Στις 2 Αυγούστου του 1882, ο Ρόυ Μπην, ένας ιδιοκτήτης σαλούν ηλικίας 57 ετών, διορίστηκε ως ειρηνοδίκης της 6ης περιφέρειας της κομητείας Πέκος των ΗΠΑ. Μια από τις πρώτες ενέργειες του νεοδιορισμένου δικαστή ήταν να «γαζώσει […] το καλυβένιο σαλούν ενός Εβραίου ανταγωνιστή του». Στη συνέχεια, μετέτρεψε το σαλούν του σε δικαστήριο επιλέγοντας σε κάθε δίκη ως ενόρκους τους καλύτερους πελάτες του. Μια από τις γνωστότερες υποθέσεις του υπήρξε η δολοφονία ενός Κινέζου εργάτη από κάποιον Ιρλανδό. Στη δίκη, ο Μπην αποφάνθηκε ότι «ανθρωποκτονία είναι ο φόνος ενός ανθρώπινου όντος· ωστόσο, δεν βρίσκω κάποιο νόμο ενάντια στο φόνο ενός Κινέζου».
Αν κανείς θεωρήσει ότι ο Ρόυ Μπην δεν υπήρξε δημοφιλής ως δικαστής λόγω της αψήφησης της νομοθεσίας στις αποφάσεις και τις πρακτικές του, πλανάται πλάνην οικτράν. Παρότι μετέπειτα έμεινε στην παράδοση γνωστός ως ένας εκ των «σκληρότερων» του Φαρ Ουέστ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία καταδίκασε μόνο δύο υπόδικους σε θάνατο. Η πλειοψηφία των καταδικών του δεν προέβλεπαν ποινή φυλάκισης παρά μόνο χρηματικά πρόστιμα, τα οποία πάντα παρακρατούσε στο σύνολό τους για τον εαυτό του μη δίνοντας ποτέ ούτε σεντ στο κράτος. Ενώ οι κλέφτες αλόγων συνήθως καταδικάζονταν σε θάνατο, εκείνος τους άφηνε ελεύθερους αν επιστρέφαν τα άλογα. Παρότι δεν είχε το δικαίωμα να εκδίδει διαζύγια, «εξυπηρετούσε» τους κατοίκους της πόλης του χρεώνοντας 10 δολλάρια το ένα (τιμή που αντιστοιχεί σε 250 σημερινά δολλάρια). Επανεκλεγόταν συνεχώς ως ειρηνοδίκης έως και το 1896 πέρα ελαχίστων εξαιρέσεων. Ακόμα και στην εκδοχή της μη επανεκλογής του, συνέχιζε να εξασκεί τα καθήκοντα του δικαστή στην περιοχή του παρανόμως, χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις. Όταν έφτασε στα γεράματα, ξόδευε όσα χρήματα είχε συσσωρεύσει για τη στήριξη των φτωχών και για τη θέρμανση του σχολείου της περιοχής του.
Παρόλη την πλήρη ασυδοσία του, στην πραγματικότητα δεν υπήρξε απειλή ούτε για την έννομη τάξη της εποχής του ούτε και για την πλειοψηφία των «εκτός του νόμου».
Ο Ρόυ Μπην δεν υπήρξε ο μόνος άνθρωπος στην ιστορία που αποφάσισε να επιβάλλει ένα δίκαιο δικής του εμπνεύσεως. Στην πρόσφατη ανάληψη ευθύνης της δολοφονίας του επονομαζόμενου «Χαμπίμπι» από τις Ένοπλες Ομάδες Πολιτοφυλάκων (ΕΟΠ) που δημοσιεύτηκε στις 9 Ιουλίου στον ιστότοπο του athens indymedia, διαβάζουμε ότι: «[η επίθεση σε τρεις αναρχικούς του Βοξ υπήρξε η] σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και η εφαρμογή του λαϊκού-επαναστατικού δικαίου επέβαλε τη θανατική του καταδίκη». Η προκήρυξη αυτή έχει αναδημοσιευτεί στις περισσότερες από τις κινηματικές ενημερωτικές ιστοσελίδες, ενώ αναπαράγεται και από διάφορους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακόμη κι αν οι ιστοσελίδες και τα μεμονωμένα άτομα που αναπαράγουν την προκήρυξη δηλώνουν ότι δεν συμφωνούν απαραίτητα με το περιεχόμενό της ή με την πράξη των ΕΟΠ, από τη στιγμή που την αναπαράγουν χωρίς κάποια κριτική σημαίνει ότι συναινούν, έστω και σιωπηλά. Ποιο είναι το περιεχόμενό της λοιπόν;
Αρχικά, οι φίλτατες ΕΟΠ ανάγουν τον δολοφονηθέντα σε έναν παντοδύναμο ηγεμόνα που κυριαρχούσε στην περιοχή μέσω των διασυνδέσεών του με την τοπική μαφία, την αστυνομία κι ενός προσωπικού στρατού του μιας «αγέλης κανίβαλων που τον περιστοίχιζε», και το σύνολο της γειτονιάς δεν μπορούσε παρά να υποταχθεί στο πρόσωπό του. Το γεγονός όμως της ευκολίας με την οποία τον εκτελέσαν μάλλον δείχνει το ακριβώς αντίθετο: είτε δεν κατείχε κάποια παντοδυναμία, είτε την έχασε πρόσφατα λόγω της εμπλοκής του στο περιστατικό το οποίο οδήγησε σε ένοπλες πορείες στη γειτονιά των Εξαρχείων. Εν πάσει περιπτώσει, η προσωποποίηση της κυριαρχίας του εγκληματικού κεφαλαίου και του κρατικού μονοπωλίου της βίας στο άτομο του λεγόμενου Χαμπίμπι δεν μπορεί να αποτελέσει παρά μόνο μια χυδαία λαϊκιστική εξαπλούστευση των συνθηκών της κοινωνικής πειθάρχησης και ελέγχου που μπορεί να επιβάλλει η συνεργεία κράτους και εγκληματικού κεφαλαίου.
Παρακάτω, οι ένοπλοι πολιτοφύλακες μας πληροφορούν ότι ήταν το «λαϊκό-επαναστατικό δίκαιο» που επέβαλε τη θανατική καταδίκη του Χαμπίμπι, η οποία αποτελούσε εν μέρει «εκδίκηση» για την επίθεση σε τρεις αναρχικούς της κατάληψης Βοξ κι εν μέρει «υπεράσπισης μιας ταλαιπωρημένης γειτονιάς». Το ζήτημα της εκδίκησης δεν θα μπούμε καν στον κόπο να το σχολιάσουμε. Θα μιλήσουμε για το δεύτερο. Όμως ας κάνουμε πρώτα μια χρονολογική παράκαμψη. Οι σύγχρονες αναρχικές θεωρήσεις περί πολιτοφυλακών συνήθως αντλούν από τις Αντιφασιστικές Πολιτοφυλακές που είχαν σχηματιστεί κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου. Δεν θα αναλωθούμε εδώ σε κάποια κριτική τους, δηλαδή αν τελικά από μέσο μετατράπηκαν σε αυτοσκοπό, και αν ο αρχικός σκοπός τους κι η μιλιταριστική μορφή τους υπήρξαν ή όχι προβληματικά. Όχι επειδή μια κριτική τους είναι ανούσια, αλλά επειδή θελουμε να εστιάσουμε στις συνθήκες που οδήγησαν στη δημιουργία τους. Στην Ισπανία εκείνης της εποχής, η επαναστατική δράση έβρισκε απέναντί της τα όπλα. Οπότε, η οργάνωση πολιτοφυλακών υπήρξε μια απάντηση του ίδιου του εργατικού κινήματος σε μια υλική συνθήκη της καθημερινότητας της ταξικής σύγκρουσης. Ήταν οι ίδιοι οι αγωνιζόμενοι εκείνοι που οπλίστηκαν, με απόφαση των ίδιων των οργανώσεών τους.
Υπήρξε όμως κάτι παρόμοιο στην περίπτωση των ΕΟΠ και των ένοπλων περιφρουρίσεων στις διαδηλώσεις ενάντια στην μαφία που πραγματοποιήθηκαν το περασμένο διάστημα στα Εξάρχεια; Αφενός, η ομάδα των ΕΟΠ δεν σχηματίστηκε από κάποια (αυτο)οργάνωση του ανταγωνιστικού κινήματος, της οποίας να αποτελεί τμήμα και στην οποία να βρίσκεται υπόλογη: αντιθέτως, λειτουργεί έξω και κρυφά από το κίνημα. Αφετέρου, οι ένοπλες περιφρουρίσεις των διαδηλώσεων μπορεί να υπήρξαν απόφαση οργανώσεων του ανταγωνιστικού κινήματος, όμως δεν ανταποκρίνονται σε καμία υλική συνθήκη. Υπήρχε πιθανότητα μαφιόζοι να ανοίξουν πυρά κατά της διαδήλωσης; Οι εγκληματικές οργανώσεις δεν λειτουργούν με όρους τακτικού στρατού ώστε να παραταχθούν σε μια οργανωμένη σύγκρουση ενάντια ενός άλλου παρατεταγμένου ένοπλου σώματος: αν ήθελαν να χρησιμοποιήσουν ένοπλη βία θα το έκαναν ενάντια στους διοργανωτές κάποια στιγμή πέρα των διαδηλώσεων, καθώς έτσι κι αλλιώς ήταν γνωστό το ποιες ομάδες ανέλαβαν την οργάνωσή τους.
Από τη στιγμή που δεν βρισκόμαστε εν μέσω μιας μαζικής εξέγερσης, πως μπορεί να χαρακτηριστεί ως επαναστατικό το δίκαιο που επιβάλλουν οι ΕΟΠ; Ποιο είναι το συλλογικό υποκείμενο που συνέταξε αυτό το δίκαιο και σε ποιους αγώνες βασίζεται; Πως είναι δυνατόν να αυτοαποκαλείται «δίκαιο» αν στοχεύει στην κατάργηση του κράτους, οπότε και των ρυθμίσεων και των μεσολαβήσεών του; Ποιο το περιεχόμενό του; Οι ΕΟΠ στην προκήρυξή τους δεν απαντούν σε κανένα απ’ αυτά τα ερωτήματα.
Μας πληροφορούν ότι: «Δεν είμαστε κοινωνιολόγοι, αλλά ταξικά τοποθετημένοι στον πόλεμο ενάντια στο κεφάλαιο και ως τέτοιοι μπαίνουμε στη μάχη για να ξανακερδίσουμε τα Εξάρχεια. Με αυτόν τον προσανατολισμό,η συγκεκριμένη εκτέλεση επεκτείνεται και στην υλική σύγκρουση με το παρακρατικό σύμπλεγμα μαφίας-αστυνομίας. Επεκτείνεται δηλαδή στη μάχη ενάντια σε μια από τις πιο σκληρές εκφράσεις του κεφαλαίου. Και αυτό γιατί ο Χαμπίμπι ήταν στρατολογημένος από τη μαφία των Εξαρχείων, όχι απλά ως ένας ακόμα από τους δεκάδες διακινητές ναρκωτικών που δρουν στη περιοχή, αλλά και ως χωροφύλακας που περιφρουρούσε δια της βίας την ομαλή κερδοφορία των αφεντικών του». Η δράση αυτή του επονομαζόμενου Χαμπίμπι είναι πραγματική. Όμως, πως μπορεί η εκτέλεση του τελευταίου τροχού της αμάξης να θεωρηθεί ως μάχη ενάντια στην μαφία, την αστυνομία και το κεφάλαιο εν γένει; Ακόμη κι οι ίδιοι επί της ουσίας το παραδέχονται γράφοντας: «Δικαστές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, επιχειρηματίες και αστυνομικοί συγκροτούν το διευθυντικό επιτελείο της παραοικονομίας, χρησιμοποιώντας ως “μπροστινούς” τους διάφορους χρήσιμους ηλίθιους για να κάνουν τη βρώμικη δουλειά».
Επίσης, ποιοι είμαστε «εμείς» που κάποτε τα Εξάρχεια ήταν «δικά μας»; Οι αντιεξουσιαστές; Οι αριστεροί; Οι χίπστερς; Οι χίππηδες; Οι πάνκηδες; Οι χιπ-χοπάδες; Οι εργάτες; Οι ιδιοκτήτες; Οι επιχειρηματίες; Οι μαφιόζοι; Οι χρήστες; Οι αλκοολικοί; Οι χουλιγκάνοι; Οι φοιτητές; Οι καλλιτέχνες; Όλοι οι παραπάνω διαμένουν και κινούνται στην περιοχή των Εξαρχείων, οπότε πως μπορούν τα Εξάρχεια να «ανήκουν» σε μια μόνο από αυτές τις κατηγορίες ή φιγούρες, ή έστω σε ένα περιορισμένο συνδυασμό αυτών; Πότε τα «χάσαμε» και από ποιους ώστε τώρα να τα «ξανακερδίσουμε»; Η απάντηση των ΕΟΠ είναι ότι η βία αποτελεί ένα μέσο συγκρότησης της (ψευτο)κοινότητας ενός αφηρημένου ταυτολογικού «εμείς»: ένοπλη βία πολιτοφυλακών με σκοπό τη συγκρότηση ένοπλων πολιτοφυλακών. Το περιεχόμενο είναι το ίδιο το μέσο, και σκοπός η ενίσχυση και κοινωνικοποίησή του. «Εμείς» είμαστε ο ένοπλος λαός ο οποίος θα συγκροτήσει τον ένοπλο λαό.
Ο δικαστής Ρόυ Μπην δεν επέβαλε το αστικό δίκαιο των ΗΠΑ αλλά ένα δίκαιο προσωπικής του εμπνεύσεως, το οποίο όμως μολοταύτα υπήρξε συμπληρωματική εξουσία σε αυτή του έθνους-κράτους. Έτσι και το δίκαιο που επιβάλουν οι ΕΟΠ δεν αποτελεί παρά μια συμπληρωματική εξουσία με σκοπό την «περιφρούριση του λαού». Αναλαμβάνουν τον ίδιο ρόλο με αυτό της συμβατικής αστυνομίας λέγοντας ότι θέλουν να προστατεύσουν τον λάο από τις δράσεις «αντικοινωνικών» στοιχείων, θέτοντας στο επίκεντρο και τους «χρήστες ναρκωτικών», λέγοντας πως για να τους αντιπαρατεθούν δεν θα διστάσουν να ασκήσουν βία. Ίσως οι επίδοξοι πολιτοφύλακες να έπρεπε να κάνουν μια μικρή παύση για να θυμηθούν ότι η αστυνομία σε όλες τις υπόλοιπες γειτονιές της Αθήνας και των προαστίων της, όπου σε αντίθεση με τα Εξάρχεια κυκλοφορεί ανενόχλητη 24/7, μεταξύ άλλων στοχοποιεί και ακριβώς τις ίδιες φιγούρες με τους ΕΟΠ: χούλιγκανς, χρήστες ναρκωτικών και (κυρίως μετανάστες) μικροεμπόρους ναρκωτικών. Στα πλαίσια εναρμόνησης του «επαναστατικού» και του αστικού δικαίου, προτείνουμε στους πολιτοφύλακες να θέσουν ως επόμενο στόχο τους τσαντάκηδες. Ή ακόμα καλύτερα, εμάς τους ίδιους τους συντάκτες του παρόντος κειμένου, καθώς απ’ ότι φαίνεται η εναντίωση στο «λαϊκό-επαναστατικό δίκαιο» τίθεται «εκτός του επαναστατικού νόμου», οπότε ο ένοπλος βραχίονας/τιμωρός του «επαναστικού κράτους» των Εξαρχείων θα πρέπει να επέμβει.
Και φυσικά να σημειώσουμε πως όχι μόνο επέβαλαν την έννομη τάξη αντί να τη διαταράξουν, αλλά δεν διατάραξαν ούτε και τους «εκτός του νόμου», στην περίπτωσή μας δηλαδή το εγκληματικό κεφάλαιο: το εμπόριο ναρκωτικών συνεχίστηκε κανονικά και μετά τη δολοφονία του Χαμπίμπι, όπως ακριβώς κι όταν η αστυνομία συλλάβει έναν μικροέμπορο.
Όπως ο δικαστής Ρόυ Μπην έχαιρε δημοφιλίας παρόλη την ασυδοσία του, το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με τους ΕΟΠ. Όπως και οι λοιπές ομάδες ένοπλης πάλης, επιτίθεται σε ένα αφηρημένο γενικό «κακό» και αυτοπαρουσιάζεται να επιτίθεται στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που ορίζουν τον κοινωνικό ρόλο του στόχου τους. Στην πραγματικότητα όμως, δεν επιτίθεται παρά σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και τίποτα παραπάνω. Σε περιόδους ύφεσης των αγώνων, η λενινιστικού τύπου πρωτοπορία της βίας έρχεται να υποκαταστήσει τη ταξική πάλη, και στην αποσύνθεση του προλεταριάτου ως τάξη ενάντια στο κεφάλαιο, ο μονόφθαλμος βασιλεύει: μέσα στην μιζέρια της κανονικότητας αναδύονται οι «επαναστάτες» που πήραν τα όπλα, και αψηφώντας τις κακουχίες ξεκινάνε την επανάσταση… μόνοι τους!
Ενάντια στις αυταπάτες, κανένας βιτζιλαντισμός δεν μπορεί να αποτελέσει βάση της επανάστασης. Το περιεχόμενό της θα είναι ο πλήρης μετασχηματισμός του συνόλου των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων. Δεν θα υπάρξει καμιά επιβολή «επαναστατικού δικαίου», αλλά λήψη κομμουνιστικών μέτρων: κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, κατάργηση της εργασίας, κατάργηση των μεσολαβήσεων, κατάργηση της εμπορευματικής ανταλλαγής, κατάργηση του χρήματος, κατάργηση του φύλου, κατάργηση της φυλής. Τα μέτρα αυτά δεν θα επιβληθούν ως νομοθεσία επί κάποιων μαζών, ως δίκαιο για τη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων, αλλά θα είναι πρακτικές οι οποίες θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των ίδιων των άμεσων σχέσεων που θα αναπτύξουν οι προλετάριοι εντός των κοινοτήτων αγώνα τους, και μεταξύ αυτών.
Η επαναστατική βία θα είναι αναπόφευκτα και ένοπλη. Όμως η βία θα είναι επαναστατική εάν και μόνο εάν επιτεθεί στα θεμέλια του κεφαλαίου και του κράτους του. Και η επανάσταση σίγουρα δεν θα είναι σπαγγέτι γουέστερν.
Εντιμότατε Ρόυ Μπην, ομολογούμε την ενοχή μας. Βρέθηκαν στην κατοχή μας μικροποσότητες κομμουνισμού.