Ευρώ θέλοντος και μνημονίου επιτρέποντος, κλείνω φέτος τα σαράντα. Σκέφτομαι αυτούς που γεννήθηκαν σαράντα χρόνια πριν από μένα. Ένας που γεννήθηκε το 1932 μέχρι τα δικά του σαράντα πρόλαβε να ζήσει άμεσα ή εξ αντανακλάσεως δικτατορία, πόλεμο, κατοχή, εμφύλιο, μετεμφυλιακό κράτος με όλο το σχετικό χαμό του, ξανά δικτατορία. Να πάρουμε και τον αμέσως πιο πίσω σαραντάρη, εκείνον που γεννήθηκε το 1892; Εκείνου κι αν ήταν φουλ το ιστορικό πιάτο. Ενώ εμείς οι καημένοι τι βιώσαμε ιστορικά από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας; Τί – πό – τά. Προφανώς πολλά και διάφορα συνέβησαν αυτά τα χρόνια, αλλά πώς να τολμήσουν να συγκριθούν από πλευράς δραματικότητας με το παρελθόν; Το 1989 έγιναν κοσμοϊστορικές αλλαγές, ούτε όμως ο δικός μας ο κόσμος ούτε η δική μας ιστορία ήταν εκείνη που άλλαζε ριζικά. Ο δικός μας κόσμος όντας στο στρατόπεδο των νικητών συνέχισε να κυλά αδιατάρακτος για μια εικοσαετία ακόμα. Καιρός δεν ήταν να μπει ένα τέλος στην ανία, καιρός δεν ήταν να αρχίσουμε να παίρνουμε κι εμείς μια δόση Ιστορίας, καιρός δεν ήταν να αρχίσουμε να γευόμαστε κι εμείς την γλύκα της;
Όταν μεγαλώνεις εκτός δραματικής Ιστορίας, εθίζεσαι σε ένα τρόπο σκέψης που σε κάνει να νομίζεις ότι ως το τέλος της ζωής σου έτσι θα πηγαίνει το έργο. Εξίσου αν όχι και περισσότερο σοκαριστικό από ένα κόσμο που κατεδαφίζεται, είναι το εντελώς απρόσμενο της κατεδάφισής του. Προηγούμενες γενιές ήξεραν πως όλα μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανατραπούν, πως όλα είναι εκκρεμή κι επίφοβα. Σε εμάς όλα έμοιαζαν στερεωμένα σε αδιαμφισβήτητες βάσεις και μακριά από το φόβο. Υπήρχε βέβαια πάντα ο φόβος της προσωπικής σου κατάρρευσης, αλλά η συλλογική σε καιρό ειρήνης έμοιαζε με αδιανόητη.
Ο βασικότερος εθισμός όμως είναι άλλος: εθίζεσαι στην πεποίθηση πως όπως η Ιστορία διαδραματιζόταν προ κρίσης ερήμην σου, έτσι διαδραματίζεται ερήμην σου και μέσα στην κρίση, εθίζεσαι στην πεποίθηση πως είσαι πολύ μικρός και ασήμαντος για να παρέμβεις και να προσπαθήσεις να την επηρεάσεις. Είναι πολύ πιο συνεπές με βάση τον ως τώρα ανενεργό σου ρόλο και σου είναι πολύ πιο εύκολο ψυχολογικά να παίξεις το ρόλο του σφάγιου. Προτιμάς να σε θυσιάσουν παρά να ρισκάρεις να θυσιάσεις. Αυτό το ρίσκο σε σκανδαλίζει και σε αποσυντονίζει όσο τίποτα. Έτσι, ακόμα κι αν καταλαβαίνεις πια πως πρόκειται να χαθούν πάρα πολύ περισσότερα από όσα έχουν ήδη χαθεί, το κατενάτσιο που παίζεις είναι λιγότερο ένα κατενάτσιο ακραίας ελπίδας μήπως και σωθεί η παρτίδα και περισσότερο ένα κατενάτσιο καθήλωσης μπροστά στον τρόμο να πάρεις την δική σου τύχη στα χέρια σου και να μετατραπείς από εξουσιαζόμενος σε αυτεξούσιος. Ήσουν όλα αυτά τα χρόνια -και πώς να πάψεις έτσι ξαφνικά να είσαι τώρα- ένα μικρό παιδί που άφηνες τους μεγάλους να καθορίζουν τα των μεγάλων. Έπαιζες με τα ιδιωτικά σου παιχνίδια κι άφηνες στους μεγάλους την τύχη του δημόσιου βίου. Τα χεράκια σου νιώθουν ασφαλή όταν τα κρατά η παλάμη των υπεύθυνων πολιτικών και μιντιακών δυνάμεων του τόπου.
Σε κρατούν και σε οδηγούν στο γκρεμό, το βλέπεις, δίπλα σου έχουν πέσει τόσοι άλλοι, το βλέπεις, ωστόσο αυτό έμαθες, να οδηγείσαι, αυτό έμαθες, να αφήνεις αυτά τα πράγματα σε εκείνους που ξέρουν καλύτερα, και τουλάχιστον την ώρα που σε ρίχνουν παρηγορείσαι ξέροντας ότι δεν έκανες εσύ καμία αποκοτιά, δεν προξένησες εσύ με καμία απειθαρχία την πτώση σου, έπεσες μεν, αλλά έπεσες σαν καλό παιδί, έπεσες ακολουθώντας το δρόμο της σύνεσης, αφού δεν υπήρχε άλλος δρόμος από αυτόν. Από τον πανικό να βρεθείς χειραφετημένος μπροστά στο γκρεμό και να προσπαθήσεις να του ξεφύγεις μόνος σου, προτιμάς το χέρι που σε ρίχνει σίγουρα σε αυτόν και το στόμα που εκείνη την ώρα σου ψιθυρίζει στο αυτί πως κάθε άλλη επιλογή θα ήταν καταστροφική, πως ό,τι κάνει το κάνει για το καλό σου και το ευρύτερο καλό της πατρίδας και των παιδιών σου· που μέχρι να σαρανταρίσουν το πιθανότερο είναι πως θα έχουν έρθει αντιμέτωπα με πολύ περισσότερη Ιστορία απ’ ό,τι εσύ.