Πριν λίγα καλοκαίρια μέναμε με κάτι φίλους σε μια παραλία, «ελεύθεροι κατασκηνωτές» χωρίς καν σκηνή, μόνο με τα σλίπινγκ-μπαγκ που περιφέραμε από καβάντζα σε καβάντζα, απόλυτα αφοσιωμένοι, σαν δελφίνια, να σφυρίζουμε στον βυθό. Η αγαπημένη μας ώρα ήταν οπωσδήποτε το απόγευμα, πριν αναχωρήσει ο ήλιος για άλλες παραλίες, καθώς άνοιγε τα τελευταία χρώματα στον ουρανό και γεννιόταν η μαγεία, μαζί με τις απειλητικές σκιές. Τότε έβγαζα από τη θάλασσα τα μπουκάλια τζιν που βάζαμε στα ρηχά να κρατιούνται δροσερά, ρίχναμε μέχρι τη μέση στις κούπες μας, στύβαμε και λίγο χυμό λεμόνι και ορμούσαμε στο μεθύσι αλαφιασμένοι. Η νύχτα ερχόταν γοργά, οι φωτιές ανάβανε συνεπείς κάθε βράδυ και η ματιά μας έλαμπε από πόθο και γειτνίαζε με την τρέλα που γεννά η επιθυμία. Τα κορίτσια, συντονισμένα λες, εκείνη την ώρα εξαφανίζονταν: άλλες πήγαιναν για μπάνιο, καθαριότητα κλπ στο κοντινότερο πηγάδι, άλλες αποτραβιόντουσαν στη σκηνή τους, όπου ποτέ δεν μάθαμε τι έκαναν, αλλά έβγαιναν μετά απαστράπτουσες. Εκείνες οι κουβέντες που ανταλλάσσαμε μεταξύ μας μέχρι να ξανάρθουν! Εκείνες οι φαντασιώσεις για αναρχικά κοινόβια, αταξικές κοινωνίες, ζωή χωρίς όρια και περιορισμούς – εκείνες οι ιδεοληψίες για τελική επικράτηση της ουτοπίας και έναν πλανήτη που θα στριφογύριζε πλέον στο έρεβος σαν φάρος, όπου η αγάπη και ο έρωτας θα φώτιζαν τα απέραντα σκοτάδια. Μέχρι και οι θεοί θα ξαναγεννιόντουσαν να χορέψουν μαζί μας!
Αλλά το παιχνίδι αυτό κάποιες φορές είχε και χαμένους. Κάποιος φίλος ξαφνικά τρελαινόταν, ορμούσε μες στα κύματα, ιερωμένος μιας στιγμής γεμάτης απόγνωση και χτυπιόταν σαν ψάρι σε αιχμαλωσία διχτυών. Πέφταμε κι εμείς να τον συγκρατήσουμε, να τον συνεφέρουμε αλλά η αγκαλιά μας επέτεινε την αγωνία του, γινόταν κι αυτή δίχτυ. Τότε θα μας ξεγλιστρούσε, θα έτρεχε κατά μήκος της παραλίας, μέχρι να κουραστεί και να σωριαστεί στην άλλη άκρη (θα ξαναρχόταν πιο αργά στη φωτιά, με το ύφος του ανθρώπου που πήγε στην κόλαση και ήρθε). Μια από αυτές τις φορές, ο Άγγελος, ένας κοκκινομάλλης γιατρός, «μονιμάς» του νησιού τα καλοκαίρια, αφού έτρεξε και έτρεξε στην άμμο, άλλαξε πορεία και άρχισε να τρέχει μανιασμένα προς τα πάνω, πέρα από τον «απελευθερωμένο χώρο» μας, προς τη χώρα του νησιού, ούτε μια ώρα πορεία μακριά. Το τι συνέβη ακριβώς στη χώρα δεν έχει επαρκώς διευκρινιστεί μέχρι σήμερα. Από σκόρπιες μαρτυρίες κατάφερα να φτιάξω ένα πρόχειρο χρονικό:
Κατά τις οχτώ άρχισε το τρέξιμο και τη νύχτα της μαρτυρίας του. Μετά από μισή ώρα/τρία τέταρτα έφτασε στη χώρα. Εκεί, φορώντας μόνο ένα παρεό, εισέβαλε στην πρώτη ταβέρνα που βρήκε, παραμέρισε τη σερβιτόρα και τον μάγειρα-ιδιοκτήτη, άνοιξε το ψυγείο και άρπαξε μια μπύρα που την ήπιε μονορούφι. Την έσπασε στο πάτωμα. Πήρε κι άλλη. Έκανε το ίδιο. Τα πόδια του μάτωσαν – βλέποντάς τα αφήνιασε εντελώς, έσκυβε, έπαιρνε λίγο αίμα και αλειφόταν, έφερνε τα πέλματά του στο στόμα του και τα έγλυφε (σε αυτό μάλλον βοήθησε και η γιόγκα που έκανε ανελλιπώς κάθε πρωί), γρύλιζε, τιναζόταν στον αέρα κι έπεφτε κάτω στο πάτωμα κλαίγοντας. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο ιδιοκτήτης μας αγαπούσε πολύ και απλώς είχε μείνει να τον κοιτάζει και να τον προσέχει μήπως κάνει κακό στον εαυτό του ή σε κάποιον από τους πελάτες. Ωστόσο, τέτοια σκηνικά δεν κρύβονται για πολύ σε ένα νησί. Μετά από λίγο (πόσο κράτησε ο άγριος χορός του;) κατέφτασε η εξουσία του χωριού: ο μπάτσος, με το γελοίο όνομα Κοκωβιός. Με αυτόν τον άνθρωπο είχαμε ανοιχτή κόντρα: όποτε η γυναίκα του πέρα απ’ το να τον βρίζει τον χτυπούσε κιόλας, ερχόταν τύφλα απ’ το ρακί πάνω απ’ την παραλία που μέναμε κι έριχνε μερικούς πυροβολισμούς, λίγους αλλά αρκετούς για να οδηγήσει όλη την αυτοσχέδια κατασκήνωσή μας σε πανικό. Τούτου δοθέντος, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τη συνέχεια: προσπαθώντας να σταματήσει τον Άγγελο τον χτύπησε με το κλομπ του και απελευθέρωσε το κτήνος που τόσην ώρα ο φίλος μας πάλευε να κοιμίσει. Η καταστροφική μανία του στη συνέχεια έκανε τις σπασμένες μπύρες και τον ασυνάρτητο χορό να μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι, ήτοι κρυφτο-κυνηγητό. Τραπέζια πετάγονταν στον αέρα, καρέκλες εκσφενδονίζονταν προς κάθε κατεύθυνση σαν τραπουλόχαρτα, ποτήρια και μπουκάλια έσπαζαν ολόγυρα και στη μέση ο έκπτωτος, ουρλιάζοντας: «Κτηνοβάτες! Παιδεραστές! Αιμομίκτες! Σιχάματα που γαμάτε παιδάκια και πνίγετε μετανάστες!» κλπ.
Οι φωνές του ακούστηκαν σε ολόκληρη τη χώρα (πληθυσμός το χειμώνα κάτω από 500). Εντός ολίγου (πόσο κράτησε το βρισίδι και ο ορυμαγδός;) κατέφτασαν καμιά δεκαριά ντόπιοι, όλοι άντρες κάτω από 60 χρονών. Επιβεβαιώνοντας ιδίοις όμμασι αυτό που απεύχονταν και ακούγοντας αυτές τις εξωφρενικές «αλήθειες» χίμηξαν πάνω του, με την ίδια βαρβαρότητα. Ήταν σαν να τους κάλεσε σε ένα σκοτεινό μέρος και αυτοί, σαν από καιρό έτοιμοι, έσπευσαν να τον ακολουθήσουν χωρίς ενδοιασμό. Το ξύλο που έφαγε υπό κανονικές συνθήκες θα σκότωνε άνθρωπο, ωστόσο εκείνος άντεξε και τους κατάφερε αρκετά χτυπήματα (και στους δέκα, να τονιστεί). Όταν η άνιση μάχη τελείωσε, ο χίπης κειτόταν στο έδαφος, γεμάτος αίμα (όχι μόνο δικό του), με σπασμένα πλευρά, πόδια, χέρια, αλλά με ένα χαμόγελο, επιτέλους, στο πρόσωπό του. Ο Κοκωβιός, τότε, τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά και τον έσυρε στο υποτυπώδες αστυνομικό τμήμα, καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά. Εκεί τον κλείδωσε σ’ ένα χώρο 2Χ2, κουλουριασμένο και μισολιπόθυμο, απαγορεύοντας την είσοδο στον γιατρό που επέμενε να τον εξετάσει για πιθανές σοβαρές βλάβες. Τη στιγμή που τον έσερνε, τους είδε ο έτερος υποστηρικτής μας στο νησί, ο ιδιοκτήτης του ενός από τα δύο μίνι-μάρκετ, που μόλις είχε κλείσει το μαγαζί του και όδευε προς την ταβέρνα για να αρχίσει το μετρημένο πιόμα του, ώστε είχε πάει τουλάχιστον 11 το βράδυ. Ο Άγγελος πάνω από 2 ώρες έπινε, χόρευε, έσπαζε, έτρωγε/έδινε ξύλο και έκλαιγε/γελούσε.
Σε μας, κάτω στην μακάρια παραλία μας, τα νέα έφτασαν λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Ήρθε να μας τα μεταφέρει ένας από τους πιτσιρικάδες του νησιού, που ζαχάρωνε τις γυμνές κοπέλες μας και τους κωλοτριβόταν κάθε τρεις και λίγο. Μας βρήκε αποσβολωμένους να χαζεύουμε το τεράστιο φεγγάρι του Αυγούστου, που το παρακολουθούσαμε να γεμίζει στιγμή με τη στιγμή. Η φωτιά εκείνη τη νύχτα ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, πιθανόν εξαιτίας του σκηνικού με τον δραπέτη μας. Άλλωστε, τίποτα δεν μας επηρέαζε περισσότερο εκείνο τον καιρό από τις εναλλαγές στη διάθεση των φίλων: αν έκλαιγε ο διπλανός βουρκώναμε κι εμείς, αν χαμογελούσε ανταποδίδαμε, λες και μόλις είχαμε μοιραστεί ένα μυστικό. Έτσι, λοιπόν, ερμηνεύω και όσα ακολούθησαν την ανακοίνωση του κωμικοτραγικού περιστατικού: είχαμε, ήδη, αποσπάσει λίγη από την άγρια χαρά του κοκκινομάλλη γιατρού και ούτε εκατό μπάφοι δεν θα έφταναν για να μας στείλουν για ύπνο. Αρχικά, το νέο έσκασε σαν βόμβα στη μεγάλη φωτιά, όπου ήμασταν μαζεμένοι σχεδόν οι μισοί «κατασκηνωτές». Αστραπιαία μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τον μαντατοφόρο Ερμή, ακούγοντας με προσοχή την εξιστόρησή του. Κάποιος φώναξε «πάμε όλοι πάνω τώρα!», κάποιοι άρχισαν να ντύνονται βρίζοντας, κάποια πήρε ένα αναμμένο κούτσουρο στο χέρι και, κραδαίνοντάς το, ορκίστηκε «θα του κάψω τη μούρη του σκατόμπατσου, πέρσι με είχε κάνει να κλάψω, νόμιζα μες στον ύπνο μου ότι πυροβολούν για να μας σκοτώσουν». Κάποια άλλη, ωστόσο, επιστρατεύοντας την πιο σοβαρή της φωνή μας πρότεινε να κάτσουμε ήρεμοι μέχρι το πρωί: «Παιδιά, δεν θα καταφέρουμε τίποτα αυτή τη στιγμή! Μόνο κι άλλη αναταραχή θα προκαλέσουμε. Άλλωστε, δεν μπορείς να πας ενάντια στον νόμο, όπως, για σκεφτείτε το, δεν μπορείς και να κολυμπήσεις ενάντια στο ρεύμα». Θυμάμαι ότι για λίγες στιγμές παγώσαμε. Το μικρόβιο της αμφιβολίας τρύπωσε μες στο μυαλό και η πρώτη ορμή του ενθουσιασμού και της αγανάκτησης έτεινε να εξαφανιστεί. Τότε, ο Περικλής, ένα ήσυχο παιδάκι με ράστα, που μιλούσε σπάνια και έπαιζε με τις τάμπλες του θαυμάσια ινδική κλασική μουσική, αναφώνησε σαν τον Αρχιμήδη το δικό του «Εύρηκα»: «Μα, πως! Και ο σολωμός τι κάνει; Κόντρα στο ρεύμα του νερού κολυμπά, επιστρέφοντας στην πηγή!». Αυτό ήταν αρκετό: όλοι, εκτός από 2-3 ακατανόμαστες περιπτώσεις που έμειναν πίσω με την προαναφερθείσα, ξεκινήσαμε με γρήγορο βήμα προς το χωριό.
Σε λιγότερο από μία ώρα ήμασταν έξω από το τμήμα, απαιτώντας την απελευθέρωση του φίλου μας. Ο μπάτσος τα έχασε: από έναν που είχε, απέκτησε καμιά πενηνταριά τρελούς να τον απειλούν και να φωνάζουν. Άνοιξε μουρμουρίζοντας την πόρτα του «κελιού». Ο Άγγελος βγήκε έξω τρεκλίζοντας, εν μέσω ζητωκραυγών και επευφημιών, και, καθώς τον αγκαλιάζαμε και τον φιλούσαμε, σκουπίζοντας και τα αίματά του, είδαμε πως το ένα του μάτι ήταν πλέον μπλε, ενώ το άλλο παρέμενε καφέ. «Από το ξύλο;» τον ρώτησα σχετικά το άλλο πρωί. «Όχι, από τη φωτιά», μου απάντησε με δυσκολία, «πολύ μεγάλη φωτιά ανάψατε χθες όσο έλειπα».