Eπί περίπου 48 ώρες, ένα φάντασμα πλανιόταν πάνω όχι μόνο από την Ευρώπη, αλλά από τον κόσμο ολόκληρο –ή τουλάχιστον τα χρηματιστήρια του κόσμου ολόκληρου: το φάντασμα του δημοψηφίσματος στην Ελλάδα
Από τη στιγμή που αναγγέλθηκε ότι πρόκειται να γίνει δημοψήφισμα, χωρίς καν να έχει διευκρινιστεί ακόμα το ερώτημα, προκλήθηκε καθολικός πανικός και φρίκη. Η αναγγελία ακούστηκε σαν «πυροβολισμός στην μέση ενός κονσέρτου» [1]· βιώθηκε σχεδόν ως απρέπεια, ως έλλειψη σεβασμού προς τον συνομιλητή. Εθνικοί και κοινοτικοί αξιωματούχοι, αμερικανικοί οίκοι και Γιαπωνέζοι χρηματιστές, σύνεδροι της G20 και έγκριτοι δημοσιολόγοι, και φυσικά σύσσωμη η αντιπολίτευση στην Ελλάδα, αριστερή και δεξιά, εντός ή εκτός του τότε κυβερνητικού κόμματος (ή του νέου τύπου κόμματος που συνιστούν τα υγιώς σκεπτόμενα ΜΜΕ), συμμάχησαν προκειμένου αρχικά να «φέρουν στα συγκαλά του», και ταχύτατα να οδηγήσουν σε παραίτηση, τον άφρονα, λαϊκιστή και τυχοδιώκτη πρωθυπουργό που «επανήλθε σε παλαιοκομματικές τακτικές» και παίζει εν ου παικτοίς θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωση του ευρώ, ή τουλάχιστο τη θέση της Ελλάδας σε αυτό. Η οποία αυτονόητα αποτελεί πολύτιμο «κεκτημένο του ελληνικής πολιτικής κουλτούρας» και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα (ακόμη και αν αυτή δεν είναι αρκετά ώριμη ώστε να το καταλάβει ή να της επιτραπεί να εκφραστεί σχετικά[2]).
Αρκετοί, στο σύντομο διάστημα από την εξαγγελία της ιδέας μέχρι την αναίρεσή της, την επέκριναν ως υστερόβουλη και μη γνησίως δημοκρατική και την απέρριψαν ως «τελευταίο εκβιασμό του Βαρόνου Παπανδρέου»[3]. Άλλοι, λιγότεροι, την επαίνεσαν ως επιτυχή αιφνιδιασμό που έθεσε τους πάντες προ των ευθυνών τους[4]. Ωστόσο, το αν ο μέχρι τότε πρωθυπουργός είναι ευφυής ή ανόητος, αθώος ή ιδιοτελής, κοσμοπολίτης ή επαρχιώτης, δεν είναι κατά τη γνώμη μας το κύριο. Η φωνή που έθεσε το ζήτημα του δημοψηφίσματος, ήταν φυσικά αυτή του Παπανδρέου. Μέσα από το στόμα του, όμως, ακούστηκε η φωνή του κόσμου. Γι’ αυτό και, όταν μίλησε, διάφοροι έχασαν την φωνή τους. Η εξαγγελία του δημοψηφίσματος ήταν προφανώς αποτέλεσμα των οργανωμένων και μη, των σποραδικών και μη, των μαζικών ή μεμονωμένων εκδηλώσεων αντίστασης στην ελληνική, ευρωπαϊκή, παγκόσμια πολιτική. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο πρώην πρωθυπουργός δεν θα είχε προχωρήσει στην ενέργειά του αυτή, δεν θα την είχε διανοηθεί καν, εάν επί όλο αυτό το διάστημα των τελευταίων δεκαοκτώ μηνών δεν είχαν λάβει χώρα στην Ελλάδα τόσο πολλές, και πολύμορφες, κινητοποιήσεις, που ένα άλλο φάντασμα είχε αρχίσει να προβάλλει: το φάντασμα της ακυβερνησίας.
Και όταν λέμε ακυβερνησία, δεν εννοούμε μόνο, ούτε κυρίως, το αν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση στην Ελλάδα από ένα ή περισσότερα κόμματα –ή και χωρίς κόμματα- που να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής, αλλά το αν μπορεί να ξαναχωρέσει στο μπουκάλι της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής (gouvernementalité) το τζίνι της ανεξέλεγκτης κινητικότητας, του ξεχειλίσματος, της εξόδου του πλήθους.
Η απόρριψη –ιδίως εξ αριστερών- του δημοψηφίσματος, έγινε υπέρ των εκλογών, οι οποίες «είναι πιο καθαρή λύση». Η προτίμηση αυτή είναι συντηρητική, κατά τουλάχιστον δύο έννοιες: πρώτα απ’ όλα, το αίτημα αυτό δεν είχε τεθεί στην ημερήσια διάταξη από κανέναν κοινωνικό αγώνα και δεν αντιστοιχεί στο πνεύμα καμιάς εκ των πολύμορφων κινητοποιήσεων που αναφέρθηκαν παραπάνω. Όλοι όσοι βρισκόντουσαν στις πλατείες, στους δρόμους, στα διόδια, αυτές που στήνανε ad hoc δίκτυα, ιδίως αυτοί που ματαίωσαν τις παρελάσεις –ένα συμβάν πρωτοφανές με εξαιρετική σημασία και πολύ βαθιές επιπτώσεις, το οποίο προς το παρόν έχει τεθεί σε δεύτερη μοίρα μπροστά στις καταιγιστικές εξελίξεις αλλά στο οποίο θα πρέπει να επανέλθουμε κάποια στιγμή-, όλες αυτές λοιπόν δεν ζητούσαν εκλογές: ζητούσαν να φύγουν όλοι.
Κατά δεύτερον, το αίτημα για εκλογές είναι όχι μόνο αναντίστοιχο, αλλά και βλαπτικό για τους κοινωνικούς αγώνες: είναι επιλογή εξομάλυνσης, επανεδαφικοποίησης, «τάξης και ασφάλειας». Αν, αντί για δημοψήφισμα, ο Γ.Π. είχε προκηρύξει εκλογές, θα είχαμε ακολουθήσει ένα σενάριο Πορτογαλίας μάλλον παρά Βελγίου, και θα είχαμε χάσει τη σπάνια ευκαιρία να παρακολουθήσουμε αυτό το ξεκαρδιστικό, υπέροχο γαϊτανάκι, μέσα από το οποίο η Ελλάδα για μέρες ολόκληρες έμενε ακέφαλη –πράγμα που έφερε στο φως με τον πιο καθαρό τρόπο τη δυσκολία των κυβερνώντων να κυβερνήσουν[5].
Μετά τη ματαίωση του δημοψηφίσματος, οι καθώς πρέπει σχολιαστές, αλλά και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, δεν παρέλειψαν να εκφράσουν το ανυπόφορο αίσθημα ταπείνωσης που αισθάνθηκαν βλέποντας τον πρωθυπουργό «τους» να καλείται εσπευσμένα στις Κάννες και να υφίσταται υποδείξεις. Για να εκφράσουν το αίσθημα αυτό, επιστράτευσαν για πολλοστή φορά τον κώδικα της φαντασίωσης του εθνικού-κοινωνικού κράτους και το γνωστό αφηγηματικό κλισέ ότι «έχουμε γίνει προτεκτοράτο» των Γερμανών, της ΕΕ, του «διευθυντηρίου» κ.ο.κ. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι το ίδιο ακριβώς κλισέ είχε προηγουμένως επιστρατευθεί για να ερμηνεύσει τον ίδιο τον «αιφνιδιασμό του Παπανδρέου», συνοδευόμενο μάλιστα και με το απαραίτητο συστατικό κάθε θεωρίας εξάρτησης/ συνωμοσίας, τον παλιό καλό αντιαμερικανισμό: π.χ. το Ποντίκι, στις 3/11/2011, κυκλοφόρησε με μεγάλο πρωτοσέλιδο τίτλο «Εκβιασμός made in USA», το νόημα του οποίου γινόταν ακόμη σαφέστερο με το εξόχως εύγλωττο –και φαλλογοκεντρικό- φωτομοντάζ.
Με άλλα λόγια: για την προκήρυξη του δημοψηφίσματος φταίνε οι κακοί ξένοι, για την μη πραγματοποίησή του φταίνε επίσης οι κακοί ξένοι. Χωρίς καθόλου να λαμβάνεται υπόψη το οφθαλμοφανές γεγονός ότι, από τότε που ξέσπασε η κρίση, οι ΗΠΑ είναι αυτές που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, πιέζουν τους ιθύνοντες της ΕΕ να βρουν μια λύση για το πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά αγνοούνται πανηγυρικά και σχεδόν αντιμετωπίζονται με περιφρόνηση. Και χωρίς καθόλου να αναρωτιέται κανείς, πότε άραγε συνέβη στο παρελθόν να κληθεί στη σύνοδο των G20 ο ηγέτης ενός προτεκτοράτου, και αυτοί οι «G» να καταστήσουν βασικό αντικείμενο συζήτησης αν αυτός ο «εξαρτημένος» θα κάνει κάτι που είχε ανακοινώσει σχετικά με ένα ζήτημα εσωτερικής πολιτικής της χώρας του (στην ουσία να τον εκλιπαρούν, ταπεινωτικά για τόση greatness, να μην το κάνει).
Ο σκοπός μας όμως εδώ δεν είναι να α(/υ)ποτιμήσουμε αυτή ή την άλλη ερμηνεία ή πολιτική στάση. Στο κάτω κάτω, η προσφυγή σε θεωρίες συνωμοσίας, σε διάφορους rectores naturae[6], εξυπηρετεί μία κατανοητή συναισθηματική ανάγκη: την ανάγκη να δώσουμε νόημα στο χάος των γεγονότων, να πειστούμε ότι υπάρχει κάποιο σχέδιο πίσω από όσα συμβαίνουν, και ας είναι σκοτεινό και απειλητικό. Το δυσάρεστο νόημα είναι μερικές φορές προτιμότερο από την απουσία νοήματος. Ωστόσο, ταυτόχρονα με αυτή την εγκατάσταση του έστω δυσάρεστου νοήματος, το πρόβλημα είναι ότι εγκαθίσταται επίσης η υποτίμηση εαυτού, μία κλασική τάση παραγνώρισης που χαρακτηρίζει τους (αδύναμους)[7] ανθρώπους: να θεωρούν μόνο τη δύναμη των άλλων σωμάτων και όχι του δικού τους, και να ξεχνούν ότι κανείς δεν είναι παντοδύναμος, ούτε κανείς τελείως αδύναμος. Ο λεκτικός σχηματισμός του ριζοσπαστικού πατριωτισμού εξέλαβε τις φωνασκίες των Μέρκελ και Σαρκοζί προς τον Παπανδρέου ως ένδειξη «εξάρτησης» του δεύτερου από τους πρώτους. Έτσι όμως ξέχασε να λάβει υπόψη του ότι φωνασκεί αυτός που έχει να χάσει κάτι, άρα που εξαρτάται και αυτός στον αντίστοιχο βαθμό από αυτόν προς τον οποίο φωνασκεί.
Στην εκσυγχρονιστική-ευρωπαϊστική εκδοχή του λόγου αυτού, η συμφωνία για την 6η δόση εμφανίστηκε ως μια εξαιρετικά γενναιόδωρη –και ύστατη- παραχώρηση των ισχυρών «Ευρωπαίων» προς τη χώρα «μας», ως μια χάρη την οποία είναι έτοιμοι να ανακαλέσουν εάν δουν ότι εμείς αμφιβάλλουμε και διστάζουμε να την αποδεχθούμε λέγοντας και «ευχαριστώ». Ωστόσο, όποιος κάνει ένα «δώρο» και διαισθάνεται ότι ο αποδέκτης δεν είναι πολύ ενθουσιώδης να το αποδεχτεί, δεν αντιδρά έτσι· δεν κινητοποιεί θεούς και δαίμονες προκειμένου να πείσει τον «ευεργετούμενο» να δεχθεί την ευεργεσία. Η αντίδραση που υπήρξε δείχνει μάλλον ανθρώπους για τους οποίους ήταν τουλάχιστον εξίσου σημαντικό να δοθεί –και να παραληφθεί- αυτό το «δώρο»· πράγμα που μας οδηγεί να υποψιαστούμε ότι επρόκειτο επίσης –αν όχι κυρίως- για ένα δώρο προς τον εαυτό τους.
Όπως έλεγε ο Σουν Τζου[8], ο καλός στρατηγός «πρέπει να ξέρει τον αντίπαλο». Το σημαντικό λοιπόν που προκύπτει από την ιστορία της αναγγελίας και εν συνεχεία ανάκλησης του δημοψηφίσματος, είναι ότι τώρα ξέρουμε τι τους τρομάζει, τι θέλουν πάση θυσία να αποφύγουν: οι θεωρούμενοι ως «ισχυροί αυτού του κόσμου», που υποτίθεται ότι «κατευθύνουν τις τύχες του», αλλά και αυτή ακόμη η απρόσωπη και αδήριτη «οικονομική νομοτέλεια» η οποία υποτίθεται ότι αυτορυθμίζεται και μπροστά στην οποία και θεοί πείθονται, είναι χάρτινες τίγρεις. Η ισχύς τους έχει την Αχίλλειο πτέρνα της, η οποία είναι, όχι η «οργανωμένη πάλη του λαού», όπως ίσως θα έλεγε ο πρόεδρος Μάο, αλλά μάλλον η ασυντόνιστη πάλη του πλήθους, αυτό το μικρό κλάσμα αβεβαιότητας και ρίσκου το οποίο κάποια στιγμή, για κάποιο λόγο, περισσεύει, δεν μπορεί να χωρέσει στην «κυβερνολογική των παραγώγων»[9], στα διαγράμματα και τις προβλέψεις των οίκων αξιολόγησης, ούτε να μεταφραστεί σε ένα ακόμα νούμερο μέσα στην εξίσωση συμμετροποίησης και τιθάσευσης των κινδύνων[10]. Η αστάθμητη και στροβιλική κίνηση του πλήθους, η μη προγραμματισμένη ανάδυση του «μέρους εκείνων που δεν έχουν μέρος» –δηλαδή η πολιτική, σύμφωνα με τον ορισμό του Ρανσιέρ- και η διάσταση της τυχαιότητας που αυτή συνεπάγεται[11], είναι ο σταυρός για τον νεοφιλελεύθερο βρικόλακα.
Το φάντασμα του δημοψηφίσματος (δηλαδή η φωνή, η επιθυμία του κόσμου, του οποιουδήποτε, για συμμετοχή στη διακυβέρνηση) απείλησε σοβαρά το μονοπώλιο των κυβερνώντων να ρυθμίζουν τα ανθρώπινα πράγματα, τη δημόσια ζωή –και έτσι, έστω για 48 ώρες, λειτούργησε ως εξισωτική συνθήκη ανάμεσα στους ισχυρούς της εξουσίας και του πλούτου και τους «αγανακτισμένους» των πλατειών: για τις 48 αυτές ώρες, οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν σε παρόμοια κατάσταση αβεβαιότητας με αυτή στην οποία βρίσκονται οι πληθυσμοί όλου του κόσμου. Η μεταξύ τους εκ του αποτελέσματος ισότητα μετρήθηκε εν προκειμένω στο αίσθημα: και οι «ελίτ» είναι δυνατό να αισθανθούν αβεβαιότητα και πανικό από τις κινήσεις του πλήθους, να χάσουν την φερεγγυότητά τους, την αξιοπιστία τους, να κριθούν αναποτελεσματικές [12]. Ο ανέλεγκτος θυμός, η αγανάκτηση, ο πανικός αποτυπώθηκαν στα πρόσωπα, στις κινήσεις και στα λόγια των ηγετών, θυμίζοντάς μας ότι και αυτοί είναι δυνατό να γίνουν αδύναμοι, πολύ αδύναμοι, εξαιτίας της δύναμης των «ανίσχυρων», της δύναμης του οποιουδήποτε.
Έστω και για μια στιγμή, (μια στιγμή όμως που φώτισε όλες τις υπόλοιπες), η απειλή και μόνο του δημοψηφίσματος αποκατέστησε τη δημοκρατία. Διότι αμφισβήτησε στην πράξη την αυθεντία της γνώσης και της δυνατότητας των οικονομικών επιτελείων να διαχειριστούν την κρίση· και, ως εκ τούτου, την ίδια την ευρωπαϊκή κανονικότητα (δηλαδή την εξαίρεση που έχει αναδειχθεί σε κανονικότητα). Διότι «οι κανόνες λειτουργίας της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης βασίζονται, μεταξύ άλλων, στην ρητά διατυπωμένη ιδέα ότι οι πολιτικοί και οι δημοκρατικές διαδικασίες δεν διαθέτουν αξιοπιστία σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική διότι πριμοδοτούν αποφάσεις βραχυπρόθεσμης τόνωσης της οικονομίας (…). Αντιθέτως, οι ειδικοί των κεντρικών τραπεζών, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, δεν υπόκεινται σε πολιτικές πιέσεις που απορρέουν από την ανάγκη του πολιτικού κόσμου να είναι δημοφιλής, και ως εκ τούτου μπορούν να πάρουν, οι “τεχνοκράτες”, τις ορθές αποφάσεις»[13]. Όταν η απόφαση μετατίθεται στην κρίση των ανθρώπων που καλούνται να ζήσουν τα αποτελέσματα του προγράμματος σωτηρίας, με αυτό συντελείται μία ανάληψη ευθύνης και μια «υπέρβαση αρμοδιοτήτων» ανυπόφορη για τη νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική.
Εδώ θα ήταν χρήσιμη μία αναδρομή στο πολύ πρόσφατο παρελθόν. Πριν λίγους μήνες, οι «αγανακτισμένοι» της πλατείας Συντάγματος κατηγορήθηκαν από τους ίδιους περίπου σχολιαστές και πολιτικούς για «συναισθηματισμό», «ανορθολογισμό» και «έλλειψη πρακτικών προτάσεων». Η πρόσφατη εξέλιξη επιβεβαιώνει ότι, όπως είχαμε ισχυριστεί και τότε[14], η κατάληψη της πλατείας και η «φλυαρία/ ομαδική ψυχοθεραπεία» ήταν η πιο ορθολογική και σκόπιμη ενέργεια, ακόμη και με στενά πρακτικούς, σχεδόν πραγματιστικούς όρους. Πραγματικά, η εναλλακτική «ρεαλιστική» πρόταση ποια ήταν/ είναι; Ότι θα δεχθούμε τα μέτρα αδιαμαρτύρητα, θα «σφίξουμε το ζωνάρι» για καμία δεκαετία τουλάχιστον, και τότε, όποιος έχει επιβιώσει, θα δει και πάλι την πολυπόθητη ανάπτυξη να ξεπροβάλλει ως λύτρωση εξ ουρανών μετά τη δοκιμασία, πράγμα που θα οδηγήσει σε νέες ευκαιρίες για την επιχειρηματικότητα, αυτό με τη σειρά του θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και όλοι θα ζουν ευτυχισμένοι με τα ψίχουλα που θα τους κάνουν τη χάρη να τους καταβάλλουν οι αναζωογονημένοι Έλληνες κεφαλαιούχοι. Ακόμα και ένας οπαδός του Τζέρεμι Μπένθαμ, αν ήταν ειλικρινής, δεν αποκλείεται να συμφωνούσε ότι η πρώτη επιλογή είναι πολύ περισσότερο ορθολογική.
Αυτό αντιθέτως που είναι πλήρως ανορθολογικό είναι η ηθικο-θεολογία της οφειλής και της ενοχής[15] που διακονούν οι διερμηνευτές της «αόρατης χειρός», η ρητορική του ψόγου και του σωφρονισμού την οποία εκπέμπουν οι θεματοφύλακες της χρηματιστικής ορθοδοξίας. Η αφήγηση που ενεργοποιεί ο λόγος αυτός συνοψίζεται στο «υποφέρουμε επειδή αμαρτήσαμε»: η κρίση χρέους είναι μια τιμωρία από την παντοδύναμη θεότητα των αγορών, που μας βρήκε επειδή «φάγαμε μαζί» το απαγορευμένο φρούτο, ήμασταν λαϊκιστές, πελατειακοί και αντιπαραγωγικοί, ζούσαμε πάνω από τις δυνάμεις μας … οπότε τώρα θα πρέπει να αλλάξουμε και να προσαρμοστούμε σε ό,τι επιτάσσουν οι συνθήκες, και έτσι κάποια στιγμή θα αλλάξουν και οι συνθήκες, θα αλλάξει και η οικονομία, θα κατευνασθεί από τις θυσίες μας και θα πάψει να μας τιμωρεί. «Η κρίση είναι ευκαιρία» –για μεταρρυθμίσεις: η μεταρρύθμιση, ως γνωστόν, είναι (ακόμα) ένας εκκοσμικευμένος θεολογικός όρος που αρχικά προσδιόριζε τον προτεσταντισμό, ή γενικότερα την επάνοδο στην ορθή δόξα από την οποία έχει κανείς απομακρυνθεί. Άλλωστε, και το ορθόδοξο πατριαρχείο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την ίδια περίπου εποχή, παρουσίαζε το Σουλτάνο ως σταλμένο από το Θεό για να βοηθήσει το γένος των Ρωμαίων να συνειδητοποιήσει τις αμαρτίες του και να μετανοήσει. Στη σύγχρονη οικονομική θεολογία, οι βουλές της παντοκράτειρας «αγοράς», μολονότι απολύτως ορθολογικές και τείνουσες πάντοτε προς το καλό όλων, είναι ωστόσο απρόσιτες στον κοινό νου, γι’ αυτό και η οργή της εκδηλώνεται δια της συμφοράς που μπορεί να πλήξει δικαίους και αδίκους, ή αδίκους οι οποίοι φαντάζονταν ότι είναι δίκαιοι αλλά κατά βάθος είχαν αμαρτήσει χωρίς να το συνειδητοποιούν. Τα «ασκητικά ιδανικά» του προγράμματος διάσωσης (άλλος ένας χαρακτηριστικός όρος) είναι η συνταγή που προτείνεται στον αμαρτωλό να ακολουθήσει προκειμένου να πάψει η οικονομία να τον τιμωρεί, μολονότι όλοι ξέρουν (και αν δεν ήξεραν το βλέπουν εδώ και ενάμισι χρόνο) ότι η αγωγή αυτή δεν οδηγεί σε καμία θεραπεία. Πράγμα φυσικά που ερμηνεύεται, κυκλικά, ως πλημμελής εφαρμογή της θεραπείας και αξιοποιείται ως επιχείρημα για περαιτέρω αύξηση της δόσης, και ούτω καθεξής, επ’ άπειρον.
Όπως έχει δείξει πειστικά, μεταξύ άλλων, ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, η τακτική αυτής της οικονομικο-πολιτικής θεολογίας, ήδη από την εποχή του Τυργκό, του Κεναί και των φυσιοκρατών, είναι η τακτική της «ασφάλειας»: δεν κατατείνει στο να αποτρέψει ή να καταπολεμήσει τις κρίσεις, αλλά στο να επιτρέψει την εκτύλιξή τους και να «ασφαλίσει» τα αποτελέσματά τους αφού ξεσπάσουν, να δουλέψει και να χτίσει πάνω σε αυτά[16]. Η νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική συνιστά όχι επιβολή της τάξης, αλλά έκλυση και διαχείριση της αταξίας. Όχι όμως οποιασδήποτε αταξίας: υπάρχει μία αταξία, μια ενδεχομενικότητα, την οποία δεν μπορεί να διαχειριστεί, τουλάχιστον άμεσα, και μπροστά στην οποία πελαγώνει, προσωρινά πανικοβάλλεται. Αυτός ο πανικός είναι το ίχνος της δραστικότητας της ταξικής πάλης, δηλαδή –ας μην ξεχνάμε- μιας πάλης όσων έχουν κωδικοποιηθεί και περικλειστεί στο στρατόπεδο της «εργατικής τάξης» με στόχο να πάψουν να είναι τάξη, να γίνουν αταξία[17].
Αν είναι έτσι, αυτό μας επιτρέπει, και μας επιβάλλει, όχι μόνο να βγάλουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα από την άποψη της στρατηγικής, αλλά επίσης να αναρωτηθούμε κάποια πράγματα ακριβώς για το νόημα και το καθεστώς –για την ίδια τη δυνατότητα- αυτής της στρατηγικής. Να αναρωτηθούμε για παράδειγμα τι μπορεί να σημαίνει μία μη στρατηγική στρατηγική[18]. Υπό τη συμβατική της έννοια, η στρατηγική δηλώνει ένα σύνολο συνειδητών και σχεδιασμένων ενεργειών –στην κυριολεξία εκ μέρους ενός στρατού, κατ’ επέκταση εκ μέρους οποιουδήποτε άλλου συλλογικού σώματος που εξομοιώνεται με αυτόν- με σκοπό τη νίκη και την επικράτηση επί του αντιπάλου. Εδώ, όμως, η χρήση της έννοιας αυτής είναι προβληματική, καθότι δεν πρόκειται για (τακτικό/ κρατικό) στρατό, αλλά για (νομαδική) μηχανή πολέμου.
Υπ’ αυτή την έννοια, αυτό που πρέπει να αναρωτηθούμε είναι κάτι που μοιάζει με οξύμωρο: πώς μπορούμε να προετοιμάσουμε το απρόβλεπτο, το αδιανόητο. Η στρατηγική των στρατηγών –και όσων εξομοιώνονται ή θέλουν να εξομοιωθούν με αυτούς, ακόμη και αν δεν έχουν στρατό- συνίσταται στη διπολική φαντασίωση της οργανωμένης μάχης: «τάξη εναντίον τάξης» –ή τα παρόμοια. Η δική μας τακτική, η τακτική των «σωμάτων χωρίς όργανα», συνίσταται σε δράση επί (και όχι απαραιτήτως εναντίον) άλλων δράσεων. Ίσως ούτε καν επί, αλλά παράλληλα με άλλες δράσεις, ή δίπλα σε αυτές· σε δράσεις τις οποίες δεν γνωρίζουμε ακόμη όταν σχεδιάζουμε, και με τις οποίες ενδέχεται να συγκροτούμε αρμολογήματα (assemblages) ριζωματικού τύπου[19].
Έτσι λοιπόν η δράση μας θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι δεν είναι μόνη, ούτε μόνη με τον αντίπαλο όπως σε μία μονομαχία (ή «δι-μαχία» όπως λέγεται στις περισσότερες από τις λοιπές ευρωπαϊκές γλώσσες –πρβλ. duel κ.λπ.· ένδειξη του ότι το ένα δεν διαφέρει πολύ από το δύο). Αντιθέτως, συνυπάρχει με άλλες δράσεις, και άρα έχει πάντοτε κάτι από την επιτελεστικότητα και τη δεξιοτεχνία ενός μουσικού. Και πάλι, όχι ενός μουσικού σε μια ορχήστρα συμφωνική (άρα προσυμφωνημένη)· η καλύτερη αναλογία είναι μάλλον ένας μουσικός σε μια ορχήστρα τζαζ, ο οποίος αλληλεπιδρά με άλλους μουσικούς, την ύπαρξη και τη δράση των οποίων θα πρέπει να συνυπολογίσει. Το αντίστοιχο βέβαια ισχύει και για όλους τους άλλους: ο καθένας απ’ αυτούς θα πρέπει να ρυθμίσει τη δραστηριότητά του σε συνάρτηση με ό,τι κάνουν οι υπόλοιποι –το οποίο δεν γνωρίζει πλήρως πριν αρχίσει να δρα.
Στο άρθρο του «Virtuosismo e rivoluzione», ο Πάολο Βίρνο, για να περιγράψει αυτήν ακριβώς την ιδιότητα που χαρακτηρίζει τη δράση του πλήθους, χρησιμοποιεί τον ιταλικό όρο agire di concerto. Στην ελληνική έκδοση του άρθρου[20], ο μεταφραστής έκανε την ασυνήθιστη επιλογή να αφήσει αμετάφραστο τον όρο, μολονότι στα ελληνικά το «κον(τ)σέρτο» χρησιμοποιείται μόνο με τη μουσική έννοια και όχι για οποιαδήποτε δημόσια σύμπραξη και συντονισμό. Το σχετικό χωρίο έχει ως εξής:
Το Πλήθος εξοστρακίζει και ανακατεύει τους μηχανισμούς της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Εκφράζεται σαν ένα σύνολο «δρωσών μειοψηφιών», που όμως καμιά τους δεν φιλοδοξεί να γίνει πλειοψηφία. Αναπτύσσει μια εξουσία που αρνείται να γίνει κυβέρνηση.
Γεγονός είναι ότι ο καθένας από τους Πολλούς καταλήγει αδιαχώριστος από την «παρουσία των άλλων», αδιανόητος έξω από τη γλωσσική συνεργασία ή τη δράση-σε-κοντσέρτο που συνεπάγεται αυτή η παρουσία. Η συνεργασία, όμως, σε αντίθεση με τον ατομικό εργασιακό χρόνο ή το ατομικό δικαίωμα στην ιδιότητα του πολίτη, δεν είναι μια «ουσία» υπολογίσιμη και ευμετάβλητη. Μπορεί, βεβαίως, να υποταχθεί, αλλά δεν μπορεί να αντιπροσωπευθεί και, ακόμη περισσότερο, να μεταβιβάσει αρμοδιότητες[21].
Ένα τέτοιο «κονσέρτο» λοιπόν ίσως θα είχε τη δυνατότητα να χωρέσει και να εντάξει στους κόλπους του τον αγενή «πυροβολισμό» που συνιστά η εισβολή της πολιτικής στο χώρο της ρυθμισμένης κυκλοφορίας, ή, ακόμα καλύτερα, να τον παραγάγει το ίδιο, να γίνει το ίδιο αυτός ο κρότος που μετατοπίζει και απεδαφικοποιεί τις αστυνομικές περιφράξεις με τις οποίες απονέμεται εκ των προτέρων στον καθένα ένα ορισμένο «μέρος» (part).
Αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει «σχετικισμό» ή «αυθαιρεσία», όπως θα είχαν την τάση να αντιτείνουν οι οπαδοί του διαφωτισμού/ φαλλογοκεντρισμού. Για μια τέτοια πρακτική, ο σαξοφωνίστας της τζαζ Ορνέτ Κόουλμαν, σε συζήτησή του με τον Ζακ Ντεριντά στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1997, χρησιμοποίησε την εξής περιγραφή:
οι περισσότεροι άνθρωποι νόμιζαν ότι άρπαζα το σαξόφωνό μου και έπαιζα ό,τι μου περνούσε από το μυαλό, χωρίς να ακολουθώ κανέναν κανόνα, αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια[22].
Ο μουσικός της τζαζ ναι μεν ακολουθεί έναν κώδικα (μία παρτιτούρα –μερισμό [partition], στη γλώσσα της μουσικής), αλλά ο κώδικας αυτός φτιάχνεται στην πορεία και σε συνδυασμό/ συντονισμό με τους συμπαίκτες. «Είναι σαν να κατασκευάζαμε τις ίδιες μας τις λέξεις, με μια σαφή ιδέα τού τι θέλουμε να σημαίνουν οι λέξεις αυτές για τους ανθρώπους» (Κόουλμαν, ό.π.). Πρόκειται λοιπόν για μια πρακτική στην οποία είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιος είναι ο συνθέτης και ποιος ο εκτελεστής. Η πρακτική αυτή προϋποθέτει την πρόβα (répétition, πράγμα που σημαίνει επίσης: επανάληψη), μια επανάληψη όμως που κατά παράδοξο τρόπο μοιάζει να είναι πάντοτε μια πρώτη φορά.
Σημειωτέον ότι ο Κόουλμαν συνδέει ρητά τη δραστηριότητά του με τη δημοκρατία αλλά και τη μετάφραση, ενώ, όταν ο συνομιλητής του τον επερωτά τι ακριβώς σημαίνει η «δημοκρατικότητα» αυτής της αυτοσχεδιαζόμενης και ταυτόχρονα κωδικοποιημένης μουσικής, αυτός απαντά:
Οι άνθρωποι που είναι απ’ έξω νομίζουν ότι είναι μια μορφή εξαιρετικής ελευθερίας, αλλά εγώ νομίζω ότι είναι περιορισμός. (…) Αυτό που είναι πραγματικά εντυπωσιακό για την αυτοσχεδιαστική μουσική, παρά το όνομά της, είναι ότι οι περισσότεροι μουσικοί χρησιμοποιούν ένα «νήμα» με βάση το οποίο αυτοσχεδιάζουν. (…) η μουσική που έγραψα (…) έχει δύο χαρακτηριστικά: είναι εντελώς αυτοσχεδιασμένη, αλλά την ίδια στιγμή ανταποκρίνεται στους νόμους και τους κανόνες της ευρωπαϊκής δομής. Και όμως, όταν την ακούς, μοιάζει τελείως αυτοσχέδια.
Αυτό το παράδειγμα μιας δραστηριότητας που αποφασίζει κάθε φορά, σχεσιακά και από κοινού με τους άλλους, για το μη αποφασίσιμο, χωρίς να ακολουθεί αφηρημένους κανόνες κληρονομημένους από το παρελθόν ή να παράγει καινούριους για το μέλλον, που δεν επιδέχεται κάποια καντιανού τύπου καθολίκευση, τυποποίηση και παιδαγωγική (παρά μόνο ίσως μια παιδαγωγική «αδαούς δασκάλου» [23]), ακούγεται ως παράδοξο· μπερδεύει, φέρνει σε αμηχανία όσους σκέφτονται με όρους διαφωτισμού/ μπολσεβικισμού. Ωστόσο, η πείρα των κοινωνικών αγώνων της τελευταίας περιόδου, και ίσως όχι μόνο αυτής, δείχνει ότι τέτοιου είδους δραστηριότητες παρήγαγαν ό,τι πιο γόνιμο, ενδιαφέρον και ελπιδοφόρο έχει συμβεί στο πεδίο της πολιτικής.
Δραστηριότητες οι οποίες είχαν επίγνωση (έστω και ασυνείδητα –ακόμα ένα οξύμωρο) ότι το αποτέλεσμα δεν θα είναι ποτέ αυτό που έχουμε υπολογίσει· αυτό που θα προκύψει θα είναι πάντα ένα αθέλητο αποτέλεσμα. Κι ωστόσο αυτή η επίγνωση όχι μόνο δεν παρέλυε τους δρώντες, αλλά αντιθέτως ήταν ένας λόγος περισσότερος γι’ αυτούς να ακολουθήσουν την επιθυμία τους, να της δείξουν εμπιστοσύνη, να μην ενεργούν υπολογιστικά ως homines (και foeminae) oeconomici (-ae). Και στο βαθμό που το έκαναν αυτό, προέκυπτε ότι ακόμα και η επιταγή «να γνωρίσεις τον αντίπαλο», ή έστω και τον συμπαίκτη, σχετικοποιείται, αποδομείται, χάνει το νόημά της. Διότι απλούστατα δεν υπάρχει (ακόμα/ πλέον) κάτι να γνωρίσει κανείς. Η γνώση του αντιπάλου είναι ίσως αναγκαία στις συγκρούσεις/ μάχες όπου τα ποιοτικά και τα ποσοτικά χαρακτηριστικά των δυνάμεων που συγκρούονται είναι σαφώς διακριτά, όπως σε «δύο ομάδες ράγκμπι που είναι παραταγμένες η μία απέναντι στην άλλη» σύμφωνα με το γνωστό παράδειγμα του Αλτουσέρ. Στις ριζωματικές συναντήσεις, «γνωρίζοντας» τον «αντίπαλο» τον μετασχηματίζεις κιόλας, και επίσης μετασχηματίζεσαι εσύ ο ίδιος –απεδαφικοποιείσαι.
Ίσως λοιπόν το μη διδακτικό δίδαγμα από την πείρα των κοινωνικών αγώνων της τελευταίας περιόδου, και ίσως όχι μόνο αυτής, μπορεί να συνοψιστεί στο γνωμικό: non sapere aude! Να τολμήσουμε να μη γνωρίζουμε, ή έστω, να αναλάβουμε την ευθύνη για το γεγονός ότι το Πολιτικό είναι πάντοτε Μη-Όλον, ότι πάντοτε θα υπάρχει κάτι που δεν θα γνωρίζουμε και δεν θα ελέγχουμε. Και παρόλα αυτά να δρούμε, πέρα από το μοντέλο της συνειδητής/ σκόπιμης/ οργανωμένης/ συνολικής πάλης, ασκώντας «ανεπαίσθητες» (imperceptible) πολιτικές[24]. Το αποτέλεσμα που προκύπτει κάθε φορά θα είναι αθέλητο· είναι όμως δυνατό, και επιβεβλημένο, να θελήσουμε το αθέλητο.
[1] Πρβλ.: «La politique dans une œuvre littéraire, c’ est un coup de pistolet au milieu d’ un concert, quelque chose de grossier, et auquel pourtant il n’ est pas possible de refuser son attention» [Η πολιτική σε ένα λογοτεχνικό έργο είναι ένας πυροβολισμός εν μέσω κονσέρτου, κάτι το ανάρμοστο, στο οποίο ωστόσο δεν είναι δυνατό να αρνηθεί κανείς την προσοχή του] (Stendhal, La chartreuse de Parme, in: Les oeuvres. Dir. Del Litto & Abravanel, Rencontre, Lausanne 1961, Tome II, p. 236).
[2] Πρβλ. και: Δημήτρη Δημούλη, «Δύο συνταγματ(ολογ)ικά ψεύδη και μια δημοκρατική υπόσχεση», http://www.rednotebook.gr/details.php?id=3787
[3] http://rednotebook.gr/details.php?id=3607
[4] http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=10036
[5] Η δυσκολία αυτή είναι σαφής ακόμη και μετά το σχηματισμό της «υβριδικής» κυβέρνησης Παπαδήμου, στα πεπραγμένα της οποίας θα μπορούσε να τεθεί ως τίτλος «Μπάρτλμπυ: μια ιστορία της οδού Σοφοκλέους». Πράγματι, κάποιοι ορίστηκαν ως κυβερνητικοί αξιωματούχοι, αλλά δείχνουν ότι μάλλον they would prefer not to. Ενδεικτικά, προ ημερών σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης ένας χρήστης δημοσίευσε το εξής σχόλιο: «Το ΠΑΣΟΚ σταμάτησε να κυβερνά, η ΝΔ διαβεβαιώνει ότι δε συγκυβερνά, ο Καρατζαφέρης έναν υπουργό των ταξί έχει όλο κι όλο, ο πρωθυπουργός με το ζόρι επέβαλε έναν υπουργό στην κυβέρνηση του. Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;». Φαίνεται λοιπόν ότι η επιθυμία εξόδου είναι κολλητική, και μεταδίδεται από τους κυβερνώμενους στους ίδιους τους κυβερνώντες: κυβερνά ένα υποκείμενο που [θέλει να] είναι ταυτόχρονα μη υποκείμενο, όπως και οι αγανακτισμένοι (πρβλ. Άκη Γαβριηλίδη, «Φαλλογοκεντρισμός, η γεροντική ασθένεια του μοντερνισμού: φλυαρίες (περί) αγανακτισμένων», Σύγχρονα Θέματα, τ. 114 (Ιούλιος-Αύγουστος 2011) = http://wp.me/p1eY1R-7w).
[6] Πρβλ. Σπινόζα, Ηθική, παράρτημα του 1ου μέρους.
[7] Η προσθήκη αυτή είναι ουσιαστικά ταυτολογία, επειδή όλοι οι άνθρωποι είμαστε εν μέρει δυνατοί και εν μέρει αδύναμοι· γι’ αυτό και μπήκε σε παρένθεση.
Για την έννοια της υποτίμησης εαυτού βλ. Σπινόζα, Ηθική, μέρος 3, ορισμός 29.
[8] Sun Zu, Η τέχνη του πολέμου, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998, κεφ. 13 (σελ. 78 επ.).
[9] Βλ. Μάριος Εμμανουηλίδης και Χρήστος Νασιόπουλος, «Οικονομία του κίνδυνου, πολιτικές διακινδύνευσης», Θέσεις τ. 117, περίοδος: Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2011, ιδίως σ. 133.
[10] Στην οποία συνίσταται η λειτουργία της χρηματιστικοποίησης ως τεχνολογίας, όπως υποστηρίζουν οι Γ. Μηλιός-Δ. Σωτηρόπουλος στο Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση, Νήσος, Αθήνα 2011, ιδίως σ. 459 επ.
[11] Βλ. Ζακ Ρανσιέρ, Το μίσος για τη δημοκρατία. Πολιτική, δημοκρατία, χειραφέτηση, Πεδίο, Αθήνα 2009, σ. 64-65.
[12] Tην επόμενη μέρα, καταιγισμός δημοσιευμάτων στον έγκριτο τύπο απέδιδε ευθύνες στους Μέρκελ, Σαρκοζί, Τρισέ, για ανεπαρκή διαχείριση της κρίσης. Ο υφυπουργός οικονομικών της Κίνας έσπευσε δε στις Κάννες με την επιταγή «ή βοηθήστε τους Έλληνες ή σταματήστε το δημοψήφισμα».
[13] Ηλία Ιωακείμογλου, «Ο Παπαδήμος, ο Μόντι, η επερχόμενη σύρραξη», http://rednotebook.gr/details.php?id=3757
[14] http://wp.me/p1eY1R-7w
[15] Για τη λειτουργία του χρέους ως «ασφαλειακής» [sécuritaire] τεχνικής ελέγχου και συγκρότησης ατομικών και συλλογικών υποκειμενικοτήτων βλ. Maurizio Lazzarato, La Fabrique de l’homme endetté. Essai sur la condition néolibérale, Éditions Amsterdam, Paris 2011.
[16] Βλ. Giorgio Agamben, «On security and terror», Frankfurter Allgemeine Zeitung, September 20, 2001, αγγλ. μετ. Soenke Zehle, http://interactivist.autonomedia.org/node/2994
[17] http://wp.me/p1eY1R-B
[18] Όπου η λέξη αυτή την πρώτη φορά νοείται ως επίθετο, τη δεύτερη ως ουσιαστικό.
[19] Για την έννοια του ριζώματος βλ. Gilles Deleuze-Félix Guattari, Mille Plateaux, éd. de Minuit, Paris 1980, ιδίως σ. 17: «Η ορχιδέα απεδαφικοποιείται σχηματίζοντας μια εικόνα, ένα σχεδιάγραμμα της σφήκας· αλλά η σφήκα επανεδαφικοποιείται πάνω στην εικόνα αυτή. Ωστόσο η σφήκα απεδαφικοποιείται, καθιστάμενη η ίδια ένα κομμάτι στο μηχανισμό αναπαραγωγής τής ορχιδέας· επανεδαφικοποιεί όμως την ορχιδέα, μεταφέροντας τη γύρη της. Η σφήκα και η ορχιδέα, ως ετερογενή, σχηματίζουν ρίζωμα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ορχιδέα μιμείται τη σφήκα, της οποίας την εικόνα αναπαράγει κατά σημαίνοντα τρόπο (μίμηση, μιμητισμός, δέλεαρ κ.λπ.). Αλλά αυτό ισχύει μόνο στο επίπεδο των στρωματώσεων –παραλληλισμός ανάμεσα σε δύο στρωματώσεις, κατά τρόπο ώστε μια φυτική οργάνωση στη μία στρωμάτωση να μιμείται μια ζωική οργάνωση στην άλλη. Την ίδια στιγμή, πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό: όχι πλέον μίμηση, κάθε άλλο, αλλά αιχμαλώτιση [capture] κώδικα, υπεραξία κώδικα, αύξηση ισχύος, ένα πραγματικό γίγνεσθαι, γίγνεσθαι-σφήκα της ορχιδέας και γίγνεσθαι-ορχιδέα της σφήκας, ενώ κάθε ένα από αυτά τα γίγνεσθαι επιφέρει την απεδαφικοποίηση του ενός όρου και την επανεδαφικοποίηση του άλλου, και τα δύο γίγνεσθαι σχηματίζουν μεταξύ τους αλληλουχίες και διασυνδέσεις σύμφωνα με μια κυκλοφορία εντάσεων, ωθώντας την απεδαφικοποίηση ακόμη πιο μακριά»
[20] Βλ. Πάολο Βίρνο, Δεξιοτεχνία και επανάσταση, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2002.
[21] Βίρνο, ό.π. σ. 20. Διορθώσαμε ελαφρά τη μετάφραση σε δύο σημεία.
[22]«Ornette Coleman et Jacques Derrida – La langue de l’autre», http://www.lesinrocks.com/actualite/actu-article/t/782/date/1997-08-20/article/ornette-coleman-et-jacques-derrida-la-langue-de-lautre/ (η μετάφραση και η υπογράμμιση δική μας).
[23] Βλ. Ζακ Ρανσιέρ, Ο αδαής δάσκαλος. Πέντε μαθήματα πνευματικής χειραφέτησης, Νήσος, Αθήνα 2008.
[24] Για την έννοια της «ανεπαίσθητης πολιτικής» βλ. Dimitris Papadopoulos, Niamh Stephenson, and Vassilis Tsianos, Escape Routes. Control and Subversion in the 21st Century, Pluto Press, London – Ann Arbor 2008, σ. 71 επ.
το άρθρο δημοσιεύτηκε:
http://nomadicuniversality.wordpress.com/2011/11/18/chaos-το-δικό-μας-περίστροφο-στο-τραπέζι/#_ftnref1