Τίποτα δεν πήγε λάθος στον σχεδιασμό της πλατείας Ομονοίας, ούτε και τα παγκάκια λείπουν από κάποια αρχιτεκτονική παράλειψη, θα ήταν μάλλον αφελές να υποθέσουμε κάτι τέτοιο. Η Ομόνοια η καρδιά της Αθήνας, είναι μία καρδιά πολύχρωμη, πολυφυλετική, πολυεθνική. Είναι ταυτόχρονα και λόγω θέσης, κυρίως λόγω αυτής, το καταφύγιο πολλών από αυτούς που ονομάζουμε κολασμένους.
Στο πλαίσιο λοιπόν του γενικότερου gentrification το οποίο περνάει, μάλλον βαριά, η πρωτεύουσα, στο πλαίσιο αυτής της πρώτης πραγματικής προσπάθειας εκδυτικοποίησης της (μιας και η άλλη επί Σημίτη έγινε απλά με χάλκευση των αριθμών), αυτοί οι κολασμένοι, δεν έχουν δικαίωμα στον δημόσιο χώρο και τι πιο απλό για να τους αφαιρέσεις αυτό το δικαίωμα, (αντί να βάζεις πάλι μπάτσους να τους δέρνουν μέχρι θανάτου), από το να τους αφαιρέσεις τη δυνατότητα πρόσβασης και παραμονής σε αυτόν.
Όπως οι ολυμπιακοί αγώνες, εξαφάνισαν εν μία νυκτί τα αδέσποτα και τους “αδέσποτους” από την Αττική, έτσι και τώρα επιχειρείται μία νέα επιχείρηση εκτοπισμού εκείνων που είτε δεν κατάφεραν, είτε δεν θέλησαν να μπουν σε αυτό που ονομάζεται “νέα κανονικότητα”. Σε εκείνους που δεν καταγράφονται στις επίσημες στατιστικές. Ο χώρος οριοθετείται και δεν τους χωρά. Μα ούτε και μας. Ο χώρος πλέον λειτουργεί ως θέαμα, καμιά ζωτικότητα δεν έχει.
Την ώρα που έχει ανοίξει αυτή η γιγάντια κουβέντα περί δημοσίων χώρων και δικαιώματος πρόσβασης των ανθρώπων σε αυτούς, την ίδια ώρα η νέα χάραξη της πόλης μάρτυρα το καινούργιο αφήγημα:
“Δυτικός κόσμος” χωρίς δουλειά, δεν γίνεται. Και δουλειά με τόσους ελεύθερους χώρους, πως θα την κάνεις; Κι ύστερα που θα ξοδέψεις;
Κι όλοι αυτοί οι κολασμένοι; Να εξοριστούν, να εξαφανιστούν εν μια νυκτί αν γίνεται, γιατί εδώ μόνο από καταστολή μάθαμε, το αφήγημα μας παπαγαλία το ξέρουμε και τις ζωές μας βλαχομπαροκ εξώφυλλα ιλουστασιόν περιοδικών από εγκαίνια τις φανταζόμαστε.
Κι αλίμονο σε όποιον τολμήσει να μας χαλάσει τη φαντασίωση.
____________________
κείμενο: Δημήτρης Γκιούλος