ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ- Η μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης ως αποικισμός του δημόσιου χώρου

«…Η θύελλα τον ωθεί ακαταμάχητα προς το μέλλον, στο οποίο η πλάτη του είναι στραμμένη, ενώ ο σωρός από τα ερείπια φθάνει μπροστά του ως τον ουρανό. Αυτό που εμείς αποκαλούμε πρόοδο, είναι αυτή η θύελλα»

Walter Benjamin, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας ΙΧ

Πρόσφατα στο Bristol, στο πλαίσιο κινητοποιήσεων που συντελούνται ενάντια στο εκτεταμένο και συστηματικό gentrification, ένα από τα συνθήματα που διατυπώθηκαν ήταν το “Leave Bristol shitty” («Αφήστε το Μπρίστολ χάλια»)! Παρά τη ρητορική του αμεσότητα, το σύνθημα λειτουργούσε σε πολλαπλά επίπεδα. Καταρχάς, ήταν μια υπενθύμιση ότι αυτό που στα μάτια ορισμένων είναι άσχημο και παρωχημένο για άλλους είναι ένας τόπος κατοικίας. Κατ’ επέκταση, το σύνθημα λειτουργούσε ως κριτική στον εκσυγχρονιστικό λόγο που τροφοδοτεί τη νεοφιλελεύθερη  μηχανή ανάπτυξης και καθιστά τη «μεταρρύθμιση» και την «αλλαγή» κάτι σαν κατηγορικές προσταγές του λόγου και, επομένως, σαν αυταπόδεικτά ορθές και θεμιτές πρακτικές. Αντιστρόφως, το σύνθημα υπογράμμιζε ότι, ενίοτε, για να βελτιώσουμε κάτι πρέπει πρώτα από όλα να υπερασπιστούμε την ύπαρξη του.

Μέσα από μια ανάλογη προοπτική μπορούμε να δούμε και τις αλλαγές στα πανεπιστήμια που νομοθετήθηκαν προ ημερών. Στην ουσία της, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί στιγμή μιας συνολικής αναδιάρθρωσης του κοινωνικού χώρου, που προωθείται εντατικά από την κυβέρνηση της ΝΔ, μα εκτυλίσσεται με διακυμάνσεις εδώ και πολλά χρόνια. Ο χαρακτήρας του νομοσχεδίου ίσως δεν ήταν πάντα πρόδηλος, επειδή ο λόγος που διαμεσολάβησε τη ψήφιση συνέπλεκε την εκσυγχρονιστική ρητορική με μία δεξιά ρητορική «νόμου και τάξης», ενώ συγχρόνως διαποτιζόταν από τη μνησικακία της ελληνικής Δεξιάς ενάντια στη Μεταπολίτευση και την περιβόητη «ηγεμονία της Αριστεράς». Επίσης, ένα κομμάτι της κριτικής εστίασε στα συμφέροντα που εξυπηρετούνταν από το νομοσχέδιο, παρουσιάζοντας το ως εξυπηρέτηση των ιδιωτικών κολλεγίων. Ενώ όμως η μηχανή της ανάπτυξης λειτουργεί μέσα από την συνάρμοση και ικανοποίηση διακριτών συμφερόντων, αν το νομοσχέδιο δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια εξυπηρέτηση λίγων σχολαρχών δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει ευρύτερη κοινωνική νομιμοποίηση. Γενικά μιλώντας, για να μπορέσει μια ιδέα να λειτουργήσει ως πυκνωτής συμφερόντων, τα οποία είναι πάντα πολλαπλά και ετερογενή, πρέπει να διατηρεί μια αυτοτέλεια σε σχέση με αυτά.

Όπως και σε κάθε άλλο κοινωνικό πεδίο που αναδιαρθρώνεται, οι αλλαγές στα πανεπιστήμια προωθούνται επειδή το κράτος -διατηρώντας ως τρόπο αναπαραγωγής του πάντοτε ενεργή τη δυνατότητα να αναγνωρίζει και να ονοματίζει τα διάφορα «προβλήματα»- διακηρύσσει εν προκειμένω πως το πρόβλημα είναι η ανομία, οι αιώνιοι φοιτητές και οι χαμηλές βάσεις. Μάλιστα, σε αντίθεση με τα δύο τελευταία ζητήματα, η ανομία αναγνωρίστηκε ως πρόβλημα και από την αντιπολίτευση, του Σύριζα περιλαμβανομένου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η διαφωνία στην κεντρική πολιτική σκηνή τέθηκε κυρίως με όρους αποτελεσματικότητας, χωρίς να αμφισβητείται ότι υπάρχει ανάγκη για «ασφάλεια». Ειρήσθω εν παρόδω, όσοι ψαρεύουν στα νερά της περιλάλητης «μεσαίας τάξης», θα ήταν καλό να θυμούνται ότι αν το ζητούμενο είναι η ασφάλεια, η Δεξιά αυτομάτως βρίσκεται σε προνομιακό πεδίο άσκησης της δικής της πολιτικής και του δικού της λόγου· καθείς στο είδος του.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, λαμβάνοντας υπόψη τη τρέχουσα διαχείριση της πανδημίας, δεν πρέπει να εκπλήσσει ότι παρόμοια λογική αποτυπώθηκε στο νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση. Ακριβώς όμως, το γεγονός ότι το συγκεκριμένο μέτρο εντάσσεται στον ευρύτερο μηχανισμό ασφάλειας που τα σύγχρονα αστικά κράτη έχουν δημιουργήσει και συστηματικά επεκτείνουν, σημαίνει ότι δεν πρέπει να κατανοήσουμε το νέο αστυνομικό σώμα με στενά κατασταλτικούς όρους. Στην πραγματικότητα, η προσδοκία της κυβέρνησης είναι το πανεπιστήμιο να γίνει το αντίστοιχο της οδού Ερμού, όπου η μόνιμη παρουσία αστυνομίας εμφανίζεται ως φυσικό στοιχείο του χώρου, ο εγγυητής της απρόσκοπτης ροής εμπορευμάτων και καταναλωτικής απόλαυσης που συνοψίζουν την κυρίαρχη νοηματοδότηση της ελευθερίας σήμερα. Η αντίληψη αυτή ουδόλως αντιφάσκει στον συντηρητισμό της κυβέρνησης. Το αντίθετο, η θέσπιση αστυνομικής παρουσίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της νεοφιλελευθεροποίησης του πανεπιστήμιου. Για αυτό και ο επιδιωκόμενος εκσυγχρονισμός της ανώτατης εκπαίδευσης μπορεί να φέρει την υπογραφή μιας θεούσας βγαλμένης από τα κιτάπια του εθνικόφρονος κιτς της ελληνικής Δεξιάς.

Και το «πρόβλημα της ανομίας»; Ως προς αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ένα φαινόμενο δεν στοιχειοθετεί αυτομάτως κάποιο συγκεκριμένο «πρόβλημα», παρά οριοθετείται ως τέτοιο μέσω από τη μεσολάβηση ενός ορισμένου λόγου. Όπως λοιπόν η προσπάθεια ανθρώπων να αλλάξουν χώρα δεν αποτελεί κάποιο φυσικό «μεταναστευτικό πρόβλημα» ούτε η ανισότητα είναι απαραίτητα πρόβλημα «κοινωνικής συνοχής», έτσι και οι όποιες βιαιοπραγίες (πόσο μάλλον συνολικά οι διάφορες παρεμβάσεις και άμεσες δράσεις) έχουν γίνει μέσα στα πανεπιστήμια δεν στοιχειοθετούν εξ ορισμού ένα «πρόβλημα ανομίας». Αντιθέτως, μπορεί να τεθούν ως ζήτημα πολιτικής κουλτούρας, το οποίο ανοίγει ένα διαφορετικό φάσμα απαντήσεων και προβληματικών. Η οροθέτηση του ζητήματος ως «πρόβλημα ανομίας» και η συναφή οριοθέτηση του εντός ενός πλέγματος ασφάλειας, επί της ουσίας αποσκοπεί να στιγματίσει την ίδια τη δυνατότητα αυτών των δράσεων ως σύμπτωμα της «υπερβολικής ελευθερίας» που υπάρχει στα πανεπιστήμια. Και εφόσον η ελευθερία αυτή πηγάζει από τον δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου, η καταγγελλόμενη ανομία, όπως και σε πολλές άλλες ανάλογες περιπτώσεις (εσχάτως στο Λόφο του Στρέφη στα Εξάρχεια) λειτουργεί ως όχημα στιγματισμού του δημοσίου χώρου.

Ο δημόσιος αυτός χαρακτήρας δεν αποτελεί κάποιο περιφερειακό στοιχείο του ελληνικού Πανεπιστημίου. Αντιθέτως, ένα από τα ιδιαίτερα και καθοριστικά χαρακτηριστικά των Πανεπιστημίων στην Ελλάδα είναι ότι έχουν παραμείνει δημόσια με την ουσιαστική έννοια του όρου, δηλαδή χώροι ανοιχτοί στις κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές ζυμώσεις και δραστηριότητες. Οι δημόσιες ανοιχτές συνελεύσεις, οι ομιλίες, οι πολιτικές εκδηλώσεις, οι συναυλίες, τα πάρτυ, οι κινηματογραφικές προβολές αποτελούν σημαίνουσες όψεις του ελληνικού πανεπιστημίου, κομμάτια της ιστορίας του αλλά και ζωντανά κομμάτια μνήμης και εμπειρίας για χιλιάδες ανθρώπους που έχουν περάσει από αυτά, είτε είχαν πανεπιστημιακή ιδιότητα είτε όχι.

Κατά αυτόν τον τρόπο, στην Ελλάδα έχει αποτυπωθεί έμπρακτα η διαφορά δημόσιου και κρατικού, στοιχείο που κομμάτια της Αριστεράς ενίοτε λησμονούν. Σε σημαντικό βαθμό το πανεπιστήμιο δεν ήταν απλά κρατικό αλλά άνηκε (ως αξία χρήσης) στο «Δήμο», δηλαδή σε όλους μας.

Αυτό έχει δημιουργήσει και μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα διαλεκτική μεταξύ του κοινωνικού και του ακαδημαϊκού πεδίου, που εμπόδιζε το τελευταίο να περικλειστεί σε μια διακριτή σφαίρα παραγωγής εξειδικευμένης γνώσης. Επίσης, το γεγονός ότι τα πανεπιστήμια είναι δημόσιος χώρος έχει επιτρέψει κάτι ακόμα πιο σκανδαλώδες στα μάτια της Δεξιάς: να μετατρέπονται σε πεδία και κέντρα κοινωνικού αγώνα. Για να μην πάμε ακόμα πιο πίσω στην ιστορία, από το Πολυτεχνείο του 1973 μέχρι τις καταλήψεις του Δεκέμβρη του 2008 και από την 12η Φεβρουαρίου του 2012 έως τις 22 Φεβρουαρίου του 2021 στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τα πανεπιστήμια αποτελούν εδαφικοποίηση μιας ιστορίας πολιτικών συγκρούσεων και ταξικών-κοινωνικών αγώνων. Και αυτή είναι μια ιστορία που η Δεξιά σιχαίνεται και φθονεί. Στον βαθμό που η Αριστερά έθρεψε και υπερασπίστηκε τον δημόσιο χαρακτήρα των ελληνικών πανεπιστήμιων, η αναδιάρθρωση που προωθείται αναμενόμενα διαμεσολαβείται από την προσπάθεια διάλυσης της «αριστερής ηγεμονίας» εντός της ακαδημίας που στοιχειώνει το δεξιό φαντασιακό.

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης- 22/2/2021

Όπως όμως κάποιες δεκαετίες νωρίτερα η συντριβή της Αριστεράς δεν ήταν απλά απότοκο της δεξιάς Αντίδρασης αλλά συνδεόταν με μία ευρείας κλίμακας ανασυγκρότηση, το αντί-αριστερό πάθος σήμερα, και η συναφή μνησικακία προς την μεταπολίτευση, δεν αποτελούν έκφραση ενός οπισθοδρομικού σκοταδισμού. Οι αλλαγές αυτές είναι κινητήρια δύναμη της επιτελούμενης αναδιάρθρωσης και επομένως καταλύτες της εκσυγχρονιστικής ορθολογικότητας που συγκροτεί τον μεταρρυθμιστικό λόγο και τις ανάλογες πρακτικές της κυβέρνησης. Για αυτό άλλωστε η Αριστερά και οι αναρχικές ομάδες καταγγέλλονται για οπισθοδρόμηση και παρεμπόδιση της προόδου· «να γίνουν τα πανεπιστήμια όπως στις κανονικές χώρες».

Κάπου εδώ οι αναλογίες με το εξωτερικό που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο ενός αντιπολιτευτικού λόγου βρίσκουν τα όρια τους. Στην Αγγλία (μοντέλο για τον κυβερνητικό εκσυγχρονισμό) όντως δεν υπάρχει αστυνομία αλλά δεν χρειάστηκε κιόλας. Η εν πολλοίς επιτυχημένη διαδικασία νεοφιλελευθεροποίησης των πανεπιστημίων, ανάμεσα σε πλείστους ακόμα κοινωνικούς χώρους, επιτελέστηκε από την ίδια την αγορά (με τις κατάλληλες φυσικά θεσμικές και νομικές ρυθμίσεις) σε μία ήδη ηττημένη από τη Θάτσερ κοινωνία. Στην Ελλάδα κάποια μορφή καταστολής είναι απαραίτητη. Και η αστυνομία είναι προφανώς απείρως πιο ικανό και κατάλληλο όργανο για αυτόν τον σκοπό απ’ ότι οι ιδιωτικές εταιρίες security.

Σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται η πραγματική συνάφεια με τον εξευγενισμό του Μπρίστολ. Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν λόγο που συγκροτεί και λειτουργεί μέσα από μια εμπειρία του χρόνου ως πρόοδο, δηλαδή ως γραμμική πορεία βελτίωσης που οδηγεί σε ανώτερες μορφές ζωής. Η ιδιάζουσα αυτή εμπειρία αφενός δικαιολογεί πρακτικές που φαινομενικά μοιάζουν ετερογενείς προς αυτό που τίθεται ως σκοπός της προόδου. Έτσι, όπως η υποδούλωση και ενίοτε η εξόντωση ολόκληρων λαών εμφανίζονταν κάποτε ως απαραίτητες στιγμές της χωρικής επέκτασης της νεωτερικότητας, η παρουσία της αστυνομίας μέσα στα πανεπιστήμια (δηλαδή ένα εξ’ ορισμού αυταρχικό μέτρο) μπορεί να παρουσιάζεται ως «δροσερή πνοή» εκδημοκρατισμού.

Την ίδια στιγμή, η προοδευτική αντίληψη του χρόνου και της ιστορίας απονομιμοποιεί και αποκλείει ένα σύνολο άλλων φαινομένων, λόγων και πρακτικών, τα οποία θεωρούνται «οπισθοδρομικά». Από αυτή τη σκοπιά, η προωθούμενη μεταρρύθμιση των πανεπιστημίων αποτελεί απτή υπενθύμιση ενός ευρύτερου ιστορικού γεγονότος: η πρόοδος, κάποτε, του αστικού κόσμου και, σήμερα, του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού, δεν εκδηλώνεται δια της ομαλής και γραμμικής αυτοπραγμάτωσης του Ορθού Λόγου μέσα στον κοινωνικό χώρο αλλά μέσα από τον αποικισμό ήδη δομημένων κοινωνικών πεδίων.

Προτού συνεπώς απαντήσουμε «τι πρέπει να γίνει με τα πανεπιστήμια», οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε τι θεωρούμε ως «καλό πανεπιστήμιο». Η κυβέρνηση θέλει ένα πανεπιστήμιο εμποτισμένο από την αγορά και την ορθολογικότητα της, όπου μη-επικερδή τμήματα και σχολές θα έχουν όλο και λιγότερη θέση και όπου προφανώς μαζί με τους «εξωπανεπιστημιακούς» θα έχουν αποβληθεί οι ταξικές-κοινωνικές συγκρούσεις, ο ανταγωνιστικός λόγος και τα πολιτικά υποκείμενα. Η κυβέρνηση εχθρεύεται τον δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου μαζί με όλα όσα αξίζουν σε αυτό.

Αν από την άλλη θέλουμε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο, τα προβλήματα και οι λύσεις είναι διαφορετικά: δημόσια χρηματοδότηση, άνοιγμα θέσεων για νέους επιστήμονες, ενίσχυση της έρευνας και των υποδομών και βέβαια διατήρηση μιας ουσιαστικής αυτοτέλειας. Εξίσου, θέλουμε έναν χώρο ανοιχτό στην κοινωνία, όπου η κυκλοφορία της κριτικής σκέψης μπορεί να μετατραπεί σε κυκλοφορία αγωνιζόμενων σωμάτων. Εν τέλει, αυτή η διαλεκτική λόγου και πράξης αποτελεί για εμάς το πρακτικό μονοπάτι μέσα από το οποίο το δημόσιο πανεπιστήμιο που υπερασπιζόμαστε σήμερα μπορεί να οδηγήσει στο δημόσιο πανεπιστήμιο που επιθυμούμε να δούμε αύριο. Ένα πανεπιστήμιο που δεν θα υπάγεται στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της αγοράς ούτε θα λειτουργεί ως οργανικός διανοούμενος της κρατικής κυριαρχίας αλλά θα αποτελεί έκφραση και πεδίο εμπλουτισμού της ανθρώπινης προσωπικότητας και δημιουργικότητας. Όπου η δημόσια εκπαίδευση δεν θα αντιπαρατίθεται στην ιδιωτική ως ο φτωχός συγγενής της, διότι η εκπαίδευση δεν θα είναι πλέον εμπόρευμα. Και όπου η πρόοδος δεν θα φοράει τα σήματα σωμάτων ασφαλείας, αλλά της κοινωνικής αλληλεγγύης ως καταστατική όψη του τι σημαίνει ανώτατη εκπαίδευση. «Μια άλλη δικαιοσύνη, ένας άλλος χώρος, ένας άλλος χρόνος».

Όπως εδώ, έτσι και στις περισσότερες χώρες, η ελευθερία της έκφρασης στον δημόσιο χώρο καταστέλλεται με αστυνομικές επιχειρήσεις και απαγορεύσεις, ενώ η γενική δυσαρέσκεια και απογοήτευση γεννά αναταραχές που ξεσπάνε καθημερινά για όλους τους λόγους του κόσμου. Οι νόμοι της οικονομίας δεν μπορούν να μας υποσχεθούν τίποτα, και ο μόνος δρόμος που απομένει στους κυρίαρχους είναι η αστυνόμευση και η καταστολή κάθε μορφής ελεύθερης ζωής που κατακτήθηκε με τους αγώνες του παρελθόντος. Η ελευθερία πλέον βρίσκεται στους αγώνες που θα δώσουμε στο αβέβαιο παρόν μας για να αντισταθούμε στο εφιαλτικό μέλλον που σχεδιάζεται για όλους και για όλες μας.

Καλούμε τους φίλους και τις φίλες μας να συμμετάσχουν μαζικά στις συνελεύσεις και τις διαδηλώσεις για την υπεράσπιση του ρόλου του πανεπιστημίου ως έναν ελεύθερο δημόσιο χώρο γνώσης, έκφρασης, διαλόγου και αμφισβήτησης.  Γιατί η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν μπορεί να μπει στη γυάλα, η κοινωνία δεν είναι πειραματόζωο στα χέρια των αριστοκρατών, η νεολαία δεν είναι μια μάζα για σφαγή στα χέρια της αστυνομίας.

Κενό Δίκτυο

(Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες)

http://voidnetwork.gr

Previous Story

Embat: The King has no clothes. The authoritarian drift of the state – Pablo Hasél case and beyond

Next Story

Greek Horror- How an Epstein level paedophile scandal could connect to the first time in Greek history that a political prisoner dies of hunger strike


Latest from Events

Διαστάσεις της Αποικιοκρατίας | 6 Ομιλίες & Συζήτηση- ΤΡ. 18/6 – Εξάρχεια

Διαστάσεις της ΑποικιοκρατίαςΑποικιοκρατία και Καπιταλιστική Νεωτερικότητα: Μεταξύ Παρελθόντος και Μέλλοντος ΤΡΙΤΗ 18/6/2024 ΏΡΑ έναρξης 19.00 Αυτοδιαχειριζόμενο Παρκάκι ΤΣΑΜΑΔΟΥ 10- Εξάρχεια Σε πείσμα των φιλελεύθερων
Go toTop