Κατερίνα Ζησάκη | ιστορίες απ το Ονειροσφαγείο | Εκδόσεις ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ
Πρώτη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Ζησάκη (γ. 1984 Πυργετός Λάρισας, ζει και εργάζεται στην Αθήνα) που είναι μέλος της συλλογικότητας ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ και της συντακτικής ομάδας του Μανδραγόρα. Ποίηση ζυγιασμένης οργής, ποίηση νεανικής ουσίας, μελετημένη σε κάθε (και από κάθε) λέξη/στίχο/συλλαβή. Ποίηση του δρόμου, του αστικού βομβαρδισμένου τοπίου, ίσως η σοβαρότερη και ειλικρινέστερη διάβαζε αυθεντικότερη εκδοχή/καταγραφή της απόγνωσης των νέων για όσα βασανιστικά τους φορτώνει η εποχή (και κυρίως οι εκφραστές της θεματοφύλακες του συστήματος και των συμφερόντων τους). ’λλωστε η άμεση αναφοράς στην ενδεκάτη θέση για τον Φόυερμπαχ «Οι φιλόσοφοι έχουν μέχρι τώρα ερμηνεύσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε» (βλ. το ποίημα σελίδα 23: αν είχαμε δυο τρεις ώρες στη διάθεσή μας/ θα μπορούσα να σου ζωγραφίσω/ όπως ζωγραφίζουν τα παιδιά για τις μανάδες τους/ χωρίς να ξέρουν τι είναι μάνα/ θα σου έφτιαχνα νερό με λεμόνι και δυόσμο/ και θα φιλούσα τον αφαλό σου καθώς θ ανέλυες/ την ενδεκάτη θέση για τον Φόυερμπαχ) μας αποκαλύπτει τις προθέσεις αλλά και τον εξοπλισμό της νεαρής ποιήτριας.
Ας μη θεωρηθεί επομένως ποίηση-καταγγελία, γιατί αν σκύψουμε στα γραπτά της Ζησάκη θα αντλήσουμε όλη την ουσία μιας γενιάς που στο τέλος είναι βέβαιο, θα κάνει το δικό της παιχνίδι: το δάχτυλό μου θα βουτήξω μες στα έμμηνα/ κι αντί για χείλη θα σου φτιάξω μια ρωγμή (το κόκκινο στόμα και το αύριο, σ. 10) Και αλλού: ευαισθησίες ζουλιγμένα φρούτα σε κοφίνια παλιά/ μια δουλειά ή παιδιά κι όχι πώς/ παιδιά να μείνουμε ακόμα/ μέσα στις κάπες τους οι πιο πολλοί/ κρύβουν αυτιά και μάτια/ όλοι έχουν να μοιράσουν κι από έναν πόνο/ ξέπνοοι κι ευγενείς / γράψαμε πάνω μας χίλιες φορές/ μουτζουρωμένοι (γράμμα στους φίλους, σ. 12)
Οι αναφορές της στον Ντοστογιέφσκι, τον Μαρξ, οι επιρροές της από τον Τάσο Λειβαδίτη, η μνεία της στη Λένα Πλάτωνος, το μνημόσυνο στον Μίλτο Σαχτούρη, οι αφιερώσεις της στον Κώστα Αξελό και τον Ευγένιο Αρανίτση, το ποίημά τηςόταν ξεχάσαμε το Γιάννη Ρίτσο (σ. 39), η αιματοβαμμένη προτροπή: «μη βάζεις μαύρα γίνεσαι στόχος » στη σελίδα 40: έσταζε η γλώσσα μου ματωμένη λάσπη/ ακόμα φρέσκια από Τζαβέλα και Μεσολογγίου, ένας ακόμα τόπος βίαιης ωρίμανσης, δείχνουν το πλαίσιο όπου η Κατερίνα Ζησάκη συναρμολογεί το υλικό της.
Ακόμα και στα ερωτικά της ποιήματα δίνει το έρμα αλλά και τον πόνο της επώδυνης συνειδητοποίησης: θα ετοίμαζα την πίπα μου/ ή θα κάπνιζα το κορμί σου/ τώρα απλώς χαϊδεύω τα μάτια να μην πονάνε/ ανακατεύω τα σπλάχνα/ με χιλιάδες παρομοιώσεις/ που αλλάζουν τη φρικαλέα εικόνα. Και στο σχεδόν ερωτικό (ή μικροαστικό πορνό): το ξέρω αγάπη μου/ σχεδιάζουμε ανταρσίες και βαριέσαι/ μα σκέψου πόσο όμορφο/ θα φαντάζει το κορμί σου μετά τον έρωτα/ σ έναν ελεύθερο κόσμο (σ. 15).
Ο κόσμος, η ιστορία, οι λέξεις, που μας λείπουν για να τις χαρίσουμε στη ζωή, αλλά και η σιωπή, ο φόβος, οι απουσίες, η πόλη το πρωί ένας σωρός σκοτωμένες πέτρες, τα ερωτήματα που υποκρύπτουν ελπίδα: θα ξαναρθούν και γελαστές και γελασμένες μέρες, είναι τα υλικά της ποίησης της Κατερίνας Ζησάκη. Προσέξτε τους τίτλους των ποιημάτων της: καραμέλες και γράμματα, Κ, ιστορίες με Ζάχαρη, ουρλιαχτά στην άκρη της νύχτας (ευθεία αναγωγή στον Ginsberg),αναμνήσεις απ τον πόλεμο, της απεργιακής κινητοποίησης, ποίημα για μια πενταετία κ.ά, σταθείτε στη δομή/μορφοποίηση του κάθε ποιήματος ξεχωριστά, αφουγκραστείτε τον ψίθυρο, νιώστε την ανάσα της και είναι βέβαιο πως αν δεν χαρείτε τουλάχιστον θα πονέσετε και θα συμμεριστείτε την αγωνία της αλλά και την ουσία των ιστοριών της απ’ το Ονειροσφαγείο.