«Μια κουλτούρα που οικοδομήθηκε πάνω στην επιστήμη οφείλει αναγκαστικά να χαθεί όταν αρχίσει να γίνεται μη-λογική, δηλαδή να οπισθοχωρεί μπροστά στις συνέπειες της»
Fr. Nietzsche, Η γέννηση της τραγωδίας
Εν μέσω μιας μακρόσυρτης παγκόσμιας πανδημίας, ήρθαν και οι φωτιές, ίσως όχι πρωτόγνωρης μα σίγουρα αξιοσημείωτης έντασης και έκτασης. Οι καβαλάρηδες της Αποκάλυψης, παρατηρεί ο Andreas Malm, δεν έρχονται ποτέ τους μόνοι.[1] Φυσικά, η τρέχουσα αλληλουχία γεγονότων είναι συγκυριακή, ούτε υπάρχει κάποια εγγενή συνάφεια μεταξύ των δύο φαινομένων στην αμεσότητα τους. Η αμεσότητα αυτή, ωστόσο, έξω από τις διαμεσολαβήσεις που εγγράφουν την πανδημία και τις πυρκαγιές σε ένα καθορισμένο κοινωνικό πλαίσιο και ιστορικό ορίζοντα είναι απατηλή. Το ζητούμενο συνεπώς είναι να πάμε πέρα από μια φετιχοποιημένη εικόνα της Αποκάλυψης, ώστε να κατανοήσουμε την ενεργή της πραγματικότητα ως δικό μας ιστορικό ορίζοντα. Όχι για να την αποτρέψουμε ή να την αποφύγουμε. Αν πάρουμε σοβαρά τον όρο, και δεν τον χρησιμοποιούμε απλά επειδή ακούγεται εντυπωσιακός, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Συλλαμβάνοντας τον θεωρητικά καταληπτό χαρακτήρα της Αποκάλυψης μπορούμε να την απομυστικοποιήσουμε, και έτσι μέσα σε αυτό που έρχεται με «δίκαιη αναγκαιότητα σύμφωνα με την τάξη του χρόνου» (Αναξίμανδρος) να βρούμε το μέτρο και τη δυνατότητα της δικής μας ελευθερίας.
Η Αποκάλυψη δεν είναι το αφηρημένο τέλος των πάντων, είναι η κατάλυση ενός ιστορικά προσδιορισμένου κόσμου, η κρίση μιας μορφής ζωής που δεν μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες της. Υπό αυτήν την έννοια εμπίπτει στη διαλεκτική κίνηση μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα: η συσσώρευση καταστρεπτικών συμβάντων γίνεται το τέλος του παλιού κόσμου και, ας μην το ξεχνάμε, η ανάδυση ενός νέου. Η θεολογική προκατάληψη ή καλύτερα πειρασμός της διαλεκτικής είναι να θεωρεί ότι ο νέος κόσμος που θα αναδυθεί είναι αναγκαστικά καλύτερος με βάση ένα απομονωμένο κριτήριο, όπως η ελευθερία. Αλλά αν χρειάζεται μια εκκοσμίκευση του διαλεκτικού λόγου, αυτή στην πραγματικότητα απαιτεί να μείνουμε πιστοί στην μέθοδο που η ίδια η διαλεκτική κίνηση ορίζει: την έκθεση του τρόπου που παράγονται νέες μορφές μέσα από την, εμμενή στις υπάρχουσες μορφές, εργασία του αρνητικού. Η Αποκάλυψη γίνεται δόκιμος όρος για μια τέτοια διαδικασία μετασχηματισμού όταν η διαλεκτική άρνησης / κατάφασης και κατάλυσης / ανάδυσης φτάνει μια κοσμοϊστορικής ένταση.
Όπως η έννοια του «συμβάντος» υποδηλώνει, τέτοιες κοσμοϊστορικές αλλαγές δεν αποτελούν τυπικό αποτέλεσμα μιας κανονιστικά ρυθμισμένης τάξης πραγμάτων, έτσι ώστε να μπορούν να τυποποιηθούν σε νομολογική μορφή. Εφόσον μιλάμε για «συμβεβηκός», η ιστορική παραγωγή της Αποκάλυψης αφορά την εντατική συσσώρευση ατυχημάτων, κάτι που της δίνει εξ ορισμού μια διάσταση τυχαιότητας ως προς τις μορφές που συντελείται. Για αυτό και είναι αδύνατο να της αποδοθεί προκαθορισμένη ημερομηνία. Κάτι «τυχαίο» όμως δεν είναι απαραίτητα και «παράλογο», δηλαδή εξωγενές προς μια υφιστάμενη, δομούσα ορθολογικότητα. Το αντίθετο, κάθε ατύχημα αποτελεί εγγενής δυνητικότητα μιας καθορισμένης μορφής και ως εκ τούτου αποκαλύπτει κάτι ουσιώδες για αυτήν. Μια παγκόσμια πανδημία ενυπάρχει στη μορφή της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς· η καταστροφή στη Βαρυμπόμπη, στα Βίλια και ακόμα περισσότερο στο Μάτι πριν δύο χρόνια ενυπάρχει στην χωροταξία και ρυμοτομία των περιοχών· το παρανάλωμα της βόρειας Εύβοιας ενυπάρχει στην απουσία υποδομών και δασικής μέριμνας του ελληνικού κράτους· η κλιματική αλλαγή (που όψιμα ανακάλυψε η δημοσιολογία στην Ελλάδα – ευκαιριακά και πρόχειρα, όπως σχεδόν τα πάντα) αποκαλύπτει κάτι για τον σύγχρονο τρόπο παραγωγής και φυσικά για τις πολιτικές που τον διαμεσολαβούν.
Κοινός τόπος σε κάθε περίπτωση είναι η αποκάλυψη ενός εμμενές ορίου στην ορθολογικότητα που κυοφορεί το εκάστοτε ατύχημα, η αδυναμία μιας μορφής να βρίσκεται αδιάλειπτα σε ομαλή λειτουργία ή σταθερή τροχιά, δηλαδή να εμμένει στον κανόνα της. Σε μια εποχή σαν τη δική μας, που ορίζεται από αλλεπάλληλα ατυχήματα, ο λόγος που συνέχει και διατηρεί την τρέχουσα κοινωνικό-ιστορική ολότητα, έχοντας ο ίδιος γίνει κρατικός, δεν απασχολείται μόνο ή τόσο με την πρόληψη ατυχημάτων όσο με τη διαχείριση και αξιοποίηση τους. Μια ολόκληρη κυβερνολογική του ατυχήματος ενεργεί ώστε αυτό που αναδύεται ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας τελικά να επιβεβαιώσει και να ενισχύσει τον κυρίαρχο Κανόνα. Ενώ όμως, αυστηρά μιλώντας, κάθε κρίση (οικονομική, κοινωνική, πολιτική, κλιματική) παράγεται από την ολότητα που αποσταθεροποιεί, δεν υπάρχει κάποιο υποκείμενο που δρα ως ενεργή Αρχή, έχοντας πλήρη εποπτεία ή έλεγχο. Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ ο κρατικός λόγος αποστρέφεται αλλά παρόλα αυτά αποδέχεται το ατύχημα, προσπαθώντας να το κανονικοποιήσει δια της ουδετεροποίησης και/ή αξιοποίησης της αποσταθεροποιητικής δυναμικής του, ο συνομωσιολογικός λόγος – που ευδοκιμεί σήμερα τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος – αρνείται εξ ολοκλήρου το ατύχημα, βλέποντας μονάχα Εξουσία και Αντίσταση, δηλαδή Βούληση. Γινόμενη βασιλικότερη του βασιλέως, η σκέψη υιοθετεί τον θεολογικό-πολιτικό λόγο μιας Εξουσίας ικανής να παράγει όλη την πραγματικότητα, ακόμα και ό,τι υπονομεύει τη δική της αναπαραγωγή. Η διαλεκτική εδώ υπενθυμίζει ότι κάθε ολότητα είναι μια ενότητα ταυτότητας / διαφοράς, δυναμική και επομένως ασταθής. Ειδικά σήμερα, αυτό που παρακολουθούμε είναι την αδυναμία του κρατικού λόγου, όχι την παντοδυναμία του.
Κάποτε, η οικονομική ανάπτυξη θεωρήθηκε μέρος μιας μεγάλης κίνησης Προόδου, η οποία αποτύπωνε την προέλαση του Ορθού Λόγου δια της εντατικής και εκτατικής ανάπτυξης των μορφών του: της επιστήμης, του δικαίου, του εμπορίου, της τεχνολογίας. Εξ αρχής η κίνηση αυτή συνδέθηκε με ένα πρόγραμμα κυριαρχίας, εκμετάλλευσης και αποικιοποίησης. Παρόλα αυτά, οι φορείς της προόδου μπορούσαν να λένε στους εαυτούς τους ότι η οικονομική εκμετάλλευση και η πολιτική καθυπόταξη, έστω εν είδη «πανουργίας», εγγράφονταν στην οικουμενική επέκταση ενός ορθολογικού Κανόνα και εν τέλει θα εξαλείφονταν. Σήμερα ο ορθός λόγος δεν θέτει κανόνες παρά υπάγεται σε αυτούς της αγοράς, των οποίων την ακριβοδικία η τεχνο-επιστήμη κωδικοποιεί αλγοριθμικά. Εκεί όπου η αποδοτικότητα, η παραγωγικότητα, και η βελτιστοποίηση γίνονται καθολικά μέτρα αξιολόγησης, η συστηματική λεηλασία του φυσικού κόσμου, μαζί με την εκμετάλλευση και υποτίμηση εργατικής δύναμης και ανθρώπινων ζωών, τείνει πλέον να δικαιολογεί τον εαυτό της. Για αυτό δεν έχει κανένα νόημα να περιμένουμε ότι ένα «ισχυρότερο» ή «δημοκρατικότερο» κράτος θα αλλάξει κάτι. Το πρόβλημα δεν είναι απλά πολιτικό αλλά ηθολογικό. Ο ύστερος καπιταλισμός, δίπλα στα αλλεπάλληλα οικολογικά, περιβαλλοντικά, εργατικά, οικονομικά ατυχήματα που προκαλεί, έχει παράγει ένα μεγάλο «ηθολογικό ατύχημα»:[2] μια υποκειμενικότητα εγκλωβισμένη και αδύναμη να διαχειριστεί τις δυνάμεις που θρέφει αλλά κατάλληλη για να διεκπεραιώσει την καταστροφή του ίδιου της του βιόκοσμου.
Ζούμε και μετέχουμε στην αναπαραγωγή ενός μη-βιώσιμου κόσμου. Αυτό είναι που αποκαλύπτεται στα πρόσφατα ατυχήματα της πανδημίας και των πυρκαγιών, όπως και σε άλλα μείζονα «συμβεβηκότα» της εποχής, από τα παγκόσμια κύματα ξεσηκωμών και τις μαζικές προσφυγικές ροές μέχρι την εξελισσόμενη εξάλειψη ειδών και την οξείδωση του ωκεανού. Έχουμε αρκετούς λόγους να περιμένουμε ότι στις επόμενες δεκαετίες τα φαινόμενα αυτά θα πυκνώσουν, ενταθούν και διακλαδωθούν με τρόπους που δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια. Αν θα καταλήξουμε να ζούμε σε μικρές ομάδες που φοράνε vinyl και ανταγωνίζονται για καύσιμα, σε περίκλειστα κράτη-φρούρια, σε κοινότητες από-ανάπτυξης οργανωμένες στη βάση της αμοιβαιότητας ή σε έναν ασταθή συνδυασμό όλων αυτών (καθόλα πιθανό σενάριο) θα καθοριστεί και από την πολιτική, δηλαδή τη δυνατότητα να δρούμε συλλογικά και εμπρόθετα επί του δικαίου και του κοινού καλού. Ο Βιρίλιο είχε προτείνει την ανάγκη ενός «εσχατολογικού κόμματος», που να πλαισιώσει το «οικολογικό κόμμα», του οποίου η αναγκαιότητα ήταν ήδη πασίδηλη στις αρχές του 21ου αιώνα. Η πολιτική μορφή είναι συζητήσιμη και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρείται αποκομμένη από τον τρόπο ζωής και τον τύπο δικαιοσύνης που προτάσσει. Παρόλα αυτά, η διττή κατεύθυνση οροθετείται οξυδερκώς· αυτό που (θα) καθίσταται όλο και περισσότερο αναγκαίο είναι ένα νέο οικολογικό και εσχατολογικό ήθος, ικανό να ανταποκριθεί στο τέλος του καπιταλιστικού πολιτισμού και να συναισθανθεί την επιθυμία της Πλάσης για λύτρωση.
[1] A. Malm, Corona, Climate, Chronic Emergency: War-Communism in the 21st Century, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Verso, 2019.
[2] Δανείζομαι τον όρο από τον Paul Virilio, Το προπατορικό ατύχημα, μτφ. Βασίλης Τομάνας, Αθήνα: Εκδόσεις Νησίδες, 2005.
_____
κείμενο: Γιώργος Σωτηρόπουλος, διδ. Πολιτικής Φιλοσοφίας, μέλος της συλλογικότητας Κενό Δίκτυο. Από τις εκδόσεις FUTURA κυκλοφορεί το βιβλίο του “ΔΙΨΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ- ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ”
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ