‘Όπου η πολιτική αντιπαλότητα φτάνει στο επίπεδο της εγκληματικότητας, ο αντίπαλος πρέπει να απαξιωθεί ηθικά, αλλά και η καταπολέμηση του πολιτικού αντιπάλου ως τέτοια πρέπει να αποκρυβεί. Προβάλλεται η εντύπωση ότι αυτός έχει παραβιάσει «γενικούς» και άρα μη πολιτικούς νόμους’.
– Ulrich Preuss, Παρατηρήσεις για την έννοια του πολιτικού εγκληματία
Αν η ανάλυση ενός πολιτικού γεγονότος εκκινεί αναγκαστικά από ‘αυτό που συνέβη’ είναι σαφές ότι στην βάση κάθε ανάλυσης της συγκέντρωσης ενάντια στην ψήφιση του ‘Μνημονίου 2’ που πραγματοποιήθηκε την 12η Φεβρουαρίου πρέπει να είναι τα εξής γεγονότα: ότι η διαδήλωση ήταν πολύ μαζική, ότι η αστυνομία είχε επιθετική στάση (ανάλογη του διημέρου 28-29 Ιουνίου το καλοκαίρι), ότι παρόλα αυτά ο κόσμος δεν διαλύθηκε, ότι έλαβαν χώρα εκτεταμένες συγκρούσεις στις οποίες ο αριθμός των συμμετεχόντων παραήταν μεγάλος για να περιοριστεί στις ομάδες που συνήθως ασκούν τέτοιες μορφές δράσης ως ‘εκτροπή’ από τις υφιστάμενες μορφές διαμαρτυρίας, ότι όσο οι ταραχές επεκτείνονταν πήραν μια ‘γεύση από Δεκέμβρη’ (καταστροφές κτιρίων, ειδικά τραπεζών και ενεχυροδανειστήριων, απαλλοτριώσεις καταστημάτων). Γεγονός είναι επίσης ότι κάποιος κόσμος αντέδρασε αρνητικά στις απαλλοτριώσεις, αλλά και ότι η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου επευφημούσε το κάψιμο τραπεζών και ενεχυρο-δανειστήριων. Όπως, τέλος, γεγονός είναι ότι η αστυνομία κατάφερε να ελέγξει την κατάσταση και φυσικά ότι οι ταραχές δεν απέτρεψαν την υπερψήφιση του ‘Μνημονίου 2’.
Αυτά, λίγο ή πολύ, είναι τα βασικά ‘γεγονότα’. Αλλά μέχρι τώρα δεν έχουμε επί της ουσίας πολιτική, πόσο μάλλον θεωρητική, ανάλυση αλλά χρονογράφημα. Διότι από μόνα τους τα γεγονότα δεν λένε και πολλά, ή μάλλον, λένε αρκετά αλλά αυτό που λένε, το νόημα που πραγματώνεται εμπράκτως στις ενσώματες δραστηριότητες που στοιχειοθετούν το ‘πολιτικό γεγονός’, χρειάζεται έναν λόγο που έρχεται σε δεύτερο χρόνο ώστε να τα αποσαφηνίσει, διαυγάσει, ή και να τα μεταφέρει σε ένα υψηλότερο πεδίο εννοιολογικής καταληπτότητας. Αυτός είναι ο σκοπός μιας πολιτικής, και ειδικά μιας θεωρητικής, ανάλυσης. Και είναι αυτονόητο ότι αυτή η ερμηνεία των γεγονότων, η θεωρητική τους (ανα)παραγωγή και/ή η πολιτική τους αξιολόγηση, ως δημιουργική πράξη, δεν μπορεί να είναι μια και μοναδική. Ανάλογα με την οπτική γωνία, και τους πλείστους επικαθορισμούς της, θα υπάρχουν διάφορες αποδώσεις του γεγονότος, οι οποίες τροποποιούν το ίδιο ‘το γεγονός’, δηλαδή το μεταλλάσουν ως προς την σημασία του άρα και ως προς την πραγματικότητα του. Μια ανάλυση που δομείται από τον ορισμό της πολιτικής ως πάλη για την κεντρική εξουσία πιθανώς θα αντιμετωπίσει τις διάχυτες ταραχές ως δείγμα αδυναμίας. Μια ανάλυση από την σκοπιά της νομιμότητας της υπάρχουσας συνταγματικής τάξης δεν θα ερμηνεύσει το γεγονός της λεηλασίας εμπορικών καταστημάτων ως ‘απαλλοτρίωση’ αλλά ως ‘πλιάτσικό’, ως ‘έγκλημα’, δηλαδή, ‘κατά της περιουσίας’. Συμβαίνει να μη πιστεύω ότι όλες οι αναλύσεις έχουν την ίδια αξία˙ αντίθετα υπάρχει ένα επίδικο αλήθειας. Αλλά αυτό δεν πρέπει να οδηγεί στην αυταπάτη ότι όλοι θα συμφωνούσαν ως προς το περιεχόμενο των γεγονότων. Καμία έκπληξη δηλαδή ότι, πχ., ο πρόεδρος της Alpha Bank ή ο Πάσχος Μανδραβέλης δεν θα συγκινούνταν από το κάψιμο μιας τράπεζας ως ‘έμπρακτη κριτική του κεφαλαίου’. Αν όμως είναι δυνατόν κάποιος να δεσμεύεται στον σκοπό της αλήθειας χωρίς αυτό να προϋποθέτει έναν θετικιστικό εμπειρισμό του γεγονότος, υπάρχει και μια μορφή απόδοσης του γεγονότος που δεν προκύπτει από την ύπαρξη διαφορετικών θεωρητικών προοπτικών, ούτε καν από την ύπαρξη διαφορετικών ‘απόψεων’: η απόλυτα εξοργιστική διαστρέβλωση του στοιχειώδους γεγονότος, δηλαδή μια παραποίηση των γεγονότων που αποτελούν την αναγκαία βάση ανάλυσης, ανεξαρτήτως του πως αυτά τα γεγονότα συγκροτούνται και τροποποιούνται ως ‘δεδομένα’ μέσα στο πεδίο του λόγου.
Αυτό είναι ακριβώς που συμβαίνει από το πέρας των γεγονότων της 12ης Φεβρουαρίου από τα καθεστωτικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τους διάφορους πολιτικούς φορείς. Μια συνειδητή και μεθοδική διαστρέβλωση των γεγονότων της οποίας ακριβώς το εύρος και η συστηματικότητα επιτρέπουν να μιλήσουμε για κρατική προπαγάνδα με την κυριολεκτική/ιστορική έννοια του όρου, δηλαδή έναν οργανωμένο ως προς την μεθοδολογία και αυστηρότητα του λόγο που σκοπό έχει να κατασκευάσει τα γεγονότα στην βάση ενός προειλημμένου σκοπού, πχ. του αποπροσανατολισμού ή κινητοποίησης του κόσμου. Φυσικά, αυτός ο λόγος εν τη προκειμένη φτάνει στα όρια του γραφικού, ακόμα και του παραληρηματικού, όπως με τον ‘κουκουλοφόρο συντονιστή με την μωβ ομπρέλα’, αλλά αυτό ουδόλως αναιρεί την συνεκτική μεθοδολογία της προπαγάνδας. Διότι ο σκοπός του προπαγανδιστικού λόγου, ειδικά στο πλαίσιο του θεάματος το οποίο όπως έχει τονίσει ο Ντεμπόρ δεν το νοιάζει τι λέει αρκεί να μιλάει μόνο αυτό, δεν είναι να πείσει μέσω κάποιων επαληθεύσιμων με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επιχειρημάτων. Αντίθετα, στοχεύει στην διαθετική πλευρά του παθητικού δέκτη ο οποίος μέσω ενός κατακλυσμού εντυπώσεων μπορεί να καταλήξει να αποδεχθεί, άρα και να ταυτιστεί ψυχολογικά με, την ‘αλήθεια’ της προπαγάνδας. Προφανώς, υπάρχουν αρκετές αποχρώσεις στην στρεβλή παρουσίαση των γεγονότων από τα ΜΜΕ και τους πολιτικούς φορείς. Όμως η ρητορική περί ‘παρακρατικών’ και ‘προβοκατόρων’, όπως και η εμμονή στην διάκριση μεταξύ ‘ειρηνικού διαδηλωτή’ και ‘βίαιων μειοψηφιών’ – ασχέτως αν αυτοί είναι εγκληματίες, όπως λέει ο αυστηρός πατέρας/εξουσία, ή πλανημένοι, όπως λέει ο συμπονετικός πατέρας/εξουσία – είναι τόσο κοινοί τόποι που μας επιτρέπει να μιλάμε για διάφορους λόγους που λένε το ίδιο πράγμα, δηλαδή για έναν ‘πολυφωνικό μονόλογο’. Είναι ακριβώς αυτή η διάσταση που χρήζει σοβαρής ανάλυσης και που δεν πρέπει να περιοριστεί ούτε σε απολογητικές, ούτε σε αυτονόητες και εν πολλοίς συναισθηματικές διατυπώσεις ή καταγγελίες για το πόσο ‘πουλημένοι’, ‘ρουφιάνοι’, ‘φερέφωνα’, ‘ρεφόρμες’ ή ότι άλλο είναι όλοι αυτοί που εκφέρουν και αναπαράγουν τον κρατικό λόγο. Ο λόγος της προπαγάνδας είναι ένας λόγος εξουσίας που κάνει πολλά περισσότερα από το να παραπληροφορεί. Για να αντιμετωπιστεί συνεπώς πρέπει να κατανοηθεί ως προς την μεθοδικότητα του και ως προς τις λειτουργίες του.
Το σύγχρονο κράτος είναι μια δομή που αποτελεί συστατικό μέρος του κοινωνικού σχηματισμού που καθορίζεται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Σε αυτό το πλαίσιο το κράτος ως πολιτική μορφή συγκροτείται ως μια ‘δημόσια σφαίρα’ η οποία είναι διαφοροποιημένη, και διακριτή ως προς τους κανόνες που την διέπουν, από την ‘κοινωνική’ και ‘ιδιωτική’ σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Όπως η ίδια η αστική σκέψη εξέφρασε ο πρωτεύων σκοπός που καθιστά το κράτος αναγκαίο είναι η προστασία της ιδιοκτησίας, δηλαδή της νομικής βάσης της αστικής κοινωνίας, και της περιουσίας, δηλαδή του πλούτου που ιδιοποιείται. Σε μια άλλη ορολογία, σκοπός του κράτους είναι να διασφαλίσει την απρόσκοπτη συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι το κράτος έχει ως σκοπό να προφυλάσσει την αναπαραγωγή του κοινωνικού σχηματισμού στο σύνολο του, καθώς η ‘οικονομική’ συναλλαγή είναι μέρος και προϋποθέτει ένα πλήθος δραστηριοτήτων και θεσμών που καθορίζουν τον κοινωνικό βίο. Επιπροσθέτως, η προστασία της έννομης τάξης δεν είναι ποτέ η μοναδική λειτουργία του καπιταλιστικού κράτους, και ούτε ποτέ υπήρξε το ‘κράτος-νυχτοφύλακας’ που οραματιζόταν θεωρητικά ο κλασικός φιλελευθερισμός. Η ύπαρξη της ‘οικονομίας’ ως θετικότητα προϋποθέτει την νομική πραγμάτωση της, μια πραγμάτωση που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ‘εποικοδόμημα’ στο βαθμό που είναι συστατική της ύπαρξης του κεφαλαίου και των μορφών του. Σε αυτόν τον βαθμό ο Αλτουσέρ δεν έχει και πολύ άδικο όταν λέει πως το κράτος είναι μια μηχανή παραγωγής νόμιμης εξουσίας, ένας δηλαδή μηχανισμός που μετατρέπει την βία που είναι εγγενή στη ταξική εκμετάλλευση και κυριαρχία σε συνταγματική τάξη πραγμάτων.[1] Αυτή όμως η ικανότητα στηρίζεται εν τέλει στην δυνατότητα και την αξίωση του κράτους να ασκεί ‘νόμιμη βία’. Αυτό το ήξερε ο Βέμπερ όσο και ο Μαρξ ή όποιος αναρχικός στοχαστής. Το κράτος είναι ένας καταπιεστικός θεσμός ο οποίος οφείλει και δύναται να ασκήσει οργανωμένη βία, είτε αυτή παίρνει την μορφή του στρατού ενάντια σε έναν ‘εξωτερικό εχθρό’, είτε την μορφή της καταστολής του ‘εσωτερικού εχθρού’ μέσω των εγχώριων σωμάτων ασφαλείας (ή ενίοτε και του στρατού, μια πρακτική που καθίσταται όλο και λιγότερο αναγκαία στον βαθμό που η αστυνομία έχει πλέον στρατιωτικοποιηθεί).
Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, μια ανάπτυξη που εμπεριέχει και καθορίζεται και από την πραγματικότητα της ταξικής πάλης, το κράτος αναλαμβάνει ένα πλήθος λειτουργιών, που αποσκοπούν στην ρύθμιση και αναπαραγωγή του κοινωνικού βίου, λειτουργίες θετικές και προνοιακές: εκπαίδευση, υγεία, κράτος πρόνοιας κλπ. Όμως αυτή η αύξηση ουδόλως συνοδεύτηκε από μια μείωση του κατασταλτικού ρόλου. Αντίθετα ακόμα και την ‘χρυσή περίοδο’ της συναίνεσης, η οποία είναι και εποχή σταθεροποίησης του ‘δημοκρατικού κράτους’, τουλάχιστον στην ‘Δύση’, ο κατασταλτικός ρόλος του κράτους όχι μόνο αυξάνεται αλλά αποκτάει όλο και πιο ορθολογικά χαρακτηριστικά, μετατρεπόμενος σε ένα συνεκτικό, αν και δαιδαλώδες, πεδίο εξουσίας-γνώσης. Αφενός υπάρχει το ζητούμενο της καταστολής πολιτικών ομάδων που επιδιώκουν τη πολιτική αστάθεια και την ανατροπή της υφιστάμενης τάξης, όπως και μορφών εργατικής/ συνδικαλιστικής πάλης που ξεφεύγουν από τα όρια θεσμικής ρύθμισης που έχουν επιβληθεί. Αφετέρου, υπάρχει η ανάγκη μιας πιο ‘μοριακής’ καταστολής και έλεγχου διάφορων αποκλίνουσων κοινωνικών συμπεριφορών. Αυτή όμως η άσκηση εξουσίας, αν και σίγουρα κατασταλτική, δεν αποτελεί απλά την αρνητική διάσταση του κράτους δίπλα στην προνοιακή, αλλά μια θετική και παραγωγική λειτουργία που συσχετίζεται και διαπλέκεται με τις όποιες προνοιακές λειτουργίες. Πρώτον, είναι θετική ως προς το ότι είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού˙ πχ. στο βαθμό που η ρίψη χημικών την Κυριακή ήταν απαραίτητη για την ψήφιση του Μνημονίου, δηλαδή για την νομική επικύρωση της αναδιάρθρωσης της καπιταλιστικής σχέσης, αυτή η ρίψη (από την σκοπιά του κράτους) δεν αποτελεί αρνητική υπέρβαση της έννομης τάξης αλλά συστατικό, άρα θετικό, μέρος της. Αλλά είναι θετική και ως προς έναν πιο ουσιώδη τρόπο˙ η εξουσία παράγει μορφές υποκειμενικότητας, καθώς ο έλεγχος και η πειθάρχηση εμπεριέχουν την παραγωγή μιας θετικής γνώσης που συγκροτεί, διαχωρίζει και ταξινομεί την κοινωνική μάζα ως ένα θετικό σύμπλεγμα υποκειμενικών μορφών και δρώντων. Μέσω αυτής της διαδικασίας το κράτος αναπαριστά την κοινωνική παρουσία ώστε αυτή να συγκροτείται ως ένα (συμβολικό και υλικό) σύνολο μέσα στο οποίο ορίζονται το εφικτό και το ανέφικτό, το ‘ορατό’ και το ‘αόρατο’, το ομαλό και το αποκλίνον, το ‘εντός’ και το ‘εκτός’.
Αυτοί είναι οι βασικοί άξονες που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε της πολιτικές καταστολής, ελέγχου και πειθάρχησης που αναπτύσσονται σήμερα, και που μια σαφή έκφανση τους βιώνουμε με την πάροδο της 12/2. Αυτό που υποστηρίζεται είναι πως ο λόγος περί ‘παρακρατικών’ και ‘κουκουλοφόρων’ αποτελεί έναν παραγωγικό λόγο εξουσίας που εντάσσεται σε μια γενική πολιτική καταστολής του κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού. Περί την κατάδειξη αυτού του ισχυρισμού είναι δεικτικό πως κάποιες βασικές συνιστώσες αυτού του λόγου ελάχιστα είναι καινούργιες. Περιορίζοντας το πεδίο θέασης στην Ελλάδα, και δη στην περίοδο της ‘δημοκρατικής ανασυγκρότησης’, οι λόγοι περί προβοκάτσιας ή η στοχοποίηση των συγκρούσεων ως ‘αντιδημοκρατικών’ συμπεριφορών εμφανίζονται ήδη από το ξεκίνημα της Μεταπολίτευσης.[2] Μάλιστα, συναντάμε και τις ανάλογες διαφοροποιήσεις, δηλαδή τον ίδιο ‘πολυφωνικό μονόλογο’. Από την μία πλευρά, η οποία παραδοσιακά είναι αυτή της Δεξιάς, τα υποκείμενα που επιλέγουν συγκρουσιακές ή εξωθεσμικές μορφές δράσεις στιγματίζονται ως ‘εξτρεμιστικά στοιχεία’ που απειλούν τόσο την δημοκρατική νομιμότητα όσο και την κοινωνική ειρήνη και τάξη. Οριακά αυτή η ‘εξτρεμιστική’ δράση ταυτίζεται με την ‘κοινή’ εγκληματικότητα, αφού και αυτή παραβαίνει την έννομη τάξη και συνεπώς τα ‘αγαθά’ που η τελευταία προφυλάσσει. Η (κοινοβουλευτική) Αριστερά τότε όπως και τώρα προφανώς θέλει να καταδικάσει και την κρατική βία. Αλλά χωρίς να φανεί ότι υποστηρίζει την βία των ‘κάτω’. Έτσι, ταυτίζει ή εξομοιώνει την κρατική βία με την κοινωνική αντιβία ως εκτροπές από την δημοκρατική νομιμότητα. Καταυτόν τον τρόπο, ελάχιστα καταφέρνει να αποστασιο-ποιηθεί από την ποινικοποίηση της αντιβίας ως αντιδημοκρατικής ή αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Αντίθετα την επικυρώνει. Παρόμοια λειτουργεί η ρητορική περί προβοκάτσιας. Με το να αποδίδονται οι όποιες πρακτικές στο παρακράτος, το οποίο ιστορικά ταυτίζεται με στιγμές δημοκρατικής εκτροπής (πάνω από όλα την Χούντα), δημιουργείται μια συμβολική σύγκλιση των ‘άκρων’ – η φιγούρα του ‘αριστεροχουντικού’ τότε ή του ‘αναρχοφασίστα΄ τώρα. Κατά αυτόν τον τρόπο παράγεται και ένας ‘μεσαίος χώρος’ ο οποίος είναι ο χώρος της δημοκρατικής νομιμότητας και ο οποίος πρέπει να θωρακιστεί. Φυσικά, καταυτόν τον τρόπο αυτός ο ‘μεσαίος χώρος’ πειθαρχείται και ελέγχεται καθώς το φάντασμα του παρακράτους πίσω από τα ‘άκρα’ δηλώνει, εμμέσως πλην σαφώς, πως η δικιά του παρέκκλιση από τα όρια της νομιμότητας μπορεί να υποβοηθά σκοτεινά σχέδια εκτροπής. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι είναι πλέον η Αριστερά που κυρίως διατηρεί και αναπαράγει τα περί παρακράτους και ‘ύποπτων’ συμπεριφορών. Αλλά όχι ακατανόητο. Διότι αφού μιλά από την σκοπιά του λαού και/ή της ταξικής πάλης, χρειάζεται να καταδείξει ότι ο εξτρεμισμός δεν αποτελεί απλώς μια αποκλίνουσα συμπεριφορά, αλλά μια δραστηριότητα η οποία ελέγχεται και τροφοδοτείται από το ίδιο το κράτος. Είναι δηλαδή μια δραστηριότητα που προσπαθεί να υπονομεύσει τους αγώνες από τις ορθές τους φόρμες, όπως τις καθορίζει η Αριστερά σαν αυτονόητη πρωτοπορία. Όσο περισσότερο μάλιστα ταυτίζονται τα συμφέροντα του λαού με το κόμμα, ή όσο το κόμμα αναλαμβάνει να εκφράσει τον ‘μεσαίο χώρο’ και την δημοκρατική νομιμότητα απέναντι στα άκρα, τόσο η προβοκατορολογία θα εντείνεται. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν πρέπει να ισοπεδώνονται οι διαφορές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς˙ o Καρατζαφέρης και η Παπαρήγα, η Καθημερινή και η Αυγή δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αλλά εν τέλει, όπως λέει ο Μπελαντής, ο διχασμός που πηγάζει από τις διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες και στοχεύσεις είναι φαινομενικός. Διότι, ‘επικαθορίζεται από την ουσιαστική θεσμική συναίνεση στην απόρριψη κάθε λογής κρατικής αντιβίας … Αυτό δεν σημαίνει σύμπτωση πολιτικών, σημαίνει όμως την κοινή απώθηση της αντιβίας από το πεδίο της πολιτικής σκηνής’.[3]
Έχουμε έτσι την πρώτη λειτουργία που ο προπαγανδιστικός λόγος ως λόγος εξουσίας επιτελεί: την ριζική απονομιμοποίηση της πολιτικής ή κοινωνικής αντιβίας. Για να επιτευχθεί αυτό δεν χρειάζεται απλά το κλομπ του μπάτσου. Ούτε επαρκεί η ανάπτυξη ενός νομικού οπλοστασίου. Χρειάζεται εξίσου και η κατασκευή μιας θετικής φιγούρας στην οποία να μπορεί να αποδοθεί αυτή η μορφή δραστηριότητας. Ο ‘κουκουλοφόρος’ ως αναπαράσταση είναι ακριβώς μια τέτοια φιγούρα από την οποία εκπορεύονται οι συγκεκριμένες πρακτικές – ως συμπτώματα της – και η οποία μπορεί να γίνει μετά αντικείμενο νομικών κυρώσεων (δες ‘κουκουλονόμο). Ως υποκειμενική φιγούρα, ο ‘κουκουλοφόρος’ ανταποκρίνεται σε ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό της σύγχρονης ταξικής πάλης, ότι δηλαδή δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο πολιτικό υποκείμενο (αν και ο ‘αναρχικός’ σίγουρα ποινικοποιείται δεν μπορεί να αντικαταστήσει ως φιγούρα τον ‘κομμουνιστή’ της προ-Μεταπολίτευσης περιόδου). Αυτός ο ρευστός και διάχυτος χαρακτήρας της κοινωνικής αντιβίας, είναι που καθιστά επιτακτική μια εξίσου νεφελώδη υποκειμενική αναπαράσταση, η οποία να μπορεί να περιλάβει τον οποιονδήποτε την οποιανδήποτε δεδομένη στιγμή. Το σλόγκαν που χρησιμοποιείται από τον αναρχικό χώρο είναι ορθό και από την σκοπιά του κράτους: δυνητικά ‘είμαστε όλοι κουκουλοφόροι’.
Πέρα από την παραγωγή μιας γνώσης που επιτρέπει την υλική καταστολή, η αναπαράσταση του ‘κουκουλοφόρου’, όπως και του ‘προβοκάτορα παρακρατικού’, επιτελεί και άλλη μια σημαντική λειτουργία, τον διαχωρισμό και την συναίνεση. Κάθε μορφή εξουσίας, και ειδικά το δημοκρατικό κράτος στο πλαίσιο του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, επιδιώκει την συναίνεση κοινωνικών στρωμάτων πέρα από αυτά των ανώτερων τάξεων, ειδικά από την εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα. Μέσω της αναπαράστασης του ‘κουκουλοφόρου’, του οποίου η επίθεση στο κράτος και το κεφάλαιο αναπαρίσταται και ως επίθεση στην ίδια την κοινωνία – ως δηλαδή μια απόκλιση από την ομαλότητα η οποία επιτρέπει την ασφαλή αναπαραγωγή της ζωής των εν λόγω κοινωνικών στρωμάτων – επιδιώκεται η ψυχολογική ταύτιση των συμφερόντων του κράτους και του κεφαλαίου με τα συμφέροντα των πολιτών. Η συμβολική σύνοψη αυτής της ταύτισης είναι το δίπολο ‘τάξη και ασφάλεια’ και ο ‘νοικοκυραιός’ ή ο ‘τίμιος εργαζόμενος’ είναι οι υποκειμενικές φιγούρες που ανταποκρίνονται σε αυτήν την συμβολική τάξη, οι θετικότητες που αντιδιαστέλλονται στην φιγούρα του ‘κουκουλο-φόρου’. Ο διαχωρισμός μάλιστα και η επιδίωξη ‘κοινωνικής περικύκλωσης’ των ‘εξτρεμιστικών/αντικοινωνικών μειοψηφιών’ δεν περιορίζεται στην περιχαράκωση της ‘σιωπηλής πλειοψηφίας’ αλλά επεκτείνεται και μέσα στο σώμα των αντιστεκόμενων υποκειμένων. Αυτό επιτελεί η διάκριση μεταξύ ‘ειρηνικού’ και ‘βίαιου’ διαδηλωτή και συγκεκριμένα η αναπαράσταση του ‘κουκουλοφόρου’ ή του ‘προβοκάτορα’. Κατά αυτόν τον τρόπο, παράγεται μια θετική διαχωριστική ταυτοποίηση η οποία προσπαθεί να παγιώσει τις όποιες διαφορές στην συμπεριφορά εντός του αγωνιζόμενου σώματος, έτσι ώστε να προκαταλάβει και να οριοθετήσει την στην πραγματικότητα ρευστή και κυμαινόμενη δυναμική που έχουν οι αγώνες. Μάλιστα αυτός ο διαχωρισμός αποζητά την ενεργόποίηση των ειρηνικών διαδηλωτών προς την κατεύθυνση της αστυνόμευσης: όπως είναι καθήκον του κάθε πολίτη να καταδώσει μια εγκληματική πράξη που πέφτει την αντίληψη του, (η θεσμοθετημένη φιγούρα του μάρτυρα κατηγορίας) έτσι οφείλουν και οι φιλειρηνικοί διαδηλωτές να αποβάλουν τις ομάδες που ‘παρεισφρέουν’ μέσα σε διαδηλώσεις. Έτσι δεν δύναται μόνο η καταστολή του βίαιου κομματιού αλλά και η πειθάρχηση και ο έλεγχος του ειρηνικού.
Το ζητούμενο εδώ δεν είναι να υποστηριχθεί ότι η βία αποτελεί αυταξία ανεξαρτήτως συγκυρίας. Η βίαιη αντιπαράθεση, όπως και άλλες μορφές δραστηριότητας, πρέπει να αντιμετωπίζεται τακτικά, αν και δεν πρέπει να λησμονιέται η λυτρωτική διάσταση της αντιβίας, ειδικά της εξεγερτικής και επαναστατικής βίας. Σε κάθε περίπτωση, είναι εξαιρετικά ανησυχητικό η κριτική στην βία μέσα από το κίνημα να γίνεται με τους όρους του κρατικού λόγου. Διότι αυτό εν τέλει συντελεί σε αυτό που το κράτος επιδιώκει, δηλαδή την διάσπαση και την κοινωνική απομόνωση και περικύκλωση του ‘εξτρεμισμού’. Το θέμα είναι ιδιαίτερα σοβαρό, καθώς η πρόσφατη δήλωση του αξιωματικού της αστυνομίας, ακόμα και αν έγινε την δεδομένη στιγμή για λόγους εντυπώσεων, είναι ένδειξη μιας τακτικής όπου σε άλλες χώρες ήδη χρησιμοποιείται: την επίσημη προσέγγιση και συνεργασία με κομμάτια διαδηλωτών, μια προσέγγιση που μπορεί να φτάσει μέχρι και τις ριζοσπαστικές πολιτικές ομάδες, τουλάχιστον τις πιο μετριοπαθείς. Σε αυτό το πλαίσιο, η καθολική απόρριψη και η αποδόμηση του κρατικού λόγου είναι εκ των ων ου άνευ. Είναι υπό αυτό το πρίσμα που πρέπει και να αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο ύπαρξης προβοκατόρων ή παρακρατικών. Μπορεί να υπάρχουν, ή αν το θέλει κάποιος, ‘σίγουρα’ υπάρχουν. Το να τους δίνεται όμως βαρύνον ρόλος στα γεγονότα της 12ης Φεβρουαρίου, ή σε άλλα όπως του Δεκέμβρη του 08, (τον οποίο ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ φαίνεται να ξορκίζουν όσο και το ‘μαύρο μέτωπο’) είναι σύμπτωμα ελλιπούς κριτικής σκέψης. Η προβοκάτσια του παρακράτους ιστορικά εντάσσεται σε μια στρατηγική έντασης μπροστά σε φαινόμενα υπαρκτής απειλής της πολιτικής τάξης και κοινωνικής αναπαραγωγής. Το κατεξοχήν παράδειγμα είναι η Ιταλία του 70. Μια ‘ειρηνική’ πορεία, ειδικά μια πορεία που δεν εντάσσεται σε μια γενικότερη πολιτική χειραφέτησης αλλά συμμορφώνεται στην συνταγματική τάξη που λέει ότι ο πολίτης διαμαρτύρεται και η Βουλή αποφασίζει, δεν έχει κανέναν λόγο να προβοκαριστεί διότι δεν αποτελεί απειλή. Αυτό από το καλοκαίρι και μετά θα έπρεπε να είναι πασιφανές. Ακόμα και αν σκοπός είναι να φοβηθούν οι ‘απλοί’ διαδηλωτές ώστε να μην ξανακατέβουν, ένας τέτοιος σκοπός εξυπηρετείται από την επίσημη αστυνομική βία και όχι από το παρακράτος, καθώς η ένδειξη προβοκάτσιας μπορεί αντιθέτως να εξαγριώσει τον κόσμο και να οδηγήσει σε περεταίρω απόνομιμοποίηση της ‘δημοκρατικής τάξης’, δηλαδή του καθοριστικού νομιμοποιητικού παράγοντα ενάντια στην χρήση βίας από τα κάτω. Σε κάθε περίπτωση, είναι δεδομένο πως την 12/2 οι συγκρούσεις δεν ήταν έξω από την λογική της διαδήλωσης. Συνεπώς: προβοκάτσιες μπορεί όντως να γινόντουσαν ως μέρος μιας επιχείρησης ελέγχου της συνολικής εκτροπής. Δηλαδή όπως ο εμπρησμός της ΜΑΡΦΙΝ θα μπορούσε να είναι προϊόν προβοκάτσιας, έτσι και ένας δυνητικός εμπρησμός ενός χώρου με ανθρώπους θα μπορούσε να είναι προβοκάτσια. Αλλά η εν γένει στοχοποίηση της μαζικής κοινωνικής αντιβίας ως ‘προβοκατόρικη’ είναι εντελώς ανόητη – όταν εκφέρεται από ‘τα κάτω’ φυσικά, από ‘τα πάνω’, όπως αναλύθηκε, εξυπηρετεί άλλες λειτουργίες. Την προβοκάτσια θα την βρούμε μπροστά μας, αλλά το κίνημα δεν οχυρώνεται από αυτήν με το να αναπαράγει τον λόγο του κράτους.
Το ότι βασικές συνιστώσες του όψιμου λόγου περί ‘εχθρών της δημοκρατίας’ και παρακρατικών εντάσσονται εδώ και δεκαετίες στον λόγο της εξουσίας, δεν πρέπει να αποκρύψει τον στρατηγικό χαρακτήρα της εντατικοποίησης που παρατηρείται. Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τις κοινωνίες. Το φάντασμα της εξέγερσης και όλες οι δυνάμεις του παλιού κόσμου έχουν συμμαχήσει για να το ξορκίσουν. Φυσικά, όσον αφορά την 12η Φλεβάρη, είναι υπερβολικό να μιλάμε για εξέγερση, τουλάχιστον αν θέλουμε οι λέξεις να έχουν κάποια αναλυτική αξία. Καλώς ή καλώς εξέγερση μιας μέρας δεν υπάρχει. Ήταν όμως μια κατάσταση εξεγερσιακή και αυτό δείχνει ότι μια κοινωνική εξέγερση βρίσκεται στην ημερησία διάταξη, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι θα συμβεί από μέρα σε μέρα. Ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου ριζοσπαστικοποιείται, μια διαδικασία που εμπεριέχει και την απόκλιση από τις υποκειμενικές φόρμες του κυρίαρχου λόγου. Αν ο λόγος του αστυνόμου είναι ένας λόγος που υποκειμενικοποιεί αυτόν που υποτάσσεται στο κέλευσμα του, η άρνηση στον λόγο της αστυνομίας – ένας λόγος που εκφράστηκε υλικά μέσα στους τόνους χημικών – που επέδειξε ο κόσμος στις 12/2 είναι ήδη μια εμπράγματη ρήξη με την κρατούσα τάξη, δηλαδή και με την ταυτότητα που τα υποκείμενα κατέχουν εντός αυτής της τάξης. Αυτό το γεγονός το κράτος και το κεφάλαιο το γνωρίζουν και για αυτό θορυβήθηκαν. Όπως έχει πει ο ‘σύντροφος Μάο’ αυτός ο φόβος πρέπει να μας χαροποιεί. Αλλά χωρίς να πέφτουμε σε μια αφελή αισιοδοξία. Όσο οι αγώνες και οι ταραχές θα οξύνονται, όσο το φάντασμα της εξέγερσης θα εισέρχεται στην ιστορία ως ζώσα πραγματικότητα, τόσο οι φορείς εξουσίας θα εντείνουν την καταστολή. Αυτή θα εμπεριέχει προφανώς μια όξυνση της υλικής καταστολής, όπως αυτή αποτυπώνεται στην αύξηση της αστυνομοκρατίας και της στρατικοποίησης της. Αλλά θα εμπεριέχει και μια όξυνση στο επίπεδο του λόγου, μια ενορχηστρωμένη παραγωγή γνώσης στην οποία θα θεμελιωθεί η υλική και ποινική καταστολή. Στο βαθμό που ο ‘τρομοκράτης’ αποτελεί την κατεξοχήν φιγούρα που επιτρέπει την μετάθεση της ανασφάλειας που παράγει ο σύγχρονος καπιταλισμός σε αίτημα για ασφάλεια που επικυρώνεται από το κράτος σε ένα καθεστώς μόνιμης έκτακτης ανάγκης, εικάζω ότι το επόμενο βήμα θα είναι η ρητή αναπαράσταση των ‘αντικοινωνικών κουκουλοφόρων’ σε αυτό που υπόρρητα ήδη παρουσιάζονται πως είναι: τρομοκράτες για τους οποίους ακόμα και η επίφαση Κράτους Δικαίου θα είναι περιττή .[4] Η ‘εποχή των ταραχών’ μπορεί να είναι και εποχή μαζικών ειδικών δικαστηρίων και ειδικών χώρων κράτησης.
[1] L. Althusser, ‘Γιατί το Κράτος είναι μια Μηχανή’, Θέσεις, τ.113, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2010, 73-90
[2] Πρβλ. το βιβλίο του Δημήτρη Μπελαντή, Αναζητώντας τον ‘Εσωτερικό Εχθρό’: Διαστάσεις της Αντιτρομοκρατικής Πολιτικής, Αθήνα: Εκδόσεις Προσκήνιο, 2004).
[3] Αναζητώντας τον Εσωτερικό Εχθρό, σ.150
[4] Για μια συνοπτική παρουσίαση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και πως ήδη από τώρα θολώνει τις όποιες διακρίσεις και εγγράφει τον γενικότερο πολιτικό ριζοσπαστισμό στο πλαίσιο πάταξης της ‘τρομοκρατικής απειλής’, δες το άρθρο του Σπύρου Τζοανόπουλου, ‘Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού: το ελληνικό παράδειγμα της κατασκευής εχθρών και της καταπολέμησης τους’, Βαβυλωνία, τ.3, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2011, 22-25. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι στην Αγγλία ήδη οι ‘αρμόδιες υπηρεσίες’ χαρακτήρισαν το ‘κίνημα των πλατειών’ ως εν δυνάμει τρομοκρατικό κίνδυνο.