Η πόλη κατάφερε να γίνει
πιο βαρετή
απ’ τα σκουπίδια της.
Υποψιαζόμασταν
το πράσινο των κάδων
πίσω από τους όγκους
ιδιοφυών απορριμάτων που
τους ξεχείλιζαν.
Ιριδίζουσες και φωσφόριζε
σκουπιδοσακούλες
έσκαγαν.
Μπουμπούκια μιας βιαστικής και σαρκοφαγας άνοιξης.
Οι χυμοί τους λιώναν την άσφαλτο.
Ξυπνούσαν
ξεχασμένες στους αιώνες υποχθόνιες
Αουρόρες.
Κρατούσες τα χέρια σου κλειστά.
Προσπάθησα να σε κρύψω στην αγάπη μου
μα σου μάτωσε τα χείλη
και σου έσχισε την γλώσσα.
“το χάος δεν θα φορέσει ποτέ
φανελένια πυτζάμα και παντόφλες,
κι αυτό είναι κάτι που η στοργή
δεν το συγχωρεί ” μίλησες.
Η πόλη κατάφερε να γίνει
πιο βαρετή
απ’ τα σκουπίδια της.
Κουρελιάζαμε την ηλεκτρική ομίχλη
που μας χάιδευε απαλά τα πόδια.
Σέρναμε τα λάφυρα μας σπίτι.
Ένα κασόνι
Τρία άδεια μπυρομπούκαλα,
και μια σπασμένη βαλίτσα.
“Μακάρι να τους είχαμε σπάσει όλες τις βιτρίνες”
μου ψιθύρισες πριν κοιμηθείς