Εισαγωγή
Τις μέρες αυτές της εξάπλωσης του ιού Covid-19 σε παγκόσμιο επίπεδο δύσκολα αποφεύγει κανείς τη σκέψη ότι τα κρατικά συστήματα και οι μεγάλης κλίμακας βιομηχανικές κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας, ίσως, θα μπορούσαν να βρεθούν απότομα και αναπάντεχα στα όριά τους, εξαντλημένα. Η βεβιασμένη αυτή σκέψη δεν είναι περίεργη. Οι διαθλάσεις που υφίσταται η σκέψη στις ώρες της υποχρεωτικής «καραντίνας» ανταποκρίνονται στον πλούτο της κοινωνικής σκέψης, καθώς οι πολλαπλές ερμηνείες της πραγματικότητας επηρεάζονται από διαφορετικές πολιτισμικές μορφές και αναπαραστάσεις (επιστημονικοί λόγοι, λογοτεχνία, κινηματογράφος). Σε όσους δεν νοσούν μπορεί να διαφύγει ότι το ‘συμβάν’ είναι η ασθένεια και ο θάνατος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην παρούσα συγκυρία δοκιμάζονται πολλά. Πολλά ενδεχομένως θα αλλάξουν, καθώς πρόκειται για στιγμές που ευνοούν μεγάλες ανακατατάξεις και αναθεωρήσεις. Η συγκυρία είναι ιδιαίτερα πυκνή. Ο ιστορικός χρόνος μοιάζει να επιταχύνεται. Δοκιμάζονται οι άνθρωποι σωματικά, ψυχολογικά, συναισθηματικά αλλά και οικονομικά, σε μια στιγμή απόλυτης εσωστρέφειας και περιορισμού της εμπρόσωπης διάδρασης. Δοκιμάζονται τα κράτη, οι πολιτικές επιλογές τους και οι λειτουργίες της οικονομίας. Δοκιμάζονται οι θεσμοί των δημόσιων συστημάτων υγείας και η ιατρική επιστήμη υπό το βάρος του αριθμού των νεκρών, των ασθενών και της αποτροπής περαιτέρω διασποράς του ιού, σε μια ιστορική περίοδο που υπάρχει η γνώση να αντιμετωπιστεί η εξάπλωση μιας τέτοιας πανδημίας. Δοκιμάζονται πρακτικές της κοινωνικότητας στις διαφορετικές εκδοχές της, καθώς επηρεάζονται πολλαπλά πεδία του κοινωνικού χώρου. Δοκιμάζονται σχέσεις, πρακτικές, λόγοι και χώροι, άρα και οι πολιτισμικές αντιλήψεις που τα συγκροτούν ως στοιχεία του κοινωνικού. Δοκιμάζονται πολλαπλές πτυχές της κοινωνικής ζωής, αφού η κοινωνική δραστηριότητα στο σύνολό της μοιάζει να αναστέλλεται ή να τροποποιείται σημαντικά. Δοκιμάζονται, τέλος, αναλυτικά και επιστημολογικά μοντέλα διαφορετικών επιστημονικών κλάδων ως προς τη δυνατότητά τους να ‘μιλήσουν’ για το φαινόμενο, να περιγράψουν και να προβλέψουν τις πολύ σοβαρές κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις που θα επιφέρει η πανδημία.
Τα πολλαπλά επίπεδα τα οποία επηρεάζει η εξάπλωση της πανδημίας συνθέτουν, λοιπόν, μια ιδιαίτερα περίπλοκη εικόνα. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της εικόνας αυτής είναι η ταχύτητα με την οποία συντελούνται αλλαγές ταυτόχρονα στο μακροκοινωνικό και μικροκοινωνικό επίπεδο. Το μεγαλύτερο επιδημιολογικό γεγονός των τελευταίων 100 ετών μας αναγκάζει να σκεφτούμε συνδυάζοντας διαφορετικά από τα διαθέσιμα εργαλεία, να κινηθούμε μέσα από διαφορετικές αναλυτικές διαδρομές και καταγράφοντας πολλαπλούς παράγοντες. Μας καλεί να χρησιμοποιήσουμε μια ‘διπλή’ γλώσσα, να σκεφτούμε, δηλαδή, τόσο με όρους των πολιτισμικών υλικών, νοημάτων και περίπλοκων κοινωνικών διεργασιών που κατασκευάζουν τον κοινωνικό κόσμο, όσο και με τους όρους ‘δομών’ και ‘λειτουργιών’ που συνηθίζουμε να λέμε ότι «αντικειμενικά» υπάρχουν. Αναμφισβήτητα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν εξαιρετικά μεγάλο πλούτο εμπειρικών δεδομένων που θα τροφοδοτήσουν στο επόμενο διάστημα έναν πρώτης τάξεως κοινωνιολογικό στοχασμό. Ας τον αποτολμήσουμε εδώ αποσπασματικά και εντελώς προκαταρκτικά.
Η υγειονομική πραγματικότητα
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από τη μια, ένας παθογόνος ιός, για τον οποίο δεν υπάρχει εμβόλιο, εμφανίζεται στην Κίνα εξαπλώνεται σε πάρα πολλές χώρες και προκαλεί το θάνατο σε χιλιάδες ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο. Από την άλλη, μια απότομη παρέμβαση του κράτους στην κοινωνική ζωή, με τις υγειονομικές υπηρεσίες στην αιχμή του δόρατος να οργανώνουν τον σχεδιασμό αποτροπής εξάπλωσης της πανδημίας. Η παγκόσμια κυκλοφορία των εικόνων και της πληροφορίας συνεχίζεται αδιάκοπα, με την καταμέτρηση ασθενών και θανάτων να αναπαράγεται σε «συνεχή ροή», χωρίς να είναι σαφές εάν η ένταση της κρατικής αντίδρασης διεθνώς συνδέεται περισσότερο με τη μεταδοτικότητα του ιού ή με τις ελλιπείς δυνατότητες των εθνικών συστημάτων υγείας.
Η προοπτική της κατάρρευσης των προνοιακών δομών και των δημόσιων συστημάτων υγείας αποτελεί σοβαρό ενδεχόμενο που δικαιολογεί την προτεραιότητα και την αυστηρότητα των μέτρων περιορισμού μετακίνησης, όπως και οι οδηγίες του Π.Ο.Υ που το τελευταίο διάστημα προσανατολίζουν τις αρμόδιες αρχές κάθε χώρας ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση, σύμφωνα με τα διεθνή πρωτόκολλα αντιμετώπισης τέτοιων καταστάσεων. Ωστόσο, ο ρυθμός εξέλιξης της πανδημίας σε συνδυασμό με την αντιμετώπισή της οδηγεί σε σύντομο χρονικό διάστημα στην σταδιακή αποκατάσταση των καθιερωμένων ρυθμών, όπως δείχνει αυτή τη στιγμή η περίπτωση της Κίνας. Υπό αυτό το πρίσμα, η λογική της «κοινωνικής απομάκρυνσης» που καλούμαστε να τηρούμε είναι απλή: ο κατ’οίκον (αυτο)περιορισμός αποσκοπεί στην επιβράδυνση του ρυθμού εξάπλωσης της νόσου, ώστε ο αριθμός των παράλληλων κρουσμάτων να μην οδηγήσει στην κατάρρευση του συστήματος υγείας, δηλαδή σε περισσότερους θανάτους είτε μέσα είτε έξω από τα νοσοκομεία λόγω αδυναμίας παροχής φροντίδας στις μονάδες εντατικής θεραπείας, αλλά ούτε και στην μετάδοση του παθογόνου στο υγειονομικό προσωπικό.
Παρατήρηση πρώτη: ο ιός, οι τρόποι μετάδοσης και ο ρυθμός διασποράς δημιουργούν μια υγειονομική ‘πραγματικότητα’ που μάλλον περιορίζει τα περιθώρια ελιγμών και εναλλακτικής διαχείρισης.
Παρατήρηση δεύτερη: στην Ελλάδα ο υγειονομικός σχεδιασμός στο επιχειρησιακό επίπεδο της νοσοκομειακής περίθαλψης διαμορφώνεται στη βάση ενός κοινωνικά και πολιτικά κρίσιμου ‘καταμερισμού εργασίας’ σύμφωνα με τον οποίο τα ιδιωτικά νοσοκομεία –τουλάχιστον προς το παρόν- δεν έχουν αρμοδιότητα αντιμετώπισης κρουσμάτων.
Συνεργασίες;
Παρόλη την παγκόσμια διάσταση και την ένταση του προβλήματος, ο διακρατικός συντονισμός πάνω σε κοινά δεδομένα θεσμικών φορέων του κράτους, όπως οι υγειονομικές υπηρεσίες, μοιάζει μέχρι στιγμής περιορισμένος. Ακόμη και στην περίπτωση του υπερκρατικού οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου η συνεργασία των μελών της ευρωζώνης στηρίζεται σε μια καλά εδραιωμένη θεσμική βάση, επικρατούν μονομερείς αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο. Παρόλο το ισχυρό πλήγμα που δέχονται αυτή τη στιγμή η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία, μόνη εξαίρεση υπήρξε η εξαγγελία οικονομικής υποστήριξης των κρατών μελών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ρευστότητα 120 δισεκατομμυρίων ευρώ) και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (πακέτο μέτρων 37 δισεκατομμυρίων). Η ίδια απουσία συνεργασίας που εμφανίζεται στο διακρατικό επίπεδο δεν ισχύει για τα μέλη της διεθνούς ‘επιστημονικής κοινότητας’, καθώς επιδημιολόγοι και λοιμοξιολόγοι απ’όλο τον κόσμο μοιράζονται ανοιχτά πληροφορίες και δεσμεύονται στην από κοινού αξιοποίηση των σχετικών ερευνών.
Η αδυναμία διαμόρφωσης διακρατικών συνεργασιών σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία είναι εξαιρετικά ανησυχητική. Αντανακλά μια μεγάλη απόσταση στα προσλαμβανόμενα συμφέροντα και μια καχυποψία ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις που κυριαρχούν σήμερα γεωπολιτικά: τις Η.Π.Α, την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα τρία καπιταλιστικά υποσυστήματα, το νεοφιλελεύθερο, το αυταρχικό και το ημι-σοσιαλδημοκρατικό μοιάζει να ακολουθούν διαφορετικές τροχιές και να επηρεάζονται στο κρατικό επίπεδο από τις εθνικιστικές ιδεολογίες. Το γεγονός ότι το τελευταίο, η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρουσιάζεται και εσωτερικά διασπασμένο ακόμη και τώρα, υποδεικνύει ότι η ενοποίηση στον τραπεζικό/οικονομικό χώρο απέχει πολύ από την ενοποίηση στον πολιτικό. Τα θεμέλια της Ευρωζώνης κλωνίζονται σοβαρά.
Επιπτώσεις στην οικονομία
Η πανδημία επηρεάζει και μετασχηματίζει την οικονομική δραστηριότητα. Οι σοβαροί κλυδωνισμοί, που δέχεται αυτή τη στιγμή η τελευταία, θα ενταθούν επικίνδυνα σε παγκόσμιο επίπεδο και με ταχύτατους ρυθμούς. Αν δεν λάβουμε υπόψην αλλαγές στον τρόπο εργασίας και διαδικασίες επαγγελματοποίησης που μπορεί να προκύψουν από την πανδημία, τα κοινωνικά αποτελέσματα αναφορικά με την οικονομία μπορούν αδρομερώς να περιγραφούν ως εξής.
Με ολόκληρους τομείς της οικονομίας να υπολειτουργούν ή να είναι ‘σφραγισμένοι’ και χωρίς να διαφαίνεται βραχυπρόθεσμα η δυνατότητα αποκατάστασης βασικών λειτουργιών του οικονομικού πεδίου μπορούμε να προβλέψουμε με σχετική βεβαιότητα μια παγκόσμια οικονομική ύφεση γιγαντιαίων διαστάσεων. Αυτή θα εκδηλωθεί με ακόμη υψηλότερη ένταση λόγω της μεγάλης μείωσης επενδύσεων σε κλάδους της παραγωγικής οικονομίας που έχει προηγηθεί τα τελευταία χρόνια σε όλο τον κόσμο. Οι ενδείξεις είναι ήδη βέβαια εξαιρετικά ανησυχητικές. Χιλιάδες εργαζόμενοι απολύονται σε πολλές χώρες –στις Η.Π.Α είναι μάλλον 3-4 εκατομμύρια-, οι γενικοί χρηματιστηριακοί δείκτες κατακρημνίζονται παντού, ενώ παράλληλα έχουν ξεκινήσει εθνικοποιήσεις μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών σε κλάδους όπως η φαρμακοβιομηχανία και οι αερομεταφορές. Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η περίπτωση της ήδη επιβαρυμένης Boeing που ζήτησε από το αμερικανικό κράτος ‘οικονομικό πακέτο διάσωσης’ ύψους 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Με την υποτονικότητα της ελληνικής οικονομίας να αποτελεί μόνιμο αποτέλεσμα της συντονισμένης απορρύθμισης που υπέστη την τελευταία δεκαετία μετά την εφαρμογή νεοσυντηρητικών πολιτικών σε μια ήδη ασθενική οικονομία, και τον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών –ειδικά στον κλάδο του τουρισμού[1] και των συναφών επαγγελμάτων- να είναι ό,τι πιο κοντά έχει να επιδείξει η χώρα στο μοντέλο της «ανάπτυξης», η πανδημία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκαλέσει μείωση μισθών και σημαντική άνοδο της ανεργίας, σημείο που συνδέεται στενά με τη θέση της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Δεν είναι απίθανο η οικονομική αναδιάρθρωση που φαίνεται να επιχειρείται και να συνοδεύει την πανδημία με τη διοχέτευση κρατικών πόρων, να επιταχύνει –όπως συνέβη μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο- τεχνολογικές διαδικασίες. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συντελεστεί στους τομείς των επικοινωνιών, αυτοματοποίησης (ρομποτοποίησης) της παραγωγής και της επιτήρησης. Μια τέτοια εξέλιξη, που θα προέκυπτε καθώς θα πλήττονται κυρίως μικρομεσαίες και μεσαίες επιχειρήσεις, θα ωφελούσε τις μεγάλες εταιρίες που διαθέτουν πολύ υψηλά επενδυτικά κεφάλαια και μπορούν να απορροφούν μεγαλύτερα δάνεια, ώστε να επεκταθούν ακόμη περισσότερο.
[1] Η επερχόμενη κατάρρευση του τομέα τουρισμού, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, αναδεικνύει ότι η επιστημονίζουσα θεώρηση στα οικονομικά που μιλά για «προϊόν» και η κυρίαρχη αναπαράσταση του κλάδου από τον τουριστικό λόγο ως «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας συνιστούν αντιλήψεις σταθερά προσανατολισμένες σε αντιπαραγωγική κατεύθυνση. Αν και θα ήταν ξεπερασμένο να μιλήσουμε για μορφή οικονομικής δραστηριότητας που προάγει την οικονομική εξάρτηση της χώρας, παραμένει γεγονός ότι ενώ οι διαδικασίες κοινωνικο-οικονομικού μετασχηματισμού και οι πολιτισμικές αλλαγές τις οποίες βιώνουν οι τοπικές κοινωνίες υποδοχής έχουν θετικές και αρνητικές όψεις (σε επίπεδο επιχειρηματικής δράσης, εργασιακών σχέσεων, χρήσεων γης, φυσικού περιβάλλοντος, καθημερινών πρακτικών και αντιλήψεων και επινόησης της πολιτιστικής κληρονομιάς), η επιλογή ανάπτυξής του αφορά ένα πεδίο εύθραυστο και ασταθές που μπορεί να υποστεί πολύ ισχυρές διακυμάνσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον βιοπορισμό εκατοντάδων χιλιάδων, κυρίως νέων, ανθρώπων. Ίσως αυτό γίνεται πιο πειστικό με πλαίσιο αναφοράς την κλιμα
Αυτό που όλοι αγαπούν να μισούν
Αυτό που από κοινωνιολογικής πλευράς δεν μας εκπλήσσει, σίγουρα όμως μας εντυπωσιάζει, είναι η εκδήλωση εν μέσω πανδημίας της κρατικής ισχύος. Η παρατήρηση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι οι αλλαγές που συντελούνται ταυτόχρονα στο μακροκοινωνικό και μικροκοινωνικό επίπεδο προέρχονται από τις κρατικές αποφάσεις. Ως προς αυτήν, λοιπόν, υπάρχουν τρία σημαντικά και αλληλένδετα σημεία, τα οποία μπορούμε να ιεραρχήσουμε ως εξής. Πρώτον, η ταχύτητα με την οποία το κράτος, ως εκτελεστική εξουσία, ουσιαστικά ακινητοποιεί τη λειτουργία ολόκληρων κοινωνικών πεδίων (εκπαίδευση, θρησκευτική λατρεία, οικονομία/εμπόριο, αθλητισμός) στη διαφοροποιημένη πολιτισμική τάξη, σφραγίζοντας προσωρινά περιοχές της κοινωνικής ζωής για να προστατεύσει τους πολίτες- το τι συμβαίνει με όσους δεν ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία μπορούμε να το συμπεράνουμε κοιτάζοντας τις πρόσφατες ξενοφοβικές αντιδράσεις της κυβέρνησης.
Δεύτερον, η έκκληση αλλαγής της σχέσης με το σώμα και μεταξύ των σωμάτων μέσω της «καραντίνας» και των υγειονομικών οδηγιών που πρέπει να ακολουθούνται με προσοχή, όπως το συχνό πλύσιμο των χεριών, να μην αγγίζονται αντικείμενα ή το πρόσωπο –που παρεμπιπτόντως, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά θα θύμιζε ‘εξωτικές’ θρησκευτικές δοξασίες.
Τρίτον, η προσωρινή μεταβολή του συστήματος κοινωνικής διαφοροποίησης που δημιουργεί η έννοια της «ευπαθούς ομάδας», ο εμπλουτισμός δηλαδή της ηλικιακής διάκρισης με μια ιατρική κατηγορία, και η συνακόλουθη οργάνωση της δράσης (εικάζουμε διαπολιτισμικά και διαταξικά) με βάση αυτή την κατηγορία.
Και οι τρεις αλλαγές απορρέουν από τη στενή συναρμογή του κράτους με τον υγειονομικό λόγο ως σώμα επιστημονικής γνώσης, σε συνθήκες υπό τις οποίες «οι ειδικοί» εισακούονται με πρωτοφανή τρόπο. Ταυτόχρονα, λόγω της αποκλειστικά κεντρικά οργανωμένης αντίδρασης στην πανδημία που συντελείται στο επίπεδο της νοσοκομειακής περίθαλψης πρόκειται για στιγμή εμφατικής παραδοχής του ρόλου του κράτους. Δύσκολοι καιροί για να υποστηρίζει κανείς την ‘απουσία του’, είτε στο όνομα της ‘αυτορύθμισης της αγοράς’ [sic] είτε της ‘κοινωνικής αυτοοργάνωσης’.
Ο φασματικός χαρακτήρας του κράτους
Α) Βιοπολιτική
Εάν συμβολικά και πρακτικά κυριαρχεί κάτι στις μέρες αυτές της «καραντίνας», είναι η ιδέα των ορίων και η σχέση τους με την «υγεία». Όρια του σώματος, όρια της εμπρόσωπης διαντίδρασης, όρια του οίκου, όρια των υλικών αντικειμένων, όρια της τοπικής κοινότητας, όρια του έθνους. Στο επίκεντρο της κοινωνικής (και πολιτικής) φαντασίας και της απτής καθημερινής πρακτικής βρίσκεται ο φυσικός και σωματικός χώρος ως έδαφος επί του οποίου δυνητικά εξαπλώνεται ο ιός: με δυο λόγια, οτιδήποτε μας περιβάλλει. Δεν υπάρχει αμφιβολία, η διαταραχή είναι γενικευμένη. Ουσιαστικά, και αυτό είναι το πραγματικά ενδιαφέρον, ο έλεγχος αφορά κάθε χωρικό κατώφλι ανεξαρτήτως κλίμακας. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει σημείο χωρικής μετάβασης χωρίς εξωτερικές του σώματος υλικότητες, δεν υπάρχει δηλαδή κατώφλι χωρίς ‘πόμολο’, θα λέγαμε ότι προκρίνεται η ακινησία.
Τα χαρακτηριστικά του ιού και ο τρόπος εξάπλωσής του δεν υποδεικνύουν το συσχετισμό της «υγείας» με έννοιες βιολογικής και φυλετικής ‘καθαρότητας’. Ωστόσο, ο «ιός» ως εξωτερικό του εαυτού και άγνωστο αντικείμενο, δηλαδή ως ‘ξένος’, και μάλιστα ως επικίνδυνος παράγοντας που απειλεί τη «ζωή» -μικροσκοπικός, «αόρατος εχθρός», μα ορατός υποθέτουμε στο μικροσκόπιο του ειδικού- οργανώνει καθοριστικά την εννοιολόγηση του «ατόμου» ως βιολογική κατηγορία.
Η μολυσματική του διάσταση μέσω του υγειονομικού λόγου γίνεται αντιληπτή με όρους που συναντούν τη βασική ιδέα της Mary Douglas περί μιαρότητας ως ‘ύλης εκτός τόπου’. Μόνο που αυτή τη φορά μιαρό μπορεί να είναι το οτιδήποτε, οποιοδήποτε υλικό αντικείμενο, καθώς και ο αέρας (!), αλλά και κάθε χειρονομία ή σωματική επαφή που μπορεί να τον μεταδώσει. Εκεί που η ίδια η ύλη, με τη στενή έννοια ενός διανύσματος στο χώρο καθίσταται το όριο μεταξύ υγιούς και νοσούντος υποκειμένου, η φαντασία καθενός και καθεμιάς διαπλέκεται επικίνδυνα με την αληθινή αισθητηριακή εμπειρία, ακυρώνοντας κάθε εμπρόσωπη συνάντηση στο δημόσιο και ιδιωτικό χώρο, επιβάλλοντας συνθήκες χωρικής (αυτο)απομόνωσης που θα ζήλευε και το πιο αυταρχικό καθεστώς.
Πράγματι, το γεγονός ότι τις μέρες αυτές παρατηρούμε τον τρόπο που το κράτος μέσω του υγειονομικού λόγου καθορίζει το περιεχόμενο της υγείας και της μεταδοτικότητας του ιού, φέρνει στο νου μας τη σχέση επιστημονικής, τεχνολογικής και γραφειοκρατικής αποτελεσματικότητας με ισχυρότατες διαδικασίες κοινωνικού ελέγχου. Η βιοπολιτική διαχείριση της επιδημίας διατηρεί και επεκτείνει τον προνομιακό της χώρο, την οργάνωση του βίου με οικουμενικούς όρους, καθώς ενδυναμώνεται από την αξίωση μιας ευγενούς στοχοθεσίας, δηλαδή από την προστασία της ζωής και τον ανθρωπιστικό της χαρακτήρα.
Ο υγειονομικός λόγος -που κάποιες φορές μπερδεύεται επικίνδυνα με τον δημοσιογραφικό λόγο- διαμορφώνεται από την πληθώρα των αριθμητικών στοιχείων, ακολουθώντας ένα καλά εδραιωμένο πολιτισμικό παράδειγμα που αποπειράται την άρση της μαθηματικής αμφιβολίας. Συνοδεύεται από ένα πλήθος αναφορών που συγκροτούν την επιστημονική υφή του και προάγουν κανονιστικά τον επείγοντα χαρακτήρα των μέτρων καραντίνας: μαθηματικά μοντέλα διασποράς του ιού στον πληθυσμό, γραφήματα και καμπύλες επιδημικής διάδοσης, υποθετικές οπτικοποιήσεις μορφοκλασματικής εξάπλωσης, σχετικά νούμερα, δείκτες και ορολογία που αφορούν μολυσματικά χαρακτηριστικά, κανόνες προσωπικής υγιεινής, μέχρι και μεταφορές της συγγένειας («ορφανά» αποκαλούνται τα κρούσματα χωρίς επιδημιολογική συσχέτιση).[1]
Ο βιοπολιτικός έλεγχος μοιάζει να φτάνει στο αποκορύφωμά του, όμως την ίδια στιγμή διαπιστώνουμε ταυτόχρονα την θετική και την αρνητική του όψη. Από τη μια, η οργάνωση της νοσοκομειακής περίθαλψης, η καταγραφή των κρουσμάτων, η τεχνική της «καραντίνας» και ο κατ’οίκον περιορισμός που αποτρέπουν τη διασπορά του ιού, όπως και οι εξετάσεις σε εκτεταμένη πληθυσμιακή κλίμακα που επιλέγονται στη Νότια Κορέα. Από την άλλη, όπως παρατηρούμε να συμβαίνει σε χώρες σαν τη Κίνα και το Ισραήλ, οι τεχνολογίες εντοπισμού και παρακολούθησης των κινήσεων των ατόμων είναι πολλές και στην υπηρεσία του υγειονομικού ελέγχου εκβάλλουν σε μια δραματική αλλαγή. Στην παραγωγή μιας δεδομένης «ελευθερίας» ως νέας: στην ελευθερία να αλληλεπιδρούμε με άλλους ανθρώπους [!]. Πρόκειται βεβαίως για την απόλυτη δυστοπία.
Δεν χρειάζεται, όμως, να κινδυνολογούμε με σενάρια καθολικής επιτήρησης[2]. Πιο γόνιμο είναι να αναρωτηθούμε πως οι τωρινές εξελίξεις θα επηρεάσουν και θα αφήσουν το αποτύπωμά τους σε μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση. Υπό αυτή την έννοια, υπάρχουν ήδη από την πρόσφατη περίοδο πολλές ενδείξεις μιας βιοπολιτικής διαχείρισης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, με πιο προφανή στην Ελλάδα την περίπτωση των προσφύγων και των μεταναστών[3], που μας πληροφορούν για τη μορφή που θα μπορούσαν να πάρουν σύντομα νομοθετικές ρυθμίσεις, καθώς και για τους τελικούς τους αποδέκτες. Το ερώτημα τότε μοιάζει να αφορά το βαθμό περαιτέρω κοινωνικού στιγματισμού εκτεταμένων ομάδων που θα μπορούσε να επεκταθεί με υγειονομικούς όρους μεταγγίζοντας τις εννοιολογήσεις της «καραντίνας» στις αντιλήψεις όσων βρίσκονται στα κέντρα αποφάσεων για να συμπεριληφθούν, εκτός από την εθνοπολιτισμική ετερότητα, πολλαπλές ομάδες κοινωνικά ασθενέστερων, όπως οι άποροι, οι άστεγοι, οι φυλακισμένοι και τοξικοεξαρτημένοι. Αλλά και η κατηγορία της «ευπαθούς ομάδας» που πιο πιθανόν είναι να παρουσιαστεί διαβαθμισμένη.
Β) Το κράτος σε «πολέμο»
Η ιδέα της δράσης, κεντρική διαπολιτισμικά σε κάθε ιατρικό σύστημα που επιδιώκει την ίαση μέσω της μετατροπής του πάσχοντος σε ενεργητικό υποκείμενο, παίρνει πάντα τη μορφή πολύ συγκεκριμένων κινήσεων που αντανακλούν ευρύτερες κοσμολογικές αντιλήψεις. Ο ιός, στην περίπτωσή μας, νοηματικά και υλικά τοποθετείται στον αντίποδα του κοινωνικού, έξω από την κοινωνία. Όταν όμως η δράση, ο (εκ)διωγμός του ιού μακριά από το ‘κοινωνικό σώμα’ εναπόκειται στο κράτος, εκείνο προδίδει τον ‘πραγματικό του’ χαρακτήρα. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε την αναπαράσταση της ίασης και της φροντίδας ως «πόλεμο» και τη στρατιωτική γλώσσα που βρίσκεται παντού μέσα στο λόγο των κρατικών αξιωματούχων και των δημοσιογράφων που πάντοτε αρέσκονται στην αναμετάδοση του θανάτου; Για δεύτερη φορά μέσα σε λίγο καιρό η κυβέρνηση διακήρυξε πως η χώρα βρίσκεται σε «πόλεμο». Στις 17 Μαρτίου ο πρωθυπουργός μίλησε:
«Η νίκη θα έρθει μόνο αν όλοι, ο καθένας ξεχωριστά, φανούμε πειθαρχημένοι στρατιώτες σε αυτόν τον πόλεμο της ζωής. Γιατί ο εχθρός είναι αόρατος και ύπουλος. Μείνετε, λοιπόν, ασφαλείς, μείνετε σπίτι» και παρατήρησεότι «η οικονομία θα είναι οικονομία πολέμου».
Την ίδια μέρα μεγάλος δημοσιογραφικός ιστότοπος «ενημέρωνε» τους πολίτες για την κατάσταση στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με τίτλους όπως:
«Τα νοσοκομεία πρώτης γραμμής του μετώπου» ή «Η Γαλλία σε πόλεμο» [!]
Η μεταφορά του «πολέμου» και η στρατιωτική γλώσσα αποτελούν ισχυρά συμβολικά στοιχεία που κινητοποιούν και ενώνουν. Αν και η αναλογία είναι ένα βασικό γνώρισμα της ανθρώπινης σκέψης που δεν υπονοεί ότι ο ομιλητής συγχέει το νόημα της μεταφοράς με εκείνο της κυριολεξίας (όλοι γνωρίζουμε ότι ο αστυνομικός δεν είναι μπουζούκι), οι ισχυρές μεταφορές συχνά αποτελούν πρώτης τάξεως κατασκευαστικό υλικό, επειδή ‘μεταφέρουν’ νοηματικές συσχετίσεις που μπορούν να παράγουν αληθινές κοινωνικές σχέσεις. Έτσι, κάποιες φορές, μετατρέπονται σε κυριολεξίες. Η εικονογραφία του «πολέμου» στον κρατικό λόγο δεν νομιμοποιεί μόνο τις επίσημες αποφάσεις για τον κορονοϊό πείθοντας για το ‘επείγον’ της κατάστασης, ούτε απλώς υποδεικνύει τη θέση της συλλογικής βίας στις κοινωνίες μας. Αποκαλύπτει, επίσης, κάτι για το χαρακτήρα του κράτους και τις αντιλήψεις των εκπονητών του κρατικού λόγου. Ο ιός/«εχθρός» ‘επιτίθεται’, η μεγαμηχανή ‘αμύνεται’ και η πόλη ερημώνει.
Ο «στρατός» συνιστά ένα ισχυρό πολιτισμικό σύμβολο της πειθαρχίας, της τάξης, της οργανωτικότητας και της αποτελεσματικότητας. Η χρήση του στο λόγο αποτελεί μετωνυμία της φαντασίωσης του απόλυτα αυστηρού και οργανωμένου ελέγχου που υπόσχεται ότι θα φέρει τη «νίκη», την ‘κοινωνική ισορροπία’ που έχει διαταράξει η πανδημία. Πίσω από το σύμβολο του «στρατού» και τη μεταφορά του «πολέμου» γλωσσικά κρυπτογραφημένη δεν βρίσκεται μόνο η «κοινωνία» και το «έθνος» ως ομοιογενή συλλογικά υποκείμενα, αλλά και ένας συγκεκριμένος τρόπος για να τα φανταστούμε και να τα συλλάβουμε. Έτσι, ως λεκτικές επιτελέσεις αντανακλούν την εικόνα της ‘οχυρωμένης κοινότητας’ όπου τα πάντα ελέγχονται με πειθαρχία. Κι όπως από καιρό γνωρίζουμε, τα σύμβολα δεν αντικατοπτρίζουν μόνο, αλλά και παράγουν πραγματικότητες (‘μοντέλα τής’ και ‘μοντέλα για’ την πραγματικότητα, όπως έγραφε κάποτε ο Clifford Geertz).
Γ) Το κράτος στο «σπίτι»
Χωρίς να υποστασιοποιούμε το ‘κράτος’ φανταζόμενοι λανθασμένα ένα ενιαίο πολιτικό υποκείμενο και μια ενιαία δύναμη που διακρίνεται πλήρως από την ‘κοινωνία’, αντιλαμβανόμενοι ότι συνιστά ένα σύνολο πρακτικών και λόγων εξουσίας εντός και εκτός του θεσμικού πλέγματος, και θεωρώντας πως ιστορικά υπήρξε το αποτέλεσμα ενός νέου είδους κυβερνητικότητας (που το διαχώρισε ως δραστηριότητα διακυβέρνησης από διάφορες εκδοχές της κυρίαρχης εξουσίας), στην παρούσα συγκυρία δεν μπορούμε να αποφύγουμε την αναπαράσταση του ενοποιημένου χαρακτήρα του, καθώς συγκροτείται παραδειγματικά ως εξωτερικό ενός πλήθους δρώντων. Ως σχέση με αυτούς τοποθετείται με όρους εντολής, από τη μια, παγώνοντας τον κοινωνικό χρόνο και ακυρώνοντας πολλαπλές εκδηλώσεις της κοινωνικής ιεραρχίας (εδώ μπορούμε να αναρωτηθούμε εάν συλλογικά έχουμε εισέλθει σε μια κατάσταση ιδιότυπης ‘μεταιχμιακότητας’) και, από την άλλη, εδραιώνοντας μια πολύ απτή και απόλυτη ιεραρχική εξουσία. Είναι η στιγμή που η ισχύς τουΚράτους μοιάζει, επιτέλους, να μπορεί να εντοπιστεί- που το κράτος διαφαίνεται πιο τρομαχτικό.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της κρατικής ισχύος είναι ότι το απότομο ‘σφράγισμα’ ολόκληρων περιοχών της κοινωνικής ζωής που συντελείται σε πρωτοφανή έκταση –αν και μάλλον όχι μακριά από τα διεθνή πρωτόκολλα αντιμετώπισης τέτοιων καταστάσεων- συνοδεύεται από έναν επίσημο κρατικό λόγο φροντίδας του ‘κοινωνικού σώματος’ στο εθνικό επίπεδο. Έτσι, αποδεικνύονται ξανά οι δυνατότητες διατήρησης του ελέγχου επί της ζωής και του θανάτου μέσω ενός πλήθους πειθαρχικών και βιοπολιτικών οργάνων. Το αναμφισβήτητο αυτό γεγονός μας υπενθυμίζει παλιά ερωτήματα που αφορούν το νόημα και το εύρος της κρατικής κυριαρχίας.
Όμως, την ίδια στιγμή, ο παγκοσμιοποιημένος χαρακτήρας συγκεκριμένων διαδικασιών, μορφωμάτων και κοινωνικών πεδίων ανακόπτεται με εκπληκτική ταχύτητα (ουσιαστικά σχεδόν εξαφανίζεται) και ενώ κυριαρχεί η εθνική κλίμακα, το ιστορικά πρωτοφανές μοιάζει να είναι η εδραίωση μιας παγκόσμιας ‘κατάστασης έκτακτης ανάγκης’ με αβέβαιη διάρκεια. Μέσα από αυτήν η μορφή “κράτος” αναδύεται ακόμη πιο εμφατικά ως κοινωνικό υποκείμενο στην καθημερινή ζωή με επιτελέσεις, δημόσιες αναπαραστάσεις και λόγους που συμβολίζουν την κρατική οντότητα και διακινούνται από τους κρατικούς αξιωματούχους σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους. Αλλά και με κάτι άλλο: την παράλληλη –πολιτισμικά και ιστορικά κομβική- παρουσία της ‘επιστημονικής κοινότητας’ που εξηγεί, προτείνει και νομιμοποιεί τις κρατικές αποφάσεις. Εδώ κατασκευάζεται το κράτος ως οργανισμός με κύριο περιεχόμενο την ιδέα περιφρούρησης, προστασίας της «υγείας» και της ‘εθνικής οικογένειας’. Με το δημόσιο σύστημα υγείας στο επίκεντρο, άλλες αναπαραστάσεις και εικόνες του κράτους μοιάζει να εξαφανίζονται. «Κοινωνία» και «έθνος» ως συλλογικές υποκειμενικότητες μπορούν να ταυτιστούν αποτελώντας το όριο των ενδιαφερόντων του.
Το συμβολικό όχημα αυτής της συσχέτισης με όρους πρόληψης και προστασίας από τη μεριά του κράτους γίνεται ο οικιακός χώρος, το «σπίτι» που προνομιακά τροφοδοτεί ως μεταφορά το φαντασιακό του έθνους-κράτους. Πιο σημαντικά, όμως, ο οικιακός χώρος μετέχει συγκροτητικά στη διάκριση «δημόσιου» – «ιδιωτικού», αποτελώντας το κέντρο του κοινωνικού μας σύμπαντος, ‘τόπο’ συμβολικής και υλικής οργάνωσης της οικογένειας και της συγγένειας, εστία αναπαραγωγής σχέσεων αμοιβαιότητας αλλά και της ατομικής αίσθησης του εαυτού. Είναι αυτά τα χαρακτηριστικά του που παράγουν το «σπίτι» ως ‘τόπο’ φροντίδας και συναισθηματικής ασφάλειας. Προέκταση αυτής της αντίληψης είναι η προτροπή του κράτους να «μένουμε σπίτι». Η προσφορά του έρχεται ως «πρόληψη» ή ως προστατευτική συμβουλή. Όμως η συμβουλή διαλύει τη συζήτηση περί των πολλών ιστορικών μορφών του (φιλελεύθερο ή σοσιαλδημοκρατικό, κομμουνιστικό ή ναζιστικό, αμερικάνικο ή σουηδικό;): η προσφορά του είναι και αυτή εντολή.
Η συνάρθρωση κρατικού, υγειονομικού και δημοσιογραφικού λόγου σε ένα ενιαίο σώμα γνώσης και κατανόησης της κατάστασης εκτός από το να διαμορφώνει τους βασικούς τρόπους πρόσληψής της με τους όρους των κατηγοριών που εμπεριέχει, διαθέτει νομιμοποιητική ισχύ. Τι ακριβώς, όμως, εδώ νομιμοποιείται; Ένας τρόπος για να αξιολογήσουμε την κοινωνική και πολιτική βαρύτητα των εξελίξεων είναι να παρακολουθήσουμε προσεχτικά τις πολιτισμικές σημασίες που κυριαρχούν στον κρατικό λόγο. Ο τρόπος που οι αναδυόμενες κατηγορίες συσχετίζονται και παραπέμπουν σε συγκεκριμένες αντιλήψεις, πρακτικές και αξίες μας βοηθά να κατανοήσουμε το περιεχόμενο των κοινωνικών σχέσεων που προκρίνονται και/ή δημιουργούνται. Για να το πούμε απλά, μας βοηθά να καταλάβουμε τι είδους κοινωνικές σχέσεις προτείνονται, ποια είναι τα κοινωνικά τους αποτελέσματα και ποιο το ακριβές πολιτικό τους στίγμα.
Ειδικότερα, και αναφορικά με τα νοήματα που εγγράφονται στην επιλογή του κατ’οίκον περιορισμού, μέσα από τον κρατικό λόγο παρέχεται ο τρόπος με τον οποίο ο περιορισμός αυτός γίνεται αντιληπτός ως φροντίδα με όρους «ατομικής ευθύνης» για την υγεία του ‘κοινωνικού σώματος’. Η αναγωγή του ‘συλλογικού’ στο ‘ατομικό’ δια του ταχυδακτυλουργικού επιχειρήματος περί του ισότροπου χαρακτήρα της «ελευθερίας» (δηλαδή της ισοβαρούς κοινωνικής κατανομής της), αποτελεί παλιά παρακαταθήκη της φιλελεύθερης σκέψης και πρότυπο της πολιτικής φαντασίας που φυσικοποιεί ηγεμονικές επιλογές και αναπαριστά την «κοινωνία» ως ‘σώμα’, συλλαμβάνοντάς την ως υπεροργανική ολότητα.
Πέρα όμως από αυτή την, δευτερεύουσας σημασίας, προέλευσή της, η κεντρικότητα της «ατομικής ευθύνης» στον επίσημο λόγο δεν εμφανίζεται σε ιστορικό κενό. Ούτε, βέβαια, στερείται πολιτικού προσήμου. Έρχεται σε μια περίοδο ουσιαστικής αποδυνάμωσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας να συγκαλύψει τη μακροχρόνια υπονόμευσή του και, επομένως, την θεσμική ευθύνη, ενώ αντανακλά πλήρως τις πολιτικές κατηγορίες που συμφέρουν/ενδιαφέρουν τους κυβερνώντες, όπως εκείνη της «ελεύθερης αγοράς». Ως εκ τούτου, όπως και σε άλλα κομβικής σημασίας ζητήματα της περιόδου με προεξέχον το παράδειγμα της κλιματικής αλλαγής όπου επίσης προωθείται η λογική της ατομικής ευθύνης, πρόκειται για ιδεολογικό τεχνούργημα πλήρως ενταγμένο στη δομή του λόγου και στις ευρύτερες πολιτικο-οικονομικές επιδιώξεις των ηγεμονικών κέντρων. Με άλλα λόγια, η ευθύνη που δεν αναλαμβάνουν οι εκπρόσωποι του επίσημου πολιτικού πεδίου μετακυλίεται ως «ατομική ευθύνη» στον καθέναν και στην καθεμιά από εμάς. Ίσως όμως αυτό ακούγεται απλοϊκό. Σε κάπως πιο τεχνική γλώσσα, η «ατομική ευθύνη» αποτελεί μετωνυμία της στάσης που εδώ συσχετίζει το άτομο με τη ‘συλλογική υγεία’ παρεμβάλλοντας ως στοιχείο που την εξασφαλίζει την ιδέα της απουσίας διαπροσωπικής συνάντησης. Η επίκλησή της εγγράφει στον οικιακό χώρο τα νοήματα του ‘κοινού καλού’ καθώς παρουσιάζεται ως ατομική έκφρασή του. Με τη διαφορά ότι η σχετική αμφισημία του όρου και η θετικότητά του δημιουργεί ένα νοητικό τέχνασμα πρώτης τάξεως, αφού συνιστά προσπάθεια να δημιουργηθεί μια (ψευδ)αίσθηση ηθικής στάσης και εμπρόθετης δράσης (ο «ανεύθυνος» συνήθως βλάπτει δια των παραλείψεών του) τη στιγμή που κεντρικός και απόλυτος δρων είναι το κράτος. Η εσωτερίκευση της «ατομικής ευθύνης» θα είναι στο μέλλον η κυρίαρχη τάση της προσπάθειας συγκρότησης ελεγκτικών μορφών. Σε τίποτε τα παραπάνω δεν αναιρούν την απαιτούμενη συμβολή όλων μας να ανακόψουμε την εξάπλωση της πανδημίας, ούτε το γεγονός ότι η καραντίνα ως τεχνική είναι καλά εδραιωμένη στην υγειονομική πραγματικότητα περιορισμού της νόσου.
Η αναπαράσταση της πανδημίας -που διευκολύνεται
από τη βιοπολιτική διαχείρισή της- ως «πόλεμος» και η συνακόλουθη
‘προετοιμασία’ της κοινωνίας για «μάχη», από τη μια, και η παρουσίαση του
οικιακού χώρου ως ασφαλούς ‘τόπου’ πρόληψης, από την άλλη, αντανακλούν το
φασματικό χαρακτήρα του κράτους. Πρόκειται για το στοιχείο που εμφανίζεται
πάντα ως δυνατότητα την οποία υποθέτουμε· ως εν δυνάμει συνθήκη έκφρασης του κράτους
που φανταζόμαστε πως είναι εκεί, ακόμη κι όταν αυτή απουσιάζει. Πρόκειται για
εκείνο που διατηρεί τη δογματική συνοχή του. Η φαντασία της καταστρεπτικής βίας
και η προστατευτική, πατερναλιστική οικειότητα είναι τα δύο πρόσωπα του εντολέα
που κανείς αντικρύζει. Οι δύο εικόνες, το κράτος που απειλεί και το κράτος που
προστατεύει, η τιμωρία και η προσφορά ως δυνατότητες, ενυπάρχουν πάντοτε τόσο
στον τρόπο που αυτό αναπαράγεται όσο και στον τρόπο που βιώνεται από όσους ζουν
στα όριά του. Ακόμη και στην περίοδο της πανδημίας, ή κυρίως σε αυτήν, το
κράτος χρειάζεται την αμφισημία που το περιβάλλει για να συνεχίζει να υπάρχει.
[1] Με βάση το ειδικό συμβολικό βάρος των αριθμών, όλοι φαίνεται να αναρωτιόμαστε τι πιθανότητες έχουμε να νοσήσουμε. Είναι αλήθεια όμως ότι οι αριθμοί δεν βοηθούν πολύ να φανταστούμε εμάς τους ίδιους και όσους αγαπάμε να νοσούν. Γιατί εφευρίσκουμε ένα νοητικό τέχνασμα για να πεισθούμε ότι η στατιστική δεν μας περιλαμβάνει, με την εισαγωγή ενός προσωπικού στοιχείου: «ευτυχώς που εγώ αθλούμαι», «ευτυχώς που δεν καπνίζω», «ευτυχώς που είμαι νέος» κλπ. Πρόκειται μάλλον για ατομοκεντρική φαντασία και πολύ λιγότερο για αντίδραση που υποστηρίζει κάποια εκδοχή αλληλεγγύης. Παρόλα αυτά αποτινάσσει ορισμένα από τα δεσμά του βιοπολιτικού ελέγχου.
[2] Τέτοια ‘σενάρια’ ερμηνείας του μακρο-κοινωνικού είναι περισσότερο έτοιμοι να τα υποστηρίξουν όσοι υποστασιοποιούν το «κράτος» αναπαριστώντας το ως παντεπόπτη, αφαιρώντας την μεγάλη περιπλοκότητα του πολιτικού πολιτισμού, την αμφισημία του ίδιου του κράτους, αλλά και το πλήθος των δρώντων που εμπλέκονται στις λειτουργίες του. Είναι δε ενδιαφέρον ότι τέτοιες εικόνες μπορεί να αναπαράγονται από διαφορετικούς κοινωνικούς λόγους και να αντανακλούν τα συμβολικά τους στοιχεία, αλλά και να προέρχονται από οποιαδήποτε μεριά του τοπογραφικού σχήματος ‘Αριστερά’-‘Δεξιά’, ανάλογα με το σε ποια έχει καλλιεργηθεί ιστορικά περισσότερο η καχυποψία απέναντι στο κράτος σε κάθε χώρα. Δύο είναι εδώ τα προφανή σημεία. Πρώτον, ότι ενεργοποιούνται πολιτικές ταυτότητες που εισβάλουν στον δημόσιο λόγο με διαφορετικές στοχεύσεις, αντικατοπτρίζοντας την ίδια στιγμή το διαφορετικό έθος των υποκειμένων. Δεύτερον, ότι συναντιούνται συστήματα σημασιών διαφορετικής ιστορικής καταγωγής των οποίων οι φορείς μπορεί να οδηγούνται φαινομενικά σε παρόμοια συμπεράσματα, ενώ διατηρείται η διαφορά.
[3] Είναι εξαιρετικά σημαντικό να αναφέρουμε ότι από τη μεριά του κράτους τις μέρες αυτές η ξενοφοβική αντιμετώπιση των προσφύγων και των μεταναστών που βρίσκονται στα ελληνικά νησιά παρουσιάζεται αναβαθμισμένη. Στη Μόρια οι 20.000 άνθρωποι που βρίσκονται στιβαγμένοι υπό εντελώς απάνθρωπες συνθήκες απαγορεύεται να βγουν από τον καταυλισμό. Το επιχείρημα περί αποτροπής διάδοσης του ιού στον ντόπιο πληθυσμό του νησιού, που εξασφαλίζει υποτίθεται η συγκεκριμένη επιλογή, ευσταθεί μόνο εν μέρει, και στην πραγματικότητα τονίζει τον ξενοφοβικό χαρακτήρα της απόφασης, αφού από τον καταυλισμό απουσιάζει οποιαδήποτε οργανωμένη προσπάθεια υγειονομικής πρόληψης και ιατρικού ελέγχου.
Περί «κοινωνικής απομάκρυνσης»
Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι το τι ακριβώς συμβαίνει στον οικιακό χώρο, τι πρακτικές αναπτύσσονται και πώς βιώνεται υποκειμενικά το «σπίτι» τις στιγμές της «κοινωνικής απομάκρυνσης», ποικίλει, βεβαίως, διαπολιτισμικά, διαταξικά, ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, το επάγγελμα κλπ. Η ξεκούραση του ενός μπορεί να είναι η φυλακή κάποιου άλλου. Σε κάθε περίπτωση, η γενικευμένη μετατροπή του οίκου σε χώρο επιβεβλημένης απομόνωσης συνενώνει νοηματικά και πρακτικά ορισμένες έως σήμερα ξεχωριστές δραστηριότητες που παρακολουθούσαν τη βασική διάκριση «δημόσιου» – «ιδιωτικού», παράγοντας εφήμερες και παράξενες αμαλγαμοποιήσεις. Σχηματικά μιλώντας, η συναίρεση της εργασίας με τις πρακτικές και τις σχέσεις που εμφανίζονται στον οικιακό χώρο, η εισβολή της εργώδους δραστηριότητας (έμμισθης και μη) στον οίκο, μοιάζει να είναι μία από τις νέες – προσωρινές ας ελπίσουμε- μορφές. Όσο κι αν, για τους πιο προνομιούχους, η «δουλειά απ’το σπίτι» φαίνεται να διευκολύνει, η κατηγορική ασάφεια, το μπέρδεμα των ορίων δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ’ό,τι επιλύει. Κυρίως προβλήματα που συνδέονται με τον ορισμό μέχρι πρότινος διακριτών δραστηριοτήτων. Τι συμβαίνει με σχέσεις, πρακτικές και συναισθήματα που κατασκευάζουν τον ένα χώρο (με την υλική και θεσμική έννοια του όρου) και παράγουν την εμπειρία του να βρίσκομαι σε αυτόν όταν τα στοιχεία αυτά μπερδεύονται επικίνδυνα με εκείνα που εμφανίζονται στον άλλο; Μήπως εδώ η υβριδική μορφή τα αποδυναμώνει; Η απάντηση είναι ένα αυτονόητο και ξεκάθαρο ‘ναι’.
Πιο παραγωγικό είναι, λοιπόν, να εστιάσουμε σε πιο ‘λεπτές΄αλλαγές που ξεκινούν από την ιδιαίτερη αυτή απόσυρση στον οικιακό χώρο, αλλά η προέκτασή τους εκτός αυτού μπορεί να μας ακολουθήσει για καιρό. Προς το παρόν, μπορούμε να κάνουμε δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, η αντιμετώπιση του ιού μέσα από τη στάση του εγκλεισμού που ως άτομα καλούμαστε να τηρήσουμε εκούσια, πλήττει τις επιτελέσεις της συναισθηματικής εγγύτητας, αλλάζοντας τις μικροκινήσεις του σώματος που την εκφράζουν, τόσο εντός όσο και εκτός του οικιακού χώρου. Οι άνθρωποι αποτραβιούνται από την αγκαλιά, το φιλί ακόμη και την χειραψία ή το απλό άγγιγμα, δημιουργώντας αληθινή χωρική απόσταση μεταξύ τους, καθώς εμπιστεύονται ως σίγουρο καταφύγιο από τον ιό μονάχα τα ατομικά σωματικά τους όρια. Όταν μετά από δύο εβδομάδες συνεχούς παραμονής μου στο διαμέρισμά μου στην Κυψέλη επισκέφτηκα –με μια μικρή δόση ενοχής για το σπάσιμο της «καραντίνας»- έναν φίλο στο σπίτι του, έπιασα τον εαυτό μου να στέκεται αρκετά πιο μακριά του καθώς εκείνος μου έδειχνε ένα βίντεο στην οθόνη του υπολογιστή του. Δεν είμαι σίγουρος ότι αν αύριο πληροφορούμουν την ύπαρξη εμβολίου θα τον πλησίαζα πολύ περισσότερο. Δεύτερον, η τελετουργία της σωματικής καθαριότητας ως «υγιεινή», ενδέχεται να δημιουργήσει όχι μόνο εμμονικές στάσεις σωματικής πειθάρχησης και αέναης επανάληψης μικροκινήσεων, αλλά και νέα σημεία παραγωγής της διαφοράς. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός άνδρα 45 ετών που όταν μαθεύτηκε στην πολυκατοικία όπου διαμένει στο Παγκράτι ότι νοσεί από τον ιό, οι συνένοικοί του συγκέντρωσαν υπογραφές για να τον διώξουν από το κτίριο [!]. Η παραγωγή της διαφοράς με υγειονομικούς όρους, συχνό γνώρισμα του ρατσιστικού λόγου και της σχέσης με τον εθνοπολιτισμικά ‘άλλο’, αντανακλά μια μορφή αγεφύρωτων κοινωνικών διακρίσεων.
Στο σημείο αυτό αξίζει να κάνουμε ένα σχόλιο σχετικά με τον αυτοπεριορισμό μας στον οικιακό χώρο. Αντίθετα με το μήνυμα της ‘πολιτικής προστασίας’ που για να πείσει να «μένουμε σπίτι» απευθύνεται προς τους γηραιότερους προτρέποντας «όχι κοινωνικότητες δεξιά-αριστερά», θα πρέπει να πούμε πως η κοινωνικότητα διαπερνά κάθε συνθήκη των ανθρώπινων υποθέσεων που επενδύεται με κάποιο νόημα (κάθε σκέψη, ενέργεια, περίσταση, σχέση, χώρο και υλικό αντικείμενο). Έτσι, ακόμη και στο καθαρά υποθετικό και τρομαχτικό σενάριο που η «κοινωνική απομάκρυνση» με κάποιο τρόπο παγιωνόταν, δεν θα μιλούσαμε για «το τέλος» της κοινωνικότητας. Σίγουρα όμως με δεδομένο ότι οι περισσότερες μορφές του σχετίζεσθαι, αλλά και σχεδόν κάθε κοινωνική σχέση και ταυτότητα συγκροτείται κυρίως (αλλά όχι μόνο) μέσα από την εμπρόσωπη διαντίδραση, θα βρισκόμασταν μπροστά σε μια δραματική μεταβολή του κοινωνικού. Θα βρισκόμασταν μπροστά στο ενδεχόμενο διάλυσης ολόκληρων περιοχών της κοινωνικής ζωής που θα συντελούταν καθώς θα εξαφανίζονταν αμέτρητες επικοινωνιακές πράξεις. Όλα αυτά όμως ανήκουν, όπως συνηθίζουμε να λέμε, στη σφαίρα της φαντασίας.
Στον μη-αυθόρμητο, κεντρικά προερχόμενο χαρακτήρα του και ειδικά στην υπερ-εξατομικευμένη εκδοχή του ο κατ’οίκον περιορισμός αντανακλά τα βασικά διλήμματα του (δικού μας) αποξηραμένου πολιτικού παρόντος. Όπως έγραψαν πρόσφατα κάποιοι κινέζοι ακτιβιστές, το πιο ενδιαφέρον με την καραντίνα στην οποία όλοι συμμετέχουμε είναι ότι μοιάζει με απεργία εκκενωμένη από τα συλλογικά της αιτήματα, αλλά παρόλα αυτά ικανή να επιφέρει ισχυρό σοκ στην ψυχή και την οικονομία.
Συλλογική δράση
Μέχρι στιγμής δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε σε τι βαθμό η παγκόσμια διάσταση του προβλήματος θα ευνοήσει την περαιτέρω ανάπτυξη πολιτικών με συντηρητικές αποχρώσεις. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι κάτι τέτοιο δεν θα επιχειρηθεί σε συγκεκριμένα επίπεδα, όπως σε εκείνο της εργασίας όπου ήδη διακρίνεται μια απορρύθμιση «νεοφιλελεύθερου» τύπου. Παράλληλα, όμως, το γεγονός ότι η εξάπλωση του ιού προσδιορίζει έναν υπερεθνικό χώρο υποδεικνύει το ενδεχόμενο μετατοπίσεων στην πρόσληψη συλλογικών ταυτοποιήσεων με αναφορά όχι μόνο στην εθνική, αλλά και στην παγκόσμια κλίμακα. Εδώ διανοίγεται, ίσως, ένα πεδίο για τη δημιουργία νέων συλλογικών αυτοπροσδιορισμών και την παραγωγή νέων συλλογικών υποκειμένων. Κατ’επέκταση δημιουργείται και το έδαφος για διαδικασίες ανταγωνισμού με ηγεμονικές δυνάμεις και αναπαραστάσεις.
Η εξάπλωση του ιού και η δυσλειτουργία των δημόσιων συστημάτων υγείας ενδέχεται να αφήσουν πίσω τους συγκεκριμένες συνειδητοποιήσεις. Αυτές θα δημιουργήσουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη διατύπωση αιτημάτων όχι με αντενεργά χαρακτηριστικά –όπως συμβαίνει όταν προηγείται η αντιδραστική επιχειρηματολογία και πολιτική και η διαμαρτυρία έπεται- αλλά με δυναμική προοδευτικής ή ακόμη και ριζοσπαστικής ανανέωσης. Κατά πόσο βρισκόμαστε προ των πυλών διαμόρφωσης μιας νέας αντζέντας για τη συλλογική δράση θα το δείξουν οι επόμενοι μήνες.
Ήδη, ωστόσο, διαφαίνεται το περίγραμμα και το περιεχόμενο μιας διπλής θεματικής διεκδικήσεων. Η πρώτη αφορά την έννοια και την πρακτική λειτουργία του «κοινωνικού κράτους». Η δεύτερη συσχετίζει τον χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής και ανάπτυξης με την δημόσια υγεία. Αναφορικά με τους δύο αυτούς πιθανούς άξονες διαμόρφωσης της συλλογικής δράσης –και χωρίς να επεκταθούμε εδώ στο ζήτημα των αξιακών της πλαισιώσεων- μπορούμε συνοπτικά να πούμε τα παρακάτω.
Πρώτον, η αντίληψη περί «ατομικής ευθύνης» στην εξάπλωση του ιού όπως ενσωματώνεται στον επίσημο λόγο είναι προφανές ότι, μεταξύ άλλων, συγκαλύπτει τις ελλείψεις του δημόσιου συστήματος υγείας. Ωστόσο, μάλλον αυτό συμβαίνει προσωρινά. Θα πρέπει να περιμένουμε πως με τη συμμετοχή πολλαπλών συλλογικών δρώντων σύντομα στο επίκεντρο του δημόσιου λόγου θα βρεθεί το αίτημα και η διεκδίκηση ανασυγκρότησης και ανανέωσης του ‘Κράτους Πρόνοιας’. Η στιγμή είναι κομβική διότι αφορά, ασφαλώς, την πιθανότητα σοβαρού διεμβολισμού των νεοσυντηρητικών σχεδίων στο ‘χώρο της υγείας’ και αμφισβήτησης των πολιτισμικών νοημάτων μέσα από τα οποία αυτά συγκροτούνται. Ένας ‘παλιός γνώριμος’ των συλλογικών διεκδικήσεων ενδέχεται να επηρεάσει αυτή την εξέλιξη και να την βραχυκυκλώσει, αν όχι και να την ανακόψει. Αναφέρομαι σε διεκδικήσεις που θα προκύψουν από την επικείμενη περαιτέρω απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων που αποτελεί, πρέπει να τονίσουμε, συγκεκριμένη επιλογή, σύμφυτη με το μεθοδικό αυτο-ξεχαρβάλωμα στο οποίο επιδίδονται τα σύγχρονα κράτη. Υπό τις κατάλληλες συνθήκες, όμως, οι δύο αυτοί άξονες μπορεί να αποτελέσουν τμήματα των αιτημάτων ενός νέου κύκλου διαμαρτυρίας.
Δεύτερον, έχουμε ενδείξεις ότι κερδίζει έδαφος μια έντονη συζήτηση για τους τρόπους που τα κυρίαρχα οικονομικά και παραγωγικά μοντέλα όχι μόνο επηρεάζουν, αλλά βρίσκονται σε σχέση στενής αλληλεξάρτησης με τον «φυσικό κόσμο», συμπεριλαμβανομένων των μικροβιολογικών υποστρωμάτων. Αυτή η συζήτηση προϊδεάζει για μεταβολές στην πρόσληψη του «περιβάλλοντος» με όρους ενότητας του φυσικού κόσμου, ειδικά αναφορικά με τη σχέση του ανθρώπου με τα υπόλοιπα ζώα. Διαμορφώνεται δε υπό το φως μιας κριτικής στην εντατικοποιημένη αγροκτηνοτροφική παραγωγή, την αστικοποίηση και την επιθετική διείσδυση του ανθρώπου σε μέχρι πρότινος ‘ανέγγιχτα’ οικοσυστήματα, που προέρχεται τόσο από μέλη της ‘επιστημονικής κοινότητας’ όσο και από ακτιβιστές. Μοιάζει δε να μπορεί να εμπλουτίσει την, ως τώρα ασθενική είναι η αλήθεια, συλλογική κινητοποίηση πάνω στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής.
Οι συνθήκες για την έναρξη ενός νέου κύκλου διαμαρτυρίας δεν απουσιάζουν. Η πιθανή εκδήλωσή του σε ευρεία, ίσως και παγκόσμια, κλίμακα μετά το τέλος της πανδημίας θα σηματοδοτούσε, επιπλέον, ένα είδος ‘στοχασμού πάνω στα λάθη μας’. Υπό αυτή την έννοια, θα αποτελούσε μια μορφή ηθικοποίησης –σύνηθες επακόλουθο μιας πανδημίας που σε άλλες εποχές έχει εκφραστεί και σε θεολογικό ιδίωμα. Οι κοινωνικοί λόγοι που θα την εκφράσουν είτε με εθνικούς είτε με παγκόσμιους όρους, αφενός αποτελούν την γνώριμη ιστορικά απόκριση μιας πολιτισμικής ιδιοποίησης του συμβάντος, αφετέρου συνιστούν πράγματι υλικό μετασχηματισμών.
Επίλογος
Πολλά σημαντικά ερωτήματα γεννιούνται τις μέρες αυτές. Προς το παρόν δεν μπορεί παρά να εκκρεμούν. Μπορούμε, ωστόσο, να διατυπώσουμε ορισμένα από αυτά με μια σχετική σαφήνεια. Μέσα από ποιες εμπειρίες, αντιλήψεις και τρόπους ζωής διαμορφώνεται η πολλαπλή υποδοχή της πανδημίας; Πώς βιώνεται αυτές τις ώρες η ασθένεια και η απώλεια διαπολιτισμικά και στο εσωτερικό της κάθε κοινωνίας; Πώς γίνεται αντιληπτός ο ρόλος του κράτους; Ποια από τα νοήματα της περιόδου θα δούμε να μεταγγίζονται σε διαφορετικά συμφραζόμενα και τι περιεχόμενο θα αποκτήσουν σε νέες συνθήκες; Ποια από τα ‘έκτακτα μέτρα’ θα μπορούσαν να κανονικοποιηθούν και να κατοχυρωθούν ως παράδειγμα διακυβέρνησης; Και ποιους ανθρώπους θα επηρέαζε περισσότερο μια τέτοια εξέλιξη; Είναι μήπως πιθανόν το τέλος της πανδημίας να το ακολουθήσει η ‘εξάπλωση΄μιας νέας, εκείνης του αντιεπιστημονισμού; Τι είδους αλλαγές μπορεί να επιφέρει η πανδημία στους τρόπους εργασίας; Και συνακόλουθα, τι μεταβολές στον τρόπο που οργανώνεται και εννοιολογείται ο κοινωνικός χρόνος; Μπαίνουμε, άραγε, σε τροχιά αντιδραστικής οπισθοδρόμησης ή προοδευτικής φυγής προς τα εμπρός;
Τα θραύσματα των ιδεών που διατυπώθηκαν εδώ δεν επαρκούν για να εκτιμήσουμε την περίοδο που έρχεται. Μπορούμε να φανταστούμε πολλά, αλλά τα περισσότερα θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια του φαινομένου. Όλοι αναρωτιόμαστε τι είδους μετασχηματισμούς θα επιφέρει η πανδημία και σε ποιο επίπεδο. Το ερώτημα αυτό εξαρτάται από την αλληλοδιαπλοκή ποικίλων παραγόντων. Την ίδια στιγμή, η απάντηση αφορά ένα συγκεκριμένο σημείο διεπαφής που περιγράφει άλλο ένα ερώτημα. Και αυτό είναι βέβαια πολιτικό: σε έναν όλο και πιο αλληλοσυνδεόμενο κόσμο, πού τελειώνει μια δύσκολη υγειονομική πραγματικότητα και πού ξεκινά η επιθυμία όλων για σημαντικές αλλαγές σε πλανητική κλίμακα; Έχει έρθει ίσως η εποχή που η επιθυμία θα αναποδογυρίσει τον κόσμο. Θα χρειαστεί βέβαια λίγη ειλικρίνεια.
Όπως έγραψαν πρόσφατα κάποιοι Γάλλοι αναρχικοί: «Όσο η αλήθεια δεν θα τίθεται ως ζητούμενο, ζητούμενο δεν θα υπάρχει. Τίποτα δεν θα υπάρχει. Τίποτα εκτός από αυτό το διαπλανητικό τρελάδικο. Οι αλήθειες είναι πολλαπλές, το ψέμα όμως είναι ένα, γιατί έχει συνασπιστεί σε παγκόσμιο επίπεδο ενάντια στην παραμικρή αλήθεια που θα θελήσει να αναδυθεί».
_________________________
Κενό Δίκτυο [Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες]
κειμενο: Πάνος Παπαδημητρόπουλος (διδ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας)