτο εξορκισμό του αντί-μνημονιακού κινήματος και την επιθετική, κατασταλτική στάση του κράτους απέναντι σε κάθε αυτοοργανωμένο εγχείρημα των κοινωνικών κινημάτων.
Η άνοδος της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί πολιτική έκφραση αυτού του εξορκισμού, καθώς η ανασυγκρότηση της κυβερνώσας Δεξιάς περιείχε ως όρο την αξιακή άρνηση όλων όσων είχαν εμφανιστεί τα χρόνια των κινητοποιήσεων. Η θετική μορφή αυτής της απαξίωσης είναι η επαναφορά ενός ρητά δεξιού νεοφιλελευθερισμού, χωρίς πολλά προοδευτικά φτιασίδια (αν και τούτα υφίστανται, σε μια ιδιαίτερα μετριοπαθή μορφή woke φιλελευθερισμού). Οι συλλογικές προσδοκίες απαγορεύονται. Το καθεστώς προβάλλει αποκλειστικά ένα ήθος ατομικισμού, καταναλωτισμού, κυνισμού και συντηρητισμού, που βρίσκει τη δικαίωση του στο κανονιστικό-αξιακό μοντέλο συμπεριφοράς και υποκειμενοποίησης που προσδιορίσαμε ως νεοφιλελεύθερο.
Ισχύει πιθανώς ότι από άποψη ποσοστών οι παροικούντες την «δεξιά πολυκατοικία» είναι γενικά σταθεροί εδώ και δεκαετίες, όπως εξίσου σταθερό λίγο-πολύ είναι το κοινωνικό προφίλ τους. Από αυτήν την σκοπιά το επίδικο για τη ΝΔ ήδη από το 2019 ήταν η συγκρότηση ενός εκλογικού ποσοστού, επαρκούς για να της δώσει αυτοδυναμία, μέσα από το ετερόκλητο πλήθος ολιγαρχών, και αστών, ευκατάστατων μεσοαστών, μικροαστικών αφεντικών, φιλόδοξων στελεχών, φερέλπιδων επαγγελματιών, ικανοποιημένων ή φοβισμένων εργαζόμενων και συντηρητικών συνταξιούχων που κινούνται (σταθερά ή πρόσκαιρα) στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, υποσχόμενη σε όλους αυτό που αντιστοιχεί στην κοινωνική τους θέση (πλούτο, άνεση, καριέρα, ασφάλεια, σταθερότητα, επιβίωση).
Εδώ αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο η σημασία του κανονιστικού-αξιακού πλαισίου, καθότι η στήριξη στη ΝΔ χρειαζόταν (και θα χρειάζεται) ως αντάλλαγμα την αδιαφορία για έναν τρόπο διακυβέρνησης βασισμένο στην διαφθορά, τα σκάνδαλα και τη βία (κυρίως προς τον «άλλο» – μετανάστες, αναρχικούς, αριστεριστές, κοινωνικά αποκλεισμένους). Γιατί όχι άλλωστε; Η αδιαφορία προς την κρατική διαφθορά είναι αντανάκλαση της κρατικής εγκατάλειψης των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και την πασιφανή κοινωνική παρακμή που αυτή προκαλεί, με τη μία να θρέφει, να δικαιώνει και να αθωώνει την άλλη. Τουτέστιν το ήθος είναι κοινό.
Υπό αυτήν την έννοια, στο κανονιστικό- αξιακό πεδίο, η ψήφος στη ΝΔ αποτελεί τον θρίαμβο της στρατηγικής σκέψης και της κοινής λογικής εν απουσία οποιουδήποτε πολιτειακού/ συλλογικού ήθους. Αν λοιπόν, η εκτεταμένη διαφθορά, ο κυνισμός, η απάθεια, η αδιαφορία, ο ανταγωνισμός κλπ. είναι η ειδική μορφή που παίρνει η νεοφιλελευθεροποίηση της ελληνικής κοινωνίας, την ίδια στιγμή ο εκλογικός θρίαμβος της ΝΔ αποτελεί ακόμα ένα βήμα στη διάβρωση του δημοκρατικού χαρακτήρα του αστικού κράτους.
O Σύριζα ήθελε να είναι η ηθική συνείδηση αυτής της ιστορικής συνθήκης, η δύναμη που θα υπερασπιστεί την χαμένη τιμή της αστικής δημοκρατίας. Όχι τυχαία συντάχθηκε μαζί του το κοινωνικό κομμάτι που έχει απομείνει να υπερασπίζεται με ειλικρίνεια την έννοια της αστικής δημοκρατίας όπως και την αντίστοιχη του κράτους-δικαίου, και να σκανδαλίζεται για την παρακμή τους: η αριστερή και κεντροαριστερή διανόηση. Οι αντιφάσεις όμως που είχαν εμφανιστεί την περίοδο των μνημονίων έχουν πλέον γίνει η τυπική μορφή του κόμματος. Ο Σύριζα θα έφερνε δικαιοσύνη παντού χωρίς να αλλάξει επί της ουσίας τίποτα στη συγκρότηση του κράτους (Αστυνομία, Δικαιοσύνη κλπ.) και χωρίς να αμφισβητήσει στο ελάχιστο τις στρατηγικές επιλογές του ελληνικού αστισμού: απόδοση ευθυνών στα σκάνδαλα μα εμπιστοσύνη στην ανεξαρτησία της ίδιας Δικαιοσύνης που όλα τα ξεπλένει· αύξηση δαπανών για την υγεία και την παιδεία μαζί με Ραφάλ και δημοσιονομική σταθερότητα· ανθρώπινα δικαιώματα με φράχτες και κέντρα κράτησης· υψηλοί μισθοί μαζί με ανταγωνιστικότητα· μέριμνα για το περιβάλλον με εξορύξεις και γεωτρήσεις – ένας αριστερός διαχειριστής μιας πραγματικότητας δεδομένης.
Την ίδια ώρα, το κόμμα βαυκάλιζε ότι έσωσε την χώρα από την χρεωκοπία, ξεχνώντας (;) ότι αυτό το επέτυχε συνεχίζοντας στο ακέραιο τη μνημονιακή αναδιάρθρωση, και ότι προϋπόθεση για την επικράτηση του Μητσοτακισμού ήταν η ματαίωση της προσδοκίας για κάτι διαφορετικό (και ας μην ήταν επαναστατικής έντασης) που ευδοκίμησε τα χρόνια μεταξύ 2010-2015. Η άλλη όψη του κυνισμού και της αδιαφορίας είναι η παραίτηση από την ελπίδα για αλλαγή, παραίτηση που μπορεί να εκφραστεί εξίσου ως αποχή ή ψήφο στο λιγότερο κακό. Γιατί λοιπόν να προκαλεί έκπληξη ότι ο Σύριζα είναι πλέον κοντά στο εκλογικό αποτέλεσμα με το ΠΑΣΟΚ, του οποίου την κατάρρευση κάποτε καρπώθηκε· τι πραγματικά διαφορετικό κομίζουν πλέον τα δύο κόμματα;
Όχι ότι ένα πιο αριστερό πρόγραμμα, χωρίς αντίστοιχες οργανωτικές δομές στην κοινωνική βάση, θα ήταν εχέγγυο επιτυχίας, σίγουρα όχι σε μια περίοδο απογοήτευσης, παραίτησης και μακράς κινηματικής υποχώρησης (με πρόσκαιρες εξαιρέσεις, όπως το ξέσπασμα αγανάκτησης και φρίκης στο δυστύχημα των Τεμπών).
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η «κεντρώα» στροφή του Σύριζα ήταν αντικειμενική έκφραση της αποδοχής της αναδιάρθρωσης ως νέας κανονικότητας και της προσπάθειας να γίνει αποδεκτός από τα κέντρα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας (ντόπια και διεθνή). Παρομοίως, δεδομένου του παραγοντισμού/ μικροκομματισμού του πολιτικού συστήματος και ελλείψει μιας κουλτούρας προγραμματικών συγκλίσεων, μόνο μια έντονη κινηματική δραστηριότητα θα μπορούσε να πιέσει για τη δημιουργία ενός προεκλογικού μετώπου ενάντια στη ΝΔ και ενός προγράμματος ικανού να εκφράσει την εκτεταμένη κοινωνική δυσαρέσκεια, δημιουργώντας ένα αντίβαρο μπλοκ σε αυτό που συντάσσεται πίσω από τη ΝΔ.
Ας μην κοροϊδευόμαστε πάντως, ακόμα και ένα τέτοιο μέτωπο, όπως δείχνει η Πορτογαλία, θα είχε κοντά ποδάρια (όσο καλύτερο και αν ήταν από τη ΝΔ σε επιμέρους ζητήματα). Διότι, όπως η εξέγερση στη Γαλλία αντίστοιχα επιβεβαιώνει ξανά (σε μια μακρά σειρά ηττηθέντων λαϊκών κινημάτων και ξεσηκωμών, συμπεριλαμβανομένου και του αντί- μνημονιακού κινήματος) στην παρούσα συγκυρία, δεν υφίστανται οι συνθήκες μεγάλων μεταρρυθμίσεων προς δημοκρατική/ φιλολαϊκή κατεύθυνση· σίγουρα όχι στο εύρος και της ένταση που καθόρισε κάποτε την ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος και τον εκδημοκρατισμό του αστικού κράτους.
Δικαιώνονται λοιπόν έτσι οι κριτικές στις «εκλογικές αυταπάτες»; Εν μέρει σίγουρα, σήμερα περισσότερο από ποτέ.
Από την άλλη όμως, η κρίση της μεταρρυθμιστικής προοπτικής είναι και κρίση της επαναστατικής προοπτικής. Διότι αν κάποτε ο ρεφορμισμός ήταν η διαλεκτική άρνηση της επανάστασης (άρα αντίστροφα η επανάσταση η διαλεκτική άρνηση του ρεφορμισμού), εξίσου άτοπα σήμερα, ως προγραμματικές μορφές, είναι τα επαναστατικά προτάγματα που κάποτε ανταγωνίζονταν τον ρεφορμισμό για την ψυχή των πληβειακών τάξεων. Γι’ αυτό και η ήττα του Σύριζα ως δύναμης μεταρρύθμισης, που είχε συντελεστεί ήδη από το 2015, συνοδεύεται από την ήττα όλου του φάσματος στ’ αριστερά του, περιλαμβανομένου των ιδεολογικών τάσεων που ανοιχτά μιλάνε για κάποιου τύπου επανάσταση ως μοναδική διέξοδο.
Όχι απλά γιατί η άκρα αριστερά και η αναρχία δεν κάνουν αυτό που πρέπει (αν και προφανώς υφίστανται οργανωτικά προβλήματα και ιδεολογικά κολλήματα), αλλά επίσης γιατί η αντικειμενική συγκυρία καθιστά αυτά που λένε ανεδαφικά, τουλάχιστον υπό την προοπτική μιας άμεσης βελτίωσης των όρων ζωής στη βάση των υπαρκτών υλικών δυνατοτήτων. Καμία έκπληξη λοιπόν που οι πρακτικές και ο λόγος αυτών των τάσεων στις τρέχουσες εκλογές έπασχαν από μια χτυπητή έλλειψη άμεσης απάντησης στα ιστορικά διακυβεύματα της κοινωνικής συνθήκης – ίδια συνθήματα, ίδιες αφίσες, ίδια οργανωτικά και ιδεολογικά αδιέξοδα. Καμία έκπληξη που η απεύθυνση τους είναι τόσο περιορισμένη, αφού η κριτική στο υπάρχον αδυνατεί να ξεπεράσει το επίπεδο της αφηρημένης άρνησης του.
Η αδυναμία αναρχικών και ακροαριστερών ομάδων να πούνε κάτι στοιχειωδώς πρακτικό και να οργανώσουν πρακτικά τους κοινωνικούς αγώνες για ζωτικά ζητήματα – όπως, για παράδειγμα, αυτό της ενέργειας, της τερατώδους αύξησης των ενοικίων και των βασικών διατροφικών ειδών, της εργασιακής επισφάλειας, της οικολογικής καταστροφής-, είναι η υποκειμενική έκφραση μιας αντικειμενικής συνθήκης που τις ξεπερνά – οργανωτικά όσο και γνωστικά. Για αυτό επίσης, οι λαϊκές εξεγέρσεις του σήμερα είναι υπό μία έννοια πολύ πιο πρακτικές και οξυδερκείς, όχι μόνο από τα κόμματα που αναζητάνε ψήφους σε αυτές μα και από τις πολιτικές μειοψηφίες που συμμετέχουν στις ταραχές προσδοκώντας την Μεγάλη Ρήξη.
Οι εκλογές εν τέλει, όσο απρόσμενο και αν ήταν το αποτέλεσμα τους, δεν κόμισαν κάτι νέο. Περισσότερο πιστοποίησαν ό, τι η αστική δημοκρατία έχει πάψει προ πολλού να είναι η ενεργός πραγματικότητα της ισότητας και της ελευθερίας (έστω και σε αυτόν τον ιστορικά καθορισμένο και περιορισμένο βαθμό που ήταν). Αν όμως αυτό σημαίνει ότι η χαμένη τιμή της δεν σώζεται, η παρακμή της δεν είναι κάτι που πρέπει να μας χαροποιεί καθαυτή ή να παίρνουμε ελαφρά. Πέρα από το γεγονός ότι η λογική του «όσο χειρότερα γίνονται τα πράγματα τόσο αφυπνίζεται ο κόσμος» είναι εντελώς αβάσιμη ιστορικά και θεωρητικά. Πρέπει να έχουμε γνώση ότι όσο τα πράγματα ζορίζουν, το κομμάτι που ψηφίζει Μητσοτάκη αδιαφορώντας για το πόσο διεφθαρμένο και αυταρχικό είναι το καθεστώς που ηγείται, θα αδιαφορήσει εξίσου και για ένα ανοιχτά φασιστικό καθεστώς– αρκεί να εγγυάται κερδοφορία και σταθερότητα. Τούτου δοθέντος, ο μεγάλος ηττημένος των εκλογών δεν είναι άλλος από όλους και όλες εμάς που πρέπει να ζήσουμε μέσα από την εργασία μας, την επισφάλεια και την ανεργία μας σε συνθήκες διάλυσης όσων έχουν απομείνει από εργατικά δικαιώματα και κοινωνικό κράτος· που ελπίζουμε να μην αρρωστήσουμε σοβαρά και χρειαστούμε περίθαλψη· όσων θέλουμε να κινούμαστε και να δημιουργούμε σε δημόσιους χώρους· όσων, είτε ψηφίσαμε είτε όχι (και ας μην ξεχνάμε ότι σημαντικό κομμάτι των πληβειακών τάξεων δεν έχει δικαίωμα ψήφου), στέκονται στα αριστερά της ΝΔ, πολιτικά μα και αξιακά-ηθικά.
Αυτός ωστόσο είναι και ένας λόγος να μην απελπιζόμαστε με το εκλογικό αποτέλεσμα, ούτε να πέφτουμε στην μνησίκακη καταγγελία του «ηλίθιου λαού που παίρνει ό,τι του αξίζει». Η νίκη της ΝΔ, πέρα από αυτό που η ίδια εκφράζει θετικά, είναι έκφραση της αδυναμίας του αντίπαλου κοινωνικού δέους να εκφραστεί πολιτικά ως δύναμη και βούληση αλλαγής, αφού ακόμα και μια εκλογική νίκη του Σύριζα και η συγκρότηση μιας «προοδευτικής διακυβέρνησης» θα εξέφραζαν επί της ουσίας τους αυτή την αδυναμία. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ως κοινωνική πραγματικότητα το αντίπαλο αυτό δέος υφίσταται ήδη και δεν είναι τόσο μειοψηφικό όσο ενίοτε λέγεται. Βρίσκεται μέσα σε όσους/όσες ψηφίζουν αριστερά αλλά και σε όσες/όσους απέχουν ή απλά δεν μπορούν να ψηφίσουν. Σε αυτό το πλήθος υπάρχει ένα εν ενεργεία ήθος και μια εν δυνάμει πολιτική υποκειμενικότητα ικανή να συγκρουστεί με την Δεξιά και το αξιακό- κανονιστικό πλαίσιο που αυτή παράγει, διακινεί και επιβάλει.
Πέρα από το σύμπλεγμα αηδίας, απογοήτευσης και θυμού του αριστερού, μεσοαστικού Facebook που δηλώνει ότι θα μεταναστεύσει στην «πολιτισμένη Ευρώπη», πέρα από τον σεχταρισμό ενός υπέρ-ριζοσπαστισμού που βαπτίζει επανάσταση και «άλλο κόσμο» τον μικρόκοσμο του ή τον τρόπο που αυτοπροσδιορίζεται, συνεχίζει να υπάρχει η δυνατότητα κριτικής σκέψης, συγκροτημένης οργανωτικά παρουσίας και παρέμβασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι, η απελευθερωτική πρόταση του συντονισμού των αντικαθεστωτικών δυνάμεων στους χώρους που οι πληβείοι ζουν και εργάζονται, στις κοινότητες αγώνα που υπάρχουν και τις κοινωνικές εκρήξεις που έρχονται. Αυτό που σίγουρα χρειάζεται, είναι λιγότερες μεγαλοστομίες, περισσότερος αναστοχασμός, αδογμάτιστος διάλογος, υπομονή, επιμονή, και επίγνωση των συνθηκών, της κλίμακας και του μεγέθους των προβλημάτων που μας περιβάλουν. Διότι απέναντι στα αδιέξοδα και τα όρια του κοινοβουλευτισμού, παραμονεύουν και τα αδιέξοδα και τα όρια τα δικά μας.
Παραμονεύουν όμως και οι μεγάλες μας δυνάμεις.
ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ [Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες]