«Οι ανθρώπινες σχέσεις εδράζονται στο ότι κάποιος φαίνεται να διαψεύδει, χάρη στη δύναμη της ύπαρξης του, άλλους ανθρώπους, που είναι για τους εαυτούς τους αδιάψευστοι• πράγμα ευχάριστο και καθησυχαστικό για αυτούς τους ανθρώπους αλλά όχι αληθές, και, άρα, σε κάθε περίπτωση εφήμερο».
Φραντς Κάφκα, Αφορισμοί
Όπως ήταν αναμενόμενο, η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου ή για την ακρίβεια οι συνθήκες που οδήγησαν σε αυτήν – ανεξάρτητα του ποια είναι η ακριβή «αιτία θανάτου» – οδήγησαν σε μία έξαρση του δημόσιου λόγου. Από αυτάρεσκους και ανέξοδους συναισθηματισμούς στα social media που (συνειδητά ή ασυνείδητα) ψαρεύουν «like», μέχρι πολεμικές αναλύσεις που καταδικάζουν, ανάλογα με το σκεπτικό του καθενός, την «ανομία», την «ηθική κατάπτωση στην Ελλάδα της κρίσης», το«κράτος και το κεφάλαιο». Μέσα στον αναβρασμό της στιγμής πολλοί εξ αυτών των λόγων ξεχνούν να διακρίνουν μεταξύ «ευθύνης» και «ενοχής», αλλά σε κάθε περίπτωση, η παράθεση του ενός δίπλα στον άλλο δεν θέλει να δώσει την εντύπωση ότι είναι όλοι εξίσου αληθείς ή δόκιμοι. Ακόμα λιγότερο υπάρχει φιλοδοξία υπέρβασης του πεδίου των παθιασμένων αντιπαραθέσεων μέσω της επίκλησης μιας γαλήνιας αντικειμενικότητας, η οποία επιτρέπει στον φορέα της να αναλάβει ρόλο διαιτητή ή δικαστή.
Όσοι μιλούν περί «αυτοδικίας» και ακόμα χειρότερα περί «αυτοάμυνας» παραβλέπουν (;) ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτυπώθηκε κυρίως μία αυτοδικαιοτική μανία – που ρέπει προς τον σαδισμό καθώς ήδη τον εμπεριέχει ως προσδιορισμό της – απέναντι σ’ έναν εμφανώς εκείνη την στιγμή αδύναμο να αντιδράσει άνθρωπο. Κάθε προσπάθεια νομιμοποίησης αυτής της πράξης είναι δεδομένα μια κίνηση προς τον εκφασισμό, δηλαδή τη συστηματική δικαίωση της αυτάρεσκης βίας προς τον Άλλο και ακόμα περισσότερο προς αυτόν που είναι αδύναμος. Το ότι αυτή η νομιμοποίηση και αποδοχή συντελείται ήδη στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης απλά επικυρώνει κάτι που θα έπρεπε να γνωρίζουμε ήδη: ένα κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας είναι βαθιά συντηρητικό άρα ανοιχτό στις πιο αντιδραστικές πρακτικές και λόγους. Αυτός ο συντηρητισμός και η αντιδραστικότητα στο πεδίο της επιθυμητικής-κοινωνικής παραγωγής είναι η μαγιά που δουλεύουν, συστηματοποιούν και ενισχύουν οι οργανωμένοι λόγοι της Δεξιάς, από τα τηλεοπτικά κανάλια μέχρι τα διάφορα ακροδεξιά πολιτικά μορφώματα, προωθώντας «τάξη και ασφάλεια», «έξω οι ξένοι», «πρεζάκια και γκέι δεν είστε αναγκαίοι»,«περισσότερο κράτος» κλπ.
Ανεξαρτήτως ποια ήταν τα κίνητρα της εισόδου του στα κοσμηματοπωλείο, ο Κωστόπουλος στην προκειμένη περίπτωση είναι θύμα και όχι θύτης. Έχοντας αυτό σαν βάση, η στάση της αστυνομίας αναδεικνύεται στην πραγματική της διάσταση, ως έκφραση του θεσμικού ρατσισμού του ελληνικού κράτους απέναντι σε μία ευρεία γκάμα ανθρώπων (φτωχοδιάβολων και τοξικό-εξαρτημένων) την οποία ο Κωστόπουλος στα μάτια των μπάτσων είχε την ατυχία να συμπυκνώνει. Αυτό όμως δεν τον κάνει ήρωα κάποιου κοσμοϊστορικών διαστάσεων αγώνα μεταξύ «ελευθερίας και υποταγής», «προλετάριων και μικροαστών ή κεφαλαίου», «ετερότητας και κανονικότητας». Δυστυχώς όσο και αναμενόμενα, ένα σημαντικό μέρος των λόγων που προέρχονται εκ του αριστερού πολιτικού φάσματος, και από τον χώρο της Αναρχίας, εξιδανικεύει για άλλη μια φορά το περιθώριο (με το οποίο φυσικά ελάχιστη πρακτική σχέση έχει), αποδίδοντας του ντε φάκτο χειραφετικά γνωρίσματα. Έτσι, συγχέεται η κατανόηση μια πράξης με τη δικαιολόγηση της. Στην πορεία υποβαθμίζεται ότι πολλές φορές (ειδικά στην πραγματικότητα του ύστερου καπιταλισμού, όπου η κοινωνική αποσύνθεση έχει ενδημικό χαρακτήρα) η επίθεση στη μικρό-ιδιοκτησία παίρνει έντονα αντικοινωνικά χαρακτηριστικά. Όπως φυσικά και ότι πολλοί τοξικό-εξαρτημένοι – ασχέτως αν ο Κωστόπουλος ήταν ένας από αυτούς – είναι ασθενείς που χρήζουν μέριμνας και φροντίδας την οποία την παρούσα στιγμή- εν απουσία κατάλληλων αυτοοργανωμένων και αλληλέγγυων δομών- μόνο το κράτος μπορεί να προσφέρει στο επίπεδο που αρμόζει. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η τοξικό-εξάρτηση και η περιθωριοποίηση είναι απλά θέματα κρατικής πολιτικής, τα οποία ένα «καλό κράτος» θα μπορούσε “να εξαλείψει”.
Όπως και να έχει, το ζήτημα είναι ότι στη βάση μίας δικιάς μας επιθυμίας για ολοκληρωτική ρήξη με το παρόν, προβάλλονται κατά βούληση χαρακτηριστικά πάνω σ’ έναν άνθρωπο, αναβαπτίζοντας τον σε μάρτυρα μεγαλόσχημων αγώνων με έναν τρόπο που ίσως δεν θα αποδεχόταν για τον εαυτό του.
Επικυρώνεται λοιπόν για άλλη μια φορά ότι κάθε πολιτικός λόγος κατασκευάζει και οριοθετεί με τους δικούς του όρους ένα πεδίο αντιπαράθεσης, αξιώνοντας για τον εαυτό του τη θέση του δίκαιου απέναντι στο άδικο (ακόμα και όταν υποστηρίζει ότι υπερβαίνει αυτούς τους όρους). Αν φυσικά μας λέει κάτι αυτό είναι ότι η πολιτική αποτελεί αντιπαράθεση μεταξύ μορφών δικαίου. Αυτό δεν σημαίνει σχετικισμός και αδυναμία κρίσης. Το κάθε άλλο, μας επιτρέπει να δούμε την αδικία και ακόμα περισσότερο τη βαρβαρότητα στο πραγματικό τους επίπεδο.
Διότι εν τέλει, αυτό που υπενθυμίζει και αναδεικνύει η δολοφονία του/της Ζακ, μαζί με τα όρια των λόγων περί «κράτους-δικαίου» και «ευνομίας», είναι ότι το δίκαιο της ιδιοκτησίας στηρίζεται πάντα πάνω σε μία βία.
Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να υπερασπιστούμε τη μνήμη ενός ανθρώπου που πέθανε από το χέρι αυτής της βίας, απέναντι σε όλους τους λόγους που προσπαθούν να την ωραιοποιήσουν και να την επιβάλλουν.
Όσοι και όσες αγωνιζόμαστε για την ελευθερία δεν αναζητάμε μάρτυρες που θα πρέπει να θυσιαστούν για τον αγώνα μας, όσοι αγωνιζόμαστε ενάντια στον φασισμό δεν χρειαζόμαστε ήρωες και τάφους. Ζωή ζητάμε, ζωή και ελευθερία.
κείμενο:
Ελευθεριακή Συνέλευση Κενός Κύκλος / πολιτική διαδικασία της συλλογικότητας Κενό Δίκτυο /
μέλος της Αναρχικής Ομοσπονδίας
ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ [Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση. Εφήμερες Τέχνες]
https://voidnetwork.gr