Βραζιλία: Tο ναρκοκράτος στην ωριμότητά του

November 3, 2025

Ακολουθεί μετάφραση ενός πολύ αξιόλογου κειμένου σχετικά με τα τεκταινόμενα στη Βραζιλία, τη θανατοπολιτική του Βραζιλιάνικου κράτους, την υποτίμηση του περιθωριοποιημένου μαύρου πληθυσμού και το καθεστώς εξαίρεσης ως ένας ακόμη τρόπος ελέγχου και αναδιανομής των τοπικών εξουσιών μεταξύ κράτους, ναρκομαφίας και παραστρατιωτικών οργανώσεων.

Λίγα λόγια για το συγγραφέα του άρθρου: Ο Arthur Moura είναι σκηνοθέτης και ιστορικός, με μεταπτυχιακό στην Εκπαίδευση και υποψήφιος διδάκτορας στην Κοινωνική Ιστορία. Έχει δημιουργήσει πολλές ταινίες, ανάμεσά τους: As Palavras de um Faminto (2005), De Repente: Poetas de Rua (2009), Paralelo 14 (2011), Casa Félix (2014), Funk Acari (2016), O Som do Tempo (2017) και Los Hombres de los sin Nombre (2023). Είναι επίσης παραγωγός μουσικής, με πολλά rap albums, singles και instrumentals, και συγγραφέας των βιβλίων: O Ciclo dos Rebeldes: processos de mercantilização do rap no Rio de Janeiro και Esboço para uma teoria do cinema de guerrilha (2023). Τέλος, ως υπότροφος της FAPERJ (Ίδρυμα για την Υποστήριξη της Έρευνας στο Ρίο ντε Τζανέιρο), συνεχίζει να ερευνά τη σχέση τέχνης, κοινωνίας και ιστορίας μέσα από τον κινηματογράφο και τη μουσική.

Ο τίτλος με τον οποίο αρχικά δημοσιεύθηκε το άρθρο στην Βραζιλία ήταν:

Από το Zacarezinho στην Penha: Tο ναρκοκράτος στην ωριμότητά του1

Στις 5 Μαΐου 2021, η σφαγή του Ζακαρεζίνιο αποτέλεσε ένα συμβολικό σημείο καμπής: για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, το βραζιλιάνικο κράτος έδρασε χωρίς καμία συστολή, αποκαλύπτοντας ανοιχτά το κατασταλτικό του πρόσωπο. Σε εκείνο το επεισόδιο, είκοσι οκτώ άνθρωποι εκτελέστηκαν υπό το πρόσχημα μιας επιχείρησης «ενάντια στο εμπόριο ναρκωτικών» αλλά στην πραγματικότητα, αυτό που παρακολουθήσαμε ήταν η τελική πρόβα μιας νέας μορφής διακυβέρνησης: μιας διακυβέρνησης μέσω του θανάτου. Το κείμενο που είχα γράψει τότε, με τίτλο «Ζακαρεζίνιο και το ναρκοκράτος»2, ήδη κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση: το κράτος δεν “αποτυγχάνει” όταν σκοτώνει· αντιθέτως, εκπληρώνει τη δομική του λειτουργία, δηλαδή την υπεράσπιση των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων, μετατρέποντας τον κοινωνικό έλεγχο σε πηγή κέρδους και εξουσίας. Η θανατοπολιτική δεν είναι σφάλμα· είναι λογιστική μέθοδος του συστήματος τάξης.

Εκείνη η σφαγή υπήρξε το εργαστήριο του δόγματος που θα ωρίμαζε τέσσερα χρόνια αργότερα, στις φαβέλες της Πένια και του Αλεμάο. Αυτό που άλλαξε από το 2021 ως το 2025 δεν ήταν η φύση της βίας, αλλά η διαχείρισή της: ο θάνατος μετατράπηκε σε ένα διαχειριστικό δεδομένο, σχεδιασμένο, μετρημένο, νομιμοποιημένο ως δημόσια πολιτική. Αυτό που άλλοτε θεωρούνταν «υπερβολή», έγινε μέθοδος· αυτό που ήταν «παράνομο», έγινε κανόνας. Από το Ζακαρεζίνιο ως την Πένια, διανύουμε ολόκληρη τη διαδρομή ενός κράτους που, μέσα στην δομική κρίση του εξαρτημένου καπιταλισμού, δεν κρύβει πια τη σύμφυσή του με τις δυνάμεις του εγκλήματος, της παραστρατιωτικής βίας και του κεφαλαίου. Η καταστολή δεν είναι η απάντηση στην αταξία· είναι η ίδια η μέθοδος παραγωγής της τάξης. Και αυτή η «τάξη» οικοδομείται πάνω στον καθημερινό αφανισμό του μαύρου και περιφερειακού πληθυσμού, απογόνων των quilombos3 και των senzalas4, που σήμερα είναι εγκλωβισμένος σε εγκαταλειμμένα εδάφη, όπου το Κράτος απουσιάζει ως δικαίωμα και επανεμφανίζεται ως σφαίρα όπλου. Αν το Ζακαρεζίνιο ήταν η πρόβα, η Πένια είναι η ωρίμανση του ναρκοκράτους: η στιγμή όπου η βαρβαρότητα παύει να είναι εξαίρεση και μετατρέπεται στη διοικητική γλώσσα της εξουσίας.

Η επιχείρηση που ονομάστηκε «Περιορισμός», ξεκίνησε στις 28 Οκτωβρίου 2025 στα συγκροτήματα Αλεμάο και Πένια στο Ρίο ντε Τζανέιρο, απαντά σε μια δυναμική που επαναλαμβάνεται εδώ και δεκαετίες. Το καινούριο στοιχείο έγκειται μόνο στην κλίμακα, στο μέγεθος του “κρατικού” μηχανισμού, στον αριθμό των νεκρών και στην προβολή από τα ΜΜΕ· ο πυρήνας όμως της δράσης παραμένει αμετάβλητος: ο παλιός πόλεμος ενάντια στο “εμπόριο ναρκωτικών”, οι φατριές και οι “παράλληλες εξουσίες”. Αυτό που αλλάζει — και αλλάζει με ένταση — είναι ότι αυτός ο πόλεμος έχει πλέον μετατραπεί σε κρατική πολιτική. Για να τον κατανοήσουμε, πρέπει να μετακινήσουμε το βλέμμα από τη συγκυριακή σύγκρουση προς τη δομική της βάση: Γιατί αυτός ο πόλεμος είναι ζωτικός για το Κράτος; Γιατί διεξάγεται στα περιφερειακά εδάφη; Ποιοι είναι οι πραγματικοί του φορείς — όχι μόνο εκείνοι που φαίνονται στα φώτα των μέσων ενημέρωσης, αλλά και εκείνοι που παραμένουν αόρατοι επειδή αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας του συστήματος;

Το αστικό κράτος, ως πολιτική μορφή του κεφαλαίου, έχει ως θεμελιώδη αρχή την υπεράσπιση των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων και των βοηθητικών τους στρωμάτων. Ο κατασταλτικός μηχανισμός, επομένως, αποτελεί μια συνήθης συνιστώσα του. Η Επιχείρηση “Περιορισμός” αποκαλύπτει λιγότερο τη “αφηρημένη νομιμοποίηση” της θανατηφόρας βίας και περισσότερο ένα καθεστώς διοικητικής νομιμότητας: νομικές διατάξεις, επιχειρησιακά μέτρα και διοικητικές ρουτίνες που μετατρέπουν τον θάνατο και την καταπίεση σε δείκτες απόδοσης. Οι δηλώσεις του γραμματέα της Πολιτικής Αστυνομίας, Felipe Curi, όχι μόνο νομιμοποιούν τη θανατηφόρα βία, αλλά την ενσωματώνουν σε ένα κυβερνητικό σχέδιο στο οποίο οι συλλήψεις, οι αρχειοθετημένες καταγραφές αντιστάσεων, οι “εξουδετερώσεις”, οι αφηγήσεις για τη “ναρκοτρομοκρατία” και η δια-θεσμική συνεργασία λειτουργούν ως τα βασικά στοιχεία έγκρισης για τον προϋπολογισμό, τις δημόσιες προμήθειες, την πολιτική θωράκιση και την τεχνολογική επέκταση. Με το να δηλώνει ότι το Ρίο “ζει σε κατάσταση πολέμου”, ο Curi εκφέρει ένα δόγμα εδαφικής διαχείρισης: απουσία κοινωνικής οργάνωσης και συνοχής (χωρίς ολοήμερα σχολεία, παιδικούς σταθμούς, υπηρεσίες υγείας, εισοδήματα, πολιτισμό) και υπερ-παρουσία της αστυνομίας ως τεχνολογία ελέγχου. Αυτή η ρύθμιση παράγει αναλώσιμους εχθρούς (τα εργατικά χέρια της μαύρης νεολαίας) και επικαλυπτόμενες κυριαρχίες (Πολιτική Αστυνομία, Στρατιωτική Αστυνομία, Ομοσπονδιακή Αστυνομία Αυτοκινητοδρόμων, Ένοπλες Δυνάμεις, Δημόσια Εισαγγελία και Δικαστική Εξουσία) που χορηγούν κανόνες εξαίρεση, καθιστώντας τους νόμιμους και επαναλήψιμους.

Σε υλικούς όρους, αυτό αναδιατάσσει τον αστικό χώρο (εκλεκτική ανατίμηση γης, αργοί εκτοπισμοί, καταγραφή άτυπων υπηρεσιών) και παρέχει ροή εσόδων για την οικονομία της ασφάλειας. Η φαβέλα, ως σύγχρονο κιλόμπο (κοινότητα δραπετών σκλάβων) της μαύρης επιβίωσης, αποτελεί προνομιακό στόχο, επειδή το ίδιο το Κράτος αποσύρθηκε ως εγγυητής δικαιωμάτων και εμφανίζεται εκ νέου ως διαχειριστής κινδύνου και τιμωρίας, επιβάλλοντας στη μαύρη νεολαία, που μεγαλώνει κυρίως με μονογονεϊκές μητέρες, με γονείς νεκρούς ή φυλακισμένους, ένα μενού ισοδύναμων εκμεταλλεύσεων: υποβαθμισμένη υποαπασχόληση ή στράτευση σε ένοπλες οργανώσεις που ανταγωνίζονται με το Κράτος στην εξαγωγή αξίας από τα ίδια τους τα σώματα.

Η θανατοπολιτική δεν είναι ένα λάθος· είναι ένα λογιστικό μέσο της τάξης. Η χρήση της έκφρασης “κατάσταση πολέμου” είναι επίσης αποκαλυπτική. Νομιμοποιεί τη ολική στρατιωτικοποίηση της αστικής ζωής, την πρακτική αναστολή των συνταγματικών εγγυήσεων και την εγκαθίδρυση ενός μόνιμου καθεστώτος εξαίρεσης στα περιφερειακά εδάφη. Με το να δηλώνει ο Curi ότι “o υψηλός βαθμός θανάτων ήταν προβλέψιμος, αλλά όχι επιθυμητός”, ουσιαστικά φυσικοποιεί τη σφαγή. Η προβλεψιμότητα του θανάτου αποτελεί γι’ αυτόν ένα λειτουργικό δεδομένο, ένα είδος αποδεκτών παράπλευρων συνεπειών μέσα στη λογική της ασφάλειας. Αυτή η φράση συμπυκνώνει όλη την ουσία της εργαλειακής λογικής που κυριαρχεί στο καπιταλιστικό Κράτος σε κρίση: ο θάνατος δεν είναι λάθος, αλλά υπολογισμένο κόστος, εγγεγραμμένο στη λογιστική της κοινωνικής διαχείρισης.

Η δήλωση ότι “τα θύματα αυτής της επιχείρησης ήταν οι στρατιωτικοί νεκροί ή τραυματίες” αποτελεί την πλήρη απο-ανθρωποποίηση. Η μείωση δεκάδων πολιτών που εκτελέστηκαν σε “εγκληματίες που επέλεξαν να μην παραδοθούν” είναι μια σύγχρονη μορφή πολιτικής ευγονικής. Η λέξη “επιλογή” μεταφέρει την ευθύνη αλλού: οι νεκροί γίνονται ένοχοι για την ίδια τους την εκτέλεση. Η νεκροπολιτική του κράτους μετατρέπει την δύναμη του να σκοτώνεις σε διοικητική πράξη. Ο Curi ενισχύει επίσης το παλιό επιχείρημα ότι η κρατική κυβέρνηση ενεργεί “μόνο” κατά της εγκληματικότητας, παραπονούμενος για την έλλειψη ομοσπονδιακής υποστήριξης. Αυτή η ρητορική είναι στρατηγική: δημιουργεί την εικόνα ενός Κράτους ηρωικού και εγκαταλελειμμένου που μάχεται ενάντια σε ανώτερες δυνάμεις. Στην πραγματικότητα, όμως, κρύβει την πραγματική εγκατάλειψη: αυτή του φτωχού πληθυσμού, των φαβέλων, των επισφαλώς εργαζόμενων που ζουν υπό πολιορκία. Η σύγκρουση ανάμεσα στην κρατική και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι μόνο μια διαμάχη για τη διαχείριση της βαρβαρότητας. Καμία από τις δύο πλευρές δεν αμφισβητεί την θεμελιώδη αρχή της πολιτικής ασφάλειας: ότι η ζωή στα περιφερειακά εδάφη είναι αναλώσιμη και ότι ο λαϊκός χώρος αποτελεί στρατιωτικοποιημένη ζώνη.

Όταν ο Curi δηλώνει ότι η επιχείρηση ήταν “σχεδιασμένη” και ότι “συμμορφώθηκε με τους νομικούς κανονισμούς”, γινόμαστε μάρτυρες της νομιμοποίησης του παραλόγου.
Η συμμόρφωση με το νόμο ενώ εκτελούνται δεκάδες άνθρωποι αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η νομιμότητα έχει πλέον πλήρως απορροφηθεί από τη λογική της εξαίρεσης. Το πρόβλημα δεν είναι η συμμόρφωση με τον νόμο, αλλά ότι ο ίδιος ο νόμος έχει πλέον ενσωματώσει το έγκλημα ως λειτουργικό του στοιχείο. Η αστική νομική νεωτερικότητα συνυπήρχε πάντα με τη βία ως θεμέλιο· τώρα όμως, υπό τη διάλυση του αστικού κράτους, αυτή η βία αναδύεται στο φως της ημέρας ως οργανωτικό πρότυπο. Ο νόμος και το τουφέκι είναι συμπληρωματικά εργαλεία της ίδιας λογικής ελέγχου. Η ρητορική του Felipe Curi δεν διαφέρει ουσιαστικά από τις αντιεξεγερτικές δοξασίες που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας. Έννοιες όπως “εχθρικά εδάδη”, “εσωτερικός πόλεμος”, “παράλληλες εξουσίες” και “εξόντωση του εχθρού” παραμένουν οι ίδιες. Αυτό που άλλαξε είναι μόνο το σκηνικό και η σημασιολογία. Ο εχθρός, που παλιότερα αναγνωριζόταν ως “ανατρεπτικός”, σήμερα είναι ο “διακινητής”, ο “εγκληματίας”, ο “ναρκοτρομοκράτης”. O πολιτικός στόχος είναι ο ίδιος: να διατηρεί τον πληθυσμό σε τρόμο, να νομιμοποιεί τον πολεμικό προϋπολογισμό, να διασφαλίζει την πειθαρχία της εργατικής δύναμης και να αποτρέπει την αυτόνομη οργάνωση των υποτελών τάξεων. Η φαβέλα αντιμετωπίζεται ως μια εσωτερική αποικία, χώρος κατοχής και λεηλασίας, εργαστήριο πολιτικής εξαίρεσης.

Όταν ο γραμματέας λέει ότι “το Ρίο ζει σε κατάσταση πολέμου”, δεν λέει ψέματα· απλώς δεν αποκαλύπτει ποιος κήρυξε αυτόν τον πόλεμο. Δεν ήταν οι κάτοικοι που εισέβαλαν στις θεσμικές δομές· ήταν το Κράτος που εισέβαλε στα σπίτια των εργαζομένων. Ο πόλεμος δεν είναι ανάμεσα στο “καλό και το κακό”, όπως επαναλαμβάνει ο Τύπος, αλλά ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη ζωή. Οι κατασταλτικές δυνάμεις είναι ο ένοπλος βραχίονας της συσσώρευσης, απαραίτητες για να περιορίσουν το ανθρώπινο πλεόνασμα που το κεφάλαιο δεν απορροφά. Γι’ αυτό, αυτός ο πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ. Είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία του συστήματος. Ανανεώνει τη νομιμοποίηση των κυβερνήσεων που στηρίζονται στον φόβο και την υπόσχεση τάξης και κινεί ολόκληρη μια παράλληλη οικονομία ασφάλειας, όπλων, τεθωρακισμένων, παρακολούθησης, επιχορηγήσεων και διαφθοράς. Η ρητορική του Curi αποτελεί παράδειγμα μιας κυρίαρχης τάξης που κυβερνά μέσω της βίας και του ψεύδους. Συνδυάζει τεχνοκρατία και βαρβαρότητα, ηθικισμό και κυνισμό. Με το να δικαιολογεί τη σφαγή στο όνομα της νομιμότητας, επιβεβαιώνει το κεντρικό δόγμα του αστικού Κράτους: τη διατήρηση της ιδιοκτησίας και της κοινωνικής ιεραρχίας πάνω από τη ζωή. Στην ουσία, αυτό που ο Santos ονομάζει “περιορισμό” είναι η διαχείριση της μιζέριας. Είναι η διαχείριση του ανθρώπινου πλεονάσματος που παράγεται από την δομική κρίση του εξαρτημένου καπιταλισμού. Είναι ο τρόπος με τον οποίο το Κράτος ρυθμίζει τη ροή της βαρβαρότητας που το ίδιο παράγει.

Ο αστικός πόλεμος είναι το εργαλείο περιορισμού του ενεργού υπερπληθυσμού, μιας μάζας επισφαλών εργαζομένων, φυλετικοποιημένων και περιορισμένων στα περιφερειακά εδάφη, των οποίων η ύπαρξη ξεπερνά τις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου, αλλά που η πειθαρχία τους είναι ζωτικής σημασίας για τη σταθερότητα της τάξης. Αυτό που ονομάζεται “μάχη κατά της διακίνησης ναρκωτικών” είναι η ιδεολογική μάσκα αυτής της καταστολής: μια διάταξη που μετατρέπει τη φτώχεια σε απειλή και τη μιζέρια σε εχθρό. Ο πόλεμος κατά της Comando Vermelho είναι η πρόφαση που νομιμοποιεί την κοινωνική και χωρική αναδιάταξη που απαιτεί το κεφάλαιο, επαναοργανώνει τον αστικό χώρο, αναβαθμίζει τις αξίες της γης, μετακινεί πληθυσμούς, αναδιαμορφώνει τις τοπικές εξουσίες και ανανέώνει τη συμφωνία μεταξύ κράτους, παραστρατιωτικών οργανώσεων και αγοράς. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όπως δείχνουν οι μελέτες του Loïc Wacquant και άλλων, ο κρατικός μηχανισμός αντιμετωπίζει τις φαβέλες ως ζώνες εξαίρεσης: εσωτερικές αποικιακές περιοχές όπου ασκείται η κυριαρχία της εξόντωσης.

Αυτό που έχουμε μπροστά μας, επομένως, είναι ένα κράτος που έχει εσωτερικεύσει τη νεκροπολιτική· ο αποκαλούμενος “πόλεμος κατά των ναρκωτικών” είναι μια μέθοδος διακυβέρνησης, μια θανατοπολιτική που ασκείται στο όνομα της τάξης. Γιατί λαμβάνει χώρα αυτή η σύγκρουση και, ακόμη περισσότερο, γιατί συγκεντρώνεται σε περιοχές όπως τα Alemão/Penha; Αυτοί οι χώροι είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα: πυκνοκατοικημένες περιφερειακές ζώνες, πληθυσμός κυρίως μαύρος, εισόδημα ανά κάτοικο χαμηλότερο από τον μέσο όρο της πόλης, ανεπαρκείςς δημόσιες υποδομές και ιστορικά υπό τον έλεγχο, μερικός ή πλήρης, φατρίων (όπως η Comando Vermelho)5 ή από στρατιωτικές ομάδες που προέκυψαν λόγω του κενού του κράτους. Αυτός ο συνδυασμός άτυπης οικονομικής, απουσίας του κράτους και οργανωμένης βίας είναι εκτενώς τεκμηριωμένος. Εκεί έχει εγκαθιδρυθεί μια παράλληλη διακυβέρνηση, εγκληματική, πολιτική και οικονομική, και το Kράτος, μακριά από το να την εξαφανίσει μετωπικά, επιλέγει είτε να τη διαχειριστεί είτε να συγχωνευτεί μαζί της.

Το έδαφος της φαβέλας συνιστά, επομένως, ένα εργαστήριο συσσώρευσης της εξαίρεσης: σε αυτό, ο πληθυσμός αποτελεί αντικείμενο στρατιωτικοποιημένης επιτήρησης, απώλειας εγγυήσεωνς, υψηλής θνησιμότητας και κερδοφορίας μέσω της εκμετάλλευσης (άμεσης ή έμμεσης) των ζωών του. Ας δούμε τη συγκεκριμένη δυναμική της επιχείρησης: χιλιάδες πράκτορες (2.500 σύμφωνα με τις πηγές) κινητοποιημένοι με θωρακισμένα οχήματα, drones, αυτόματα όπλα· η κυβερνητική διεκδίκηση της “ναρκωτρομοκρατίας”· πολλαπλά πτώματα εγκαταλελειμμένα στους δρόμους· σχολεία κλειστά· διακοπές στις μεταφορές. Αυτό αποκαλύπτει ότι η επιχείρηση δεν στρεφόταν μόνο στους ηγέτες της διακίνησης ναρκωτικών, αλλά στοχεύε ολόκληρο το έδαφος στο σύνολό του. Σε μια τέτοια επιχείρηση, ο θάνατος αποτελεί μέρος του σχεδιασμού. Η συνέχεια του έργου του Κράτους-πολέμου γίνεται ορατή.

Αυτό που συνέβη στις 5 Μαΐου 2021 στο Ζακαρεζίνιο ήταν, επομένως, ένα πείραμα: η ωρίμανσή του επαληθεύεται τώρα. Πρόκειται για μια πολιτική ενεργητικής καταστολής, όχι για ένα απλό έμπλαστρο δημόσιας ασφάλειας. Ο κατασταλτικός μηχανισμός συμπίπτει με το “καθεστώς” του ναρκοκράτους: το κράτος, οι παραστρατιωτικές ομάδες/φατρίες, το ακίνητο κεφάλαιο και η γραφειοκρατία της ασφάλειας υποτάσσονται στη λογική της μόνιμης εξαίρεσης.

Αυτό που το κράτος ονομάζει “έδαφος σε σύγκρουση” είναι, στην πραγματικότητα, χώροι μαύρης επιβίωσης, αυθεντικά σύγχρονα quilombos, ανεγερμένα πάνω στα ερείπια μιας αποστερημένης πολιτότητας. Ιστορικά, οι φαβέλες υπήρξαν καταφύγιο για τους απογόνους της δουλείας, οι οποίοι εκδιώχθηκαν στους λόφους και τις παρυφές των πόλεων από ένα συστηματικό σχέδιο αποκλεισμού. Καθ’ όλη τη διάρκεια δεκαετιών, η κρατική εξουσία αποσύρθηκε από αυτούς τους χώρους, εγκαταλείποντας ολόκληρες γενιές στην επιβίωση και την καθημερινή βία. Όπου το κράτος δεν χτίζει σχολεία πλήρους ωραρίου, δεν εξασφαλίζει παιδικούς σταθμούς, δεν προσφέρει εναλλακτικές πηγές εισοδήματος ή ψυχαγωγίας, εγκαθίσταται ο νόμος της απελπισίας. Οι νέοι μαύροι μεγαλώνουν μεταξύ δύο μοναδικών επιλογών: της άμεσης εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο, σε εργασίες υποτιμημένες και χωρίς μέλλον, ή της εκμετάλλευσης από εγκληματικές οργανώσεις που διεκδικούν τον έλεγχο της περιοχής αντιπαραθέτοντας το ίδιο το κράτος. Και οι δύο λειτουργούν σύμφωνα με την ίδια λογική: την αξιοποίηση της ζωής και της ενέργειας των αναλώσιμων μαύρων σωμάτων. Η απουσία δημόσιων πολιτικών δεν είναι παράλειψη, είναι μέθοδος. Η εγκατάλειψη είναι μορφή κυριαρχίας. Η φαβέλα, που έχει μετατραπεί σε πολεμικό πεδίο, αποτελεί επίσης την πιο ριζοσπαστική έκφραση της αποτυχίας – ή, μάλλον, της επιτυχίας – της καπιταλιστικής τάξης στο να κρατά τον πληθυσμό υπό έλεγχο μέσω της έλλειψης.

Αλλά γιατί υπάρχει αυτή η αντιπαράθεση, πέρα από την ιδεολογική κάλυψη της “μάχης κατά της διακίνησης ναρκωτικών”; Επειδή το περιφερειακό έδαφος εξυπηρετεί δύο λειτουργίες για το κεφάλαιο: τη λειτουργία αποθεματικού ζωής και τη λειτουργία συσσώρευσης μέσω της επισφάλειας. Το κράτος – κεφάλαιο, σε δομική κρίση, χρειάζεται να πειθαρχήσει το ανθρώπινο πλεόνασμα που το οικονομικό σύστημα δεν έχει απορροφήσει: απορριφθέντες νέοι μαύροι, άνεργοι, υποαπασχολούμενοι. Η φαβέλα, επομένως, παύει να είναι μόνο σκηνικό “εγκλήματος” και γίνεται σκηνικό αναδιοργάνωσης της εργατικής δύναμης, ανατίμησης της ακίνητης περιουσίας στις πλαγιές της και άμεσης εξαγωγής εσόδων, μέσω παράνομων ή ημι-νόμιμων υπηρεσιών, όπως μεταφορές, προμήθεια αερίου και ηλεκτρισμού, που διαχειρίζονται οι παραστρατιωτικές ομάδες ή οι διακινητές. Η βίαιη καταστολή εξυπηρετεί τον έλεγχο αυτού του πλεονάσματος και την πειθαρχική αναδιοργάνωση της περιφέρειας. Έτσι, η αντιπαράθεση αυτή αποτελεί δομικό στοιχείο της καθυστερημένης νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης σε εξαρτημένα πλαίσια όπως αυτό της Βραζιλίας. Η ιδεολογία του “πολέμου κατά των ναρκωτικών” λειτουργεί ως μηχανισμός φυλετικοποίησης των περιφερειών, νομιμοποιώντας τη σφαγή σωμάτων ως κρατική πολιτική. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο πόλεμος δεν “καταπολεμά το έγκλημα”, αλλά παράγει το έγκλημα ως εργαλείο πειθαρχίας. Αυτό που αποκαλείται “οργανωμένο έγκλημα” είναι ταυτόχρονα οικονομικός παράγοντας και εργαλείο διακυβέρνησης.

Μάλιστα, η αντιπαράθεση συγκεντρώνεται σε περιοχές όπως τα Alemão/Penha, επειδή εκεί η θεσμική αντίσταση είναι αδύναμη, η κρατική παρουσία εύθραυστη, η γραφειοκρατία περιορισμένη και η υποδομή ελλιπής. Η φατρία κυριαρχεί, ναι, αλλά ακριβώς επειδή το κράτος επέτρεψε την ύπαρξη κενού. Προτάσεις όπως οι Μονάδες Ειρηνευτικής Αστυνομίας (UPP) αποτέλεσαν απόπειρες ειρηνευτικής κατοχής, σε σχέση με τις μέγα – επιχειρήσεις, αλλά δεν τροποποίησαν βαθιά τους δομικούς μηχανισμούς, με την επιστροφή της βίας και της στρατιωτικοποιημένης καταστολής. Η αντιπαράθεση αυξάνεται ακριβώς όταν το κράτος αποφασίζει ότι δεν θα ανεχθεί πλέον την παράλληλη αυτονομία – ύπαρξη της φατρίας, όχι για να “απελευθερώσει” την περιοχή, αλλά για να αναλάβει ή να ενσωματώσει την κυριαρχία της και να την εντάξει στη συσσώρευση του εξαρτημένου καπιταλισμού.

Η φατρία είναι μέρος του μηχανισμού: διακίνηση ναρκωτικών, παραστρατιωτικές ομάδες, αγορά ακινήτων, παράνομες μεταφορές, όλα αυτά εντάσσουν τη φαβέλα σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο. Η επίθεση, επομένως, δεν στρέφεται καθαρά ενάντια στην “εγκληματικότητα”, αλλά σε έναν ανταγωνιστή που πρέπει να πειθαρχηθεί ώστε να συνεχίσει η λειτουργική τάξη. Ωστόσο, αυτή η καταστολή δεν συμβαίνει σε ένα κενό δραστηριοτήτων: συμβαίνει μέσω της νομιμοποίησης της εξαίρεσης. Η επιχείρηση επιβεβαιώνει ότι το κράτος λειτουργεί με νέα λογική: η εξαίρεση δεν αναστέλλεται, αλλά εσωτερικεύεται. Το δημοκρατικό δίκαιο και η πολιτική δικαιοδοσία μετατρέπονται σε εξαρτήματα.

Όπως αναλύει η κριτική θεωρία της νεκροπολιτικής, το κράτος ορίζει ποιος “μπορεί να ζήσει” και ποιος “πρέπει να πεθάνει”. Αυτό γίνεται ορατό στις φαβέλες, όπου νέοι μαύροι σκοτώνονται σε αστυνομικές επιχειρήσεις χωρίς σχεδόν κανένας να αναλαμβάνει την ευθύνη. Οι μηχανισμοί διασφάλισης δικαιωμάτων και θεσμικών εγγυήσεων επίσης δεν λειτουργούν πλήρως. Η ατιμωρησία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος: η υψηλή θνησιμότητα νομιμοποιείται λόγω της απουσίας πραγματικών συνεπειών. Είναι τόσο βέβαιο όσο ότι ανατέλλει ο ήλιος ότι οι υπεύθυνοι θα μείνουν ατιμώρητοι. Η επιχείρηση του 2025 το επιβεβαιώνει: φονική επιλεκτικότητα + ατιμωρησία = καθεστώς μόνιμου πολέμου.

Σε αυτό το σημείο γίνεται σαφές: ούτε η θεσμική Αριστερά ούτε η Δεξιά θα λύσουν το πρόβλημα, γιατί και οι δύο αποτελούν μέρος της λογικής της εγκληματικής βαρβαρότητας που προωθεί το Κράτος. Η Δεξιά αποτίει φόρο τιμής στον εξολοθρευτή, η Αριστερά ζητά «λιγότερη θανατηφόρα βία», «αστυνομική μεταρρύθμιση», «περισσότερα ανθρώπινα δικαιώματα», αλλά διατηρεί ακέραιη την ιδέα ότι το Κράτος ασφάλειας μπορεί να θεραπεύσει το κοινωνικό κακό. Αυτή η πεποίθηση είναι ψευδής.

Αυτό που έχουμε είναι το ίδιο το Κράτος ασφάλειας να ενεργεί ως διαχειριστής της βίας και της κοινωνικής πειθαρχίας. Η θεσμική Αριστερά επαναλαμβάνει την εμπιστοσύνη της στο Κράτος και στη φόρμουλα της αστυνομικής επιτήρησης, απλώς με διαφορετικό χρώμα. Η Δεξιά επαναλαμβάνει τα ίδια με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Σε κάθε περίπτωση, αναπαράγεται το ίδιο το ναρκοκράτος. Όταν εξετάζουμε τη διακυβέρνηση του Cláudio Castro στο Ρίο ντε Τζανέιρο, αντιλαμβανόμαστε ότι εκείνος δεν εγκαινιάζει το μοντέλο, αλλά το εμβαθύνει. Δεν είναι η αιτία, αλλά ο συνειδητός χειριστής της ωριμότητας του μοντέλου. Κυβερνά μέσω του πολέμου, καθιστά την «φονική επιχείρηση» ως το σήμα κατατεθέν του, καταμετρά τους νεκρούς ως τρόπαια εξουσίας. Και το πιο σημαντικό: θεσμοποιεί τη λογική της εξαίρεσης.

Τα μέσα ενημέρωσης ανακοινώνουν «τη μεγαλύτερη επιχείρηση των τελευταίων 15 ετών», οι εφημερίδες επαινούν τον μηχανισμό, οι αναλυτές μιλούν για «σόκ της τάξης».  Αλλά, η αλήθεια είναι ότι αυτή η επιχείρηση λέει πολύ λιγότερα για μια συγκεκριμένη κυβέρνηση και πολύ περισσότερα για την ώριμη λειτουργία του εξαρτημένου καπιταλιστικού καθεστώτος της Βραζιλίας — ενός καθεστώτος όπου η περιφέρεια αποτελεί ζώνη θυσίας, εξόρυξης και πειραματισμού στη διακυβέρνηση της εξαίρεσης. Η θανατηφόρα βία δεν είναι αποτυχία της δημοκρατίας· είναι κομμάτι του ίδιου του κατασταλτικού της ιστού.

Πέραν αυτού, αυτό το μοντέλο ελέγχου και εξαίρεσης είναι εγγενώς συνδεδεμένο με την καπιταλιστική συσσώρευση: κτηματομεσιτικός τομέας, μεταφορές, άτυπες υπηρεσίες, παράνομο δίκτυο φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού. Οι φατρίες και οι παραστρατιωτικές μαφίες λειτουργούν με τη σιωπηρή στήριξη ή την ανεκτικότητα του κράτους. Προσφέρουν δίκτυα κέρδους, ελέγχουν εδάφη, εγγυώνται “υπηρεσίες” και απορροφούν το πλεόνασμα. Όταν το κράτος επεμβαίνει με μια “επιχείρηση”, δεν το κάνει για να εξαλείψει αυτό το σύστημα, αλλά για να το αναδιοργανώσει υπό την κηδεμονία του ή υπό μια νέα ηγεμονία. Η Επιχείρηση Περιορισμός είναι η στιγμή όπου το κράτος διεκδικεί αυτό το έδαφος ως δικό του και διακηρύσσει τη λογική “ή το Κράτος ή ο εγκληματίας” — αλλά ο εγκληματίας ήδη αποτελεί μέρος του κράτους.

Αυτό που ανακοινώνεται, λοιπόν, είναι: “Αναλαμβάνουμε τον έλεγχο”. Και ο έλεγχος απαιτεί θέαμα, φονικότητα, επιτήρηση και φόβο. Για τους κατοίκους της φαβέλας, αυτός ο πόλεμος δεν σημαίνει ασφάλεια, αλλά τρόμο. Για το κεφάλαιο, σημαίνει ευκαιρίες: οι αξίες των ακινήτων στις “επικίνδυνες” πλαγιές πέφτουν, οι επενδυτές κερδοσκοπούν, το άτυπο σύστημα μεταφορών ελέγχεται, η βία δημιουργεί ζήτηση για ιδιωτική ασφάλεια, και ο κατασταλτικός μηχανισμός νομιμοποιεί κονδύλια, νέες προσλήψεις και μπίζνες αστικού πολέμου. Στο τέλος, η φαβέλα εκμεταλλεύεται διπλά: από τη φατρία/αγορά και από το νεκροπολιτικό κράτος. Η “θεραπεία” που υπόσχονται δεν έρχεται ποτέ, γιατί η επιλεγμένη οδός είναι του πολέμου, όχι της ένταξης.

Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι “λιγότερη φονικότητα” ή “καλύτερη αστυνομία”: είναι η υπέρβαση του καθεστώτος ασφάλειας ως μορφής κοινωνικής πολιτικής. Η λύση δεν βρίσκεται στο κράτος, αλλά ενάντια στο κράτος ασφάλειας. Το καθήκον της πολιτικής πρωτοπορίας δεν είναι να “μεταρρυθμίσει” την αστυνομία, αλλά να υπερβεί το καθεστώς συσσώρευσης και πειθαρχίας που δικαιολογεί τη φονικότητά της.

Ο εχθρός δεν είναι μόνο ο ναρκοέμπορος ή ο αστυνομικός, αλλά η ίδια η διάταξη που μετατρέπει τα σώματα — κυρίως τα μαύρα και περιθωριοποιημένα σώματα — σε έδαφος πολέμου, κέρδους και ατιμωρησίας.

Η Επιχείρηση Περιορισμός αποδεικνύει ότι η εποχή του ναρκοκράτους έχει πλέον ωριμάσει: δεν είναι ένα ρήγμα ούτε εξαίρεση, αλλά μορφή διακυβέρνησης. Είναι κρίσιμο να το αναγνωρίσουμε αυτό, ώστε να μπορέσουμε να σκεφτούμε μια έξοδο που θα σπάσει τη λογική της “περιοριστικής” διαχείρισης και θα αντικαταστήσει τον πόλεμο με μια ουσιαστική δημοκρατία, την επανόρθωση, τον δομικό μετασχηματισμό και τον πρωταγωνισμό της περιφερειακής εργατικής τάξης. Χωρίς αυτό, θα συνεχίσουμε να ζητάμε “λιγότερη φονικότητα” ενώ ο πόλεμος θα προελαύνει· και θα μετράμε τα πτώματα χωρίς ποτέ να ερευνούμε το σύστημα που τα παράγει.

Δεν υπάρχει τρόπος να καταπολεμηθεί αυτή η λογική μέσω «μεταρρυθμίσεων». Η θεσμική αριστερά, όταν ζητά «βελτίωση της αστυνομίας», «σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα» ή μια «νέα πολιτική ασφάλειας», δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να ενισχύει το ίδιο το οικοδόμημα της κυριαρχίας. Θέλουν να εξανθρωπίσουν τη βαρβαρότητα χωρίς να καταργήσουν την αιτία της. Η δεξιά, από την άλλη, κάνει τη βαρβαρότητα σημαία της· απαιτεί περισσότερα όπλα, περισσότερα τουφέκια, περισσότερο αίμα. Και οι δύο πλευρές είναι όψεις του ίδιου σχεδίου: της διατήρησης της καπιταλιστικής τάξης και της διαιώνισης της εξαθλίωσης. Η έξοδος δεν βρίσκεται ανάμεσα σε αυτές τις δύο επιλογές. Η έξοδος βρίσκεται στην ριζική απόρριψη αυτής της δομής, στην αυτόνομη οργάνωση των εργαζομένων και των περιφερειακών λαών, στη δημιουργία μιας πολιτικής απελευθέρωσης που δεν θα εξαρτάται από το κράτος, αλλά που θα το αντιμετωπίζει ως εχθρό. Η ιστορία θα αποκτήσει βαρύ τίμημα για αυτήν την κανονικοποίηση του τρόμου.

Όταν το κράτος αποκαλεί «πόλεμο» αυτό που είναι  σφαγή, «περιορισμό» αυτό που είναι εξόντωση, «σχεδιασμό» αυτό που είναι βαρβαρότητα, δεν μένουν πια αμφιβολίες για την κατεύθυνση που έχει πάρει. Το Ρίο ντε Τζανέιρο, υπό τον Κλάουδιο Κάστρο και τον Φελίπε Κούρι, έχει μετατραπεί στον πιο καθαρό καθρέφτη της αποσύνθεσης του βραζιλιάνικου αστικού κράτους: ένα καθεστώς ασφάλειας που δεν προστατεύει, μια δημοκρατία που δολοφονεί, ένας νόμος που δικαιολογεί την εξαίρεση. Κι όσο δεν σπάμε αυτόν τον φαύλο κύκλο, ολόκληρη η χώρα θα συνεχίσει να κυβερνάται από τον θάνατο.

Οι ένοπλες δυνάμεις, ενταγμένες σε αυτή τη διαδικασία, λειτουργούν ως φύλακες της ιδιοκτησίας και της “κοινωνικής σταθερότητας”, όχι ως υπερασπιστές του λαού. Ο ρόλος τους είναι να διασφαλίζουν ότι ο εσωτερικός πόλεμος θα παραμένει εγκλωβισμένος μέσα στα αόρατα σύνορα που χωρίζουν τον «νόμιμο κόσμο» από τον αναλώσιμο κόσμο. Αυτές ορίζουν πού επιτρέπεται να χυθεί αίμα και πού πρέπει να επικρατεί σιωπή. Αυτή η δομή έχει εξευγενιστεί με τον χρόνο. Από τις αποικιακές εκστρατείες μέχρι σήμερα, οι ένοπλες δυνάμεις του κράτους έχουν στραφεί όχι προς την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, αλλά προς την καταστολή των εσωτερικών εξεγέρσεων. Είναι ένας στρατός στραμμένος προς τα μέσα, αφιερωμένος στον έλεγχο του ίδιου του πληθυσμού. Η επιχείρηση του 2025 είναι απλώς η επικαιροποιημένη εκδοχή αυτής της ιστορικής λειτουργίας. Ο πραγματικός ρόλος των ενόπλων δυνάμεων σε αυτόν τον πόλεμο είναι, επομένως, πολιτικός. Δεν καταπολεμούν τα ναρκωτικά, ούτε υπερασπίζονται ζωές· εγγυώνται τη διατήρηση ενός καθεστώτος κυριαρχίας. Λειτουργούν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στις οικονομικές ελίτ, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Η παρουσία τους αποτελεί εγγύηση ότι η βία δεν θα ξεφύγει από τον έλεγχο, ότι η λαϊκή εξέγερση δεν θα βρει ρωγμή, ότι ο πόλεμος θα παραμένει ελεγχόμενος και παραγωγικός.

Η στρατιωτικοποίηση της καθημερινής ζωής είναι η προληπτική απάντηση στην εν δυνάμει απειλή της κοινωνικής ανυπακοής. Είναι ένας τρόπος ουδετεροποίησης κάθε δυνατότητας ρήξης. Ο τρόμος είναι μέθοδος. Είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε ότι η οικονομία του εμπορίου ναρκωτικών και η επίσημη οικονομία δεν είναι δύο ξεχωριστοί κόσμοι. Το χρήμα του εμπορίου κυκλοφορεί στις τράπεζες, χρηματοδοτεί προεκλογικές εκστρατείες, αγοράζει ακίνητα, συντηρεί εταιρείες-βιτρίνες. Το σύνορο ανάμεσα στο «νόμιμο» και το «παράνομο» είναι απλώς μια ιδεολογική σύμβαση. Αυτό που υπάρχει στην πράξη είναι μια λειτουργική διαίρεση της βίαιης εργασίας: το κράτος ρυθμίζει ποιος μπορεί να σκοτώνει, ποιος μπορεί να κερδίζει και ποιος πρέπει να πεθαίνει. Αυτή η νεκροπολιτική ρύθμιση είναι η καρδιά της πολιτικής ασφάλειας. Γι’ αυτό οι αστυνομικές επιχειρήσεις δεν φτάνουν ποτέ στους ανώτερους κύκλους του ναρκοεμπορίου: ο πόλεμος διεξάγεται ενάντια στον πιο αδύναμο κρίκο, ενάντια στην επισφαλή εργατική δύναμη, ενάντια στο σώμα που εξυπηρετεί ως ασπίδα της οικονομίας του θανάτου.

Η αναδιοργάνωση που προωθεί το Κράτος μέσω της Επιχείρησης Περιορισμού αποτελεί μια αναπροσαρμογή της τοπογραφίας της εξουσίας. Δεν πρόκειται για «αποκατάσταση της τάξης», αλλά για αναδιανομή του χάους. Με κάθε σφαγή, επανασχεδιάζονται οι γραμμές διοίκησης, αναδομούνται οι συμμαχίες και το ισοζύγιο ισχύος επανέρχεται σε νέα ισορροπία. Αυτό που παρουσιάζεται ως «νίκη» είναι, στην πραγματικότητα, η διατήρηση του ίδιου συστήματος πάνω σε νέες βάσεις. Η επιχείρηση λειτουργεί ως τελετουργία κάθαρσης: το κράτος επιδεικνύει τη δύναμή του, τα μέσα ενημέρωσης το δοξάζουν, η μεσαία τάξη νιώθει «προστατευμένη» και το κεφάλαιο ανασαίνει με ανακούφιση. Η βία επιτελεί τη συμβολική της λειτουργία: ανανεώνει την πίστη στην εξουσία, ενώ ταυτόχρονα αναδιατάσσει τις σχέσεις ισχύος στο εσωτερικό της κρατικής μηχανής. Ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» είναι μια απαραίτητη μυθοπλασία: τροφοδοτεί το μύθο της ηθικής αυθεντίας και την πίστη στην ουδετερότητα των θεσμών. Αυτό όμως που κρύβεται κάτω από αυτή τη ρητορική είναι ο παλιός μηχανισμός ταξικής κυριαρχίας: η επιλεκτική βία ως εργαλείο διακυβέρνησης. Η επιχείρηση δεν πολεμά το έγκλημα· πολεμά τη δυνατότητα χειραφέτησης. Με κάθε σώμα που πέφτει, με κάθε σπίτι που παραβιάζεται, το κράτος επαναβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την επιτήρησή του. Ο πόλεμος είναι ο τρόπος να αποτραπεί η συνειδητοποίηση ότι ο πραγματικός εχθρός είναι το ίδιο το σύστημα που εξοντώνει τον λαό στο όνομα της τάξης.

Η “περιοριστική” πολιτική, επομένως, είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια πολιτική «ασφάλειας» — είναι ταξική πολιτική. Ο στόχος της δεν είναι να προστατεύει, αλλά να διατηρήσει. Να διατηρήσει τα κέρδη, τον φόβο, τη σιωπή. Το Κράτος ανασυντάσσεται κάθε φορά που οι κοινωνικές αντιφάσεις απειλούν να ξεφύγουν από τον έλεγχό του· αναπροσαρμόζει τα γρανάζια του, μεταθέτει την κρίση από την οικονομία στον “εσωτερικό εχθρό” και προσφέρει στην κοινωνία το θέαμα του πολέμου ως κάθαρση. Κάθε επιχείρηση είναι μια παιδαγωγική της υποταγής: διδάσκει ότι η ειρήνη είναι προνόμιο, η ζωή παραχώρηση, και ο θάνατος, τιμωρία. Στο τέλος, αυτό που αποκαλύπτει η Επιχείρηση Περιορισμός είναι το γυμνό πρόσωπο της εξουσίας: το κράτος ως διαχειριστής του εγκλήματος, ο στρατός ως κηδεμόνας της τάξης, η αστυνομία ως μεσολαβητής μεταξύ του νόμιμου και του παράνομου. Και όσο η κοινωνία συνεχίζει να πιστεύει ότι το πρόβλημα είναι «το εμπόριο ναρκωτικών» και όχι το σύστημα που το παράγει και το ρυθμίζει, η βαρβαρότητα θα συνεχίζει να είναι η επίσημη γλώσσα της πολιτικής. Ο πραγματικός περιορισμός είναι εκείνος του λαού — περιορισμός λόγω φόβου, φτώχειας και θανάτου. Αυτή είναι η σιωπηλή νίκη του Κράτους επί της ζωής.

Ο πόλεμος στο εσωτερικό της Βραζιλίας δεν είναι έργο μιας κυβέρνησης, αλλά έργο του Κράτους. Η διάρκειά του επί δεκαετίες αποδεικνύει ότι η καταστολή αποτελεί λειτουργική αναγκαιότητα. Το κεφάλαιο χρειάζεται τάξη για να συνεχίσει να υπάρχει, και το κράτος — η πολιτική του μορφή — αναλαμβάνει να εγγυηθεί αυτή την τάξη μέσω της νομιμοποιημένης βίας. Οι κυβερνήσεις εναλλάσσονται, οι ρητορικές μεταβάλλονται, αλλά η δομή παραμένει ανέπαφη. Όταν γίνεται λόγος για «δυνάμεις ασφαλείας», μιλάμε για τη ραχοκοκαλιά της αστικής κυριαρχίας· το πραγματικό μόνιμο κόμμα του κράτους. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, σε κάθε της εκδοχή, δεν περιορίστηκε απλώς στην αναπαραγώγή αυτής της δομής — την επέκτεινε. Η πίστη ότι η «ενίσχυση των θεσμών της δημοκρατίας» θα οδηγούσε σε πιο ανθεκτική δημοκρατία, λειτούργησε ως δικαιολόγηση για τη διεύρυνση του κατασταλτικού μηχανισμού. Κατά τα χρόνια της «αναπτυξιακής ευφορίας», η στρατηγική ήταν σαφής: θωράκιση του κράτους απέναντι σε κάθε πιθανότητα κοινωνικής ρήξης. Όταν η Ντίλμα Ρουσέφ εγκαινίασε τη λεγόμενη «Πόλη της Αστυνομίας», δεν προωθούσε τον τεχνικό εκσυγχρονισμό ή την διοικητική αποτελεσματικότητα· εδραίωνε την κεντρικοποίηση του αστυνομικού και στρατιωτικού ελέγχου επί του αστικού χώρου. Αυτό το σύμπλεγμα ειδικών τμημάτων, εργαστηρίων και τακτικών δυνάμεων συμπύκνωνε το πολιτικό σχέδιο του βραζιλιάνικου κράτους μετά το 2003: εξευγενισμένη καταστολή με το προσωπείο της “διαχείρισης”.

Η κατασκευή της «Πόλης της Αστυνομίας» παρουσιάστηκε ως σύμβολο ορθολογισμού και αγώνα κατά της διαφθοράς εντός των σωμάτων ασφαλείας. Όμως αυτό που στην πραγματικότητα θεσμοθετήθηκε ήταν ένα μοντέλο ολοκλήρωσης ανάμεσα στην Διεύθυνση Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών, τη δικαστική εξουσία και τη στρατιωτική τεχνολογία — ένα ποιοτικό άλμα στην συντονισμένη δράση των κατασταλτικών δυνάμεων. Με το πρόσχημα της πάλης κατά του οργανωμένου εγκλήματος, το κράτος οργάνωσε τη δική του δομή μόνιμου πολέμου. Η θεσμική αριστερά το ονόμασε «ασφάλεια των πολιτών»· η δεξιά, «τάξη και πρόοδος». Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για τη συσπείρωση της επιτήρησης πάνω στα σώματα και τις φωνές που απειλούσαν τη σταθερότητα της συσσώρευσης. Το πολιτικό σχέδιο «εξομάλυνσης» των περιφερειακών εδαφών, οι UPP, και οι επενδύσεις σε αστυνομικές υποδομές ήταν όψεις του ίδιου νομίσματος. Η φερόμενη κοινωνική ένταξη των φαβέλων λειτούργησε ως εργαστήριο για τη στρατιωτική διαχείριση της φτώχειας.

Η δέσμευση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης προς τις Ένοπλες Δυνάμεις ποτέ δεν ήταν εναντιωματική· ήταν συμφιλιωτική και ανταποδοτική. Ο προϋπολογισμός άμυνας, καθ’ όλη τη διάρκεια δύο δεκαετιών, αυξήθηκε εκθετικά. Κανένα κυβερνών σώμα δεν τόλμησε να μειώσει την πολιτική επιρροή των στρατιωτικών· αντιθέτως, όλοι επιχείρησαν να τη μετατρέψουν σε δύναμη σταθεροποίησης. Οι Ένοπλες Δυνάμεις παρέμειναν ως κηδεμονική εξουσία της δημοκρατίας. Έλαβαν κονδύλια, αξιώματα, τιμές και κεντρικό ρόλο στη ηθική νομιμοποίηση του κράτους. Η παλιά ένστολη κάστα ενσωματώθηκε στη διοικητική μηχανή ως σύμβολο αποδοτικότητας και πατριωτισμού, κρύβοντας την πραγματική της λειτουργία: να διασφαλίζει ότι ο λαός θα παραμείνει στη θέση του. Η ενίσχυση των κατασταλτικών δομών, σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν αποτελεί αποτυχία των «λαϊκών» κυβερνήσεων, αλλά την εσωτερική τους αντίφαση.

Προσπαθώντας να κυβερνήσουν για όλους, διατήρησαν αλώβητες τις βάσεις της ταξικής κυριαρχίας. Η συμφιλίωση με τον στρατό και την αστυνομία ήταν το τίμημα για τη διατήρηση της θεσμικής σταθερότητας. Αλλά το κόστος ήταν βαρύ: η στρατιωτικοποίηση της ζωής. Η ρητορική της «οπλισμένης πολιτειότητας» και ο «πόλεμος κατά του εγκλήματος» αντικατέστησαν τον ορίζοντα της χειραφέτησης με την υπόσχεση της τάξης. Έτσι, το κράτος διεύρυνε τα μέσα ελέγχου του επάνω στις μάζες ενώ παρουσιαζόταν ως προστάτης τους. Η καταστολή έπαψε να είναι αποκλειστικό γνώρισμα της δεξιάς και μετατράπηκε σε πολιτική κράτους.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση λειτουργεί ως ηθικός εγγυητής και χρηματοδότης αυτής της δομής. Είναι εκείνη που εξασφαλίζει τη ροή πόρων, τα προγράμματα εκσυγχρονισμού, τις τεχνολογικές συμφωνίες και την πολιτική κάλυψη για τις εσωτερικές πολεμικές επιχειρήσεις. Ακόμη κι όταν επικρίνει τις σφαγές, το κάνει μέσα στα όρια της νομιμότητας που η ίδια συντηρεί. Οι προοδευτικές και οι συντηρητικές κυβερνήσεις διαφοροποιούνται στη ρητορική, αλλά συναντιούνται στην πράξη: καμία δεν έσπασε την ένοπλη συμφωνία. Ο στρατός συνεχίζει να ελέγχει τον Αμαζόνιο κάτω από τη λογική της εθνικής ασφάλειας, οι αστυνομίες παραμένουν στρατιωτικοποιημένες και τα αστικά εδάφη συνεχίζουν να επιτηρούνται από κάμερες, drones και κινητές βάσεις. Το δημοκρατικό κράτος δικαίου είναι, στην πράξη, η διαχείριση του Κράτους εξαίρεσης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κυβερνήτης του Ρίο ντε Τζανέιρο, Cláudio Castro, δεν είναι παρά η περιφερειακή προσωποποίηση αυτού του μηχανισμού. Δικηγόρος, μανιώδης καθολικός και οργανικός σύμμαχος της ακροδεξιάς, ο Castro αποτελεί την πιο καθαρή έκφραση της συναίνεσης μέσω της καταστολής. Κληρονόμησε τη θέση μετά την καθαίρεση του Witzel και επανεξελέγη με την υποστήριξη παραστρατιωτικών πολιτικών οργανώσεων, ιδιοκτητών εταιρειών ασφάλειας και του φονταμενταλιστικού κλήρου. Η διακυβέρνησή του στηρίζεται σε τρεις άξονες: ένοπλη καταστολή, θρησκευτικός ηθικισμός και συμμαχία με το κτηματομεσιτικό κεφάλαιο. Κυβερνά μέσω του πολέμου και διαμέσου της πίστης. Κάθε αστυνομική επιχείρηση είναι ένα κήρυγμα πάνω στην ανάγκη του θανάτου για να εξασφαλιστεί η ειρήνη.

Ο Κάστρο κυβερνά ως εκπρόσωπος του ναρκοκράτους. Διαχειρίζεται το σύμφωνο ανάμεσα στο επίσημο κράτος και τις παράνομες δυνάμεις που στην πραγματικότητα ελέγχουν την επικράτεια. Ο ρόλος του είναι να συντονίζει τη συνύπαρξη ανάμεσα στην αστυνομία, τη μαφία και τις φατρίες, εξισορροπώντας συμφέροντα και αναδιανέμοντας τα κέρδη. Όταν ένα από αυτά τα στοιχεία γίνεται δυσλειτουργικό, όταν η βία ξεφεύγει από τα επιτρεπόμενα όρια, όταν το εμπόριο ναρκωτικών αμφισβητεί την ιεραρχία ή όταν η κοινή γνώμη απαιτεί θέαμα, ο κυβερνήτης εγκρίνει τη σφαγή. Η Επιχείρηση Περιορισμός αποτελεί μέρος αυτού του μηχανισμού ρύθμισης. Με το πρόσχημα της καταπολέμησης της ναρκοτρομοκρατίας, το κράτος επανακαθορίζει τα σύνορα της κυριαρχίας του και αποκαθιστά την ιεραρχία του φόβου.

Η μορφή του Κλάουντιο Κάστρο αντιπροσωπεύει την τέλεια σύνθεση του αστικού κράτους στη φάση της ηθικής του αποσύνθεσης. Ένας άνθρωπος της πίστης που ευλογεί το όπλο, ένας διαχειριστής που μετατρέπει τη σφαγή σε στατιστική, ένας πολιτικός που κυβερνά με το ευαγγέλιο στο ένα χέρι και το διάταγμα θανάτου στο άλλο. Η ρητορική του περί «δίκαιου πολέμου» νομιμοποιεί τη γενοκτονία και δίνει στην αγριότητα την όψη της αρετής. Παρουσιάζεται ως υπερασπιστής της τάξης, αλλά η τάξη του είναι το διαχειριζόμενο χάος. Είναι η ίδια λογική που διαποτίζει ολόκληρο το σύστημα: η εξουσία δεν επιδιώκει να εξαλείψει τη βία, αλλά να την μονοπωλήσει.

Οι δυνάμεις του Κράτους, της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και της κεντρικής κυβέρνησης συνδέονται μέσω μιας διαίρεσης καθηκόντων. Η κεντρική κυβέρνηση παρέχει το νομικό πλαίσιο, τη χρηματοδότηση και τη ρητορική της «εκσυγχρονισμένης» διοίκησης. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εκτελεί, με ωμή βαρβαρότητα, την πολιτική του περιορισμού. Οι Ένοπλες Δυνάμεις εγγυώνται το ηθικό υπόβαθρο και το συμβολικό κύρος της εξουσίας. Αυτή η διαίρεση διατηρεί την ισορροπία ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις, καταστέλλοντας κάθε κίνηση ρήξης. Η βία κατανέμεται με ορθολογικό τρόπο: το κέντρο σχεδιάζει, η περιφέρεια πεθαίνει. Αυτή η δομή αποκαλύπτει τη βαθιά δέσμευση του κράτους απέναντι στις Ένοπλες Δυνάμεις.

Το σύμφωνο είναι απλό: σταθερότητα με αντάλλαγμα την αυτονομία. Ο στρατός διατηρεί την επιρροή του, τη δομή του, τα προνόμιά του και τον ρόλο του διαιτητή· σε αντάλλαγμα, εγγυάται ότι η δημοκρατία δεν θα διαρραγεί από ανεξέλεγκτες λαϊκές δυνάμεις. Αυτό το σύμφωνο, που υπογράφηκε κατά τη δημοκρατική μετάβαση και επιβεβαιώθηκε από όλες τις επόμενες κυβερνήσεις, είναι η ραχοκοκαλιά του καθεστώτος. Εξηγεί γιατί η στρατιωτικοποίηση της πολιτικής είναι τόσο βαθιά και γιατί οι σφαγές επαναλαμβάνονται με γραφειοκρατική κανονικότητα. Το κράτος έχει μάθει να κυβερνά μέσω της εξαίρεσης.

Μέσα σε αυτό το γρανάζι, ο λαός είναι το υλικό της θυσίας. Κάθε αστυνομική επιχείρηση είναι μια τελετουργία: γιορτάζει την ένωση του έθνους γύρω από τη βία και ανανεώνει την πίστη στις θεσμικές εξουσίες. Η εικόνα των στρατιωτών που περιπολούν στις φαβέλες, των ελικοπτέρων στον ουρανό και των τεθωρακισμένων στους δρόμους λειτουργεί ως θέαμα ισχύος. Ο φόβος μετατρέπεται στο ιδεολογικό συγκολλητικό της κοινωνίας. Ο εργάτης, ο κάτοικος, το μαύρο και φτωχό σώμα είναι το τίμημα της σταθερότητας. Το Κράτος, σκοτώνοντας, επιβεβαιώνει τη νομιμότητά του. Όσο η κοινωνία πιστεύει ότι η αλλαγή θα έρθει μέσα από αυτή τη δομή, ο πόλεμος θα παραμείνει η επίσημη πολιτική. Η δέσμευση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης προς τις Ένοπλες Δυνάμεις είναι η δέσμευση του κεφαλαίου προς τη δική του φρουρά. Ο ρόλος του κυβερνήτη είναι αυτός του τοπικού διαχειριστή της βίας, και ο ρόλος του λαού, επιβεβλημένος με τη βία, είναι εκείνος του θεατή και του θύματος.

Ο αληθινός αγώνας δεν διεξάγεται ανάμεσα στο κράτος και το εμπόριο ναρκωτικών, αλλά ανάμεσα στην κυριαρχία και την απελευθέρωση, ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Και σε αυτό το πεδίο, το Κράτος έχει επιλέξει πλευρά εδώ και πολύ καιρό.

Κείμενο: Arthur Moura

Μετάφραση: Ασκάσο Ιούλιος

___

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Δημοσιεύτηκε αρχικά στα πορτογαλικά στις 30 Οκτωβρίου 2025 ↩︎
  2. Βλέπε: https://medium.com/basemao/jacarezinho-e-o-narcoestado-por-arthur-moura-9e6f2b948272 ↩︎
  3. Τα κιλόμπο στη Βραζιλία ήταν αυτοοργανωμένες κοινότητες που ιδρύθηκαν από φυγάδες σκλάβες και σκλάβους, οι οποίοι, αντιστεκόμενοι στη δουλεία, εγκαθίσταντο σε απομακρυσμένα μέρη, δημιουργώντας κέντρα πολιτικής και πολιτισμικής αντίστασης, συχνά αυτάρκη. Οι ιστορικές τους εκφάνσεις υπήρξαν επίσημα έως την κατάργηση της δουλείας το 1888, αν και μέχρι και σήμερα υπάρχουν κοινότητες κιλόμπο, τόσο αστικές όσο και αγροτικές. [ΣτΜ]. ↩︎
  4. Τα senzalas ήταν ανθυγιεινές συλλογικές παράγκες, όπου στοιβάζονταν οι σκλάβοι και οι σκλάβες αφρικανικής καταγωγής στις φυτείες και τα κτήματα της αποικιακής Βραζιλίας και της Αυτοκρατορίας. [ΣτΜ] ↩︎
  5. Η Comando Vermelho – CV [Κόκκινη Διοίκηση] είναι μια εγκληματική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1979 ως ομάδα αυτοάμυνας απέναντι στις κακοποιήσεις στις φυλακές, στο εσωτερικό της φυλακής Ilha Grande, από τη σύγκλιση ποινικών και αριστερών πολιτικών κρατούμενων της Falange Vermelha [Κόκκινη Φάλαγγα]. Σήμερα ασχολείται με διακίνηση ναρκωτικών, εκβιασμούς, κλοπές, απαγωγές και συμβόλαια θανάτου. Πρόκειται για την ισχυρότερη εγκληματική φατρία στην πολιτεία του Ρίο ντε Τζανέιρο, ελέγχοντας εδαφικά πολλές φαβέλες, ενώ έχει εξαπλωθεί και σε άλλες πόλεις της Βραζιλίας, λειτουργώντας ως “εταιρικό δίκτυο” του οργανωμένου εγκλήματος. Υπολογίζεται ότι διαθέτει χιλιάδες οπλισμένους στρατιώτες, κυρίως έφηβους και νεαρούς με ρατσιστικά στιγματισμένο προφίλ, ομάδα πληθυσμιακά πλεονάζουσα και περιττή για το κεφάλαιο, οι οποίοι στρατολογούνται μαζικά λόγω της απουσίας προοπτικής για το μέλλον. [ΣτΜ] ↩︎
Previous Story

Sri Lankan Youth: Look What You’ve Started!- George Katsiafikas

Latest from Local movement

Μιλώντας, χωρίς ανάσα, στη Γάζα-

Ο μόνος τρόπος να κατανοήσουμε την φρίκη της γενοκτονίας είναι να ακούσουμε προσεχτικά τις ιστορίες αυτών που την βιώνουν καθημερινά

Η Εξέγερση της Φροντίδας- Τάσος Σαγρής

Μια αναρχική θεωρία για την φροντίδα. Το κείμενο αποτελεί φυσική εξέλιξη των πολυετών συζητήσεων της συλλογικότητας Κενό Δίκτυο σχετικά με την αλληλοβοήθεια, την κοινωνική
Go toTop