Στο βιβλίο της “Η τέχνη ως πολεμική μηχανή”, η Ντάνα Παπαχρήστου επιχειρεί μία συνολική ανατρεπτική διερεύνηση της σύγχρονης τέχνης κι αισθητικής. Με πειραματική διάθεση και μέσα από έναν προσεκτικό συνδυασμό της φιλοσοφικής θεωρίας των Ντελέζ και Γκατταρί με ερευνητικές παρατηρήσεις και παραδείγματα, το ανά χείρας μανιφέστο του σχεσιασμού επιδιώκει να απελευθερώσει την καλλιτεχνική πρακτική και παραγωγή από ρομαντικές καταβολές και ατομικιστικές αντιλήψεις τοποθετώντας την συγκροτημένα σε πολεμικό σχηματισμό απέναντι στις δομές εξουσίας.
Η Ντάνα Παπαχρήστου είναι διδάκτορας του Paris 8 και του Ιόνιου Πανεπιστημίου στην Αισθητική των Νέων Μέσων. Διδάσκει στο Τμήμα Πολιτισμού, Δημιουργικών Μέσων και Βιομηχανιών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ενώ παράλληλα εργάζεται ως καλλιτέχνης και ερευνήτρια του ήχου
Ο Τάσος Σαγρής είναι θεατρικός σκηνοθέτης και ποιητής, μέλος της συλλογικότητας Κενό Δίκτυο και του Ινστιτούτου Πειραματικών Τεχνών. Η πιο πρόσφατη παράσταση του είναι η Μεταμόρφωση (Franz Kafka). Βιβλία του κυκλοφορούν στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Κενότητα και στις ΗΠΑ από τις εκδόσεις AK Press και Crimethinc
Τάσος Σαγρής: Σε μεγάλο βαθμό το βιβλίο σου συνομιλεί με τις ιδέες των Ντελέζ- Γκουατταρί και αντλεί βασικές ιδέες από το έργο τους. Πιστεύεις ότι η κρυπτική, εξειδικευμένη γλώσσα με τις πρωτότυπες έννοιες που εισάγονται στο έργο των δύο φιλοσόφων σε κάποιο βαθμό έχει εμποδίσει στον να κατανοηθούν αυτές οι ιδέες από μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας ή ίσως έχει δημιουργήσει παρανοήσεις και διαφορετικές, αντικρουόμενες επεξηγήσεις και ανάλογες πρακτικές;
Ντάνα Παπαχρήστου: Είναι κάποια βιβλία που μας συνεπαίρνουν, μας ενθουσιάζουν, συνδεόμαστε μαζί τους βαθιά και τα κατανοούμε στον πυρήνα τους. Όμως αυτά δεν είναι ίδια για όλα τα άτομα. Ειδικά στη φιλοσοφία, πάντα λέω με χιουμοριστική διάθεση, ότι οι φιλόσοφοι που αγαπάμε αγγίζουν ένα κομμάτι από τον εαυτό μας. Μπορώ να πω ότι έχω συνδεθεί με φιλοσόφους βαθιά, ενώ με κάποιους.ες άλλους.ες δε θέλω πια καμία επαφή, χωρίσαμε οριστικά!
Ο Ντελέζ, και βέβαια οι Ντελέζ και Γκουαταρί, είναι από τους φιλοσόφους που αγάπησα με την πρώτη ανάγνωση και μεγάλωσα ακαδημαϊκά μαζί τους μέσα από την έρευνα και την ανάλυση του έργου τους. Είναι αλήθεια ότι οι έννοιες που εισάγονται εκεί έχουν συχνά χαρακτηριστεί ως δυσνόητες, κρυπτικές ή αλλοπρόσαλλες από μελετητές τους. Πολλές φορές επίσης, κατά τη διδασκαλία ή σε διάφορες διαλέξεις, αντιμετωπίζω ένα κοινό που έρχεται για να του εξηγηθούν οι έννοιες αυτές. Το πάγιο αίτημα είναι «εξήγησέ μου τον Ντελέζ και τον Γκουαταρί με απλά λόγια για να τους κατανοήσω». Όμως πιστεύω ότι οι έννοιές τους δεν είναι δύσκολες. Ειδικά στα δύο από κοινού έργα του Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια, οι έννοιες εξηγούνται, επανέρχονται, παρατίθενται πολλά παραδείγματά τους, ξανά εμφανίζονται και απλοποιούνται. Νομίζω ότι αυτό που ζητούν αυτά τα βιβλία είναι χρόνος, ζητούν να τους αφιερωθεί χρόνος, ζητούν να διαβαστούν μη-δενδροειδώς. Να αφήσουμε δηλαδή στο πλάι τον τρόπο ανάγνωσης που ξέρουμε, να σταματήσουμε να σημειώνουμε κάθε λέξη που δεν γνωρίζουμε, να αφήσουμε τις παραπομπές να λειτουργήσουν συνοδευτικά ή σε μια δεύτερη ανάγνωση. Πιο απλά, να τα αφήσουμε να κυλήσουν στην ανάγνωση, ώστε να κατανοήσουμε ότι η ροή τους είναι πιο σημαντική από τη συλλογή πληροφοριών, τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο. Και, αν είναι δυνατόν, να έρθουμε σε επαφή με το πρωτότυπο κείμενο, γιατί και οι κατά τόπους μεταφράσεις επιβαρύνουν τις ήδη δύσκολες έννοιες.
Τ.Σ.: Θα ήθελες να μας δώσεις δικού σου ορισμούς πάνω σε βασικές έννοιες που χρησιμοποιούνται στο βιβλίο σου;
Α. Πολεμική Μηχανή
Β. Σχεσιασμός – συνδεσιμότητα
Γ. Νομαδισμός
Δ. Αποεδαφικοποίηση
Ε. Πλανόδια ελάσσων Τέχνη
Ν. Π.: Να, για παράδειγμα το αίτημα που έλεγα παραπάνω! Μου ζητάς την εξήγηση των όρων, και για να γίνει αυτό πρέπει να τους οργανώσω δενδροειδώς. Αυτό ήταν και το σημαντικότερο πρόβλημά μου κατά την εκπόνηση της διατριβής μου: να φτιάξω ένα γλωσσάρι όρων; Και αν ναι, που να το βάλω στη ροή του κειμένου; Από τη μία, κάποια πράγματα δε γίνονται κατανοητά αν η.οαναγνώστρια.της δεν έχει διαβάσει τα αρχικά βιβλία. Το δικό μου βιβλίο έρχεται να επεκτείνει τις έννοιές τους, ξεκινώντας από τη βάση ότι αυτές οι έννοιες είναι ήδη γνωστές στην.οναναγνώστρια.τη. Από την άλλη, οι δικές μου εξηγήσεις θα είναι πάντα περιορισμένες, γιατί θα καλούμαι να συγκεντρώσω χωρία από ολόκληρο το έργο προκειμένου να βγει μια συνοχή, να γίνει από ρίζωμα επεξήγηση και από ροή αναλυτική γνώση. Τέλος, οι Ντελέζ και Γκουατταρί έχουν κάνει οι ίδιοι επεξήγηση των όρων τους. Οπότε, ήταν μια ενδιαφέρουσα διαδικασία την οποία έκανα (ή ξαναέκανα τέλος πάντων), γιατί οι διατριβές συνομιλούν με τις ακαδημαϊκές μεθόδους που τις πλαισιώνουν. Όμως δεν την θεώρησα ποτέ ιδιαίτερα χρήσιμη διαδικασία πέρα από την αυτοαναφορική της αξία.
Θα μιλήσω για αυτό με ειλικρινή διάθεση αυτοκριτικής και αναστοχασμού. Γνωρίζω ότι ο χώρος μας απαιτεί πεποιθήσεις και βεβαιότητες, αλλά αρνούμαι να παρουσιάσω την εαυτή μου ως παντογνώστρια. Αντιπαθώ τους παντογνώστες ανθρώπους και είμαι επιφυλακτική στην εγκυρότητα εκείνων που –από το σύνολο της ανθρώπινης σκέψης- κατάφεραν και βρήκαν τις βέβαιες λύσεις. Τέτοιες λύσεις δεν υπάρχουν παρά μόνο ως τεχνάσματα για να μας κάνουν να αισθανόμαστε σημαντικότεροι.ες και λιγότερο πεπερασμένοι.ες. Όμως κι εγώ, παρόλο που προσπάθησα να συνδεθώ εναλλακτικά και βιωματικά με τους όρους, και να τους «εφαρμόσω» στη σύγχρονη τέχνη, δεν κατάφερα να ξεφύγω εντελώς από τη δενδροειδή σκέψη στο πρώτο μου βιβλίο στα ελληνικά, το «Η τέχνη ως πολεμική μηχανή». Ούτε κατάφερα να απαλλαγώ από την προσπάθεια να επικοινωνήσω βεβαιότητες.
Οι λόγοι για αυτό είναι πολλοί. Αρχικά, δεν είναι πάντα εύκολο να αλλάξεις τον ακαδημαϊκό τρόπο γραφής που έχεις συνηθίσει. Τρόπος γραφής σημαίνει και τρόπος σκέψης. Ύστερα, υπάρχει πάντα μία ακαδημαϊκή ανασφάλεια, ειδικά όταν υπάρχει ταυτόχρονα και επισφάλεια. Επίσης, το βιβλίο αυτό ήρθε ως σχολιασμός, ως επέκταση των εννοιών αυτών στη σύγχρονη τέχνη και ως όχι ως εισαγωγή στους δύο φιλοσόφους.Αν είχα κατά νου την υπερβολική απλοποίηση, τότε το βιβλίο δε θα ήταν ενδιαφέρον για κάποιον.α άλλον.η μελετητή.τρια ή ενημερωμένο.η αναγνώστη.στρια. Έχω ακόμα χρόνο μπροστά μου να λύσω αυτές τις δικές μου αγκυλώσεις. Και ίσως αυτή είναι μια ακόμα πιο ενδιαφέρουσα διαδικασία από την αρχική ακαδημαϊκή διατριβή και την μετέπειτα μελέτη.
Και για να ξεκινήσω να λύνω τις αγκυλώσεις μου, εδώ θα σου απαντήσω ποιητικά, προσπαθώντας ίσως κι εγώ να απελευθερωθώ από τις στυφές αναλύσεις που έκανα κατά τη διατριβή μου ή τις δυσνόητες πυκνώσεις που αναγκάστηκα να κάνω στο βιβλίο.
Α. Πολεμική μηχανή είναι όταν οργανωνόμαστε με δικές μας τακτικές ενάντια στις στρατηγικές των δομών εξουσίας, με στόχο την υπονόμευσή τους. Πολεμικές μηχανές έχουν και οι δομές εξουσίας, γι’ αυτό οικειοποιούμαι τον όρο τους κι προτείνω οργανωμένες τακτικές.
Β. Σχεσιασμός είναι όταν το τίναγμα των φτερών μια πεταλούδας προκαλεί ένα τυφώνα στο Τέξας, ή όταν η κρατική δολοφονία ενός 15χρονου παιδιού στην Αθήνα προκαλεί την κατάληψη μιας πλατείας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Γ. Νομαδισμός είναι όταν ανεβαίνουμε στο άλογο και ορμάμε στις «αυτοκρατορίες» με το γιαταγάνι μας για να τις κατακτήσουμε, χωρίς να έχουμε σχέδιο να οικειοποιηθούμε τις εξουσιαστικές δομές τους ή να εγκαθιδρύσουμε άλλες δομές.
Δ. Απεδαφικοποίηση είναι όταν καταστρέφουμε τις συμβάσεις της ακαδημαϊκής γλώσσας για να τις επανεδαφικοποιήσουμε σε εναν ποιητικό λόγο ή στον δρόμο. Από την πρόταση αυτή, η καταστροφή είναι αμετάβλητη και στα υπόλοιπα μπορούμε να βάλουμε άλλο πλαίσιο.
Ε. Πλανόδια, ελάσσων τέχνη είναι όταν γράφουμε την τέχνη με μικρό τ και αφηνόμαστε να γίνουμε κι εμείς μέρος της διαδικασίας της προκειμένου να της επιτρέψουμε να ταξιδέψει, να επηρεάσει, να κάνει όλα τα άτομα καλλιτέχνες, να «μπουμπουκιάσει το ρίζωμα» και να ανθίσει μέσα από την κοινωνική της λειτουργία.
Είναι αλήθεια ότι ως φοιτητές.τριες και αργότερα ως ερευνητές.τριες, σπανίως έχουμε πια τον χρόνο και την ετοιμότητα να διαβάσουμε ένα τόσο μεγάλο έργο, με στόχο «να κατανοήσουμε τη ροή του», όμως ειλικρινά πιστεύω ότι διαφορετικά δε γίνεται κατανοητό. Ήταν η πρόθεσή τους να διαβαστεί κατά αυτόν τον τρόπο, γι’αυτό και μας προτείνουν στα Χίλια Πλατώματα να διαβάσουμε τα κεφάλαια με όποια σειρά θέλουμε ή ξεκινούν από το βιβλία ως ρίζωμα. Κατ’ εμέ, τα από κοινού τους έργα είναι ένα παράδειγμα ριζωματικής σκέψης και γνώσης. Γι’ αυτό όταν με ρωτούν τί σημαίνει «ρίζωμα» πάντα προτείνω την ανάγνωση αυτού του βιβλίου ως παράδειγμα. Θεωρώ την επαφή με την πρωτογενή πηγή ιδιαίτερα σημαντική, πιο χρήσιμη από δεκάδες δευτερογενείς έρευνες, εξηγήσεις και σχολιασμούς.
Φυσικά και δεν είναι απλό να ξαναμάθουμε να διαβάζουμε ή να μαθαίνουμε, να ξε-παγιωθούμε και να παραμείνουμε διανοητικά εύπλαστοι, ειδικά όταν μαθαίνουμε με συγκεκριμένες μεθόδους από την πρωτοβάθμια μέχρι τις τελευταίες κλίμακες της ακαδημαϊκής πορείας. Όμως, πιστεύω ότι αξίζουν αυτά τα έργα να διαβαστούν, γιατί πράγματι μας αφορούν σήμερα. Είναι αυτή η εργαλειοθήκη για την οποία μιλά και αλλού ο Ντελέζ, οι έννοιες ως εργαλεία για να κατανοήσουμε τον κόσμο μας, που μας είναι απαραίτητη.
Πάντως, δεν είμαι της γνώμης ότι η πιο σημαντική μας αποστολή στην ακαδημία είναι η διατήρηση των εννοιών μουσειακά. Είναι εξίσου αποδεκτό αν οι έννοιες σταματήσουν να υπάρχουν και ξεχαστούν. Αυτό θα σημαίνει ότι δεν ήταν καίριες και δεν κατάφεραν να συνδεθούν με την κοινωνία γιατί ήταν κρυπτικές ή δυσνόητες ή άσχετες με αυτήν. Δεν πειράζει, τις αφήνουμε να ταξιδέψουν και μπορεί μια άλλη κοινωνία να τις επαναεπισκεπτεί στο μέλλον και να τις χρησιμοποιήσει.
Σχέση:
Α. Τέχνη και Κινήματα
Τ.Σ.: Τα αντιεξουσιαστικά- αντικαπιταλιστικά κινήματα των τελευταίων 20 χρόνων έχουν εκδηλώσει πολλούς ευφάνταστους, νέους τρόπους δράσης και έκφρασης. Παρόλα αυτά είδαμε μια ισχυρή μετατόπιση της κινηματικής προσοχής από τους τομείς της αντικουλτούρας στους τομείς του πειραματισμού με συνεργατικούς τρόπους οργάνωσης της ζωής (κοινωνικά κέντρα, δομές αλληλεγγύης, αυτοοργανωμένες δομές εργασίας, συνελεύσεις γειτονιάς, καταλήψεις και επαναλειτουργία εγκαταλειμμένων χώρων, εργατικές ενώσεις βάσης, φοιτητικές ομάδες δράσης κλπ), Μήπως όταν μιλάμε για την «Τέχνη Ως Πολεμική Μηχανή» αναφερόμαστε σε μια πολεμική μηχανή (τη Τέχνη- δηλαδή την αντικουλτούρα) μέσα σε μια πολύ ευρύτερη πολεμική μηχανή (τα κινήματα για τη κοινωνική απελευθέρωση)
Ν.Π.: Ναι, είναι κι αυτό μια έγκυρη ερμηνεία. Με τη διαφορά ότι πολλά έχουν αλλάξει από τον προηγούμενο αιώνα, κυρίως στον κοινωνικό, τον κινηματικό, αλλά και τον τεχνολογικό τομέα. Οπότε η αντικουλτούρα, που παραπέμπει σε ένα συγκεκριμένο πολιτιστικό κίνημα, εμφανίζεται εδώ ως επιμέρους καλλιτεχνικό ρεύμα. Η αλήθεια είναι ότι θεωρώ πως η τέχνη έχει αλλάξει πολύ τις τελευταίες δεκαετίες. Τα διακυβεύματα του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα είναι ακόμα σημαντικά και βοηθητικά για τη σημερινή εποχή, όχι όμως στο σύνολό τους. Μπορεί κανείς.μία να πει ότι η αντικουλτούρα ως μέρος των κινημάτων για τη κοινωνική απελευθέρωση λειτούργησε μέσα στο γενικότερο πρόταγμα της λειτουργίας της τέχνης ως πολεμικής μηχανής. Όμως και η σύγχρονη τέχνη είναι ευρύτερη από την αντικουλτούρα, και η πολεμική μηχανή σήμερα είναι διαφορετική, οπότε και τα κινήματα για την κοινωνική απελευθέρωση δρουν –ή θα έπρεπε να δρουν- σε άλλη βάση.
Για εμένα η τεχνολογία είναι ένα κλειδί για την κατανόηση της σύγχρονης τέχνης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλη η σύγχρονη τέχνη είναι τεχνολογική. Έχουμε όμως τόσο πολύ παραλλαχθεί από αυτήν, σε επίπεδο νευρολογικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και ούτω καθεξής, στο σημείο όπου όλα ορίζονται από τη σχέση μας με αυτήν. Ακόμα και μία παραδοσιακή θεατρική παράσταση προωθείται τεχνολογικά μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, αποκτά άλλη δυναμική. Οι διαδικτυακές πρόβες ή η ψηφιακή πρόσβαση σε έργα και δημιουργούς παραλλάσσει τη σχέση μας με το γραπτό κείμενο. Για αυτό και δίνω τόση σημασία σε αυτήν.
Παράλληλα, τα κινήματα ορίζονται πολύ διαφορετικά. Μία κοινότητα σε ένα hackerspace για παράδειγμα, δεν περιορίζεται τοπικά σε έναν χώρο. Ένα τοπικό δίκτυο ορίζεται από την έλλειψη ηγεμονικού server. Ένα λογισμικό ή κώδικας opensource μπορεί να ταξιδέψει γρηγορότερα και πιο ουσιαστικά. Μία ομάδα ανάγνωσης μπορεί να στηθεί ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες και ζώνες ώρας. Υπάρχει δηλαδή μία εμμενής συνδεσιμότητα στον τρόπο που λειτουργούμε, κάτι που βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Αλλά από την άλλη, μέσω της συνδεσιμότητας, βρίσκει χώρο και η πανταχού παρούσα επιτήρηση, η εκμετάλλευση δεδομένων, το διαρκές lifelogging, o χειρισμός των ατόμων μέσα από τις διαδικτυακές προτιμήσεις τους, η μετατροπή όλων μας σε προϊόντα ή πελάτες και πολλά άλλα. Οπότε, όσο η συνδεσιμότητα μας επιτρέπει να οργανωνόμαστε, άλλο τόσο πρέπει να επαγρυπνούμε. Όπως λένε και οι Ντελέζ και Γκατταρί, κάθε γραμμή φυγής, κάθε επαναστατική πράξη, μπορεί να γίνει αντικείμενο σφετερισμού και οικειοποίησης από τον καπιταλισμό, με αποτέλεσμα να χάνεται η ορμή και η σημασία της.
Αυτό δε σημαίνει ότι η τέχνη δε λειτουργούσε παλαιότερα ως πολεμική μηχανή. Το αντίθετο, νομίζω ότι πάντα λειτουργούσε ως τέτοια. Όμως σήμερα έχει παραλλαχθεί η εξουσιαστική πολεμική μηχανή, οπότε και η τέχνη έρχεται να απαντήσει σε άλλα ζητούμενα με τη δική της πολεμική μηχανή. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε πως λειτουργούσε η τέχνη ως πολεμική μηχανή σε άλλους αιώνες, όμως αυτό θα ήταν μια διαφορετική έρευνα.
Β. Καλλιτέχνης και Κρατικά ή Επιχειρηματικά Ιδρύματα
Τ.Σ.: Η φενάκη που δημιουργεί ο καπιταλισμός στους καλλιτέχνες για καριέρα, αναγνώριση, κέρδος- αλλά και οι πολύ μεγάλες, πραγματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι καλλιτέχνες για την καθημερινή επιβίωση- πολύ συχνά κάνουν την συνεργασία με μεγάλους χρηματοδοτικούς θεσμούς να μοιάζει μονόδρομος. Οι θεσμοί αυτοί όμως θεωρητικά είναι εχθρικοί προς τον αγώνα για το τέλος της ανισότητας αφού αποτελούν πυλώνες στήριξης των κυρίαρχων σχέσεων- σχέσεων κυριαρχίας. Ποια νομίζεις ότι μπορεί να είναι η συνάντηση μιας πολεμικής, νομαδικής μηχανής (σαν τους καλλιτέχνες και τις ομάδες που περιγράφεις στο βιβλίο σου) με μηχανισμούς όπως το κράτος και η άντληση κέρδους. Μπορεί να υπάρξει Τέχνη ανεξάρτητη από τους μηχανισμούς της κυριαρχίας, του εμπορεύματος και του ελέγχου, ειδικά όταν αυτή δημιουργείται με την χρηματοδότηση και αδειοδότηση τους;
Ν.Π.: Αυτή είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση, στην οποία μόνο γνώμη μπορώ να εκφέρω και όχι λύση. Όλα αυτά που αναφέρεις είναι απόλυτα σωστά. Από τη μία καλούμαστε να «γίνουμε επιτυχημένοι.ες» με καπιταλιστικούς όρους, από την άλλη δυσκολευόμαστε να επιβιώσουμε. Η στήριξη από μεγάλους θεσμούς είναι πράγματι μονόδρομος, αν δεν υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος βιοπορισμού. Η ύπαρξη όμως κάποιου παράλληλου τρόπου βιοπορισμού κατατάσσει αυτόματα την τέχνη σε χόμπυ, καλό μόνο για τον ελεύθερο χρόνο μας. Θα τολμήσω να πω πως όλα τα παραπάνω είναι λανθασμένες προσεγγίσεις. Η επιτυχία με οικονομικούς όρους μας εγκλωβίζει σε έναν φαύλο κύκλο δημιουργίας με στόχο αποκλειστικά το χρήμα, άρα η ποιότητα και η έμπνευση περιορίζονται σημαντικά. Ο αγώνας για την επιβίωση μας καταδικάζει στην επισφάλεια ή την απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασία. Η στήριξη αποκλειστικά από μεγάλους θεσμούς μας φυλακίζει στην ατζέντα τους. Και τέλος η τέχνη του ελεύθερου χρόνου είναι ο θάνατος της τέχνης, γιατί σύντομα δεν υπάρχει ούτε ελεύθερος χρόνος ούτε όρεξη για αυτήν.
Θα τολμήσω να πω ότι ο καλλιτεχνικός τομέας ήταν πάντα ο πιο ευέλικτος οικονομικά. Αυτό οφείλεται στο ότι ήταν πάντα και ο πιο επισφαλής κλάδος. Ενώ άλλοι επαγγελματικοί κλάδοι δε σταματούν ποτέ να είναι απαραίτητοι (αρχιτεκτονική, αγροτική παραγωγή, πολεμική βιομηχανία, ακόμα και η θρησκεία), η τέχνη λανθασμένα συγκαταλέγεται στα επαγγέλματα πολυτέλειας. Συχνά δε δεν συγκαταλέγεται καν στα επαγγέλματα, με την αξίωση να παραμείνει λειτούργημα το οποίο μολύνεται από την οικονομική συναλλαγή. Ενώ όμως άλλα λειτουργήματα όπως η εκπαίδευση, η ιατρική, η δικαιοσύνη πληρώνονται και με το παραπάνω, η τέχνη καλείται να συνεχίσει να υπάρχει δωρεάν. Οι ίδιοι.ες οι καλλιτέχνες συχνά αρνούνται την πληρωμή, περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο την ήδη απαράδεκτη οικονομική σχέση δημιουργού-κοινού, δημιουργού-πελάτη, δημιουργού-εντολέα.
Οι καλλιτέχνες όμως προσαρμόζονται πάντα: έψαξαν χορηγούς στην αρχαιότητα, έγιναν περιπλανώμενοι αργότερα, προσελήφθησαν από την εκκλησία, από τους τοπικούς άρχοντες και έζησαν στις αυλές ηγεμόνων, έγιναν ελεύθεροι επαγγελματίες στα πολιτιστικά σαλόνια, άνοιξαν τα εργαστήριά τους σε μαικήνες, βγήκαν στον δημόσιο χώρο και τεκμηρίωσαν τη δουλειά τους, χρησιμοποίησαν κάθε νέα τεχνολογία, έγραψαν αιτήσεις χρηματοδότησης, έγιναν μάνατζερ των εαυτών τους, οργανώθηκαν σε κοινότητες, κατέλαβαν χώρους, ασχολήθηκαν με την εκπαίδευση, με την καλλιτεχνική έρευνα και ούτω καθεξής. Χώρεσαν δηλαδή σε κάθε οικονομική συγκυρία. Όταν ακούω ότι σήμερα οι καλλιτέχνες κινδυνεύουν από τις νέες τεχνολογίες της τεχνητής νοημοσύνης,γελάω! Όπως γελούσαν και τον προηγούμενο αιώνα οι ζωγράφοι με την ανακάλυψη της φωτογραφίας, μια ανακάλυψη που άφησε χώρο στην αφηρημένη ζωγραφική. Όπως γελούσαν οι θεατρικοί συγγραφείς με την ανακάλυψη του κινηματογράφου και όπως γελούσαν οι εικαστικοί με την εδραίωση του διαδικτύου. Δεν υπάρχει κλάδος πιο ανθεκτικός και πιο προσαρμοστικός.
Το ζήτημα επομένως δεν είναι η αδυναμία επιβίωσης, αλλά ο συνδυασμός των διαθέσιμων δυνατοτήτων με τρόπους δεοντολογικούς, που παράλληλα να επιτρέπουν την καλλιτεχνική και πολιτική ελευθερία. Αυτό το ζητούμενο πράγματι είναι δύσκολο και απαιτεί διαρκή επαγρύπνηση. Η καλλιτεχνική εργασία είναι σκληρή και αδιάκοπη, στην οποία προστίθεται και το σύγχρονο άγχος της ορατότητας, της προώθησης και της συγγραφής αιτήσεων. Το θετικό είναι η δυνατότητα απευθείας δημιουργίας νομικού προσώπου από φυσικά πρόσωπα, και άρα η δυνατότητα να λειτουργούμε ως αυτόνομοι θεσμοί. Το αρνητικό είναι η διαρκής και αδιάλειπτη εργασία, μέσα στη νεοφιλελεύθερη οικονομία του άγχους και της προσοχής. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες μπορούμε να βρούμε τους χώρους να δρούμε πολιτικά και με καλλιτεχνική ελευθερία. Προτείνω όμως να μην αυτομαστιγωνόμαστε διαρκώς στο κυνήγι της άμεμπτης ηθικής σε έναν διεφθαρμένο κόσμο που καταρρέει.
Τ.Σ.: Σύμφωνα με τα λεγόμενα σου αναζητάς και περιγράφεις: «πρακτικές που προσεγγίζουν την καπιταλιστική συνθήκη με παιγνιώδη τρόπο, υπονομεύοντας έτσι τις διαρρυθμίσεις της μηχανικής υποδούλωσης και των συστημάτων υποταγής (…)». Θα ήθελες να μας αναλύσεις αυτό το πρόταγμα και να αποσαφηνίσεις αν αφορά κατά κύριο λόγο ατομικές πρακτικές ή συλλογικές διαδικασίες;
Ν.Π.: Η φράση αυτή περιγράφει ορισμένες καλλιτεχνικές πρακτικές στο βιβλίο, με έμφαση σε δύο παραδείγματα που χρησιμοποίησαν τη συνδεσιμότητα του διαδικτύου. Από τη μία, η ομάδα METASITU με την επιμέλειά της έκθεσης Welcome to Ecumenopolis, που οραματίστηκε μια μεγάλη οικουμενική πόλη, ένα μακλουανικό παγκόσμιο, δυστοπικό χωριό. Από την άλλη, το έργο You are not here, όπου καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες δημιούργησαν μια ξενάγηση της Βαγδάτης μέσα στη Νέα Υόρκη, και άλλη μία της Γάζας μέσα στους δρόμους του Τελ Αβίβ.
Η παιγνιώδης διάθεση και των δύο ομάδων θέλησε να υπονομεύσει, αφενός την παγίωσή μας μέσα σε εθνικές συνθήκες, όρια και σύνορα, αφετέρου την αγκύλωσή μας σε γεωπολιτικές εντάσεις και πολέμους που διεξάγουν τα κράτη παρά τη θέληση των πολιτών τους. Εδώ το παιχνίδι δεν είναι αθώο, γιατί τέτοια εγχειρήματα δεν είναι «παιδική χαρά». Το παιχνίδι αναφέρεται σε μία εξαπάτηση, στην.ον καλλιτέχνη ως trickster: εκμεταλλεύεται, υπονομεύει, μεταμορφώνεται, καταφέρνει «χτυπήματα αστραπή», αφηγείται την ιστορία όπως θέλει, υπερταυτίζεται, προκαλεί, διαφεύγει, ξεγλιστρά, παρεισφρέει και καταστρέφει.
Πώς αλλιώς μπορεί σήμερα να απαντήσει η τέχνη στα ολοκληρωτικά ηγεμονικά συστήματα; Η ερώτηση δεν είναι ρητορική, πραγματικά διερωτώμαι κι εγώ -ως ερευνήτρια και ως καλλιτέχνης-, και πασχίζω να παραμείνω ευέλικτη και προσαρμοστική ενάντια σε διαρρυθμίσεις εξουσίας που κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος γύρω μου. Έχω εναποθέσει τις ελπίδες μου στη συλλογική δράση, χαράσσοντας ταυτόχρονα τον δικό μου δρόμο.
Και για να απαντήσω εδώ και στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης, κάθε δράση μπορεί να λειτουργήσει ατομικά και ομαδικά, και να βρίσκει εφαρμογή σε ατομικές πρακτικές και συλλογικές διαδικασίες. Πιστεύω όμως ότι το πιο σημαντικό είναι η συνοχή των συλλογικών διαδικασιών. Υπάρχουν παραδείγματα από ομάδες των οποίων η δράση είναι συγκροτημένη ως ατομική πρακτική, αλλά και το αντίστροφο. Σίγουρα όμως ένα καλό χτύπημα κάτω από τη μέση στον σύγχρονο καπιταλισμό χρειάζεται συγκρότηση και σύμπνοια, και το λέω αυτό χωρίς να υποτιμώ τη πολυσυλλεκτικότητα των συλλογικών διαδικασιών. Αντίθετα, επικροτώ τις ζυμώσεις εκείνες που δημιουργούν μία πολύχρωμη συνοχή μέσα στην πολυσυλλεκτικότητα, για μια πάλη με περισσότερη ποικιλία και αποτελεσματικότητα.
Τ.Σ.: Στην ομιλία σου στα πλαίσια της εκδήλωσης που οργανώθηκε από το Κενό Δίκτυο στο Εμπρός με αφορμή την επίσκεψη του Andrew Culp στην Αθήνα, τέθηκε το ζήτημα για το κεφάλαιο του βιβλίου σου που αναφέρεται στο «ρομαντισμό». Ποια είναι βασική σου θέση και ποια η γνώμη σου για αυτήν μετά τις κριτικές που εκφράστηκαν; Πολλοί ιστορικοί και αναλυτές της λογοτεχνίας έχουν καταδείξει ότι πρέπει να μιλάμε για «ρομαντισμούς» και όχι για «ρομαντισμό» αφού το εν λόγω φαινόμενο έχει πάρει μέσα στους αιώνες πολύ διαφορετικές και εχθρικές μεταξύ τους διακλαδώσεις. Η ριζική θεωρητική διαφωνία που προέκυψε είναι πως στο βιβλίο σου μοιάζει σαν να κατηγορείς συνολικά το «ρομαντισμό» ως μονόδρομο για την εμφάνιση του καπιταλισμού και την επακόλουθη εμφάνιση του φασισμού. Θεωρώ πως αυτή η συνολική πολεμική προς τον «Ρομαντισμό» αδικεί σπουδαίους ελευθεριακούς ρομαντικούς όχι μόνο δημιουργούς (καλλιτέχνες και στοχαστές) αλλά κυρίως άγνωστους, απλούς καθημερινούς ανθρώπους που αναζήτησαν την προσωπική και κοινωνική απελευθέρωση μέσα από τις ρομαντικές ατραπούς.
Ν.Π.: Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν πολλοί ρομαντισμοί, πράγμα που αναφέρω και στην έρευνά μου. Δεν είναι ένα ενιαίο ρεύμα, κυρίως λόγω της σχέσης του με την πολιτική, τη συγκρότηση του κράτους-έθνους και την ιστορική συγκυρία της κάθε χώρας. Μερικές χώρες για παράδειγμα συγκρότησαν την εθνική τους ταυτότητα τον 18ο αιώνα και κάποιες τη συγκροτούν αυτή τη στιγμή, καθώς μιλάμε. Η βασική μου θέση, όπως και αρκετών άλλων, είναι ότι ο ρομαντισμός είναι ένα τεράστιο κίνημα, ίσως το μεγαλύτερο και μακροβιότερο κίνημα της νεωτερικότητας, το οποίο θεωρώ ότι δεν έχει ακόμα πλήρως τελειώσει. Δηλαδή, για έναν.μία ιστορικό του μέλλοντος, σε 500 χρόνια από σήμερα ας πούμε, η χρονική εμβέλεια της επιρροής του ρομαντισμού μπορεί να συνεχίζει και μέσα στον 20ο αιώνα. Στο βιβλίο μου συνδέω τον ρομαντισμό με την υποκειμενικότητα, και προτείνω το τέλος του κινήματος γύρω στη δεκαετία του 1970, όταν οι Ντελέζ και Γκατταρί «σκότωσαν» το υποκείμενο για χάρη της πολλαπλότητας. Αντικαθιστώ εκεί την υποκειμενικότητα με την σχεσιακότητα, μια συνθήκη κατά την οποία συγκροτούμε και επιτελούμε πολλαπλά υποκείμενα με πλήρη συναίσθηση της σχέσης μας με τον υπόλοιπο έμβιο και άβιο κόσμο. Δεν ξέρω αν ο.η ιστορικός του μέλλοντος θα λάβει υπόψη του.της τις σκέψεις μου, αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Πάντως, οι αντιδράσεις κατά την ομιλία μας -μαζί με τον Αndrew Culp και τον Xάρη Καλαϊτζίδη– στο Θέατρο Εμπρός, από τον εξαιρετικό συνάδελφο Γιώργο Βάρσο, πιστεύω ότι ισχυροποιούν το επιχείρημά μου. Γιατί να επιχειρηματολογούμε με τόση ένταση υπέρ του ρομαντικού κινήματος, αν πραγματικά δε μας επηρεάζει μέχρι σήμερα το θυμικό του; Γιατί μας αφορά τόσο πολύ και μας «στεναχωρεί» το επιχείρημα ότι «κάποτε πρέπει να τελειώσει το ρομαντικό κίνημα», αν όντως δεν είμαστε ακόμα μέρος του;
Αν μιλούσα για το τέλος του μπαρόκ και πως επιτέλους πρέπει να διακοπεί η σχέση μας με το μπαρόκ στη χώρα μας, να τελειώσει το δικό μας εθνικό μπαρόκ, να σταματήσουμε να λειτουργούμε ως καλλιτέχνες σα να ήμαστε ακόμα στο μπαρόκ, τότε όλοι θα με κοιτούσαν με συγκατάβαση. Θα υπήρχε η εύλογη απορία «ποιο μπαρόκ;», το μπαρόκ έχει τελειώσει, το εκτιμάμε, αναπαράγουμε ενδεχομένως τα έργα του μουσειακά, το μελετάμε στην ιστορική μας αναδρομή, αλλά δεν υπάρχει πια μπαρόκ. Όμως ο ρομαντισμός συγκινεί ακόμα, δε θέλουμε να τον αφήσουμε να φύγει ακόμα, τον χρειαζόμαστε, συνεχίζει να μας θρέφει, και στην τέχνη και στη διανόηση και στην πολιτική.
Είναι λογικό, είμαστε από τις χώρες που τον αγκάλιασαν αρκετά αργότερα από τα τέλη του 18ου αιώνα, παρόλο που αποτελέσαμε μέρος της θεματολογίας του από άλλους, δυτικούς ρομαντισμούς. Ομοίως και σε πολιτικό επίπεδο, ως χώρα δεν κατορθώσαμε να επεξεργαστούμε την πολιτική περιπλοκότητα του κινήματος και των σύνθετων / βίαιων γεωπολιτικών αλλαγών του 19ου και 20ου αιώνα. Η χώρα ενεπλάκη σε βαλκανικούς πολέμους, παγκόσμιους πολέμους, δικτατορίες, εμφύλιο, φτώχεια, εξορίες, προσφυγιά και μετανάστευση. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, ακόμα επεξεργαζόμαστε τη θέση μας και τη σχέση μας με τον Εαυτό και τον Άλλο στο εσωτερικό και εξωτερικό.
Όμως, όταν διατείνομαι ότι το ρομαντικό κίνημα πρέπει να τελειώσει, δεν έχω την πρόθεση να αδικήσω τους ρομαντικούς ελευθεριακούς, ούτε τη ρομαντική τέχνη. Το αντίθετο, μεγάλωσα με αυτούς και με αυτές, με συγκινούν, με καθοδήγησαν και συνεχίζουν να με καθοδηγούν. Αλλά τώρα πρέπει να τους αφήσω να φύγουν για να μπορέσω να βρω τρόπους να ανταπεξέλθω στη σημερινή εποχή, να μπορέσω να αντιδράσω στη σύγχρονη συνθήκη, με σύγχρονα εργαλεία και όπλα, με σύγχρονες τακτικές, ως ερευνήτρια και ως καλλιτέχνης. Τα ρομαντικά όπλα και εργαλεία δε δουλεύουν πια, δε με βοηθούν να αγωνιστώ. Εμμένοντας σε αυτά είναι πολύ δύσκολο να κερδίσω, είναι δύσκολο ακόμα και να κατανοήσω προς τα που πρέπει να παλέψω. Στο μόνο που χρησιμεύουν είναι στην αναπόληση, στη νοσταλγία και στην απογοήτευση για τις δυνατότητες που χάσαμε, για τις ιδεολογίες που μας πρόδωσαν, για αυτά που καταφέραμε, αλλά που έγιναν πάλι αντικείμενο σφετερισμού από τις εξουσιαστικές δομές.
Το τέλος του ρομαντισμού για εμένα συνδέεται με το πένθος όλων των χαμένων ευκαιριών και τη διάθεση να μελετήσω προσεκτικά την εποχή μου και τις δυνατότητές της, ώστε να βρω τρόπους να αγωνιστώ αποτελεσματικά για νέα οράματα. Μύθοι, αλληγορίες, κοινωνικό αποτράβηγμα, ιδανικά, ιδεολογίες, ήρωες μοναχικοί απέναντι σε όλα, εθνικές ενότητες, σύνορα, κοινές γλώσσες, θρησκείες, ηθικά πρόσημα πάνω στη φύση, την κοινωνία και την εργασία, όλα απέτυχαν και δε βοηθάνε πια. Άλλο είναι το «κοινό μυστικό» της εποχής μας, όπως έλεγε και το Ινστιτούτο για την Επισφαλή Συνείδηση. Δε θέλω να προσπαθήσω να ξαναφέρω πίσω όσα μας απογοήτευσαν, να κρατηθώ από αυτά σαν την «τελευταία γνωστή ρύθμιση που δούλεψε», να αγκιστρωθώ σε διαρρυθμίσεις που κάποτε εξυπηρετούσαν, αλλά σήμερα είναι απαρχαιωμένες.
Αντίθετα, επιθυμώ να μελετήσω αυτή την εποχή με όλες τις διαρρυθμίσεις της, για να μπορώ να συμμετέχω στις τακτικές της ανατροπής στο εδώ και στο τώρα. Σέβομαι, αγαπώ και θαυμάζω το ρομαντικό κίνημα, αλλά δε με εξυπηρετεί πια στο σκοπό μου.