Η ιστορία που αφηγούμαστε για την προέλευσή μας είναι λανθασμένη και διαιωνίζει την ιδέα της αναπόφευκτης κοινωνικής ανισότητας. Ο ανθρωπολόγος David Graeber και ο αρχαιολόγος David Wengrow αναρωτιούνται γιατί ο μύθος της «αγροτικής επανάστασης» παραμένει τόσο επίμονος και υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα που μπορούμε να μάθουμε από τους προγόνους μας.
Μετάφραση: Νίκος Γκατζίκης
1. Εν αρχή ην ο λόγος
Εδώ και αιώνες, λέμε στον εαυτό μας μια απλή ιστορία για την προέλευση της κοινωνικής ανισότητας. Για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους, οι άνθρωποι ζούσαν σε πολύ μικρές ισότιμες ομάδες τροφοσυλλεκτών. Στη συνέχεια ήρθε η γεωργία, η οποία έφερε μαζί της την ιδιωτική ιδιοκτησία και στη συνέχεια την άνοδο των πόλεων, που σήμανε την εμφάνιση του σύγχρονου πολιτισμού. Ο πολιτισμός έφερε μαζί του πολλά κακά πράγματα (πόλεμοι, φόροι, γραφειοκρατία, πατριαρχία, δουλεία…), αλλά κατέστησε δυνατό τον γραπτό λόγο, την επιστήμη, τη φιλοσοφία και τα περισσότερα άλλα μεγάλα ανθρώπινα επιτεύγματα.
Σχεδόν όλοι γνωρίζουν αυτήν την ιστορία στη γενική της μορφή. Τουλάχιστον από τις ημέρες του Jean-Jacques Rousseau1, αυτή η αφήγηση έχει διαμορφώσει αυτό που πιστεύουμε ότι είναι συνολικά η μορφή και η κατεύθυνση της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτό έχει σημασία επειδή η αφήγηση καθορίζει επίσης και την αίσθηση των πολιτικών μας δυνατοτήτων. Οι περισσότεροι βλέπουν τον πολιτισμό, άρα και την κοινωνική ανισότητα, ως μια τραγική αναγκαιότητα. Κάποιοι ονειρεύονται να επιστρέψουν σε μια ουτοπία του παρελθόντος, να βρουν ένα βιομηχανικό ισοδύναμο με τον «πρωτόγονο κομμουνισμό», ή ακόμα και, σε ακραίες περιπτώσεις, να καταστρέψουν τα πάντα και να επιστρέψουν στην εποχή των τροφοσυλλεκτών. Αλλά κανείς δεν αμφισβητεί τη βασική δομή της ιστορίας.
Υπάρχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα με αυτήν την αφήγηση και αυτό είναι το γεγονός ότι δεν είναι η αλήθεια.
Συντριπτικά στοιχεία από την αρχαιολογία, την ανθρωπολογία και τους συγγενείς κλάδους έχουν αρχίσει να μας δίνουν μια αρκετά ξεκάθαρη ιδέα για το πώς έμοιαζαν πραγματικά τα τελευταία 40.000 χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας, και σχεδόν σε καμία περίπτωση δεν μοιάζουν με τη συμβατική αφήγηση. Το είδος μας δεν πέρασε, στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του σε πολύ μικρές ομάδες. Η γεωργία δεν αποτέλεσε ένα μη αναστρέψιμο όριο στην κοινωνική εξέλιξη. Οι πρώτες πόλεις συχνά ήταν ισχυρά ισότιμες. Ωστόσο, ακόμη και όταν οι ερευνητές καταλήγουν σταδιακά σε συναίνεση σχετικά με τέτοια ζητήματα, παραμένουν περιέργως απρόθυμοι να ανακοινώσουν τα ευρήματά τους στο κοινό – ή ακόμη και σε μελετητές από άλλους κλάδους – πόσο μάλλον να αναλογιστούν τις μείζονες πολιτικές επιπτώσεις. Ως αποτέλεσμα, αυτοί οι συγγραφείς που σκέφτονται πάνω στα «μεγάλα ερωτήματα» της ανθρώπινης ιστορίας – Jared Diamond, Francis Fukuyama, Ian Morris, και άλλοι – εξακολουθούν να θεωρούν την ερώτηση του Rousseau («ποια είναι η προέλευση της κοινωνικής ανισότητας;») ως το σημείο εκκίνησης, και υποθέτουν ότι η ιστορία αρχίζει με κάποιο είδος πτώσης από την αρχέγονη αθωότητα.
Διατυπώνοντας την ερώτηση με αυτόν τον τρόπο σημαίνει να κάνουμε μια σειρά υποθέσεων, ότι
1. υπάρχει κάτι που ονομάζεται «ανισότητα»,
2. ότι είναι ένα πρόβλημα και
3. ότι υπήρξε μια εποχή χωρίς ανισότητα.
Από την οικονομική κρίση του 2008, φυσικά, και τις αναταραχές που ακολούθησαν, το «πρόβλημα της κοινωνικής ανισότητας» βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης. Φαίνεται ότι υπάρχει μια συναίνεση, μεταξύ των πνευματικών και πολιτικών τάξεων, ότι τα επίπεδα κοινωνικής ανισότητας έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο και ότι τα περισσότερα από τα προβλήματα του κόσμου προκύπτουν από αυτό, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αυτή η επισήμανση θεωρείται πρόκληση προς τις παγκόσμιες δομές εξουσίας, αλλά ας το συγκρίνουμε με τον τρόπο που παρόμοια ζητήματα θα μπορούσαν να είχαν συζητηθεί μια γενιά νωρίτερα. Σε αντίθεση με όρους όπως «κεφάλαιο» ή «ταξική εξουσία», η λέξη «ισότητα» είναι πρακτικά σχεδιασμένη ώστε να οδηγεί σε ημίμετρα και συμβιβασμούς. Κάποιος μπορεί να φανταστεί την ανατροπή του καπιταλισμού ή την κατάργηση του κράτους, αλλά είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς την εξάλειψη της «ανισότητας». Στην πραγματικότητα, δεν είναι καθόλου προφανές τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο, καθώς οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίδιοι και κανείς δεν θα τους ήθελε να είναι ίδιοι.
Η «ανισότητα» είναι ένας τρόπος για την διατύπωση των κοινωνικών προβλημάτων που είναι κατάλληλος για τους τεχνοκράτες μεταρρυθμιστές, το είδος των ανθρώπων που υποθέτουν εξαρχής ότι κάθε πραγματικό όραμα κοινωνικού μετασχηματισμού έχει από καιρό αφαιρεθεί από το τραπέζι της πολιτικής συζήτησης. Επιτρέπει σε κάποιον να παίζει με τους αριθμούς, να επιχειρηματολογεί για τους συντελεστές Gini2 και τα όρια κοινωνικής δυσλειτουργίας, να αναπροσαρμόζει τα φορολογικά καθεστώτα ή τους μηχανισμούς κοινωνικής πρόνοιας, ακόμη και να σοκάρει το κοινό με αριθμούς που δείχνουν πόσο άσχημα έχουν γίνει τα πράγματα («μπορείτε να φανταστείτε; το 0,1% του παγκόσμιου πληθυσμού ελέγχει πάνω από το 50% του πλούτου!»), χωρίς να αντιμετωπίζει κανέναν από τους παράγοντες στους οποίους οι άνθρωποι πραγματικά αντιτίθενται σε σχέση με τέτοιες «άνισες» κοινωνικές συνθήκες: για παράδειγμα, το γεγονός ότι ορισμένοι καταφέρνουν να μετατρέπουν τον πλούτο τους σε εξουσία έναντι άλλων. Ή ότι κάποιοι άλλοι άνθρωποι καταλήγουν να ακούν να τους λένε ότι οι ανάγκες τους δεν είναι σημαντικές και ότι η ζωή τους δεν έχει εγγενή αξία. Σύμφωνα με αυτό, αναμένεται από μας να πιστεύουμε, πως είναι απλώς το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανισότητας, και η ανισότητα, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του να ζει κανείς μέσα σε οποιαδήποτε μεγάλη, περίπλοκη, αστική, τεχνολογικά εξελιγμένη κοινωνία. Αυτό είναι το πραγματικό πολιτικό μήνυμα που μεταδίδεται από ατελείωτες επικλήσεις της κατά φαντασίαν εποχής της αθωότητας, που προηγείται χρονικά της εφεύρεσης της ανισότητας: ότι αν θέλουμε να απαλλαγούμε εντελώς από τέτοια προβλήματα, θα πρέπει κάπως να απαλλαγούμε από το 99,9% του πληθυσμού της Γης και να επιστρέψουμε ξανά στις πολύ μικρές κτηνοτροφικές ομάδες. Διαφορετικά, το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι να προσαρμόσουμε το μέγεθος της μπότας που θα μας πατάει στο κεφάλι για πάντα, ή ίσως μπορούμε να διεκδικούμε συνεχώς λίγο περισσότερο χώρο, μέσα στον οποίο μερικοί από εμάς θα μπορούμε τουλάχιστον να ξεφεύγουμε προσωρινά από το δρόμο της.
Το κυρίαρχο ρεύμα της κοινωνικής επιστήμης φαίνεται να είναι κινητοποιημένο σήμερα για να ενισχύει αυτήν την αίσθηση της απελπισίας. Σχεδόν σε μηνιαία βάση ερχόμαστε αντιμέτωποι με δημοσιεύσεις που προσπαθούν να προβάλουν την τρέχουσα εμμονή με τη διανομή της ιδιοκτησίας πίσω στην λίθινη εποχή, βάζοντάς μας σε μια ψευδή αναζήτηση για «ισότιμες κοινωνίες» που ορίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορούν να υπάρξουν έξω από κάποιου τύπου μικρές ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών (και πιθανώς, ούτε ακόμη και τότε).
Αυτό που θα κάνουμε σε αυτό το κείμενο, λοιπόν, περιλαμβάνει δύο πράγματα. Πρώτον, θα αφιερώσουμε λίγο χρόνο για να δούμε επιλεκτικά τι μας πλασάρεται σαν ενημερωμένη επιστημονική άποψη πάνω σε τέτοια θέματα, για να αποκαλύψουμε πώς παίζεται το παιχνίδι, πώς ακόμη και οι πιο φαινομενικά εκλεπτυσμένοι από τους σύγχρονους μελετητές καταλήγουν να αναπαράγουν τη συμβατική σοφία όπως αυτή ήταν στη Γαλλία ή τη Σκωτία, ας πούμε, το 1760. Έπειτα, θα προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πρώτα θεμέλια μιας εντελώς διαφορετικής αφήγησης. Αυτό είναι κυρίως ένα έργο εκκαθάρισης του εδάφους. Τα θέματα που αντιμετωπίζουμε εδώ είναι τόσο μεγάλα και τα ζητήματα τόσο σημαντικά, που θα χρειαστούν χρόνια έρευνας και αντιπαράθεσης για να αρχίσουμε να κατανοούμε τις πλήρεις επιπτώσεις.
Επιμένουμε όμως σε ένα πράγμα. Η εγκατάλειψη της ιστορικής αφήγησης μιας “πτώσης από την αρχέγονη αθωότητα” δεν σημαίνει την εγκατάλειψη των ονείρων της χειραφέτησης του ανθρώπου – δηλαδή, μιας κοινωνίας όπου κανείς δεν θα μπορεί να μετατρέπει ένα δικαίωμα στην ιδιοκτησία σε μέσο υποδούλωσης των άλλων, και όπου κανείς δεν θα μπορεί να πει σε κανένα ότι η ζωή του και οι ανάγκες του δεν έχουν σημασία. Το αντίθετο. Η ανθρώπινη ιστορία γίνεται ένα πολύ πιο ενδιαφέρον μέρος, που περιέχει πολλές πιο ελπιδοφόρες στιγμές από ό,τι έχουμε οδηγηθεί να φανταζόμαστε, μόλις μάθουμε να απαλλασσόμαστε από τα δεσμά της αντίληψής μας και να αντιλαμβανόμαστε τι πραγματικά είναι αυτό που υπάρχει.
1. ΣτΜ: Ελβετός φιλόσοφος, συγγραφέας και μουσικοσυνθέτης του 18ου αιώνα. Οι πολιτικές ιδέες του Ρουσσώ επηρέασαν την ανάπτυξη της κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής θεωρίας, του διεθνισμού και, κατά την πρώτη περίοδο, και την ιδεολογία του εθνικισμού. (Wikipedia)↩
2. ΣτΜ: Ο συντελεστής Τζίνι ή συντελεστής Gini είναι μια μέτρηση της στατιστικής διασποράς που προορίζεται να αντιπροσωπεύει την κατανομή του εισοδήματος ή του πλούτου των κατοίκων ενός έθνους και είναι το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο μέτρο της ανισότητας. (Wikipedia)↩
2. Σύγχρονοι συγγραφείς σχετικά με την προέλευση της κοινωνικής ανισότητας / Η αιώνια επιστροφή του Jean-Jacques Rousseau
Ας ξεκινήσουμε συνοψίζοντας τη διαθέσιμη σοφία πάνω στη συνολική πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Πηγαίνει λίγο κάπως έτσι:
Καθώς η αυλαία της ανθρώπινης ιστορίας ανεβαίνει – ας πούμε, πριν από περίπου διακόσιες χιλιάδες χρόνια, με την εμφάνιση σύγχρονων ανατομικά Homo Sapiens – βρίσκουμε το είδος μας να ζει σε μικρές και ευκίνητες ομάδες που κυμαίνονται από είκοσι έως σαράντα άτομα. Αναζητούν βέλτιστες περιοχές κυνηγιού και τροφοσυλλογής, ακολουθώντας κοπάδια και μαζεύοντας ξηρούς καρπούς και μούρα. Εάν οι πόροι λιγοστέψουν ή δημιουργηθούν κοινωνικές εντάσεις, το αντιμετωπίζουν πηγαίνοντας κάπου αλλού. Η ζωή για αυτούς τους πρώιμους ανθρώπους – μπορούμε να την θεωρήσουμε ως την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας – είναι γεμάτη κινδύνους, αλλά και δυνατότητες. Τα υλικά αγαθά είναι λίγα, αλλά ο κόσμος είναι ένα παρθένο και φιλόξενο μέρος. Οι περισσότεροι εργάζονται μόνο λίγες ώρες την ημέρα και το μικρό μέγεθος των κοινωνικών ομάδων τους επιτρέπει να διατηρούν ένα είδος χαλαρής συντροφικότητας, χωρίς επίσημες δομές κυριαρχίας. Ο Rousseau, γράφοντας στον 18ο αιώνα, αναφέρεται σε αυτό ως «η φυσική κατάσταση», αλλά σήμερα θεωρείται ότι έχει συμπεριλάβει το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του είδους μας. Θεωρείται επίσης ότι είναι η μόνη εποχή στην οποία οι άνθρωποι κατάφεραν να ζήσουν σε κοινωνίες γνήσιας ισότητας, χωρίς τάξεις, κάστες, κληρονομικούς ηγέτες ή κεντρική κυβέρνηση.
Δυστυχώς, αυτή η ευτυχισμένη κατάσταση των πραγμάτων έπρεπε κάποια στιγμή να τελειώσει. Η συμβατική εκδοχή της παγκόσμιας ιστορίας τοποθετεί αυτή τη στιγμή πριν από περίπου 10.000 χρόνια, στο τέλος της τελευταίας εποχής των παγετώνων.
Σε αυτό το σημείο, βρίσκουμε τους κατά φαντασία ανθρώπινους πρωταγωνιστές μας διασκορπισμένους σε όλες τις ηπείρους του κόσμου, να αρχίζουν να καλλιεργούν και να μεγαλώνουν τα κοπάδια τους. Όποιες και αν είναι οι επί μέρους τοπικές αιτίες (είναι υπό συζήτηση), τα αποτελέσματα είναι βαρυσήμαντα και είναι ουσιαστικά τα ίδια παντού. Οι εδαφικές προσκολλήσεις και η ιδιωτική ιδιοκτησία αποκτούν σημασία με τρόπους που προηγουμένως ήταν άγνωστοι και φέρνουν μαζί τους σποραδικές διαμάχες και πολέμους. Η γεωργία παρέχει ένα πλεόνασμα τροφής, το οποίο επιτρέπει σε ορισμένους να συσσωρεύουν πλούτο και επιρροή πέρα από την άμεση συγγενική τους ομάδα. Άλλοι χρησιμοποιούν τον νεοαποκτηθέντα ελεύθερο χρόνο τους για να αναπτύξουν νέες δεξιότητες, όπως είναι η εφεύρεση πιο εξελιγμένων όπλων, εργαλείων, οχημάτων και οχυρώσεων, ή η επιδίωξη της πολιτικής και της οργανωμένης θρησκείας. Κατά συνέπεια, αυτοί οι «νεολιθικοί αγρότες» έρχονται σύντομα σε αντιπαράθεση με τους γείτονες κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, και ξεκινούν για να τους εξαλείψουν ή να τους απορροφήσουν σε ένα νέο και ανώτερο – αν και λιγότερο ισότιμο – τρόπο ζωής.
Για να γίνουν ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα, όπως τουλάχιστον λέει η αφήγηση, η γεωργία διασφαλίζει μια αύξηση των επιπέδων του παγκόσμιου πληθυσμού. Καθώς οι άνθρωποι μετακομίζουν σε ολοένα και μεγαλύτερες συγκεντρώσεις πληθυσμών, οι πρόγονοί μας κάνουν με προθυμία ακόμα ένα μη αναστρέψιμο βήμα προς την ανισότητα, και περίπου 6.000 χρόνια πριν, εμφανίζονται οι πόλεις – και τότε η μοίρα μας σφραγίζεται. Με τις πόλεις έρχεται η ανάγκη για κεντρική κυβέρνηση. Νέες τάξεις γραφειοκρατών, ιερέων και πολεμιστών-πολιτικών εγκαθίστανται σε μόνιμα αξιώματα για να διατηρούν την τάξη και να διασφαλίζουν την ομαλή ροή των προμηθειών και των δημόσιων υπηρεσιών. Οι γυναίκες, που κάποτε απολάμβαναν διακεκριμένους ρόλους στις ανθρώπινες υποθέσεις, απομονώνονται ή κλείνονται μέσα σε χαρέμια. Οι αιχμάλωτοι πολέμου υποβαθμίζονται σε σκλάβους. Η πλήρης ανισότητα έχει έρθει και δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να απαλλαγούμε από αυτήν. Παρόλα αυτά, όπως μας διαβεβαιώνουν πάντα οι αφηγητές, δεν είναι όλα άσχημα με την άνοδο του αστικού πολιτισμού. Επινοείται η γραφή, στην αρχή για τη τήρηση των κρατικών λογαριασμών, αλλά αυτό επιτρέπει τεράστιες εξελίξεις στην επιστήμη, την τεχνολογία και τις τέχνες. Πληρώνοντας το αντίτιμο της αθωότητας, γίναμε οι σύγχρονοι εαυτοί μας και τώρα μπορούμε απλώς να κοιτάμε πίσω με οίκτο και ζήλια, σε εκείνες τις μικρές «παραδοσιακές» ή «πρωτόγονες» κοινωνίες, οι οποίες κατά κάποιον τρόπο έχασαν το πλοίο.
Αυτή είναι η αφήγηση που, όπως λέμε, αποτελεί το θεμέλιο λίθο όλων των σύγχρονων συζητήσεων για την ανισότητα. Εάν ας πούμε, ένας εμπειρογνώμονας στις διεθνείς σχέσεις, ή ένας κλινικός ψυχολόγος, επιθυμεί να συλλογιστεί πάνω σε αυτά τα θέματα, είναι πιθανό να το θεωρήσει δεδομένο ότι, για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, ζούσαμε σε πολύ μικρές ισότιμες ομάδες, ή ότι η άνοδος των πόλεων σήμανε επίσης την άνοδο του κράτους. Το ίδιο ισχύει και για τα πιο πρόσφατα βιβλία που προσπαθούν να εξετάσουν το ευρύ φάσμα της προϊστορίας, προκειμένου να εξαχθούν πολιτικά συμπεράσματα σχετικά με τη σύγχρονη ζωή. Σκεφτείτε το βιβλίο του Francis Fukuyama Η Προέλευση του Πολιτικού Συστήματος: Από τους Προ-Ανθρώπινους Καιρούς στη Γαλλική Επανάσταση:
«Στα αρχικά της στάδια, η ανθρώπινη πολιτική οργάνωση είναι παρόμοια με την κοινωνία σε επίπεδο μικρών ομάδων που παρατηρείται σε ανώτερα πρωτεύοντα όπως οι χιμπατζήδες. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μια προεπιλεγμένη (default) μορφή κοινωνικής οργάνωσης. … Ο Rousseau επισήμανε ότι η προέλευση της πολιτικής ανισότητας έγκειται στην ανάπτυξη της γεωργίας, και σε αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό σωστός. Δεδομένου ότι οι κοινωνίες σε επίπεδο μικρών ομάδων είναι προ-γεωργικές, δεν υπάρχει ιδιωτική ιδιοκτησία με την οποιαδήποτε σύγχρονη έννοια. Όπως οι μικρές ομάδες των χιμπατζήδων, οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες κατοικούν σε μια εδαφική περιοχή που περιφρουρούν και περιστασιακά υπερασπίζονται. Έχουν όμως μικρότερο κίνητρο από τους γεωργούς για να σημαδέψουν ένα κομμάτι γης και να πουν «αυτό είναι δικό μου». Εάν στην επικράτειά τους εισβάλλει μια άλλη ομάδα ή εάν διεισδύσουν επικίνδυνα αρπακτικά ζώα, οι κοινωνίες μικρών ομάδων μπορεί να έχουν την επιλογή να μετακινηθούν κάπου αλλού λόγω της χαμηλής πυκνότητας του πληθυσμού. Οι κοινωνίες μικρών ομάδων είναι εξαιρετικά ισότιμες … Η ηγεσία δίνεται σε άτομα με βάση ιδιότητες όπως η δύναμη, η νοημοσύνη και η αξιοπιστία, αλλά τείνει να μετακινείται από το ένα άτομο στο άλλο.»
Ο Jared Diamond – στο Ο Κόσμος Μέχρι Χθες: Τι Μπορούμε Να Μάθουμε Από Τις Παραδοσιακές Κοινωνίες; – προτείνει ότι τέτοιες μικρές ομάδες (στις οποίες πιστεύει ότι οι άνθρωποι έζησαν ακόμα και «μόλις πριν από 11.000 χρόνια») περιλάμβαναν «μόλις μερικές δεκάδες άτομα», τα περισσότερα με βιολογικούς δεσμούς μεταξύ τους. Ζούσαν μια αρκετά πενιχρή ζωή, «κυνηγώντας και συλλέγοντας οτιδήποτε άγριο ζωικό και φυτικό είδος συνέβαινε να ζει σε ένα acre (4 στρέμματα) δάσους». (Γιατί μόνο ένα acre, δεν το εξηγεί ποτέ). Και η κοινωνική τους ζωή, σύμφωνα με τον Diamond, ήταν αξιοζήλευτα απλή. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν με «συζήτηση πρόσωπο με πρόσωπο». Υπήρχαν «λίγα προσωπικά αγαθά» και δεν υπήρχε «καμία επίσημη πολιτική ηγεσία ή ισχυρή οικονομική εξειδίκευση». Ο Diamond καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, δυστυχώς, μόνο σε τέτοιες αρχέγονες ομάδες ο άνθρωπος έχει επιτύχει ποτέ σημαντικό βαθμό κοινωνικής ισότητας.
Για τους Diamond και Fukuyama, όπως και για τον Rousseau μερικούς αιώνες νωρίτερα, αυτό που έθεσε τέλος σε αυτήν την ισότητα – παντού και για πάντα – ήταν η εφεύρεση της γεωργίας και τα υψηλότερα επίπεδα πληθυσμού που διατήρησε. Η γεωργία επέφερε τη μετάβαση από τις «ομάδες» στις «φυλές». Η συσσώρευση του πλεονάσματος σε τροφή τροφοδότησε την αύξηση του πληθυσμού, οδηγώντας ορισμένες «φυλές» να εξελιχθούν σε διαβαθμισμένες κοινωνίες γνωστές ως «φυλαρχίες». Ο Fukuyama ζωγραφίζει μια σχεδόν βιβλική εικόνα, μια αποχώρηση από την Εδέμ: «Καθώς μικρές ομάδες ανθρώπων μετανάστευσαν και προσαρμόστηκαν σε διαφορετικά περιβάλλοντα, άρχισαν την έξοδο τους από την φυσική κατάσταση αναπτύσσοντας νέους κοινωνικούς θεσμούς». Έκαναν πολέμους για τους πόρους. Αδέξιες και εφηβικές, αυτές οι κοινωνίες πήγαιναν γυρεύοντας για να βρουν το μπελά τους.
Είχε έρθει η ώρα να ωριμάσουν, η ώρα να διορίσουν την κατάλληλη ηγεσία. Πριν περάσει πολύς καιρός, οι αρχηγοί είχαν αυτοανακηρυχθεί σε βασιλιάδες, ακόμη και αυτοκράτορες. Δεν είχε νόημα κανείς να φέρει αντίσταση. Όλα αυτά έγιναν αναπόφευκτα όταν οι άνθρωποι υιοθέτησαν μεγάλες, περίπλοκες μορφές οργάνωσης. Ακόμα και όταν οι ηγέτες άρχισαν να ενεργούν άσχημα – απομακρύνοντας το γεωργικό πλεόνασμα για να το προωθήσουν στους αυλικούς και στους συγγενείς τους, κάνοντας το καθεστώς μόνιμο και κληρονομικό, συλλέγοντας κρανία για τρόπαια και δημιουργώντας χαρέμια κοριτσιών-σκλάβων, ή αφαιρώντας τις καρδιές των αντιπάλων με μαχαίρια από οψιδιανό – δεν θα μπορούσε πλέον να υπάρξει επιστροφή. Οι «μεγάλοι πληθυσμοί», ο Diamond έκρινε, «δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς ηγέτες που λαμβάνουν τις αποφάσεις, στελέχη που εκτελούν τις αποφάσεις και γραφειοκράτες που διαχειρίζονται τις αποφάσεις και τους νόμους. Δυστυχώς, για όλους εσάς τους αναγνώστες που είστε αναρχικοί και ονειρεύεστε να ζήσετε χωρίς κρατική κυβέρνηση, αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους το όνειρό σας είναι μη ρεαλιστικό: θα πρέπει να βρείτε κάποια πολύ μικρή ομάδα ή φυλή πρόθυμη να σας δεχτεί, όπου κανείς δεν θα είναι ξένος, και όπου οι βασιλιάδες, οι πρόεδροι και οι γραφειοκράτες θα είναι περιττοί».
Ένα θλιβερό συμπέρασμα, όχι μόνο για τους αναρχικούς, αλλά για τον οποιονδήποτε που αναρωτήθηκε ποτέ αν θα μπορούσε να υπάρξει κάποια βιώσιμη εναλλακτική στο σημερινό status quo. Αλλά το αξιοσημείωτο είναι ότι, παρά τον τόνο υπεροψίας, τέτοιες δηλώσεις δεν βασίζονται πραγματικά σε κανένα είδος επιστημονικής απόδειξης. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι οι ομάδες μικρού μεγέθους είναι πιο πιθανό να είναι ισότιμες, ή ότι οι μεγάλες πρέπει απαραίτητα να έχουν βασιλείς, προέδρους ή γραφειοκρατίες. Αυτά είναι απλώς προκαταλήψεις που παρουσιάζονται ως γεγονότα.
Στην περίπτωση των Fukuyama και Diamond μπορεί κανείς να παρατηρήσει, τουλάχιστον, ότι δεν είχαν ποτέ εκπαίδευση στους σχετικούς κλάδους (ο πρώτος είναι πολιτικός επιστήμονας, ο άλλος έχει διδακτορικό στη φυσιολογία της χοληδόχου κύστης). Όμως, ακόμη και όταν ανθρωπολόγοι και αρχαιολόγοι αποπειρώνται να κάνουν αφηγήσεις της «μεγάλης εικόνας», έχουν μια περίεργη τάση να καταλήγουν σε κάποια παρόμοια μικρή παραλλαγή του Rousseau. Στο βιβλίο Η Δημιουργία Της Ανισότητας: Πώς Οι Προϊστορικοί Πρόγονοί Μας Έστησαν τη Σκηνή για τη Μοναρχία, τη Δουλεία και την Αυτοκρατορία, οι Kent Flannery και Joyce Marcus, δύο εξαιρετικά εξειδικευμένοι ακαδημαϊκοί, παραθέτουν πεντακόσιες σελίδες εθνογραφικών και αρχαιολογικών περιπτωσιολογικών μελετών για να προσπαθήσουν να λύσουν το παζλ. Παραδέχονται ότι στους προγόνους μας από την Εποχή των Παγετώνων δεν ήταν εντελώς άγνωστοι οι θεσμοί της ιεραρχίας και της καταναγκαστικής εργασίας, αλλά επιμένουν ότι αυτά τα βίωναν κυρίως στις σχέσεις τους με το υπερφυσικό (προγονικά πνεύματα και τα παρόμοια). Η εφεύρεση της γεωργίας, προτείνουν, οδήγησε στην εμφάνιση δημογραφικά εκτεταμένων «φυλών» ή «ομάδων κοινής καταγωγής», και καθώς γινόταν αυτό, η πρόσβαση στα πνεύματα και στους νεκρούς έγινε ένας δρόμος προς την δύναμη επί της γης (πώς ακριβώς έγινε αυτό δεν γίνεται σαφές). Σύμφωνα με τους Flannery και Marcus, το επόμενο σημαντικό βήμα στο δρόμο για την ανισότητα ήρθε όταν σε κάποια μέλη της φυλής που είχαν ασυνήθιστο χάρισμα ή φήμη – ειδικοί θεραπευτές, πολεμιστές, και άλλοι διαπρέποντες – τους δόθηκε το δικαίωμα να μεταδώσουν το status τους στους απογόνους τους, ανεξάρτητα από τα χαρίσματα ή τις ικανότητες των απογόνων. Αυτό ουσιαστικά φύτεψε τον σπόρο, και σηματοδότησε από τότε, ότι ήταν θέμα χρόνου η άφιξη των πόλεων, της μοναρχίας, της δουλείας και της αυτοκρατορίας.
Το περίεργο με το βιβλίο των Flannery και Marcus είναι ότι μόνο με τη γέννηση των κρατών και των αυτοκρατοριών φέρνουν στην πραγματικότητα τα οποιαδήποτε αρχαιολογικά στοιχεία. Όλες οι στιγμές κλειδιά στην περιγραφή τους για τη «δημιουργία της ανισότητας» βασίζονται σε σχετικά πρόσφατες περιγραφές τροφοσυλλεκτών, βοσκών και καλλιεργητών μικρής κλίμακας, όπως οι Hadza του Ρήγματος της Ανατολικής Αφρικής ή οι Nambikwara του τροπικού δάσους του Αμαζονίου. Οι περιγραφές τέτοιων «παραδοσιακών κοινωνιών» αντιμετωπίζονται σαν να αποτελούν ένα παράθυρο στο Παλαιολιθικό ή Νεολιθικό παρελθόν. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι τίποτα τέτοιο. Οι Hadza ή Nambikwara δεν είναι ζωντανά απολιθώματα. Έχουν έλθει σε επαφή με αγροτικά κράτη και αυτοκρατορίες, εισβολείς και εμπόρους, εδώ και χιλιετίες, και οι κοινωνικοί τους θεσμοί διαμορφώθηκαν αποφασιστικά μέσα από τις προσπάθειές τους να συνεργαστούν μαζί τους ή να τους αποφύγουν. Μόνο η αρχαιολογία μπορεί να μας πει εάν έχουν κάτι κοινό με τις προϊστορικές κοινωνίες. Έτσι, ενώ οι Flannery και Marcus παρέχουν κάθε είδους ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το πώς οι ανισότητες ενδέχεται να προκύψουν στις ανθρώπινες κοινωνίες, δεν μας δίνουν και πολλούς λόγους να πιστεύουμε ότι έτσι προέκυψαν στην πραγματικότητα.
Τέλος, ας εξετάσουμε το Τροφοσυλλέκτες, Αγρότες, και Ορυκτά Καύσιμα: Πώς Εξελίσσονται οι Ανθρώπινες Αξίες του Ian Morris. Ο Μόρις επιδιώκει ένα ελαφρώς διαφορετικό πνευματικό έργο: να φέρει τα ευρήματα της αρχαιολογίας, της αρχαίας ιστορίας και της ανθρωπολογίας σε διάλογο με το έργο των οικονομολόγων, όπως ο Thomas Piketty, σχετικά με τις αιτίες της ανισότητας στον σύγχρονο κόσμο, ή το πιο πολιτικά προσανατολισμένο Ανισότητα: Τι μπορεί να Γίνει; του Sir Tony Atkinson. Ο «βαθύς χρόνος» της ανθρώπινης ιστορίας, μας ενημερώνει ο Μόρις, έχει κάτι σημαντικό να μας πει για τέτοιου τύπου ερωτήματα – αλλά μόνο εάν πρώτα θεσπίσουμε ένα ομοιόμορφο μέγεθος για τη μέτρηση της ανισότητας που να μπορεί να εφαρμοστεί σε ολόκληρη την έκταση του ιστορικού χρόνου. Αυτό το επιτυγχάνει μεταφράζοντας τις «αξίες» των κυνηγών- τροφοσυλλεκτών της Εποχής των Παγετώνων και των Νεολιθικών αγροτών σε όρους οικείους στους οικονομολόγους της σύγχρονης εποχής, και στη συνέχεια χρησιμοποιώντας τους για τον καθορισμό συντελεστών Gini ή επίσημων ποσοστών ανισότητας. Αντί για τις πνευματικές ανισότητες που τονίζουν οι Flannery και Marcus, ο Morris μας δίνει μία – έκδηλα – υλιστική άποψη, χωρίζοντας την ανθρώπινη ιστορία σε Τροφοσυλλέκτες, Αγρότες και Ορυκτά Καύσιμα, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο η κάθε εποχή μετασχηματίζει τη θερμότητα. Όλες οι κοινωνίες, προτείνει, έχουν ένα «βέλτιστο» επίπεδο κοινωνικής ανισότητας – ένα ενσωματωμένο «πνευματικό επίπεδο» για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο των Pickett και Wilkinson – που είναι κατάλληλο για τον κυρίαρχο τρόπο εξόρυξης της ενέργειας.
Σε ένα άρθρο του 2015 για τους New York Times, ο Μόρις μας δίνει πράγματι αριθμούς για το πρωτόγονο εισοδήμα υπολογισμένο σε δολάρια των ΗΠΑ και σε καθορισμένες νομισματικές αξίες του 1990.3 Υποθέτει και αυτός ότι οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες της τελευταίας εποχής των παγετώνων ζούσαν κυρίως σε πολύ μικρές ομάδες. Ως αποτέλεσμα, κατανάλωναν ελάχιστα, το ισοδύναμο, προτείνει, με περίπου 1,10 $ / ημέρα. Κατά συνέπεια, απολάμβαναν επίσης έναν συντελεστή Gini περίπου 0,25 – δηλαδή, όσο χαμηλότερο μπορεί να είναι – καθώς δεν υπήρχε πολύ πλεόνασμα ή κεφάλαιο για να το αρπάξει η όποια πιθανή ελίτ. Οι αγροτικές κοινωνίες – και για τον Μόρις, αυτές περιλαμβάνουν από το 9000 ετών νεολιθικό χωριό Çatalhöyük έως την Κίνα του Kublai Khan ή τη Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ΄ – ήταν πιο πολυπληθείς και σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, με μέση κατανάλωση 1,50 $ – 2,20 $ / ημέρα ανά άτομο, και μια τάση για συσσώρευση πλεονασμάτων πλούτου. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι εργάζονταν επίσης πιο σκληρά και κάτω από εξαιρετικά κακές συνθήκες, έτσι οι γεωργικές κοινωνίες έτειναν προς πολύ υψηλότερα επίπεδα ανισότητας.
Οι κοινωνίες που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα θα έπρεπε πραγματικά να τα έχουν αλλάξει όλα αυτά, ελευθερώνοντάς μας από το μόχθο της χειρωνακτικής εργασίας, και φέρνοντάς μας πίσω σε πιο ικανοποιητικούς συντελεστές Gini, πιο κοντά σε εκείνους των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών προγόνων μας – και για λίγο φαινόταν ότι αυτό ξεκινούσε να συμβαίνει, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο, τον οποίον ο Μόρις δεν καταλαβαίνει πλήρως, τα πράγματα έχουν πάει πάλι πίσω και ο πλούτος για άλλη μια φορά εξαφανίζεται στα χέρια μιας μικροσκοπικής παγκόσμιας ελίτ:
«Εάν οι ανατροπές της οικονομικής ιστορίας τα τελευταία 15.000 χρόνια και η λαϊκή βούληση μπορούν να είναι ένας οδηγός, το «σωστό» επίπεδο ανισότητας εισοδήματος μετά φόρων φαίνεται να κυμαίνεται μεταξύ περίπου 0,25 και 0,35, και αυτό της ανισότητας του πλούτου μεταξύ περίπου 0,70 και 0,80 . Πολλές χώρες βρίσκονται τώρα εκεί μέσα ή πάνω από τα ανώτατα όρια αυτού του εύρους τιμών, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο κ. Piketty έχει όντως δίκιο να βλέπει προβλήματα. »
Κάποια σοβαρά τεχνοκρατικά παιχνίδια πρέπει να παίζονται εδώ!
Ας αφήσουμε στην άκρη τους υπολογισμούς του Morris και ας επικεντρωθούμε απλώς σε έναν αριθμό: στο Παλαιολιθικό εισόδημα του 1,10 $ την ημέρα. Πώς ακριβώς προκύπτει αυτό; Πιθανώς οι υπολογισμοί έχουν κάτι να κάνουν με την θερμογόνο αξία της καθημερινής πρόσληψης τροφής. Αλλά αν το συγκρίνουμε με τα σημερινά καθημερινά εισοδήματα, δεν θα έπρεπε επίσης να συνυπολογίσουμε όλα τα άλλα πράγματα που λάμβαναν δωρεάν οι Παλαιολιθικοί τροφοσυλλέκτες, τα οποία εμείς οι ίδιοι θα περιμέναμε να πληρώσουμε για να τα έχουμε: δωρεάν ασφάλεια, δωρεάν επίλυση διαφορών, δωρεάν πρωτογενή εκπαίδευση, δωρεάν φροντίδα των ηλικιωμένων, δωρεάν ιατρική περίθαλψη, για να μην αναφέρουμε το κόστος ψυχαγωγίας, τη μουσική, την αφήγηση και τις θρησκευτικές υπηρεσίες; Ακόμα και όταν πρόκειται για τρόφιμα, πρέπει να λάβουμε υπόψη την ποιότητα: τελικά, εδώ μιλάμε για 100% βιολογικά προϊόντα ελεύθερης βοσκής, πλυμένα με το καθαρότερο νερό φυσικής πηγής. Μεγάλο μέρος από το σύγχρονο εισόδημα πηγαίνει σε υποθήκες και ενοίκια. Αλλά σκεφτείτε τις τιμές του κάμπινγκ για τις προνομιακές Παλαιολιθικές τοποθεσίες κατά μήκος του Dordogne ή του Vézère, για να μην αναφέρουμε τα βραδινά μαθήματα υψηλού επιπέδου στη νατουραλιστική ζωγραφική σε πέτρα και στο σκάλισμα ελεφαντόδοντου – και όλα εκείνα τα γούνινα παλτά. Σίγουρα όλα αυτά πρέπει να κοστίζουν άνετα πάνω από 1,10 $ / ημέρα, ακόμη και σε δολάρια του 1990. Γι’ αυτό ο Marshall Sahlins αναφερόταν στους τροφοσυλλέκτες ως «η πρώτη εύπορη κοινωνία». Μια τέτοια ζωή σήμερα δεν θα ήταν καθόλου φθηνή.
Όλα αυτά είναι ομολογουμένως λίγο ανόητα, αλλά αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο το επιχείρημά μας: αν κάποιος περιορίσει την παγκόσμια ιστορία στους συντελεστές Gini, τα συμπεράσματα που θα ακολουθήσουν θα είναι αναγκαστικά ανόητα και καταθλιπτικά. Ο Morris τουλάχιστον διαισθάνεται ότι κάτι πάει στραβά με τις πρόσφατη ανεξέλεγκτη άνοδο της παγκόσμιας ανισότητας. Αντίθετα, ο ιστορικός Walter Scheidel έχει φτάσει τις αναγνώσεις της ανθρώπινης ιστορίας τύπου Piketty, στο απόλυτα άθλιο συμπέρασμά τους, στο βιβλίο του 2017 Ο Μεγάλος Ισοπεδωτής: Η Βία και η Ιστορία της Ανισότητας από τη Λίθινη Εποχή έως τον Εικοστό Πρώτο Αιώνα, καταλήγοντας ότι δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε για την ανισότητα. Ο πολιτισμός πάντα επιβάλλει μια μικρή ελίτ που αρπάζει όλο και μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα. Το μόνο πράγμα το οποίο κατάφερε ποτέ να τους διαλύσει είναι η καταστροφή: πόλεμος, πανούκλα, γενική επιστράτευση, οδύνη και θάνατος. Τα ημίμετρα δεν λειτουργούν ποτέ. Έτσι, εάν δεν θέλετε να επιστρέψετε στη ζωή των σπηλαίων ή να πεθάνετε σε ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα (το οποίο πιθανώς θα καταλήξει επίσης με τους επιζώντες να ζουν σε σπηλιές), θα πρέπει απλώς να αποδεχτείτε την ύπαρξη του Warren Buffett και του Bill Gates.
Η φιλελεύθερη εναλλακτική λύση; Οι Flannery και Marcus, που ταυτίζονται ανοιχτά με την παράδοση του Jean-Jacques Rousseau, τελειώνουν την έρευνά τους με την ακόλουθη χρήσιμη πρόταση:
“Συζητήσαμε κάποτε αυτό το θέμα με τον Scotty MacNeish, έναν αρχαιολόγο που είχε περάσει 40 χρόνια μελετώντας την κοινωνική εξέλιξη. Πώς, τον ρωτήσαμε, θα μπορούσε η κοινωνία να γίνει πιο ισότιμη; Μετά από μια σύντομη σύσκεψη με τον παλιό του φίλο Jack Daniels, ο MacNeish απάντησε: «Βάλτε τους κυνηγούς και τους τροφοσυλλέκτες στην εξουσία»”.
3. “Η Κάθε Εποχή με τις Ανισότητές της” του Ian Morris. New York Times, 9 Ιουλίου 2015. Δείτε και το βίντεο. ↩
3. Αλλά, τρέξαμε πραγματικά προς τα δεσμά μας;
Το πραγματικά περίεργο με αυτές τις ατελείωτες επικλήσεις της αθώας Φυσικής Κατάστασης του Rousseau και της πτώσης από τον παράδεισο, είναι ότι ο ίδιος ο Rousseau δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι η Φυσική Κατάσταση υπήρξε πραγματικά. Ήταν όλα ένα νοητικό πείραμα. Στην Ομιλία σχετικά με την Προέλευση και Θεμελίωση της Ανισότητας στην Ανθρωπότητα (1754), από όπου προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης που λέμε (και ξαναλέμε), έγραφε:
«…οι διερευνήσεις, με τις οποίες ενδέχεται να ασχοληθούμε εδώ, δεν πρέπει να λαμβάνονται ως ιστορικές αλήθειες, αλλά απλώς ως υπό συνθήκη υποθετικοί συλλογισμοί, περισσότερο κατάλληλοι για να απεικονίσουν τη φύση των πραγμάτων, παρά για να δείξουν την πραγματική τους προέλευση.»
Η «Φυσική Κατάσταση» του Rousseau δεν προοριζόταν ποτέ να εννοείται ως ένα στάδιο της εξέλιξης. Δεν προοριζόταν ως ισοδύναμο της φάσης της «Βαρβαρότητας», με την οποία ξεκινάνε τα εξελικτικά σχήματα των Σκωτσέζων φιλοσόφων, όπως των Adam Smith, Adam Ferguson, John Millar ή αργότερα του Lewis Henry Morgan. Εκείνοι ενδιαφερόντουσαν να καθορίσουν τα επίπεδα κοινωνικής και ηθικής ανάπτυξης, που αντιστοιχούσαν σε ιστορικές αλλαγές στους τρόπους παραγωγής: τροφοσυλλέκτες, κτηνοτροφία, γεωργία, βιομηχανία. Αντίθετα, αυτό που παρουσίασε ο Rousseau είναι περισσότερο μια παραβολή. Όπως τονίζει η Judith Shklar, διάσημη θεωρητικός Πολιτικής Ιστορίας του Harvard, ο Rousseau προσπαθούσε στην πραγματικότητα να διερευνήσει αυτό που θεωρούσε ως το θεμελιώδες παράδοξο της ανθρώπινης πολιτικής: ότι η έμφυτη ορμή προς την ελευθερία μας οδηγεί με κάποιο τρόπο, ξανά και ξανά, σε μια «αυθόρμητη πορεία προς την ανισότητα». Με τα λόγια του Rousseau: «Όλοι έτρεξαν προς τα δεσμά τους πιστεύοντας ότι εξασφάλιζαν την ελευθερία τους. Γιατί παρόλο που είχαν αρκετή λογική για να δουν τα πλεονεκτήματα των πολιτικών θεσμών, δεν είχαν αρκετή εμπειρία για να προβλέψουν τους κινδύνους». Η υποτιθέμενενη Φυσική Κατάσταση ήταν απλώς ένας τρόπος απεικόνισης αυτού του νοήματος.
Ο Rousseau δεν ήταν μοιρολάτρης. Ό,τι οι άνθρωποι φτιάχνουν, πίστευε, θα μπορούσαν και να το καταστρέψουν. Θα μπορούσαμε να απελευθερωθούμε από τις αλυσίδες μας. Απλώς δεν θα ήταν εύκολο. Ο Shklar προτείνει ότι η αντίθεση μεταξύ «της δυνατότητας και της πιθανότητας» (η δυνατότητα της ανθρώπινης χειραφέτησης, η πιθανότητα όλοι να μπούμε ξανά σε μια μορφή εθελοντικής δουλείας) ήταν η κεντρική κινητήρια δύναμη των γραπτών του Rousseau για την ανισότητα. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται λίγο σαν ειρωνεία αφού, μετά τη Γαλλική Επανάσταση, πολλοί συντηρητικοί επικριτές θεώρησαν τον Rousseau προσωπικά υπεύθυνο για τη γκιλοτίνα. Αυτό που έφερε τον Τρόμο, επέμεναν, ήταν ακριβώς η αφελής πίστη του στην έμφυτη καλοσύνη της ανθρωπότητας, και η πεποίθησή του ότι μια πιο ισότιμη κοινωνική οργάνωση θα μπορούσε απλώς να είναι το προϊόν του φαντασιακού των διανοούμενων και που στη συνέχεια θα επιβαλλόταν από τη «γενική βούληση».
Αλλά, πολύ λίγες από αυτές τις φιγούρες τους παρελθόντος, που τώρα γελοιοποιούνται ως ρομαντικοί και ουτοπικοί, ήταν στην πραγματικότητα τόσο αφελείς. Ο Karl Marx, για παράδειγμα, υποστήριζε ότι αυτό που μας κάνει ανθρώπους είναι η δύναμη του φαντασιακού στοχασμού – σε αντίθεση με τις μέλισσες, φανταζόμαστε τα σπίτια στα οποία θα θέλαμε να ζήσουμε, και μόνο τότε αρχίζουμε να τα κατασκευάζουμε – αλλά επίσης πίστευε ότι δεν θα μπορούσε κανείς απλώς να πράξει με τον ίδιο τρόπο στην κοινωνία και να προσπαθήσει να επιβάλλει ένα αρχιτεκτονικό μοντέλο. Αυτό θα ήταν ισοδύναμο με το να διαπράξει την αμαρτία του «ουτοπικού σοσιαλισμού», για τον οποίο δεν ένοιωθε τίποτε άλλο παρά περιφρόνηση. Αντίθετα, οι επαναστάτες έπρεπε να κατανοήσουν τις μεγάλες δομικές δυνάμεις που διαμόρφωσαν την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας και να επωφεληθούν από τις υποκείμενες αντιφάσεις: για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο κάθε ιδιοκτήτης εργοστασίου πρέπει να στύβει τους εργάτες του για να είναι ανταγωνιστικός, αλλά αν όλοι οι ιδιοκτήτες κάνουν το ίδιο με πολύ επιτυχημένο τρόπο, κανείς δεν θα έχει αρκετά χρήματα για να καταναλώσει αυτά που παράγουν τα εργοστάσιά τους. Παρόλα αυτά, είναι τόση η δύναμη της γραφής των δύο χιλιάδων ετών, που ακόμη και όταν οι ψυχροί ρεαλιστές αρχίζουν να μιλούν για το τεράστιο έργο του να ξαναγραφτεί η ανθρώπινη ιστορία από την αρχή, στρέφονται τελικά πάλι σε κάποια παραλλαγή του Κήπου της Εδέμ – της Πτώσης από τον Παράδεισο (συνήθως εξαιτίας, όπως στη Γένεση, της ανόητης αναζήτησης της Γνώσης), στην δυνατότητα μιας μελλοντικής Λύτρωσης. Τα μαρξιστικά πολιτικά κόμματα ανέπτυξαν γρήγορα τη δική τους εκδοχή της ιστορίας, συγχωνεύοντας την Φυσική Κατάσταση του Rousseau με την ιδέα του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού για τα στάδια της ανάπτυξης. Το αποτέλεσμα ήταν μια φόρμουλα για την παγκόσμια ιστορία που ξεκίνησε με τον αρχικό «πρωτόγονο κομμουνισμό», ξεπεράστηκε με την αυγή της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά που προοριζόταν κάποτε να επιστρέψει και πάλι στον κομμουνισμό.
Πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι επαναστάτες, σε όλα τους τα οράματα και ιδανικά, δεν τείνουν να είναι ιδιαίτερα ευφάνταστοι, ειδικά όταν πρόκειται για τη σύνδεση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Όλοι συνεχίζουν να λένε την ίδια ιστορία. Πιθανότατα δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα, τα πιο ζωτικά και δημιουργικά επαναστατικά κινήματα στην αυγή αυτής της νέας χιλιετίας – οι Zapatistas της Chiapas και οι Κούρδοι της Rojava είναι μόνο τα πιο προφανή παραδείγματα – είναι αυτά που ταυτόχρονα ριζώνουν σε ένα βαθύ παρελθόν παραδόσεων. Αντί να φαντάζονται κάποια αρχέγονη ουτοπία, μπορούν να αντλούν νοήματα από μια πιο ανάμικτη και περίπλοκη αφήγηση. Πράγματι, φαίνεται να υπάρχει μια αυξανόμενη αναγνώριση μέσα στους επαναστατικούς κύκλους ότι η ελευθερία, η παράδοση και η φαντασία, ήταν και θα είναι πάντα μπλεγμένα μεταξύ τους, με τρόπους που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως. Καιρός είναι να φτάσουμε και οι υπόλοιποι εκεί, και να αρχίσουμε να εξετάζουμε με τι θα μπορούσε να μοιάζει μια μη-Βιβλική εκδοχή της ανθρώπινης ιστορίας.
4. Πώς μπορεί τώρα να αλλάξει η πορεία της (παρελθούσας) ιστορίας
Επομένως, τι μας έχει πραγματικά διδάξει η αρχαιολογική και ανθρωπολογική έρευνα, από την εποχή του Rousseau;
Κατ’ αρχήν, το πρώτο πράγμα είναι ότι το να ρωτάς για την «προέλευση της κοινωνικής ανισότητας» είναι πιθανώς το λάθος μέρος για να ξεκινήσεις. Πράγματι, πριν από την αρχή της εποχής που λέγεται Ανώτερη Παλαιολιθική, δεν έχουμε σχεδόν καμιά πραγματική ιδέα για το πώς ήταν γενικά η ανθρώπινη κοινωνική ζωή. Πολλά από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας περιλαμβάνουν διάσπαρτα θραύσματα κατεργασμένων λίθων, οστών και μερικών άλλων ανθεκτικών υλικών. Διαφορετικά είδη ανθρωποειδών συνυπήρξανκαι δεν είναι σαφές το εάν μπορεί να έχει εφαρμογή η οποιαδήποτε εθνογραφική αναλογία. Τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν κάποια μορφή κάπου μέσα στην Ανώτερη Παλαιολιθική, η οποία ξεκινά πριν από περίπου 45.000 χρόνια, και περιλαμβάνει την κορύφωση της εμφάνισης των πάγων και της παγκόσμιας ψύξης (περίπου 20.000 χρόνια πριν), γνωστή ως το Τελευταίο Παγετωνικό Μέγιστο. Αυτή την τελευταία μεγάλη Εποχή των Παγετώνων, ακολούθησε έπειτα η έναρξη θερμότερων συνθηκών και η σταδιακή υποχώρηση των πάγων, οδηγώντας στην γεωλογική εποχή στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, το Ολόκαινο. Ακολούθησαν περισσότερο ήπιες συνθήκες, που έστησαν την σκηνή πάνω στην οποία ο Homosapiens – έχοντας ήδη αποικίσει μεγάλο μέρος του Παλαιού Κόσμου – ολοκλήρωσε την πορεία του προς το Νέο Κόσμο, φτάνοντας στις νότιες ακτές της Αμερικής πριν από περίπου 15.000 χρόνια.
Επομένως, τι γνωρίζουμε πραγματικά για αυτήν την περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας; Πολλά από τα πρώτα σημαντικά στοιχεία για την ανθρώπινη κοινωνική οργάνωση στην Παλαιολιθική προέρχονται από την Ευρώπη, όπου το είδος μας επικράτησε παράλληλα με τον Homo neanderthalensis, πριν από την εξαφάνιση του τελευταίου κατά το 40.000 π.Χ. (Το γεγονός της συγκέντρωσης των δεδομένων σε αυτό το μέρος του κόσμου αντικατοπτρίζει κατά πάσα πιθανότητα μια ιστορική προκατάληψη της αρχαιολογικής έρευνας, παρά οτιδήποτε το ασυνήθιστο για την ίδια την Ευρώπη). Εκείνη την εποχή, και μέσω του Τελευταίου Παγετωνικού Μέγιστου, τα κατοικήσιμα μέρη της Ευρώπης της Εποχής των Παγετώνων έμοιαζαν περισσότερο με το Πάρκο Serengeti στην Τανζανία παρά με τον οποιονδήποτε οικότοπο της σημερινής Ευρώπης. Νότια των πάγων, ανάμεσα στην τούνδρα και τις δασώδεις ακτές της Μεσογείου, η ήπειρος ήταν χωρισμένη σε κοιλάδες και στέπες πλούσιες σε θηράματα, που τα διέσχιζαν κοπάδια από ελάφια, βίσονες και μαλλιαρά μαμούθ που μετανάστευαν σε εποχιακή βάση.
Οι επιστήμονες της προϊστορίας έχουν επισημάνει εδώ και μερικές δεκαετίες – με μικρό αντίκτυπο απ’ ό,τι φαίνεται – ότι οι ανθρώπινες ομάδες που κατοικούσαν σε αυτά τα οικοσυστήματα δεν είχαν τίποτα το κοινό με αυτές τις μακάρια απλές, ισότιμες ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, που επιμένουμε να φανταζόμαστε συστηματικά ότι ήταν οι μακρινοί μας πρόγονοι. Κατ’ αρχάς, υπάρχει η αδιαμφισβήτητη ύπαρξη πολυτελών χώρων ταφής, που εκτείνονται πίσω στο χρόνο στα βάθη της Εποχής των Παγετώνων. Μερικοί από αυτούς, όπως οι τάφοι στο Sungir ηλικίας 25.000 ετών, ανατολικά της Μόσχας, είναι γνωστοί εδώ και πολλές δεκαετίες και είναι δικαίως διάσημοι. Ο Felipe Fernández-Armesto, ο οποίος έγραψε μια κριτική για το Η Γέννηση της Ανισότητας στο The Wall Street Journal, εκφράζει την εύλογη έκπληξή του για την παράλειψή τους: «Αν και γνωρίζουν ότι η αρχή της κληρονομικότητας προηγήθηκε της γεωργίας, ο κ. Flannery και η κα. Marcus δεν μπορούν μάλλον να αποβάλλουν την, τύπου Rousseau, ψευδαίσθηση ότι η κληρονομικότητα ξεκίνησε με την καθιστική ζωή. Απεικονίζουν επομένως έναν κόσμο χωρίς την ισχύ της κληρονομικότητας μέχρι περίπου το 15.000 π.Χ., αγνοώντας για να πετύχουν το στόχο τους έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους». Γιατί σκαμμένος μέσα στο μόνιμα παγωμένο υπέδαφος κάτω από τον Παλαιολιθικό οικισμό στο Sungir ήταν ο τάφος ενός μεσήλικα άνδρα που, όπως παρατηρεί ο Fernández-Armesto, ήταν θαμμένος με «εντυπωσιακές ενδείξεις τιμής: βραχιόλια από στιλβωμένο ελεφαντόδοντο από μαμούθ, διάδημα ή καπέλο από δόντια αλεπούς, και σχεδόν 3.000 επίπονα σκαλισμένες και στιλβωμένες χάντρες από ελεφαντόδοντο». Και δίπλα, σε έναν πανομοιότυπο τάφο, «βρέθηκαν δύο παιδιά, περίπου 10 και 13 ετών αντίστοιχα, στολισμένα με παρεμφερείς προσφορές ενταφιασμού – συμπεριλαμβανομένων, στην περίπτωση του μεγαλύτερου, περίπου 5.000 χάντρες τόσο εκλεπτυσμένων όσο του ενήλικα (αν και ελαφρώς μικρότερες) και μια τεράστια λόγχη σκαλισμένη από ελεφαντόδοντο».
Τέτοια ευρήματα φαίνεται να μην έχουν σημαντική θέση σε κανένα από τα βιβλία που έχουν εξεταστεί μέχρι στιγμής. Το να τα υποβιβάζεις ή να τα κρύβεις σε υποσημειώσεις μπορεί να ήταν πιο εύκολο να συγχωρεθεί αν το Sungir επρόκειτο για ένα απομονωμένο εύρημα. Αλλά δεν είναι. Εξ ίσου πολυτελείς τάφοι επιβεβαιώνονται πλέον σε σπήλαια-καταφύγια της Ανώτερης Παλαιολιθικής και σε υπαίθριους οικισμούς σε μεγάλο μέρος της δυτικής Ευρασίας, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη. Ανάμεσά τους βρίσκουμε, για παράδειγμα, την 16.000 ετών «Λαίδη του Saint-Germain-la-Rivière», διακοσμημένη με στολίδια κατασκευασμένα από δόντια ελαφιού που θηρεύτηκε 300 χλμ. μακριά στη Χώρα των Βάσκων της Ισπανίας. Και οι τάφοι των ακτών της Λιγυρίας – τόσο αρχαίες όσο και στο Sungir – συμπεριλαμβανομένου του «Πρίγκηπα», ενός νεαρού άνδρα του οποίου τα διακριτικά περιλάμβαναν ένα σκήπτρο από εξωτικό πυρόλιθο, κουμπιά από κέρατα τάρανδου και ένα περίτεχνο μαντήλι κεφαλής από διάτρητα κοχύλια και δόντια ελαφιών. Τέτοια ευρήματα αποτελούν ενδιαφέρουσες προκλήσεις για ερμηνεία. Έχει δίκιο ο Fernández-Armesto όταν λέει ότι αυτές είναι αποδείξεις «κληρονομικής εξουσίας»; Ποια ήταν η κοινωνική θέση τέτοιων ατόμων όταν ήταν εν ζωή;
Χωρίς λιγότερο ενδιαφέρον είναι τα σποραδικά αλλά συναρπαστικά στοιχεία της μνημειακής αρχιτεκτονικής που εκτείνεται πίσω μέχρι το Τελευταίο Παγετωνικό Μέγιστο. Η ιδέα ότι κάποιος θα μπορούσε να μετρήσει την «μνημειακότητα» σε απόλυτους όρους είναι φυσικά τόσο ανόητη όσο και η ιδέα του ποσοτικού προσδιορισμού των δαπανών της Εποχής των Παγετώνων σε δολάρια και σεντς. Είναι μια σχετική έννοια, η οποία έχει νόημα μόνο σε μια συγκεκριμένη κλίμακα αξιών και προηγούμενης εμπειρίας. Το Πλειστόκαινο δεν έχει να δείξει αντίστοιχα παραδείγματα της κλίμακας των Πυραμίδων της Γκίζας ή του Ρωμαϊκού Κολοσσαίου. Αλλά έχει να δείξει κτίρια που, σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής, θα μπορούσαν να θεωρηθούν μόνο δημόσια έργα, που συνεπάγεται έναν σύνθετο σχεδιασμό και συντονισμό της εργασίας σε εντυπωσιακή κλίμακα. Μεταξύ αυτών είναι τα εκπληκτικά «σπίτια-μαμούθ», χτισμένα με τεντωμένα δέρματα πάνω σε σκελετό από χαυλιόδοντες, παραδείγματα των οποίων – που χρονολογούνται σε περίπου 15.000 χρόνια πριν – μπορούν να βρεθούν κατά μήκος ενός ανοίγματος του παγετωνικού μετώπου που εκτείνεται σε ολόκληρη την απόσταση από τη σύγχρονη Κρακοβία μέχρι το Κίεβο.
Ακόμα πιο εντυπωσιακοί είναι οι πέτρινοι ναοί του Göbekli Tepe, που έχουν ανασκαφεί εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας, και εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο έντονης επιστημονικής διαμάχης. Χρονολογούνται στα περίπου 11.000 χρόνια, στο τέλος της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων και αποτελούνται από τουλάχιστον είκοσι μεγαλιθικές περιφράξεις, που σηκώνονται ψηλά πάνω από τις άγονες σήμερα πλευρές της Πεδιάδας Harran. Η κάθε μία ήταν φτιαγμένη από ασβεστολιθικούς πυλώνες ύψους άνω των 5 μέτρων και βάρους έως και ενός τόνου (σεβαστό για τα στάνταρ του Stonehenge, και περίπου 6.000 χρόνια νωρίτερα). Σχεδόν κάθε πυλώνας στο Göbekli Tepe είναι ένα αξιοθαύμαστο έργο τέχνης, με ανάγλυφα γλυπτά απειλητικών ζώων να προβάλλουν από την επιφάνεια, με τα αρσενικά γεννητικά τους όργανα σε έντονη επίδειξη. Αρπακτικά εμφανίζονται στο γλυπτό σε συνδυασμό με εικόνες κομμένων ανθρώπινων κεφαλών. Τα ανάγλυφα μαρτυρούν γλυπτικές δεξιότητες, αναμφίβολα τελειοποιημένες πάνω σε ξύλο ως πιο εύκαμπτο μέσο (κάποτε ευρέως διαθέσιμο στους πρόποδες της οροσειράς του Ταύρου), προτού εφαρμοστούν στους βράχους της Πεδιάδας Harran. Κατά περίεργο τρόπο, και παρά το μέγεθός τους, κάθε μία από αυτές τις τεράστιες δομές είχε σχετικά μικρή διάρκεια ζωής, που τελείωνε με μια μεγάλη γιορτή και με την ταχεία επιχωμάτωση των τειχών της: ιεραρχίες που υψώνονταν στα ουράνια, μόνο για να κατεδαφιστούν αμέσως μετά. Και οι πρωταγωνιστές σε αυτή την προϊστορική τελετουργική αναπαράσταση του εορτασμού, της οικοδόμησης και της καταστροφής ήταν, εξ όσων γνωρίζουμε, κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, που ζούσαν αποκλειστικά από την άγρια φύση.
Τι πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε από όλα αυτά; Μια ακαδημαϊκή απάντηση θα ήταν να εγκαταλείψουμε εντελώς την ιδέα μιας ισότιμης Χρυσής Εποχής και να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το ορθολογικό και ίδιον συμφέρον και η συσσώρευση εξουσίας είναι οι μόνιμες δυνάμεις πίσω από την ανθρώπινη κοινωνική ανάπτυξη. Ούτε αυτό όμως ισχύει. Τα πειστήρια θεσμικής ανισότητας στις κοινωνίες της Εποχής των Παγετώνων, με τη μορφή είτε μεγάλων χώρων ταφής, είτε μνημειακών κτιρίων, δεν είναι παρά σποραδικά. Οι χώροι ταφής εμφανίζονται σε απόσταση αιώνων κυριολεκτικά, και συχνά εκατοντάδων χιλιομέτρων. Ακόμα κι αν το αποδώσουμε αυτό στην σποραδικότητα των αποδεικτικών στοιχείων, μένει ακόμα να αναρωτηθούμε γιατί τα αποδεικτικά στοιχεία είναι τόσο σποραδικά: τελικά, αν κάποιος από αυτούς τους «πρίγκιπες» της Εποχής των Παγετώνων είχε συμπεριφερθεί με τρόπο που να μοιάζει με, ας πούμε, τους πρίγκιπες της Εποχής του Χαλκού, θα βρίσκαμε επίσης οχυρώσεις, αποθήκες, παλάτια – όλα τα συνήθη χαρακτηριστικά των αναδυόμενων καθεστώτων. Αντί αυτού, για δεκάδες χιλιάδες χρόνια, βλέπουμε μνημεία και μεγαλειώδεις τάφους, αλλά λίγες άλλες ενδείξεις ανάπτυξης ιεραρχικών κοινωνιών. Επιπλέον, υπάρχουν και άλλοι, ακόμη πιο παράξενοι παράγοντες, όπως το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους «πριγκηπικούς» ενταφιασμούς έγιναν για άτομα με εντυπωσιακές φυσικές ανωμαλίες, τα οποία σήμερα θα θεωρούνταν γίγαντες, καμπούρηδες ή νάνοι.
Μια ευρύτερη ματιά στα αρχαιολογικά στοιχεία μας υποδεικνύει ένα κλειδί για την επίλυση του διλήμματος. Βρίσκεται μέσα στους εποχιακούς ρυθμούς της προϊστορικής κοινωνικής ζωής. Οι περισσότερες από τις Παλαιολιθικές τοποθεσίες που συζητήθηκαν μέχρι στιγμής σχετίζονται με ενδείξεις ετήσιων ή διετών περιόδων συναθροίσεων, που συνδέονται με τις μεταναστεύσεις από αγέλες θηραμάτων – είτε πρόκειται για μαλλιαρά μαμούθ, βίσωνες στέπας, ταράνδους ή (στην περίπτωση του Göbekli Tepe) γαζέλες – είτε για κυκλικές μεταναστεύσεις ψαριών, αλλά και την περιοδική συγκομιδή καρπών. Σε λιγότερο ευνοϊκές περιόδους του χρόνου, ορισμένοι τουλάχιστον από τους προγόνους μας στην Εποχή των Παγετώνων, χωρίς αμφιβολία ζούσαν πραγματικά ως τροφοσυλλέκτες σε πολύ μικρές ομάδες. Υπάρχουν όμως συντριπτικά στοιχεία που δείχνουν ότι σε άλλες περιόδους συγκεντρώνονταν μαζικά σε «μικρο-πόλεις» σαν αυτή που βρέθηκε στο Dolní Věstonice, στη λεκάνη της Μοραβίας νότια του Μπρνο της Τσεχίας, για να γιορτάσουν με μια υπεραφθονία τροφής κυνηγιού και τροφοσυλλογής, να πάρουν μέρος σε σύνθετες τελετές, σε φιλόδοξα καλλιτεχνικά εγχειρήματα και σε εμπόριο ορυκτών, θαλάσσιων οστράκων και δερμάτων, που είχαν μεταφερθεί σε εντυπωσιακές αποστάσεις. Τα ισοδύναμα αυτών των περιοχών εποχιακής συνάθροισης στη Δυτική Ευρώπη θα ήταν τα μεγάλα βραχώδη καταφύγια στο Περιγκόρ της Γαλλίας και της ακτής της Κανταβρίας στην Ισπανία, με τα διάσημα μνημεία ζωγραφικής και γλυπτικής, τα οποία με παρόμοιο τρόπο αποτελούσαν τμήμα ενός ετήσιου κύκλου συνάθροισης και διασποράς.
Τέτοια εποχιακά μοτίβα κοινωνικής ζωής άντεξαν για πολύ μετά την υποτιθέμενη σαρωτική αλλαγή που έφερε η «εφεύρεση της γεωργίας». Νέα στοιχεία δείχνουν ότι οι εναλλαγές αυτού του είδους μπορεί να είναι το κλειδί για την κατανόηση των διάσημων Νεολιθικών μνημείων του Salisbury Plain 4, και όχι μόνο όσον αφορά τον ημερολογιακό συμβολισμό.
Το Stonehenge, αποδεικνύεται, ήταν μόνο το τελευταίο σε μια πολύ μακρά σειρά τελετουργικών κατασκευών από ξύλο και πέτρα, καθώς οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν στο οροπέδιο από κάθε γωνιά των Βρετανικών Νήσων σε σημαντικές περιόδους του έτους. Η λεπτομερής ανασκαφή έδειξε ότι πολλές από αυτές τις κατασκευές – τώρα εύλογα ερμηνεύονται ως μνημεία των προγόνων των ισχυρών Νεολιθικών δυναστειών – διαλύονταν σε χρονικό διάστημα λίγων γενεών μετά την κατασκευή τους. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι αυτή η πρακτική ανέγερσης και αποσυναρμολόγησης μεγάλων μνημείων συμπίπτει με μια περίοδο κατά την οποία οι λαοί της Βρετανίας, έχοντας υιοθετήσει τη Νεολιθική γεωργική οικονομία από την ηπειρωτική Ευρώπη, φαίνεται να έχουν γυρίσει την πλάτη τους σε τουλάχιστον μια κρίσιμη πτυχή της, εγκαταλείποντας την εκτροφή δημητριακών, και να επιστρέφουν – γύρω στο 3300 π.Χ. – στη συλλογή των φουντουκιών ως τη βασική πηγή διατροφής. Διατηρώντας τα κοπάδια τους από βοοειδή, με τα οποία τρέφονταν σε εποχιακούς εορτασμούς στα Τείχη του Durrington εκεί κοντά, οι οικοδόμοι του Stonehenge φαίνεται ότι δεν ήταν ούτε τροφοσυλλέκτες, ούτε αγρότες, αλλά κάτι το ενδιάμεσο. Και αν υπήρχε κάτι σαν βασιλική αυλή που να κυριαρχεί στην εορταστική περίοδο όταν συγκεντρώνονταν σε μεγάλους αριθμούς, τότε δεν θα μπορούσε παρά να διαλύεται για το μεγαλύτερο μέρος του έτους, όταν οι ίδιοι άνθρωποι διασκορπίζονταν πίσω σε όλο το νησί.
Γιατί είναι σημαντικές αυτές οι εποχιακές παραλλαγές; Επειδή αποκαλύπτουν ότι τα ανθρώπινα όντα πειραματίζονταν από την αρχή και συνειδητά με διαφορετικές δυνατότητες κοινωνικής οργάνωσης. Οι ανθρωπολόγοι περιγράφουν τέτοιες κοινωνίες ότι διαθέτουν «διπλή μορφολογία». Ο Marcel Mauss, γράφοντας στις αρχές του εικοστού αιώνα, παρατήρησε ότι οι αρκτικοί Ινουίτ (Εσκιμώοι), «όπως και πολλές άλλες κοινωνίες… έχουν δύο κοινωνικές δομές, μία το καλοκαίρι και μία το χειμώνα, και παράλληλα έχουν δύο συστήματα νόμου και θρησκείας». Τους καλοκαιρινούς μήνες, οι Ινουίτ διασκορπίζονταν σε μικρές πατριαρχικές ομάδες για την αναζήτηση ψαριών γλυκού νερού, καριμπού και ταράνδων, η κάθε ομάδα υπό την εξουσία ενός γηραιού αρσενικού. Η ιδιοκτησία ήταν κτητικά μαρκαρισμένη και οι πατριάρχες ασκούσαν καταναγκαστική, μερικές φορές ακόμη και τυραννική, εξουσία επί των συγγενών τους. Αλλά τους μεγάλους χειμερινούς μήνες, όταν οι φώκιες και οι θαλάσσιοι ίπποι συρρέανε στην ακτή της Αρκτικής, μια άλλη κοινωνική δομή αναλάμβανε εξ ολοκλήρου καθώς οι Ινουίτ συγκεντρώνονταν για να χτίσουν τις υπέροχες κατοικίες τους από ξύλο, πλευρά φάλαινας και πέτρα. Μέσα σε αυτές, επικρατούσαν οι αρετές της ισότητας, του αλτρουισμού και της συλλογικής ζωής. Ο πλούτος διαμοιραζόταν καιτα ζευγάρια αντάλλαζαν συντρόφους υπό την αιγίδα της Sedna, της Θεάς των Θαλάσσιων Πλασμάτων.
Ένα άλλο παράδειγμα ήταν οι αυτόχθονες κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες της Βορειοδυτικής Ακτής του Καναδά, για τους οποίους ήταν ο χειμώνας – αντί για το καλοκαίρι – η εποχή που η κοινωνία παγιωνόταν στην πιο άνιση μορφή της με θεαματικό τρόπο. Παλάτια χτισμένα από σανίδες έπαιρναν ζωή κατά μήκος των ακτών της Βρετανικής Κολομβίας, με κληρονομικούς αριστοκράτες να βρίσκονται στο επίκεντρο περιτριγυρισμένοι από τους λαϊκούς και τους σκλάβους, να φιλοξενούν τα μεγάλα συμπόσια γνωστά ως potlatch. Ωστόσο, αυτές οι αριστοκρατικές αυλές διαλύονταν για την καλοκαιρινή εργασία της αλιευτικής περιόδου, επιστρέφοντας σε μικρότερους σχηματισμούς από φατρίες, ακόμα ιεραρχικές, αλλά με μια εντελώς διαφορετική και λιγότερο επίσημη δομή. Σε αυτήν την περίπτωση, οι άνθρωποι υιοθετούσαν διαφορετικά ονόματα το καλοκαίρι και το χειμώνα και κυριολεκτικά γίνονταν κάποιος άλλος, ανάλογα με την εποχή του χρόνου.
Ίσως οι πιο εντυπωσιακές, όσον αφορά τις πολιτικές αντιστροφές, ήταν οι εποχιακές πρακτικές των φυλετικών συνομοσπονδιών του 19ου αιώνα στις Αμερικανικές Μεγάλες Πεδιάδες – που ενώ στο παρελθόν ήταν αγρότες, είχαν πλέον υιοθετήσει μια νομαδική κυνηγετική ζωή. Στα τέλη του καλοκαιριού, μικρές και εξαιρετικά ευκίνητες ομάδες από Cheyenne και Lakota συγκεντρώνονταν σε μεγάλους οικισμούς για να κάνουν τις εφοδιαστικές προετοιμασίες για το κυνήγι του βούβαλου. Σε αυτήν την πολύ ευαίσθητη εποχή του έτους διόριζαν μια αστυνομική δύναμη που ασκούσε πλήρεις καταναγκαστικές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος φυλάκισης, μαστιγώματος ή επιβολής προστίμου σε κάθε παραβάτη που έθετε σε κίνδυνο τη διαδικασία. Ωστόσο, όπως παρατήρησε ο ανθρωπολόγος Robert Lowie, αυτός ο «αδιαφιλονίκητος αυταρχισμός» λειτουργούσε σε αυστηρά εποχιακή και προσωρινή βάση, δίνοντας τη θέση σε περισσότερο «αναρχικές» μορφές οργάνωσης όταν η κυνηγετική περίοδος – και οι συλλογικές τελετές που ακολουθούσαν – είχαν ολοκληρωθεί.
Η ακαδημαϊκή γνώση δεν προχωρά πάντα μπροστά. Μερικές φορές ολισθαίνει προς τα πίσω. Πριν από εκατό χρόνια, οι περισσότεροι ανθρωπολόγοι είχαν κατανοήσει ότι όσοι ζουν ως επί το πλείστων από κυνήγι και τροφοσυλλογή δεν περιορίζονταν, απαραίτητα, σε πολύ μικρές ομάδες. Αυτή η ιδέα είναι στην πραγματικότητα προϊόν της δεκαετίας του 1960, όταν οι Kalahari Bushmen και Mbuti Pygmies έγιναν η προτιμώμενη εικόνα της πρωτόγονης ανθρωπότητας, τόσο για το τηλεοπτικό κοινό όσο και για τους ερευνητές. Ως αποτέλεσμα, έχουμε δει να επιστρέφουν στο προσκήνιο τα στάδια της εξέλιξης που, στην πραγματικότητα, δεν είναι καθόλου διαφορετικά από την παράδοση του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού: από αυτό αντλεί ο Fukuyama, για παράδειγμα, όταν γράφει για την κοινωνία ότι εξελίσσεται σταθερά από «μικρές ομάδες» σε «φυλές» και σε «αρχηγούς», και στο τέλος, στο είδος των σύνθετων και κοινωνικά διαστρωματωμένων «κρατών» που ζούμε σήμερα – τα οποία συνήθως ορίζονται από το μονοπώλιο «νόμιμης χρήσης της καταναγκαστικής εξουσίας». Με αυτήν τη λογική, ωστόσο, οι Cheyenne ή οι Lakota θα έπρεπε να «εξελίσσονται» από μικρές ομάδες απευθείας σε κράτη περίπου κάθε Νοέμβριο, και στη συνέχεια να «αποκεντρώνονται»5 και πάλι με τον ερχομό της άνοιξης. Οι περισσότεροι ανθρωπολόγοι τώρα αναγνωρίζουν ότι αυτές οι κατηγοριοποιήσεις είναι απελπιστικά ανεπαρκείς, αλλά σε γενικές γραμμές κανείς δεν έχει προτείνει κάποιον εναλλακτικό τρόπο σκέψης για την παγκόσμια ιστορία.
Με αρκετά ανεξάρτητο τρόπο, τα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι στα εξαιρετικώς εποχιακά περιβάλλοντα της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων, οι μακρινοί μας πρόγονοι συμπεριφέρονταν με παρόμοιο τρόπο: εναλλάσσονταν μεταξύ διαφορετικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης, επιτρέποντας την άνοδο των αυταρχικών δομών κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων του έτους, με την προϋπόθεση ότι οι δομές αυτές δεν θα μπορούσαν να έχουν διάρκεια και με την κατανόηση ότι καμία συγκεκριμένη κοινωνική δομή δεν θα ήταν ποτέ σταθερή ή αμετάβλητη. Μέσα στον ίδιο πληθυσμό, μπορούσε κανείς να ζήσει μερικές φορές σε κάτι που μοιάζει, από μακριά, σαν μια μικρή ομάδα, μερικές φορές σαν μια φυλή, και μερικές φορές σαν μια κοινωνία με πολλά από τα χαρακτηριστικά που τώρα αναγνωρίζουμε στα κράτη. Με μια τέτοια θεσμική ευελιξία έρχεται μαζί και η ικανότητα να βγαίνει κανείς έξω από τα όρια κάθε δεδομένης κοινωνικής δομής και να στοχάζεται. Να φτιάχνει όσο και να καταστρέφει τους πολιτικούς κόσμους μέσα στους οποίους ζούμε. Αν μη τι άλλο, αυτό εξηγεί τους «πρίγκιπες» και τις «πριγκίπισσες» της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων, που φαίνεται να εμφανίζονται σε μια τόσο μεγαλοπρεπή απομόνωση, σαν χαρακτήρες από κάποιο είδους παραμυθιού ή δράματος εποχής. Ίσως ήταν ακριβώς αυτό, σχεδόν στην κυριολεξία. Αν ηγεμόνευαν καθόλου, τότε ίσως να το έκαναν όπως οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες του Stonehenge, για μια μόνο εποχή του έτους.
4. ΣτΜ: Οροπέδιο στην νοτιοδυτική πλευρά της κεντρικής-νότιας Αγγλίας, διάσημο για τον αρχαιολογικό του πλούτο,που περιλαμβάνει το Stonehenge. ↩
5. ΣτΜ: Στο πρωτότυπο γίνεται λογοπαίγνιο με το evolve = εξελίσσομαι και το devolve, που στα ελληνικά μεταφράζεται ως αποκεντρώνομαι, αναθέτω ή μεταβιβάζω, για κυβερνήσεις. ↩
5. Ώρα να το ξανασκεφτούμε
Οι σύγχρονοι συγγραφείς έχουν την τάση να χρησιμοποιούν την προϊστορία ως τον καμβά για την επίλυση των φιλοσοφικών προβλημάτων: είναι οι άνθρωποι θεμελιωδώς καλοί ή κακοί, συνεργάσιμοι ή ανταγωνιστικοί, ισότιμοι ή ιεραρχικοί; Ως αποτέλεσμα, τείνουν επίσης να γράφουν σαν όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες να ήταν, για το 95% της ιστορίας του είδους μας, σχεδόν ίδιες μεταξύ τους. Αλλά ακόμη και τα 40.000 χρόνια είναι ένα πολύ, πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι πολύ πιθανό, και τα στοιχεία το επιβεβαιώνουν, οι ίδιοι εκείνοι πρωτοπόροι άνθρωποι που αποίκισαν μεγάλο μέρος του πλανήτη, να πειραματίστηκαν επίσης με μια τεράστια ποικιλία τρόπων κοινωνικής οργάνωσης. Όπως συχνά επισήμαινε ο Claude Lévi-Strauss6, οι πρώιμοι Homo sapiens δεν ήταν σωματικά μόνο ίδιοι με τους σύγχρονους ανθρώπους, αλλά ήταν ίσοι με μας και σε διανοητικό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, είναι πιθανό οι περισσότεροι να ήταν περισσότερο συνειδητοποιημένοι για τις κοινωνικές δυνατότητες από ό, τι οι άνθρωποι γενικά σήμερα, καθώς πήγαιναν μπρος και πίσω κάθε χρόνο ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές οργάνωσης. Αντί να μένουν αδρανείς σε κάποιας μορφής αρχέγονη αθωότητα, περιμένοντας το τζίνι της ανισότητας με κάποιο τρόπο να απελευθερωθεί, οι προϊστορικοί πρόγονοί μας φαίνεται ότι άνοιγαν και έκλειναν το λυχνάρι με επιτυχία και σε τακτική βάση, εγκλείοντας την ανισότητα μέσα σε τελετουργικά δράματα αναπαράστασης, κατασκευάζοντας θεούς και βασίλεια όπως έκαναν και με τα μνημεία τους, αποσυναρμολογώντας τα στη συνέχεια με χαρά για ακόμα μια φορά.
Σ’ αυτή την περίπτωση, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι «ποια είναι η προέλευση της κοινωνικής ανισότητας;», αλλά, έχοντας ζήσει τόσο μεγάλο μέρος της ιστορίας μας πηγαίνοντας μπρος και πίσω μεταξύ διαφορετικών πολιτικών συστημάτων, «πώς κολλήσαμε τόσο πολύ;» Όλα αυτά απέχουν πολύ από την εικόνα των προϊστορικών κοινωνιών να παρασύρονται δήθεν στα τυφλά προς τις θεσμικές αλυσίδες που τις κρατούν δεμένες. Απέχουν επίσης από τις θλιβερές προφητείες των Fukuyama, Diamond, Morris και Scheidel, όπου οποιαδήποτε «περίπλοκη» μορφή κοινωνικής οργάνωσης σημαίνει απαραίτητα ότι οι μικροσκοπικές ελίτ θα παίρνουν το έλεγχο των βασικών πόρων και θα πατούν πάνω στις πλάτες όλων των υπόλοιπων. Οι περισσότερες κοινωνικές επιστήμες αντιμετωπίζουν αυτές τις δυσοίωνες προβλέψεις ως αυτονόητες αλήθειες. Αλλά στερούνται σαφώς της οποιασδήποτε βάσης. Επομένως, μπορούμε λογικά να αναρωτηθούμε, ποιες άλλες πολύτιμες αλήθειες μπορεί να μένουν θαμμένες στο σκονισμένο σωρό της ιστορίας;
Ο αριθμός είναι πραγματικά μεγάλος. Πίσω στη δεκαετία του ’70, ο λαμπρός αρχαιολόγος του Cambridge David Clarke προέβλεψε ότι, με τη σύγχρονη έρευνα, σχεδόν κάθε πτυχή του παλιού οικοδομήματος της ανθρώπινης εξέλιξης, «οι επεξηγήσεις για την ανάπτυξη του σύγχρονου ανθρώπου, την εξημέρωση των ζώων, τη μεταλλουργία, την αστικοποίηση και τον πολιτισμό – μπορεί να αναδύονται προοπτικά ως σημασιολογικές παγίδες και μεταφυσικοί αντικατοπτρισμοί». Φαίνεται ότι είχε δίκιο. Οι πληροφορίες συρρέουν τώρα από κάθε μεριά του πλανήτη, βασισμένες σε προσεκτική εμπειρική εργασία πεδίου, σε προηγμένες τεχνικές κλιματικής αναπαράστασης, στη χρονομετρική χρονολόγηση και στις επιστημονικές αναλύσεις οργανικών υπολειμμάτων. Οι ερευνητές ρίχνουν νέο φως στην εξέτασητου εθνογραφικού και ιστορικού υλικού. Και σχεδόν όλη αυτή η νέα έρευνα έρχεται σε αντίθεση με την κοινή αφήγηση της παγκόσμιας ιστορίας. Ακόμη, οι πιο αξιοσημείωτες ανακαλύψεις παραμένουν περιορισμένες στο έργο κάποιων ειδικών, ή πρέπει κανείς να τις ψαρέψει διαβάζοντας πίσω από τις λέξεις των επιστημονικών δημοσιεύσεων. Ας ολοκληρώσουμε, λοιπόν, με μερικούς δικούς μας τίτλους: μόνο έναν μικρό αριθμό, για να δώσουμε μια αίσθηση του πώς μοιάζει η νέα παγκόσμια ιστορία που αναδύεται.
Η πρώτη βόμβα στη λίστα μας αφορά την προέλευση και την εξάπλωση της γεωργίας. Δεν υπάρχει πλέον καμία βάση για την άποψη ότι σηματοδότησε μια σημαντική μετάβαση στις ανθρώπινες κοινωνίες. Σε εκείνα τα μέρη του κόσμου όπου τα ζώα και τα φυτά εξημερώθηκαν για πρώτη φορά, στην πραγματικότητα δεν υπήρξε διακριτή «αλλαγή» από τον Παλαιολιθικό Τροφοσυλλέκτη στον Νεολιθικό Αγρότη. Η «μετάβαση» από τη διαβίωση με άγριους πόρους σε μια ζωή βασισμένη στην παραγωγή τροφίμων διήρκεσε γενικά τρεις χιλιάδες χρόνια. Ενώ η γεωργία επέτρεψε τη δυνατότητα για περισσότερο άνιση συγκέντρωση πλούτου, στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό άρχισε να συμβαίνει χιλιετίες μετά την έναρξή της. Στο μεταξύ, οι άνθρωποι σε περιοχές τόσο απομακρυσμένες μεταξύ τους όσο η Αμαζονία και η “Γόνιμη Ημισέληνος” της Μέσης Ανατολής, δοκίμαζαν την γεωργία να δουν αν τους κάνει, «έπαιζαν γεωργία» αν θέλετε, εναλλάσσοντας κάθε χρόνο μεταξύ τρόπων παραγωγής, ακριβώς όπως άλλαζαν εμπρός – πίσω τις κοινωνικές τους δομές. Επιπλέον, η «εξάπλωση της γεωργίας» σε δευτερεύουσες περιοχές όπως η Ευρώπη – που συχνά περιγράφεται με όρους υπεροψίας, ως η αρχή μιας αναπόφευκτης εξασθένησης του κυνηγιού και της τροφοσυλλογής – αποδεικνύεται ότι ήταν μια εξαιρετικά αδύναμη διαδικασία, η οποία κάποιες φορές απέτυχε, οδηγώντας σε δημογραφική κατάρρευση τους αγρότες και όχι τους τροφοσυλλέκτες.
Είναι σαφές ότι δεν έχει πλέον νόημα να χρησιμοποιούμε φράσεις όπως «αγροτική επανάσταση» όταν ασχολούμαστε με διαδικασίες τέτοιας υπερβολικής διάρκειας και πολυπλοκότητας. Δεδομένου ότι δεν υπήρξε ποτέ μια κατάσταση που να μοιάζει με τον Κήπο την Εδέμ, από την οποία οι πρώτοι αγρότες θα μπορούσαν να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο δρόμο προς την ανισότητα, είναι ακόμη λιγότερο λογικό να μιλάμε για τη γεωργία ως το ορόσημο της προέλευσης της τάξης ή της ατομικής ιδιοκτησίας. Αν μη τι άλλο, είναι μεταξύ αυτών των πληθυσμών – των «Μεσολιθικών» λαών – οι οποίοι αρνήθηκαν να καλλιεργήσουν κατά τους σταδιακά θερμότερους αιώνες στις αρχές του Ολόκαινου, που βρίσκουμε ότι η κοινωνική διαστρωμάτωση γίνεται πιο εδραιωμένη – τουλάχιστον στο βαθμό που μπορούμε να βασιστούμε στους πολυτελείς τάφους, τους επεκτατικούς πολέμους και τα μνημειακά κτίρια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως είναι η Μέση Ανατολή, οι πρώτοι αγρότες φαίνεται να έχουν συνειδητά αναπτύξει εναλλακτικές μορφές κοινότητας που να ταιριάζουν με τον πιο επίπονο τρόπο ζωής τους. Αυτές οι Νεολιθικές κοινωνίες φαίνονται εντυπωσιακά ισότιμες σε σύγκριση με τους γείτονες κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, με μια δραματική αύξηση στην οικονομική και κοινωνική σημασία των γυναικών, που αντικατοπτρίζεται καθαρά στην τέχνη και την τελετουργική ζωή τους (δείτε εδώ τα γυναικεία ειδώλια στην Ιεριχώ ή στο Çatalhöyük σε αντίθεση με την υπερ-αρσενική γλυπτική του Göbekli Tepe).
Άλλη μία βόμβα: ο «πολιτισμός» δεν έρχεται ως πακέτο. Οι πρώτες πόλεις του κόσμου δεν εμφανίστηκαν σε μεμονωμένες τοποθεσίες, μαζί με συστήματα κεντρικής κυβέρνησης και γραφειοκρατικού ελέγχου. Στην Κίνα για παράδειγμα, γνωρίζουμε τώρα ότι μέχρι το 2500 π.Χ., υπήρχαν οικισμοί έκτασης 3000 στρεμμάτων ή μεγαλύτερων, στις χαμηλότερες περιοχές του Κίτρινου Ποταμού πάνω από χίλια χρόνια πριν από την ίδρυση της πρώτης βασιλικής δυναστείας (Shang). Στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού, έχουν ανακαλυφθεί τελετουργικά κέντρα εντυπωσιακού μεγέθους στην κοιλάδα του Rio Supe του Περού, της ίδιας περίπου χρονικής περιόδου, ιδίως στον αρχαιολογικό χώρο του Caral: αινιγματικά υπολείμματα από σκαμμένες πλατείες και μνημειακές πλατφόρμες, που χρονολογούνται τέσσερεις χιλιετίες νωρίτερα από την Αυτοκρατορία των Ίνκας. Τέτοιες πρόσφατες ανακαλύψεις δείχνουν πόσο λίγα είναι αυτά που είναι ακόμη πραγματικά γνωστά για τη διασπορά, τη κατανομή και την προέλευση των πρώτων πόλεων, και ακριβώς πόσο μεγαλύτερες σε ηλικία είναι αυτές οι πόλεις σε σχέση με τα συστήματα της απολυταρχικής κυβέρνησης και της γραφειοκρατικής διοίκησης, που κάποτε θεωρούνταν απαραίτητα για την ίδρυση τους. Και στα πιο αναγνωρισμένα κέντρα της αστικοποίησης – τη Μεσοποταμία, την Κοιλάδα του Ινδού, τη Λεκάνη του Μεξικού – υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι πρώτες πόλεις οργανώθηκαν συνειδητά στις γραμμές της ισότητας, με τα δημοτικά συμβούλια να διατηρούν σημαντική αυτονομία από την κεντρική κυβέρνηση. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις, πόλεις με σύνθετες αστικές υποδομές άνθισαν για πάνω από μισή χιλιετία χωρίς ίχνος βασιλικών τάφων ή μνημείων, χωρίς μόνιμους στρατούς ή άλλα μέσα καταναγκασμού μεγάλης κλίμακας, και χωρίς καμία ένδειξη άμεσου γραφειοκρατικού ελέγχου στις ζωές των περισσότερων πολιτών.
Σε αντίθεση με τον Jared Diamond, δεν υπάρχει απολύτως καμία ένδειξη ότι οι κάθετες δομές εξουσίας είναι απαραίτητη συνέπεια της οργάνωσης μεγάλης κλίμακας. Ό,τι και να υποστηρίζει ο Walter Scheidel, το ότι οι άρχουσες τάξεις, όταν θεμελιωθούν, δεν μπορούν να πέσουν παρά μόνο με μια μεγάλη γενική καταστροφή, απλά δεν είναι αληθές. Για να πάρουμε μόνο ένα καλά τεκμηριωμένο παράδειγμα: περίπου το 200 μ.Χ., η πόλη Teotihuacan στην Κοιλάδα του Μεξικού, με πληθυσμό 120.000 (ένας από τους μεγαλύτερους στον κόσμο εκείνη την εποχή), φαίνεται να υπέστη έναν βαθύ μετασχηματισμό, γυρίζοντας την πλάτη στους πυραμιδικούς ναούς και τις ανθρωποθυσίες και ανοικοδομώντας τον εαυτό της ως μια τεράστια συλλογή από άνετες επαύλεις, όλες σχεδόν στο ίδιο ακριβώς μέγεθος. Έμεινε έτσι για περίπου 400 χρόνια. Ακόμη και στην εποχή του Cortés, το Κεντρικό Μεξικό ήταν ακόμα το εκείνο το μέρος όπου υπήρχαν πόλεις όπως η Tlaxcala, που διευθύνονταν από ένα εκλεγμένο συμβούλιο των οποίων τα μέλη περιοδικά μαστίγωναν οι ψηφοφόροι τους για να τους υπενθυμίζουν ποιος ήταν τελικά επικεφαλής.
Τα κομμάτια είναι όλα εκεί για τη δημιουργία μιας εντελώς διαφορετικής παγκόσμιας ιστορίας. Σε γενικές γραμμές, είμαστε απλώς τυφλωμένοι από τις προκαταλήψεις μας για να μπορέσουμε να δούμε τις επιπτώσεις. Για παράδειγμα, σχεδόν όλοι σήμερα επιμένουν ότι η συμμετοχική δημοκρατία ή η κοινωνική ισότητα μπορούν να δουλέψουν σε μια μικρή κοινότητα ή ομάδα ακτιβιστών, αλλά δεν μπορούν ποτέ να «ανέβουν σε κλίμακα μεγέθους»7 και να λειτουργήσουν σε μια πόλη, μια περιοχή ή ένα έθνος-κράτος. Όμως, τα στοιχεία που έχουμε μπροστά μας, αν επιλέξουμε να τα δούμε, υποδηλώνουν το αντίθετο. Ισότιμες πόλεις ή και περιφερειακές ομοσπονδίες είναι ιστορικά κάτι το μάλλον συνηθισμένο. Οι ισότιμες οικογένειες και τα ισότιμα νοικοκυριά δεν είναι. Μόλις βγει η ιστορική ετυμηγορία, θα δούμε ότι η πιο οδυνηρή απώλεια ανθρώπινων ελευθεριών ξεκινάει στη μικρή κλίμακα – στο επίπεδο των σχέσεων μεταξύ των φύλων, των ηλικιακών ομάδων, και της οικιακής καταναγκαστικής εργασίας – στο είδος των σχέσεων που περιέχουν ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη οικειότητα και τις βαθύτερες μορφές δομικής βίας. Αν θέλουμε πραγματικά να κατανοήσουμε το πώς για πρώτη φορά έγινε αποδεκτό για ορισμένους να μετατρέπουν τον πλούτο σε εξουσία, και για άλλους να καταλήγουν να ακούνε να τους λένε ότι οι ανάγκες τους και οι ζωές τους δεν έχουν καμιά σημασία, είναι εδώ που θα πρέπει να κοιτάξουμε. Και εδώ, προβλέπουμε, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί το πιο δύσκολο έργο για τη δημιουργία μιας ελεύθερης κοινωνίας.
Παρακολουθήστε τους συγγραφείς να συζητάνε μερικά από τα θέματα που τέθηκαν σε αυτό το κείμενο στα ακόλουθα βίντεο:
1. David Graeber and David Wengrow: Palaeolithic Politics and Why It Still Matters (13 October 2015) (Vimeo)
2. David Graeber and David Wengrow: Teach-Out (7 March 2018) (Facebook)
3. David Graeber and David Wengrow: Slavery and Its Rejection Among Foragers on the Pacific Coast of North America: A Case of Schismogenesis? (22 March 2018) (Collège de France)
6. ΣτΜ: Τον έχουν αποκαλέσει έναν από τους πατέρες της σύγχρονης ανθρωπολογίας. Δες και Wikipedia. ↩
7. ΣτΜ: ‘scale up’ στο πρωτότυπο. ↩
___________