Η Τζούντιθ Μπάτλερ στο βιβλίο της “The Force of Nonviolence-An Ethico-Political Bind”, αποπειράται να καταδείξει ότι η πρακτική της μη βίας, λιγότερο ως μια ηθική πρακτική και περισσότερο ως μια πολιτική πρακτική, δεν στοιχειοθετεί μια παθητική στάση απέναντι στην βία που ασκεί η καπιταλιστική κυριαρχία, αλλά ανάστροφα συνιστά μια μορφή επιθετικής αντίστασης, η οποία μη λαμβάνοντας βίαια χαρακτηριστικά αποτελεί ταυτόχρονα μια εν τοις πράγμασι κριτική στον ατομικισμό όπως αυτός απορρέει από τις πρακτικές που ακολουθεί η καπιταλιστική κυριαρχία.
Πρόκειται ομολογουμένως για μια εργώδης απόπειρα να οριστεί η μη βία, ως εκείνη η πρακτική που απορρέοντας από ένα σύνολο αξιών και αντιλήψεων εκ φεύγει της καθεστηκυίας τάξης συνιστώντας ταυτόχρονα το μέσο για την εκβολή στο πεδίο της πραγματικότητας μιας βιωματικής εμπειρίας που φέρεις εντός της την δυνητικότητα ενός διαφορετικού/ανταγωνιστικού κόσμου. Πρόκειται όπως ήδη ελέχθη, για μια απόπειρα αρκετά ενδιαφέρουσα προκειμένου να οριστεί η μη βία στον αντίποδα της κρατικής-κυριαρχικής βίας, παραμένοντας ωστόσο μια προσπάθεια που πολιτικά κινείται εντός των ορίων μιας ανώριμης σοσιαλδημοκρατίας ενώ στο επίπεδο της πολιτικής θεωρίας τεκμαίρεται ως μια οπτική, πρόδηλα λανθασμένη και εκκωφαντικά ανερμάτιστη, απόρροια της έκδηλης αδυναμίας κατανόησης εκ μέρους της Μπάτλερ, των νημάτων που συνδέουν την καπιταλιστική κυριαρχία με την βία και την βία με τις ζώνες πραγμάτωσης της εξουσίας του καθεστώτος.
Η μη βία καταρχάς σε καμία περίπτωση δεν συνιστά μια πρακτική αποκρυστάλλωσης μιας ριζοσπαστικής κριτικής στον ατομικισμό, ακριβώς γιατί η μη βία ως ατομική επιλογή, καθώς μόνο ως τέτοια μπορεί να ιδωθεί, εκρέει από τους πόρους της καπιταλιστικής κυριαρχίας η οποία προωθεί την πλατφόρμα της μη βίας για τους κυριαρχούμενους διατηρώντας το δικαίωμα άσκησης της νόμιμης βίας για τον εαυτό της, δεδομένου ότι η άσκηση βίας ή η απειλή άσκησης βίας εκ της κυριαρχίας, δεν συνιστά μια ανωμαλία που αγκιστρώνεται τεχνητά στον κανονισμό πραγματοποίησης της , αλλά ανάστροφα, αποτελεί αναπόδραστη όπως και οργανική λειτουργία της. Ως εκ τούτου, η αποδοχή της μη βίας σε ατομικό επίπεδο, συνιστά ουσιαστικά υιοθέτηση εκ μέρους των κυριαρχούμενων των σκοπών, των επιδιώξεων και του κανονιστικού πλαισίου πραγματοποίησης της πολιτικής όπως διαμορφώνεται από την καπιταλιστική κυριαρχία ως εκβολή του ιστορικού συσχετισμού δύναμης, ο οποίος έλλογα αποκρύβεται από τον Μπάτλερ, καθώς προτιμά να ερμηνεύει την πολιτική στο πεδίο ενός μοριακού ανταγωνισμού, καταλήγοντας σχεδόν τελεολογικά σε ένα ηθικοπλαστικό ηθικισμό, όσο και αν επίμονα τον ξορκίζει.
Επιπρόσθετα η άσκηση βίας εκ μέρους της καπιταλιστικής κυριαρχίας δεν συνιστά μια λανθασμένη ηθικά επιλογή, ή μια συγκυριακή πρακτική που προκύπτει ως ανοίκεια στιγμή του καθεστώτος, καθώς ουσιαστικά η κρατική βία συνιστά συμπεριληπτική έκφραση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και συσσωματωμένη συνισταμένη της, η οποία εξασφαλίζει την διατήρηση και την διαιώνιση της, ως διηνεκής αυτοεκπλήρωση. Στον αντίποδα η βία που ασκείται από τους κυριαρχούμενους, δηλαδή από τους απόκληρους της καπιταλιστικής επικράτειας, δεν συνιστά το ανεστραμμένο είδωλο της κρατικής βίας όπως υπόρρητα και δειλά συμπεραίνει η Μπάτλερ, και ακριβώς για αυτό η άσκηση βίας εκ μέρους των απόκληρων δεν επιβαρύνει στα πλαίσια μιας ιλαρής ποσόστωσης με επιπλέον βία τον κόσμο που ζούμε καθιστώντας τον αβίωτο, δεδομένου ότι η βία των αποσυνάγωγων είναι η βία που διεκδικεί την ζωή, την ελευθερία, την αποκαθήλωση της καθεστηκυίας τάξης, προκειμένου να απαλλαγεί και να απαλλάξει τον κόσμο από την βία της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Υπό αυτή την οπτική η θέση της Μπάτλερ ότι εκδοχές μη βίας μπορεί να αποτελέσουν η απεργία ή το μποϊκοτάζ ως “στρατηγικές κατεδάφισης” λειτουργιών του καθεστώτος αν και θα μπορούσε να προσπεραστεί ως έκδηλα ανεδαφική ακόμα και από κάποιον που έχει παρατηρήσει μια απεργία από απόσταση ασφαλείας, θα επιμείνουμε, γιατί οι περιβόητες “στρατηγικές κατεδάφισης” διεκδικώντας στα πλαίσια ενός θεωρητικού παραλογισμού δάφνες πρωτοτυπίας, δεν συνιστούν παρά την εξωραϊσμένη εκδοχή μιας συστημικής διαπραγμάτευσης των αποσυνάγωγων με το καθεστώς, προκειμένου στα πλαίσια μιας συναινετικής διαδικασίας όπου και τα δύο μέρη θα έχουν αποκηρύξει την βία, θα οδηγηθούν σε μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία.
Επισημαίνεται εδώ, ότι κάθε μορφή κινήματος που δεν εντάσσεται εντός των πλαισίων της θεσμικής πολιτικής, συνιστά εκφορά μιας πρωτογενούς βίας με την έννοια ότι απορρίπτει τις κόκκινες ζώνες της οποιαδήποτε διαπραγμάτευσης και επιπρόσθετα δεν απεμπολεί το αναφαίρετο δικαίωμα του να αξιοποιήσει ποιοτικά και ποσοτικά εκείνες τις μορφές βίας που αντιστοιχούν στο οντολογικό φορτίο της κινητοποίησης. Έλλογα ένα κίνημα που διεκδικεί καινούργιες μοκέτες και φρέσκο καφέ στην αίθουσα δεξιώσεων στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, μετέρχεται προφανώς μορφές μη βίας για την ικανοποίηση των αιτημάτων του. Βέβαια δεν μπορεί να οριστεί ως κίνημα παρά μάλλον ως ομάδα πίεσης για την βελτίωση των συνθηκών ψυχαγωγίας της υψηλής διανόησης, προκειμένου η τελευταία, να αναλύσει με την απαραίτητη ευθυκρισία τις δέουσες πολιτικές πρακτικές τη μη βίας. Στην πραγματική ζωή ωστόσο όπου το ταξικό φορτίο είναι αφόρητο ακόμα και για τους εθελοτυφλούντες, ένα κίνημα όπως το Black Lives Matter ή όπως το κίνημα στην Χιλή, ή όπως οι Μαύροι Πάνθηρες, θα ήταν και είναι το λιγότερο τραγελαφικό να υπογράψουν εκ των προτέρων δήλωση νομιμοφροσύνης και απεμπόλησης κάθε μορφή βίας, συμβάλλοντας έτσι σύμφωνα με την Μπάτλερ στην μη υπερθέρμανση του πλανήτη από νέες ποσότητες βίας που θα κάνουν την ζωή μας αφόρητη. Μα επειδή η ζωή είναι αφόρητη οι κυριαρχούμενοι μετέρχονται και θα μετέρχονται ποικίλες μορφές βίας προκειμένου να διαρρήξουν τα σύνορα που τους χωρίζουν από ένα κόσμο που μπορεί δυνητικά να υπάρξει μόνο πάνω στα συντρίμμια της υπάρχουσας κυριαρχίας, με την προϋπόθεση ότι αυτή η κυριαρχία θα αναγνωριστεί όπως πραγματικά είναι : Καθολική, μονολιθική, και ακραία κανιβαλική.
Εδώ φυσικά έγκειται και η δεσπόζουσα διαφοροποίηση της Μπάτλερ όπως και άλλων θεωρητικών της ίδιας σχολής : Αδυνατούν ή επιλέγουν να λησμονήσουν το καπιταλιστικό κράτος ως κύριο φορέα και επιτελεστικό μέσο μιας άκρατης, αέναης και αδιάλειπτης βίας που συνιστά πυλώνα της κυριαρχίας, την θρέφει, ενώ θρέφεται συνάμα από τον πασιφισμό, την συνθηκολόγηση και την ήττα των κυριαρχούμενων. Η βία, η επαναστατική βία, που αρνείται το υπάρχον δίκαιο και την υπάρχουσα κυριαρχία, θέτει νέο δίκαιο και διεκδικεί μια νέα κυριαρχία, ως το ολιστικά αντίρροπο της υφιστάμενης. Ακριβώς για αυτό, η βία των αποσυνάγωγων δεν αναζητά οάσεις ελευθερίας εντός του καθεστώτος, δεν εκλιπαρεί πολιτικά και θεωρητικά για μια κάποια ομαλή μετάβαση σε ένα καλύτερο κόσμο, δεν υποκύπτει σε θεωρητικές παραδοξολογίες όπως της Μπάτλερ, που ουσιαστικά εξωραΐζουν την συνθηκολόγηση εμφανίζοντάς την κυβίστηση ως εμπνευσμένη θεωρία, δεν εγκλωβίζεται σε ένα θεωρητικό όπως και πολιτικό πλαίσιο που εντός μιας αλυσιτελούς ονείρωξης φαντασιώνεται πως οι φρουροί του καθεστώτος θα παραδώσουν στους έγκλειστους τα κλειδιά του Πανοπτικού στα πλαίσια μιας ομαλής γραμμικής μετάβασης σε μια νέα ειδυλλιακή κατάσταση.
Ουσιαστικά και σε τελική ανάλυση, η θεώρηση της Μπάτλερ, οδηγεί στο πεδίο της πραγματικής πολιτικής, σε δημιουργία μαρτύρων, καλώντας τα κοινωνικά κινήματα να αυτοχειριαστούν, στα πλαίσια μιας μεταμοντέρνας θεολογίας που εικάζει ότι οι μοριακές, διάσπαρτες και απροσανατόλιστες δράσεις που θα αγνοούν επιδεικτικά την βία που τις κατέστησε εφικτές όπως και το φορέα αυτής της βίας, θα μπορέσουν να υποσκελίσουν την ισχύ του πραγματικού παραμένοντας δέσμιοι ενός κοινωνικού συμβολαίου που είναι πλέον νεκρό γράμμα.
Το μόνο που τελικά θα απομείνει, θα είναι το ακατάλυτο πένθος και οι φλύαρες νεκρολογίες, για μια μάχη που δεν ξεκίνησε ποτέ.
______
KEIMENO: Χρήστος Μιάμης – υπ. Διδάκτορας Πολιτικής Φιλοσοφίας, Πάντειο πανεπιστήμιο.
ΠΗΓΗ: https://manifestusorg.wordpress.com
ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΠΙΣΗΣ