Η ταινία Bacurau μας καλεί να αποφασίσουμε σε ποια κοινότητα θέλουμε να ζήσουμε

September 10, 2021

Ένα εξεγερμένο χωριό στα βάθη της Βραζιλίας – που θα μπορούσε να είναι και οι Σκουριές στη Χαλκιδική- υπερασπίζεται την ελεύθερη ζωή  με την αλληλεγγύη και την ένοπλη αυτοάμυνα, τη συλλογική χρήση ψυχεδελικών ουσιών και την πίστη στη μητριαρχία και την ισότητα, ενώ  έρχεται αντιμέτωπο με την κεντρική εξουσία και μια ομάδα λευκών Αμερικανών παραστρατιωτικών που αναλαμβάνουν να εξοντώσουν τους κατοίκους και να εξαφανίσουν από το χάρτη την κοινότητα .

Το κείμενο γράφεται μετά από μια δροσερή, ευχάριστη βραδιά του Σεπτεμβρίου 2021 όπου παρακολουθήσαμε την ταινία Bucurau στις κατά τα άλλα πολύ σκοτεινές μέρες που διατρέχουν τις ζωές μας. Στο Bacurau, ο  Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου μοιράζεται σκηνοθετικά καθήκοντα με τον Ζουλιάνο Ντορνέλες, και μαζί παραδίδουν μια εξαιρετική ταινία κοινωνικής αλληγορίας, συνδυάζοντας πολλά είδη του σινεμά. Ο πολιτικός και κοινωνικός κινηματογράφος συναντά το σπλάτερ ψυχεδελικό θρίλερ, το εθνογραφικό σινεμά συναντιέται με την μελλοντολογική φαντασία- και πάνω από όλα το παγκοσμιοποιημένο δυστοπικό παρόν μας συναντά το ουτοπικό κοινοτικό μέλλον της ανθρωπότητας.

Βλέποντας την ταινία, η έντονη πλοκή σε τραβά σε μια δίνη από πολύ έντονα συναισθήματα καθώς η ιστορία είναι “παράξενη” αλλά και οικία, τα γεγονότα είναι περίεργα αλλά και γνωστά, καθημερινές στιγμές της διαρκούς εκμετάλλευσης συναντούν τον αγώνα των απλών ανθρώπων να επιβιώσουν σε ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιο αβίωτος. Είναι φυσικό λοιπόν να αναρωτιέσαι, τελικά, πως εντασσόμαστε όλοι στο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό- και με ποιόν τρόπο ακριβώς συμβαίνει αυτό; Ως κάτοικοι μιας «παγκόσμιας κοινότητας» κάνεις δεν μπορεί πλέον να ξεφύγει από την κίνηση του κεφαλαίου, από τους hipsters της Νέας Υόρκης μέχρι τους ινδιάνους του Αμαζονίου. Ο «καπιταλιστικός πολιτισμός» της τεχνολογικής ανάπτυξης είναι παντού. Στο μικρό απομονωμένο βραζιλιάνικο χωριό Bacurau, oι ήρωες της ταινίας συμμετέχουν με τις εικόνες τους στους άπειρους μονόλογους της σύγχρονης ζωής, σε μια παγκόσμια συνομιλία, όλοι άλλωστε παντού έχουν ένα κινητό τηλέφωνο και facebook για να έρθουν σε επαφή με τον κόσμο και μεταξύ τους.

Καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας και στην περιπλάνηση που ακολούθησε την προβολή την σκέψη μας βασάνιζε  το ίδιο ερώτημα. Πως γίνετε να είναι κάποιος τόσο μακριά από οποιοδήποτε αστικό περιβάλλον, ξεχασμένος από την ίδια την κρατική οντότητα που καθορίζει τις κινήσεις και καταστέλλει τις επιλογές του με οποιαδήποτε αφορμή –  εξυπηρετώντας όλων των ειδών τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα – τόσο μακριά μα τόσο κοντά- και ταυτόχρονα τόσο μέσα στη κίνηση του κεφαλαίου, την επιθυμητική κοινωνία της πληροφορίας, τους νόμους της αγοράς και της ανάπτυξης οπού τα πάντα ανά πάσα στιγμή μπορούν να γίνουν εικόνα και χρήμα. Οι φτωχότεροι του πλανήτη, οι απόκληροι του κόσμου, τα “παράσιτα” για να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο από την ταινία του Μπόνγ Τζουν-χο ή στην “Μεταμόρφωση” του Κάφκα, τα άτομα  που κινούνται στην περιφέρεια του καπιταλισμού με ποιον τρόπο, άραγε, υπάρχουν  τελικά; Πως μπορούν να συνεχίσουν να υπάρχουν; Και η απάντηση είναι μπροστά μας, στις 2 ώρες που διαρκεί το film. Ως ψήφοι για την κεντρική εξουσία, η οποία προσπαθεί να τους κοροϊδέψει κάθε φορά που τους έχει ανάγκη. Υποτιμώντας κάθε φορά την νοημοσύνη τους. Τάζοντας λύσεις γενικά και αόριστα απλά για να πραγματοποιήσει το στόχο της. Ως εργαλεία ικανοποιήσεις σεξουαλικών αναγκών για τους πλούσιους. Ως φθηνά εργατικά χέρια για να τελειώσουν γρήγορα οι δουλείες και με μεγάλο κέρδος. Και φυσικά, ως θέαμα και θύματα για να ευχαριστιέται το κέντρο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Όχι φυσικά μόνο μέσα από ένα reality show, αλλά στην κυριολεξία ως θήραμα για κυνήγι, για να μπορεί ο δυτικός μεσοαστός να βγάλει τα απωθημένα του.

Η ταινία διαπραγματεύεται τον τρόπο ύπαρξης στα όρια της καπιταλιστικής κοινωνίας, εκεί που ενώνονται, οι φόβοι και οι δεισιδαιμονίες με την λογική και την πραγματικότητα. Η λύση που βρίσκουν τα παράσιτα για να αντιδράσουν είναι μέσω της βίας- μιας βίας ομαδικής, συνειδητής και καλά οργανωμένης. Είναι η συνειδητοποίηση ότι ο εχθρός δεν σε θέλει απλά σκλάβο αλλά σε θέλει νεκρό. Με ποιο τρόπο άλλωστε  ο απολυταρχικός μετά-καπιταλισμός του 21ου αιώνα θα χωρέσει μέσα του όλο αυτό το πλεονάζοντα πληθυσμό; Μια προφανής απάντηση που δίνει η ταινία σε αυτό το ερώτημα είναι, φυσικά, ως υποψήφιο θέαμα και ταυτόχρονα ως υποψήφιο θύμα.

Οι σκηνοθέτες προσπαθούν να μας περιγράψουν σε μια συνοπτική αναπαράσταση όλα τα προβλήματα των συγχρόνων κοινωνιών. Προβλήματα με τη γη και την υφαρπαγή αυτής από της καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ο έλεγχος του νερού και η απαγόρευση πρόσβασης σε αυτό με όλους τους τρόπους. Στις ταχύτατα αναπτυγμένες οικονομίες της περιφέρειας ο επιθετικός νεοφιλελευθερισμός δείχνει ότι δεν θα μπορούμε να υπάρχουμε έξω από ένα πολύ καθορισμένο, ελεγχόμενο και εξαναγκαστικό πλαίσιο επιβίωσης. Δεν θα έχουμε κανένα δικαίωμα πέρα από το να καταναλώνουμε όταν μας επιτρέπεται και να πεθαίνουμε όταν απαιτείται.

Σε αυτές τις συνθήκες ενός παράλογου, αντεστραμμένου κόσμου είναι εντελώς λογικό από την πλευρά αυτής της μικρής κοινότητας απελευθερωμένων ατόμων, οι άνθρωποι να προσφεύγουν στην εξέγερση, την αλληλοϋποστήριξη και την αλληλεγγύη μεταξύ τους, ο καθένας σύμφωνα με τις δυνατότητές του και σύμφωνα με τις ανάγκες του. Και φυσικά οι εξεγερμένες κοινότητες καταφεύγουν στην ακραία βία απέναντι όχι μόνο στους κυβερνήτες και τους μεσοαστούς εκπροσώπους της αποικιοκρατίας αλλά συνολικά ενάντια στη δυτικογενή χυδαιότητα, στην επιβολή μιας αβάσταχτης δουλείας όπου κανένας άλλος εκτός από τους πλούσιους και τους ισχυρούς δεν μπορεί να έχει δικαίωμα στη ζωή, δεν μπορούν να υπάρχουν απολαύσεις, και εφήμερες απλές επιθυμίες για τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, δεν υπάρχει ούτε παρόν, ούτε και σχέδια για το μέλλον, κανένας δεν έχει δικαίωμα στην αξιοπρέπεια πέρα από τους δυτικούς μεγαλο-αστούς  και την λευκή μεσαία τάξη, το μόνο που έχει σημασία είναι τα κεφάλαια που αυτοί διακινούν, προστατεύουν και αναπαράγουν ως κυρίαρχη -και μόνη πιθανή- κοινωνική σχέση.

Προτείνουμε λοιπόν ανεπιφύλακτα αυτή την ταινία γιατί, μέσα στο χαοτικό καθημερινό βίωμα μιας τόσο δύσκολης εποχής, μας υπενθυμίζει με υπέροχο τρόπο ότι οι φτωχοί, οι παρείσακτοι, οι κοινωνικά αποκλεισμένοι δεν σταματούν ποτέ να παλεύουν, να θέτουν εμπόδια στη κίνηση του θηρίου και τα μέσα που χρησιμοποιούν δεν μας είναι τελικά τόσο ξένα, οι αγώνες μας είναι κοινοί και συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον σε κάθε τόπο, μακρινό ή κοντινό μας.

Μετά το τέλος της ταινίας περπατώντας στα Εξάρχεια συζητάγαμε εκείνο το meme που συναντάμε αυτές τις μέρες στα social media όπου ένα κοριτσάκι από την Αφρική ρωτάει με αποφασιστικότητα έναν χρηματιστή της Wall Street “όταν έρθει η επανάσταση- που θα πας για να κρυφτείς;”

___

κείμενο:  Νίκος Αλέξης & Τάσος Σαγρής (μέλη της συλλογικότητας Κενό Δίκτυο)

Previous Story

Το κοινωνικό κέντρο Pasamontaña για την πανδημία, την κρατική πολιτική και τις κοινωνικές αντιστάσεις

Next Story

Η Ρωσική Επανάσταση και το Φάντασμα της Μεγαμηχανής της Τεχνικής Κυριαρχίας


Latest from Local movement

Go toTop