Tις μέρες που διανύουμε, ο μεγαλύτερος εφιάλτης των εργαζομένων είναι η ανεργία. Κάθε μέρα ακούμε για μαζικές απολύσεις όπου οι ανθρώπινες ζωές αποτελούν αριθμούς σε συνολικά στατιστικά νούμερα.
Ένα μικρό παράδειγμα: «Η παγκόσμια οικονομική κρίση ενδέχεται να ανεβάσει το συνολικό αριθμό των ανέργων σε όλο τον πλανήτη έως και στα 239 εκατομμύρια, βάση αυτών των στοιχείων την πρωτοχρονιά του 2010 η ανεργία παγκοσμίως θα διαμορφωθεί στο 7,4% από 6,5%, προ πενταετίας».
Διαβάζοντας τη παραπάνω πρόταση όπου απλά αναφέρονται αριθμοί δεν προξενεί ίσως καθόλου εντύπωση σε κανέναν. Αν όμως σκεφτούμε ότι το αριθμητικό σύνολο αποτελείται από ανθρώπινες μονάδες ,τρόμος και ανασφάλεια μας κυριεύει. Ανασφάλεια μήπως έρθει και η δική μας σειρά, χάνοντας το έτσι και αλλιώς πενιχρό μας μεροκάματο η μισθό. Το συγκεκριμένο άρθρο δεν έχει σκοπό να αναλύσει το καθεστώς πού διέπει το καπιταλιστικό (καταναγκαστικό λόγω ανάγκης διαβίωσης) μοντέλο εργασίας αλλά να αναδείξει μέσα από ήδη εφαρμοσμένα παραδείγματα, ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να πάρουν τον έλεγχο στα χέρια τους, αν οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης ή το εργοστάσιου που δουλεύουν, αποφασίσουν μια ωραία πρωία ότι δεν βγάζουν αρκετά κέρδη και με αφορμή η πρόσχημα την διεθνή οικονομική κρίση να βάλουν λουκέτο.
Ας δούμε λοιπόν τι έκαναν κάποιοι εργαζόμενοι στην Αργεντινή, στη Γερμανία εδώ και αρκετό καιρό, πολύ πριν η συγκεκριμένη κρίση χτυπήσει την παγκόσμια οικονομία.
Το παράδειγμα της Αργεντινής
Το 2001 στην Αργεντινή οι εργαζόμενοι υφίστανται τα «πειράματα» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εφαρμόζει πειρα(μα)τικά τις νεοφιλελεύθερες “εξυγιαντικές” συνταγές του. Το αποτέλεσμα; Εκατοντάδες επιχειρήσεις έχουν κλείσει, 600 χιλιάδες θέσεις εργασίας στη βιομηχανία έχουν χαθεί, ενώ το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας έχει μέσα σε 30 χρόνια αυξηθεί από το 5 στο 45% του πληθυσμού.
Σιγά σιγά, ωστόσο, η Αργεντινή γίνεται γνωστή και για τις καταλήψεις και “ανακτήσεις” προβληματικών επιχειρήσεων από τους εργαζόμενους, πολλές από τις οποίες έχουν επιτύχει, δημιουργώντας ένα γόνιμο πεδίο εναλλακτικού κοινωνικού πειραματισμού.
Πρώην σούπερ μάρκετ «Ο Τίγρης», Πόλη Ροσάριο.
«Η αλυσίδα έφτασε να έχει 14 καταστήματα και πάνω από 1.000 υπαλλήλους. Ήταν ανάμεσα στις 500 πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις της Αργεντινής. Το 2001 κήρυξε πτώχευση και οι άνθρωποι της εργοδοσίας άρχισαν να αδειάζουν τα μαγαζιά από εμπορεύματα, μηχανές και έπιπλα. Καταλάβαμε το κεντρικό υποκατάστημα για να τους εμποδίσουμε.
Ύστερα από πολλές κινητοποιήσεις, πετύχαμε την προσωρινή απαλλοτρίωση του κτιρίου. Πρώτα δημιουργήσαμε ένα πολιτιστικό κέντρο, την «Κατάληψη». Σ’ αυτό συγκεντρώνονται συλλογικότητες από όλη την πόλη και διοργανώνουν συζητήσεις, προβολές, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, συνελεύσεις και εργαστήρια. Έχουμε επίσης φτιάξει μια βιβλιοθήκη, ενώ στον επάνω όροφο λειτουργεί η πανεπιστημιακή εστία, όπου σερβίρεται φαγητό για 450 άτομα. Σήμερα, στο κομμάτι του καταστήματος που έχουμε αποκαταστήσει πωλούνται προϊόντα που παράγουν 25 κοινοτικοί συνεταιρισμοί και κατειλημμένες επιχειρήσεις», αφηγείται ο Πέδρο Χουάρες, ένα από τα 35 μέλη του συνεταιρισμού.
Νέο Συνεταιριστικό Μπαρ (Nubacoop), σταθμός υπεραστικών λεωφορείων, Ροσάριο.
«Τον Οκτώβριο του 2001 ο ιδιοκτήτης εμφανίστηκε με έναν κλειδαρά κι ένα δικηγόρο, θέλοντας να κλείσει το μπαρ χωρίς να μας αποζημιώσει. Το καταλάβαμε και παραμείναμε σ’ αυτό 14 μήνες, χωρίς καμία απολύτως πηγή εσόδων. Τώρα έχουμε δουλειά 365 μέρες το χρόνο και αυξήσαμε τις θέσεις εργασίας από 5 σε 12. Ο καθένας έχει τη θέση του, κανένας όμως δεν έχει παραπάνω προνόμια από τον άλλο», σύμφωνα με τα λόγια του Γκουστάβο Ιούνκο.
Ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων Μπάουεν, Μπουένος Άιρες.
Η Αρμίντα, η οποία εργάζεται στο ξενοδοχείο ως μοδίστρα, διηγείται: «Το ξενοδοχείο εγκαινιάστηκε με 300 εργαζόμενους το 1978, με επιδότηση από τη δικτατορία. Το 1997 μεταβιβάστηκε σε άλλον ιδιοκτήτη, ο οποίος σταδιακά το εγκατέλειψε και στράφηκε σε άλλες επιχειρήσεις. Το Δεκέμβριο του 2001 έκλεισε, αφήνοντας στο δρόμο 70 εργαζόμενους. Δεκαπέντε απ’ αυτούς, μαζί με φοιτητές και μέλη του Εθνικού Κινήματος Κατειλημμένων Επιχειρήσεων (MNER), το καταλάβαμε το Μάρτιο του 2003. Αρχίσαμε να πουλάμε φαγητό στο δρόμο για να επιβιώσουμε. Με τη βοήθεια άλλων κατειλημμένων επιχειρήσεων ανακαινίσαμε το μπαρ, το θέατρο και το σαλόνι, τα οποία διαθέσαμε σε άλλες ομάδες και αποκτήσαμε έτσι τα πρώτα μας έσοδα. Αφού επισκευάσαμε το ισόγειο και έναν από τους 20 ορόφους του ξενοδοχείου, απευθυνθήκαμε στον πρεσβευτή της Βενεζουέλας. Αυτός μας δώρισε 2.000 πέσος και μας έστειλε τους πρώτους πελάτες μας, 40 φοιτητές από τη Βενεζουέλα. Ο πρώτος μισθός μας ήταν 100 πέσος (περίπου 30 ευρώ) εν συνεχεία πήγε 300, από τα οποία αποφασίσαμε να διαθέτουμε τα 200 για τη συντήρηση του κτιρίου. Σήμερα λειτουργούν 160 από τα 240 δωμάτια, ο μισθός μας έχει φτάσει τα 800 πέσος και έχουμε αυξήσει τις θέσεις εργασίας σε 125. Όλα τα ζητήματα συζητιούνται στη συνέλευση, στην οποία πολλές φορές “σκοτωνόμαστε”, είναι όμως για μας το ανώτερο όργανο λήψης αποφάσεων».
Εργοστάσιο κεραμοποιίας Εργοστάσιο Χωρίς Αφεντικό (Fasninpat), πρώην Ζανόν, Παταγονία.
«Από μικρά μάς λένε ότι πρέπει να υπάρχουν αφεντικά, διευθυντές, λογιστές, για να λειτουργήσει μια επιχείρηση. Η εμπειρία μας είναι διαφορετική. Έχουμε αποδείξει ότι ένα εργοστάσιο μπορούν να το διευθύνουν οι ίδιοι του οι εργάτες. Κανείς από μας, ούτε καν ο πιο αισιόδοξος, δεν πίστευε ότι μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι εδώ. Αλλά τον Οκτώβριο του 2001, όταν μπήκαμε στο εργοστάσιο μετά από 4 μήνες στο δρόμο και το θέσαμε σε λειτουργία, δεν είχαμε άλλη επιλογή. Ή ήμαστε εδώ να παράγουμε ή θα βρισκόμασταν έξω, κλείνοντας δρόμους και ζητώντας επιδοτήσεις. Τέσσερα χρόνια μετά, έχουμε διπλασιάσει τις θέσεις εργασίας (από 250 σε 480) και έχουμε αυξήσει την παραγωγή 40 φορές! Χωρίς αφεντικό. Η ύπαρξη της Ζανόν αποτελεί κακό παράδειγμα για τη χώρα. Αλλά είναι πολύ καλό παράδειγμα για τους εργαζόμενους». (Βίκτωρ Ορτίς) Μετά από την κατάληψη, η παραγωγή αυξήθηκε και οι 270 εργαζόµενοι πληρώνονταν κανονικά. Το Ζανόν έγινε το πρώτο εργοστάσιο υπό κατάληψη που προχώρησε και σε αύξηση των θέσεων εργασίας, προσλαμβάνοντας 20 άτομα από τις οργανώσεις ανέργων τής Σάντα Κρουζ στην Παταγονία.
Συνεδρίαση της τοπικής Βουλής, Μπουένος Άιρες το 2002.
Η ολομέλεια συζητά την πρόταση απαλλοτρίωσης της επιχείρησης αρτοποιίας Γκρισινόπολι. Ο βουλευτής της δεξιάς Χούλιο Κρέσπο, με το δάχτυλο υψωμένο, απευθύνεται στους 16 εργαζόμενούς της: «Δύσκολα οι εργάτες, τους οποίους σέβομαι πολύ γιατί κι εγώ έχω εργάτες στις επιχειρήσεις μου, μπορούν να μετατραπούν από το βράδυ ώς το πρωί σε επιχειρηματίες. Σας συνιστώ να μελετήσετε, να κάνετε μια ανάλυση κόστους-απόδοσης, και πάνω απ΄ όλα σας συνιστώ να μην καταχραστείτε αυτό το εργοστάσιο, γιατί στην Αργεντινή ισχύει ακόμα ένα Σύνταγμα που ορίζει ότι η δημόσια τάξη και η ιδιωτική περιουσία προστατεύονται από τον νόμο και από τις δυνάμεις ασφαλείας που τον στηρίζουν».
Δύο χρόνια αργότερα, οι εργαζόμενοι της Γκρισινόπολι έχουν ιδρύσει τον συνεταιρισμό “Νέα Ελπίδα” και έχουν καταφέρει να τριπλασιάσουν τους μισθούς τους και να εικοσαπλασιαστούν την αρχική τους παραγωγή.
Οι καταληψίες τού Μπρούκµαν, εργοστασίου παραγωγής υφασμάτων στο Μπουένος Άιρες, αντιμετωπίζουν τις μηνύσεις των πρώην ιδιοκτητών και μετόχων. Οι ιδιοκτήτες τής επιχείρησης εµφανίστηκαν, αφού οι εργάτες είχαν εξασφαλίσει τους μισθούς τους και είχαν πληρώσει μεγάλο μέρος τους χρέους στην εταιρεία ηλεκτροδότησης, και ζήτησαν να επανακτήσουν τον έλεγχο του εργοστασίου. Οι εργάτες τούς έδειξαν την πόρτα. Χιλιάδες είναι οι εργάτες στην Αργεντινή οι οποίοι ζητούν την κρατικοποίηση των επιχειρήσεών τους χωρίς την αλλαγή τού καθεστώτος τής αυτοδιαχείρισης. Το εθνικό κίνηµα των κατειλημμένων εργοστασίων πιέζει για την πρόταση ενός νόµου που θα μεταβιβάζει απευθείας τις επιχειρήσεις στους υπαλλήλους σε περιπτώσεις χρεοκοπίας.
Και αν η Αργεντινή μας πέφτει λιγάκι μακριά, ας πάμε για και στη Γερμανία στη μικρή πόλη Nordhausen.
To Nordhausen είναι μια μικρή γερμανική πόλη, με πληθυσμό 45.000 κατοίκων. Στο κέντρο περίπου της γερμανικής επικράτειας, ανήκει στην πολιτεία της Θουρινγκίας, κομμάτι της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Στα περίχωρα της πόλης αυτής λειτουργεί από το 1986 ένα εργοστάσιο παραγωγής ποδηλάτων. Τα τελευταία χρόνια, το εργοστάσιο άλλαξε ιδιοκτησία δύο φορές και οι εργαζόμενοι είδαν τους μισθούς τους να πέφτουν και τα ωράρια να επιμηκύνονται: απαραίτητες θυσίες για να επιβιώσει η επιχείρηση σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, το επιχείρημα της εργοδοσίας.
Το Δεκέμβρη του 2005 η ιδιοκτήτρια Biria Gruppe, πουλάει το εργοστάσιο, μαζί με ένα δεύτερο που διαθέτει, σε μικρές εταιρείες-βιτρίνες (όπως η Bike Systems, με μόνο 25.000 ευρώ ιδία κεφάλαια), ελεγχόμενες από την χρηματοπιστωτική πολυεθνική Lone Star. Η στρατηγική της Lone Star γίνεται αμέσως εμφανής: το δεύτερο εργοστάσιο μεταφέρεται στη Σαξονία και σύντομα κλείνει, αφήνοντας 200 εργαζόμενους/ες στο δρόμο. Μετατρέπει το εργοστάσιο του Nordhausen σε τροφοδότη ανταλλακτικών για τον πρώην ανταγωνιστή του, την εταιρεία Mifa, στην οποία η Lone Star έχει αποκτήσει σημαντικό μερίδιο. Και μέσα στο 2007 αποφασίζει να κλείσει οριστικά το εργοστάσιο του Nordhausen. Με λίγα λόγια, ο ρόλος της Lone Star ήταν κυριολεκτικά να “διαλύσει τον ανταγωνισμό”.
Οι εργάτες και οι εργάτριες του Nordhausen, όμως, αρνούνται να δεχθούν το μοιραίο. Μια δυναµική οµάδα 135 εργαζόμενων που παραμένουν στον αγώνα, αποφασίζουν στις 10 Ιουλίου να καταλάβουν το εργοστάσιο, ώστε να εμποδίσουν το κλείσιμό του. αποφασίζουν ότι μπορούν δοκιμαστικά να ξαναρχίσουν την παραγωγή, αυτή τη φορά χωρίς αφεντικό. Λίγες ηµέρες αργότερα και µε τη συμπαράσταση συγγενών, φίλων και των κατοίκων τής πόλης, παίρνουν το ρίσκο Ρίχνουν την εξωτερική καγκελόπορτα και εισβάλλουν στο εργοστάσιο και λειτουργούν το εργοστάσιο υπό τον έλεγχό τους. Τα προβλήματα είναι τεράστια. Η εργοδοσία έχει ήδη απομακρύνει σηµαντικό µέρος τού εξοπλισμού, παραµένει όµως επαρκής για την παραγωγή ενός τουλάχιστον µοντέλου. Δεν το βάζουν κάτω. Με τα ελάχιστα µέσα που διαθέτουν βάζουν ως στόχο την παραγγελία 1.800 ποδηλάτων µέχρι τις 2 Οκτωβρίου. Η τιμή για μεμονωμένες παραγγελίες είναι 275 ευρώ.
Παράλληλα ξεκινάει και ο αγώνας τους για τη δηµοσιοποίηση της προσπάθειάς τους. Με σύνθηµα «αγοράστε τα ποδήλατα της απεργίας» µια µεγάλη κινητοποίηση µέσω διαδικτύου περνάει σε όλα τα µήκη και πλάτη τού κόσµου. Έτσι γεννιέται η ίδεα του Strike Bike. Με τη βοήθεια του αναρχοσυνδικαλιστικού σωματείου FAU, της κολεκτίβας αλληλέγγυου εμπορίου Cafe Libertad (από την οποία προμηθεύεται ζαπατίστικο καφέ ο Σπόρος στην Ελλάδα) και άλλων οργανώσεων και συλλογικοτήτων, έχει ξεκινήσει μια καμπάνια στήριξης των εργατών/τριων, με την κατεύθυνση να μπει σε λειτουργία, υπό εργατικό έλεγχο, η επιχείρηση. Φτάνει και στα δικά µας αφτιά. Είναι οι ηµέρες που η Ελλάδα καίγεται και η κυβέρνηση…προετοιµάζει εκλογές.
Μέσα σε δώδεκα ηµέρες, και µε την υποστήριξη της γερµανικής κολλεκτίβας αλληλέγγυου εµπορίου Cafe Libertad, συµπληρώνονται οι 1.800 προπληρωµένες παραγγελίες για ποδήλατα αξίας 275 ευρώ το καθένα.
Μέσα σε κλίµα χαράς και έντασης οι εργάτες σηκώνουν τα µανίκια και βάζουν µπροστά τις µηχανές. Μεταξύ 22 και 26 Οκτωβρίου οι εργαζόµενοι δουλεύουν σε 3 βάρδιες. Και βγάζουν στην παραγωγή το «Απεργιακό Ποδήλατο». Σε κόκκινο χρώµα και µε σήµα µια γάτα που βρυχάται.
Στις 31 Οκτωβρίου ένα µεγάλο πάρτι ξεσηκώνει τους κατοίκους τής γερµανικής πόλης και περνάει το µήνυµα της νίκης. Την ίδια ώρα στην Ελλάδα, εδώ στην Αθήνα, σε ένα άλλο πάρτι τα παιδιά τού «Σπόρου» υποδέχονται 18 κόκκινα ποδήλατα. 17 από αυτά κάνουν τη βόλτα τους στους δρόµους τής Αθήνας. Ένα πατάει γκάζι στη Δράµα, το υποδέχθηκαν το Σάββατο 10 Νοεµβρίου στην πλατεία Ελευθερίας οι απολυµένοι τής Σόφτεξ. Την ίδια µέρα πραγµατοποιήθηκε µια µεγάλη ποδηλατοπορεία προς την πύλη τού εργοστασίου τής Σόφτεξ. Ο συσχετισµός προφανής: Πέντε χρόνια έχουν περάσει από την ηµέρα που έκλεισε το εργοστάσιο στη Δράµα. Οι εργαζόµενοι δικαιώθηκαν πρόσφατα ότι οι απολύσεις τους ήταν παράνοµες. Το εργοστάσιο όµως παραμένει κλειστό.
Τα παραπάνω παραδείγματα είναι μερικά από τα εκατοντάδες που έχουν πέσει στην αντίληψη μας σε διάφορες περιοχές του κόσμου και μας δείχνουν το δρόμο όχι για να ζητιανέψουμε πίσω αυτά που δικαιούμαστε, ούτε να παρακαλέσουμε τα αφεντικά ώστε να συνεχίζουμε να είμαστε σκλάβοι τους, αλλά αποτελούν λαμπρά παραδείγματα ώστε να αναλάβουμε εμείς την τύχη μας στα χεριά μας, να διαχειριστούμε τη ζωή μας, χωρίς να δουλεύουμε για να ζουν από τον ιδρώτα μας μερικοί κηφήνες εργοστασιάρχες, μεγαλοξενοδόχοι, μπιζνεσμεν, μεγαλομαγαζάτορες και οποία αλλά κωθώνια έχει θρέψει ο καπιταλισμός .
*. Το κείμενο αυτό είναι απο την εφημερίδα δρόμου της Κρήτης “Άπατρις”. Για το παραπάνω άρθρο αντλήθηκαν στοιχεία από το internet καθώς και από το περιοδικό «Γαλέρα» (τεύχος 2, Νοέμβριος 2005)
Ευάγριος Αληθινός
Πηγή από anarkismo.net και http://parallhlografos.wordpress.com