Δεν τρέφω πια καμία αυταπάτη
Διαλέγω τον μοναχικό δρόμο της σιωπής
Δεν προσδοκώ τίποτα
Βαδίζω γυμνός μέσα μου
στο δρόμο της ακοής
Και έχω τόσα να σου πω
Όμως δεν βρίσκω λέξεις τρυφερές
Τη μοναξιά και την οργή σου να απαλύνουν
Την πληγωμένη πλάτη σου να επουλώσουν
Ζω για ένα αύριο που δεν θα έρθει ποτέ
Και θα πεθάνω μια μέρα γι’ αυτό
Θα πεθάνω για μένα
Η τελευταία μου σφαίρα θα είμαι εγώ
Όπως ακριβώς κι αυτός,
αυτός που δεν είδες ποτέ σου
αυτός που…
Είναι το λάθος μέσα στον κώδικα που έγραψες
Της εξουσίας ο αστερίσκος που του έκρυψες
Το χάος και του συστήματος σου η εντροπία
Ο ιός που σε χρησιμοποιεί με ειρωνεία
Πλέον κλείνει το μάτι στο ρουφιάνο της γωνίας
Είναι θόρυβος στα δίκτυα της αστυνομίας
Γουρούνι μπαίνει μέσα στα ρουθούνια σου σαν σκόνη
Θα είναι ο κόμπος απ’ το σχοινί σου στην αγχόνη
Είναι αυτός που έσυρες αιμόφυρτο στη ΓΑΔΑ
Αυτός που βίασες ένα βράδυ στα Εξάρχεια
Είναι το Νo Pasaran το ’36 μέσα στη Μαδρίτη
κρεμάλα το ’44 για κάθε δοσίλογο και χίτη
Μια ζωή ξεφεύγει πάντα από την οπτική σου
Είναι κλειδί και πύλη εξόδου στη φυλακή σου
Το αιτιατό που την εξουσία σου σκοτώνει
Ο διάφανος άγνωστος γνωστός που δυναμώνει
Είναι εκείνοι που στην εξίσωση δεν έβαλες
Οι παγωμένες σκιές στον τοίχο που προσπέρασες
Eίναι στο κάστρο σου και περιμένει, ετοιμάσου
Ώρα αναμέτρησης με το δημιούργημά σου
Δεν ένιωσε ποτέ καμιά από τις εντολές σου
Είναι το κενό που σπάει μία προς μία τις δομές σου
Είναι στη θαλάμη του η τελευταία του σφαίρα
Πατάει, αφήνεται και γλιστράει στον αέρα
Έρχεται από μακρυά κυλλά μέσα στην τρύπα
Ρέει αργά μέσα στου υπογείου σου τη νύχτα
Βγαίνει μέσω του μίτου κανείς δεν τον περιμένει
Φωτιά στον κρόταφό σου μία ώρα περασμένη
Εκείνη την ώρα του χαμού τίποτα δεν θα μας σώσει
Θα έρθει όμως η μέρα που οι πιερότοι θα αντικρίσουν τον ήλιο
Αμίλητοι
μόνοι πλέον στην πίσω αυλή
και ο ήλιος θα λιώνει τα ζωγραφισμένα δάκρυα τους.
Ακόμα δεν θα έχουν κλείσει οι πληγές στα χέρια.
Θα είναι οι πρώτες μέρες μετά την τελευταία μάχη.
Θα έρθει η ώρα να γευτούν ένα κομμάτι ψωμί
από τα γεμάτα ελευθερία χέρια τους.
Οι ουλές στην πλάτη θα βρουν ζεστασιά στον ήλιο.
Τα ματωμένα δάχτυλα θα έρθει η ώρα να σκάψουν και να ποτίσουν το χώμα,
να σπείρουν τα χρώματα του μεσημεριού.
Οι ώρες που βγαίνει ο ήλιος θα μεγαλώσουν
θα κάνουν όνειρα
που θα χυθούν αργά σαν μελάνι
μέσα στο άδειο κεφάλι του Θεού.