Ο γέρο Ινδιάνος καθισµένος ψηλά σ’ ένα βράχο χαιρετάει την αυγή, νιώθει ότι έχει περάσει όλες τις δοκιµασίες, την πείνα, τη στέρηση, τον έρωτα, τον πόνο, την ταύτιση, την προδοσία, τον θάνατο, δεν έχει πια κάτι να διηγηθεί, τον πληµµυρίζει γαλήνη, ένας µικρός θεός που δηµιούργησε από το τίποτα κείµενα, µνήµες, ευχές, όνειρα και µπόρεσε να δει πίσω από τείχη, λόφους, πέρα από τον ορίζοντα, πίσω από λέξεις, στο βάθος των νοηµάτων, στις έννοιες και στην ουσία των πραγµάτων, βλέπει τα κείµενα να πλέουν σαν ερηµονήσια στο Αιγαίο, όλα τα εγκόσµια να έχουν γίνει κείµενα που ταξιδεύουν πάνω από χώρες και γλώσσες σαν αποδηµητικά πουλιά, το γράψιµο ήταν ανάγκη, έγραφε και ούρλιαζε άηχα για να ξορκίσει το κακό, για να µην αυτοκτονήσει, για να παραµείνει στη ζωή, υπήρξε κι αυτός ένα τέτοιο πλάσµα, συνεχίζει να γράφει για να δηλώσει ότι βρίσκεται ακόµη εδώ, σκεπτόµενος τους φίλους του που έγιναν µέρος των αναµνήσεών του, γράφει για τα διόδια του βαρκάρη, πρέπει να δυναµιτίσει τα περάσµατα, να υπονοµεύσει τη θνησιµότητα, να µνηµονεύσει και να ζωντανέψει τα πρόσωπα των προσφιλών νεκρών, όµως, κάτι κρυφό, κάτι ανείπωτο, εξαφανίζει τις λέξεις που έχει βρει, κάτι καταστρέφει τη σκέψη του και ο νους του δηλητηριάζεται από έννοιες.
κείμενο: Τέος Ρόμβος
ελεύθερα κείμενα – copyleft – copy, right!
(Ο συγγραφέας Τέος Ρόμβος ανέβασε στο διαδίκτυο τα βιβλία του.
Αν είστε συντηρητικός καλύτερα να τα αγνοήσετε!).