Κάποιος φτιάχνει με καρμπόν τις μέρες
(όσο πάνε και ξεθωριάζουν)
αποφεύγω τον αγέλαστο καθρέφτη
με καφέ σκέτο τσιγάρο
ετοιμάζω μπαγιάτικο πρωινό
με τα παράπονα του ταβανιού
και τα βουρκωμένα παντζούρια
(όταν πονάς όλος ο κόσμος είναι δαγκωμένος
παίρνει το σχήμα της οδύνης σου)
ξέμπαρκος
με χειροποίητη μοναξιά
οδηγώ το φαντασιοπλάνο μου
στη φάμπρικα του τίποτα
έμαθα να μετράω
με τα δάχτυλα της καρδιάς
οι βαλβίδες μου
έφτυσαν την περόνη
δεν μπορώ να κόψω το κάπνισμα
ούτε τον κόσμο στα
δύο
βάζω ξυπνητήρι στο κινητό
να θυμάμαι να γελάω
σαν παιδί της ματαιόπολης ξέρω καλά να σκοτώνω
την ώρα
εσένα
εμένα
θέλω να μείνω
αγριόχορτο
πάνω στον φράκτη
μια άναρθρη κραυγή στην αποστασία του ανέμου –
να μην καταλήξω στο θερμοκήπιο να με ταΐζουν λίπασμα και κοπριά
οι φύλακες.
____________________