Η 15η Μαΐου είναι για την Παλαιστίνη η Αλ Νάκμπα. Η καταστροφή. Η
απαρχή ενός ατελείωτου πολέμου που ουσιαστικά ξεκίνησε το 1948 και
συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τους Παλαιστινίους να ανθίσταται στο
σταδιακό εποικισμό, στην ισοπέδωση χωριών και στον εκτοπισμό εκατοντάδων
χιλιάδων κατοίκων από τις εστίες τους. Είχα σκοπό λοιπόν να ασχοληθώ
αυτό το μήνα με μια νέα πόλη και συγκεκριμένα με την Rawabi, αυτή την
άρτια πολεοδομικά σχεδιασμένη παλαιστινιακή πόλη. Τις τελευταίες
εβδομάδες όμως, τα γεγονότα στο κέντρο της Αθήνας και οι συζητήσεις που
προξένησαν σχετικά με την ανάπλαση του αλλά και η υπερβολική προβολή από
τα ΜΜΕ με ανάγκασαν να αναβάλλω την παρουσίαση της Rawabi.
Θα
ασχοληθώ λοιπόν με έναν άλλο ατελείωτο πόλεμο που έχει ξεκινήσει εδώ και
χρόνια και πεδίο έχει όχι μόνο την Ελλάδα (οι 300 απεργοί πείνας της
Νομικής, Αγ.Παντελεήμονας, ο καταυλισμός στην Πάτρα και στην
Ηγουμενίτσα, η εκδίωξη των Πακιστανών στη Θήβα) αλλά κυρίως την Ευρώπη
(οι 23.000 αφρικανοί της Λαμπεντούζα, οι Μαροκινοί της Β.Ιταλίας, οι
εκατοντάδες χιλιάδες «αόρατοι» των παρισινών προαστίων) και την Αμερική
(ο εξευγενισμός του Χάρλεμ, του Lower East Side, η Νέα Ορλεάνη μετά τις
καταστροφές, οι παραγκουπόλεις περιμετρικά του Ρίο και του Μπουένος
Άιρες). Έναν ομιχλώδη πόλεμο – έτσι παρουσιάζεται – όπου παράνομοι(;)
μετανάστες, παράνομο εμπόριο ναρκωτικών και ψιλικών, άθλιες συνθήκες
κατοίκησης, άστεγοι, κλοπές, συμπλοκές, επιδρομές ακροδεξιών και λοιπών
πατριωτών συνθέτουν ένα σκηνικό απέχθειας (όχι για την κατάσταση αλλά
για την εικόνα) για το μεσοαστό που βολεμένος από το σπίτι του – κάπου
στα προάστια – περιχαρακώνεται ακόμα περισσότερο πίσω από την ιδιότυπη
σιγουριά του συντηρητισμού και του ρατσισμού. Αυτή τη περιχαράκωση που η
εξουσία λατρεύει και καλλιεργεί συστηματικά μαζί με το φόβο[1]. Οι
τίτλοι των δημοσιευμάτων χαρακτηριστικοί: «Κοινωνία σε κρίση πανικού»,
«Φύλλα πορείας στους λαθρομετανάστες», «Έλληνες όμηροι στις γειτονιές
τους», «Όταν ο φόβος αντικαθιστά την ελπίδα», κλπ.
Ας δούμε όμως
τα πράγματα όσο πιο καθαρά μπορούμε. Εδώ και χρόνια διάφορες φωνές[2]
είχαν επισημάνει το πώς κατάλληλες επικοινωνιακές πολιτικές σε συνδυασμό
με σχηματοποιημένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες – όπως διακοπή
προγραμμάτων κοινωνικής κατοικίας ή περικοπές κοινωνικών παροχών –
διαμορφώνουν τη βάση πάνω στην οποία κατασκευάζονται εγκληματικές
ταυτότητες, δαιμονοποιούνται αστικές περιοχές, καθώς και κοινωνικές
ομάδες που χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνες ή μιαρές.
Ο
στιγματισμός αυτός διευκολύνει κοινωνικές και εθνοφυλετικές εκκαθαρίσεις
που καλύπτονται πίσω από φαινομενικά ακίνδυνες λέξεις όπως:
αναζωογόνηση, ανάπλαση ή εξευγενισμός[3] και ουσιαστικά στοχεύουν στη
μετατόπιση «οχλουσών» κοινωνικών ομάδων κυρίως από τα κεντρικά σημεία σε
άλλα πιο απόμερα, και συνήθως ακατάλληλα, όπως απόκρημνες πλαγιές,
όχθες ποταμών, περιμετρικά χωματερών, σε εγκαταλελειμμένα βαγόνια ή κάτω
από αυτοκινητόδρομους, επιτρέποντας στο πρόσωπο της πόλης να παραμείνει
«καθαρό» (είτε καθαρό από μουσουλμάνους, είτε καθαρό από έγχρωμους,
είτε καθαρό από ομοφυλόφιλους, είτε καθαρό από χαμηλόμισθους, είτε
καθαρό από αναρχικούς, είτε όλα τα παραπάνω μαζί). Τώρα, ο εκτοπισμός
αυτός εκλαμβάνεται από διαφόρους[4] ως παράπλευρη συνέπεια του
εξευγενισμού ενώ από άλλους, όπως ο Peter Marcuse, ως κυρίαρχος στόχος
αυτού[5]. Φυσικά εάν διαχωρίσουμε το σχεδιασμό από την πολιτική ή την
ταξικότητα καταλήγουμε να ασχολούμαστε με σχέδια αφήνοντας τους
ανθρώπους απέξω[6]. Ένας τέτοιος κυνισμός δεν είναι μόνο στα όρια του
ρατσισμού, δεν αποσείει μονάχα ευθύνες από τους αρμόδιους επιστήμονες,
αλλά υποκρύπτει τεχνηέντως οικονομικά συμφέροντα που περιστρέφονται γύρω
από εργολαβίες, προμήθειες και το real estate. Έτσι λοιπόν, όταν
-συνειδητά ή όχι- ο σχεδιασμός υποστασιοποιείται ως μέσο παραγνώρισης
των κοινωνικών σχέσεων που αναιρούν τους πιο ορθολογικούς στόχους του,
τότε, όπως έγραφε ο Murray Bοοkchin, προεκτείνεται η ανορθολογικότητα
της κοινωνίας μέσα στο σχέδιο το οποίο με τη σειρά του υπονομεύεται από
τις κοινωνικές σχέσεις των οποίων τα άσχημα αποτελέσματα έχουν σα στόχο
να μετριάσουν[7].
Το κερδοσκοπικό-κατασκευαστικό κεφάλαιο σε
τέτοιες περιπτώσεις λειτουργεί συνήθως σύμφωνα με την οικονομική
προσέγγιση του Smith αλλά και άλλων[8]. Η αποχώρηση μεσαίων στρωμάτων
από το κέντρο προς αναζήτηση καλύτερης ποιότητας κατοίκησης, αλλά και η
αποβιομηχάνιση ή το μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων υποβαθμίζει σταδιακά το
κτιριακό απόθεμα που σε βάθος χρόνου χάνει την αξία του. Τα ενοίκια
αναγκαστικά πέφτουν και αυτό προσελκύει χαμηλότερα στρώματα τα οποία με
τη σειρά τους αδυνατούν να επενδύσουν στη συντήρηση των κτιρίων πόσο
μάλλον να πάρουν δάνεια επί τούτου. Έτσι η κατάσταση επιδεινώνεται. Η
αυξανόμενη δυσκολία εκμετάλλευσης των ακινήτων προσελκύει
κτηματομεσιτικούς επενδυτές που τότε αγοράζουν σε εξαιρετικά συμφέρουσες
τιμές, η περιοχή εντάσσεται σε κάποιο πρόγραμμα εξευγενισμού-ανάπλασης
και κατόπιν τα ακίνητα πωλούνται ή μισθώνονται σε πολλαπλάσια τιμή
επιτρέποντας σε επιτήδειους να καρπώνονται την υπεραξία. Ένα διαμέρισμα
π.χ. 40τ.μ. στο Βερολίνο χωρίς θέρμανση που πριν είχε ενοίκιο 320 ευρώ,
μετά τον εξευγενισμό θεωρείται «loft» και το ενοίκιο ανέρχεται πια στα
600 ευρώ. Οι περιοχές του Soho, των Docklands ή του Ψυρρή και του
Γκαζιού είναι ενδεικτικά παραδείγματα αντιμετώπισης του χώρου
αποκλειστικά ως οικονομικού πόρου.
Οι παράγοντες που προκαλούν εξευγενισμό όπως αναδεικνύεται από την ευρύτατη βιβλιογραφία είναι κυρίως:
πριν κατοικούνταν από λιγότερο προνομιούχους, σε ζώνη κατοίκησης
μεσοαστών με νέες κοινωνικές μορφολογίες
2) ιλιγγιώδης αύξηση των
ενοικίων και των τιμών αγοραπωλησιών των διαμερισμάτων, χάρις σε μια
μαζική εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων επενδυμένων για κατοικία και για
εκμετάλλευση της υπεραξίας.
3) εκτενή κτιριακή αποκατάσταση, αλλαγές
χρήσεων με την άφιξη νέων εμπορικών δραστηριοτήτων και αναδόμηση των
υποδοχέων που πριν δεν ήταν αναγκαία χρησιμοποιημένοι ως κατοικίες και
προσαρμοσμένοι σε σύμβολα μόδας και κοινωνικής ανέλιξης[9].
4) ζήτηση
που δημιουργείται από πληθυσμιακές ομάδες όπως νέοι καλλιτέχνες και
ελεύθεροι επαγγελματίες με υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο καθώς και η
οικονομία του τριτογενούς τομέα αλλάζοντας την όψη και τον χαρακτήρα
συνοικιών[10].
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο εδώ, θα τονίσω όμως ότι η
ανάπλαση-εξευγενισμός είναι μια διαδικασία με διαστάσεις τεχνικές,
οικονομικές, και κυρίως κοινωνικές που, όπως πρώτη η Ryth Glass τόνισε,
από τη στιγμή που ξεκινήσει αλλάζει ταχύτατα το χαρακτήρα όλης της
περιοχής[11]. Κάτι που είναι εξαιρετικά κρίσιμο και σοβαρό. Παρόλαυτά
παρατηρώ ότι στην Ελλάδα πολλοί συνάδελφοι αλλά και λοιποί ειδικοί σε
θέματα πόλης προσεγγίζουν το ζήτημα της «υποβάθμισης» του κέντρου
εστιάζοντας σε ζητήματα τεχνικά και άρα επιφανειακά όπως: υπερδόμηση,
έλλειψη επαρκών ελεύθερων χώρων, κακή συντήρηση και παλαιότητα του
κτιριακού αποθέματος. Η λύση όμως δεν βρίσκεται στην ανάδειξη του
αρχιτεκτονικού πλούτου της εκάστοτε περιοχής[12] ούτε σε λανθασμένα
μέτρα τύπου πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου[13]. Όπως δεν βρίσκεται και
σε ανώδυνες δράσεις αστικού καλλωπισμού τύπου ελεγχόμενων graffiti,
ενεργειακών κτιρίων και ποδηλατοδρόμων. Ο Θανάσης Καρτερός το έθεσε
υποδειγματικά: «Γιατί όλα περιστρέφονται γύρω από τους δρόμους μας που
έχουν αποκλειστεί από ρακένδυτους και όχι γύρω από τους ρακένδυτους που
έχουν αποκλειστεί στους δρόμους μας; Ποια λογική, ποιος ανθρωπισμός,
ποια ηθική, ποια ελληνοπρεπής πολιτική επιβάλλει να προβληματιζόμαστε
για το πώς θα καθαρίσουμε τα κτήρια, τα πάρκα και τις πλατείες και θα
ξανακάνουμε το κέντρο της Αθήνας βιώσιμο και όχι το πώς θα καθαρίσουμε
ένα κάποιο αύριο για τους απελπισμένους, και πώς θα κάνουμε το βίο τους
βιώσιμο- εδώ ή αλλού;» [14] Η λύση βρίσκεται στη διεύρυνση της
νομιμοποίησης των μεταναστών, στην παροχή χαρτιών σε όλους και στην
εξέλιξη ενός προγράμματος κοινωνικής αποκατάστασης. Ο σχεδιασμός μονάχα
επικουρικά μπορεί να συμβάλλει σε όλα αυτά.
Δεν θα κάνω εδώ
κριτική στο «Σχέδιο Δράσης για το Κέντρο της Αθήνας» που προσφάτως
εξήγγειλε η κυβέρνηση[15], απλά θα σας παραπέμψω στα άρθρα των αξιόλογων
καθηγητριών Ντ.Βαΐου και Ε.Πορτάλιου[16] που καταδεικνύουν το πώς η
εξουσία επιλέγει συγκεκριμένη ταυτότητα και χαρακτήρα για το κέντρο της
Αθήνας στοχεύοντας στην αναθέρμανση της αγοράς των ακινήτων με όπλο τη
γενικευμένη επιτήρηση και καταστολή. Οι αιτιάσεις περί ανομίας και
ανασφάλειας θυμίζουν τα λόγια του δημάρχου της Νέας Υόρκης Rudy Giuliani
που το 1998 υλοποίησε την «εκδικητική πόλη» εφαρμόζοντας το δόγμα της
μηδενικής ανοχής ή πιο πριν, τα προγράμματα “Safer Cities” της Θάτσερ. Η
αστυνόμευση και οι προσαγωγές μπορεί να «εκδικηθούν» τους μετανάστες
εκτοπίζοντας τους το μόνο όμως που θα επιτύχουν θα είναι να μεταθέσουν
το πρόβλημα σε μια άλλη περιοχή. Βέβαια ο πρωταρχικός στόχος της
εξουσίας θα έχει επιτευχθεί: Το πρόσωπο της πόλης, κυρίως για τους
τουρίστες εσωτερικού και εξωτερικού, θα είναι καθαρό και πρόσφορο για
ακόμα μεγαλύτερη κατανάλωση.
Θα επιτευχθεί έτσι μια επιφανειακή ευκοσμία
πίσω από την οποία θα συσσωρεύονται άνεργοι πτυχιούχοι, μετανάστες
χωρίς χαρτιά, απολυμένοι εργάτες, επισφαλείς των 500 ευρώ, οι εν δυνάμει
αυριανοί εξεγερμένοι.
Υποσημειώσεις
[1] Το τραγικό, πέραν της στήριξης που η εξουσία
απολαμβάνει από τα καθεστωτικά ΜΜΕ, είναι ότι βρίσκει υποστηρικτές και
στο χώρο της διανόησης όπως οι Pierre-Andre Taguieff και Alain
Finkielkraut. Βλ.:E.Fassin, (2006), De la question sociale a la question
racial, La Decouverte.
[2] Σταχυολογώ ενδεικτικά: S.Laska, D.Spain,
(1980), Back to the City: Issues in Neighborhood Renovation, Pergamon
Press, Michael H.Schill, Richard P.Nathan, (1983), Revitalizing
America’s Cities:Neighborhood Reinvestment and Displacement,
Albany:State University of New York Press, J.Palen, B.London, (1984),
Gentrification, Displacement and Neighbourhood Revitalization,
Albany:State University of New York Press, N.Smith, P.Williams, (1986),
Gentrification of the City, Boston:Allen&Unwin, J.Wolch, M.Dear,
(1993), Malign Neglect: Homelessness in an American City, San
Francisco:Jossey-Bass, R.Solnit, S.Schwartzenberg, (2000), Hollow City,
Verso.
[3] Τα τελευταία χρόνια προσπαθούν διάφοροι να απαλείψουν την
λέξη εξευγενισμό αντικαθιστώντας την με την επαναστικοποίηση S.Buzar,
R.Hall, P.Ogden, “Beyond gentrification: the demographic reurbanisation
of Bologna”, στο: Environment and Planning A 39.1, 2007, σσ.64-85,
M.Boddy, “Designer neighbourhoods: new-build residential development in
non-metropolitan UK cities – the case of Bristol”, Environment and
Planning A 39.1, 2007, σσ.86-105.
[4] L.J.Freeman, (2006), There goes
the ‘hood:views of gentrification from the ground up, Temple University
Press, Philadelphia, D.M.Smith, (1994), Geography and social justice,
Blackwell, Oxford, Gaufield, (1994), City form and everyday life:
Toronto’s gentrification and vritical social Practice, Toronto
University Press.
[5] P.Marcuse, “Gentrification, Abandonment, and
Displacement: Connections, Causes, and Policy Responses in New York
City,” Journal of Urban and Contemporary Law, Vol.28, St.Louis,
Washington University, 1985, σσ.195 240.
[6] Δεν είναι τυχαίο ότι
διάφοροι συνάδελφοι υποστηρίζουν ότι π.χ. η χωροθέτηση κέντρων ΟΚΑΝΑ , ή
κέντρων αστέγων στην ίδια περιοχή συμβάλλει στο να δημιουργηθούν
προβλήματα! στιγματίζοντας έτσι αυτούς τους χώρους εκ των προτέρων.
[7] M.Bookchin, (1979), Τα όρια της πόλης. Η διαλεκτική της ιστορικής ανάπτυξης των πόλεων, Ελεύθερος Τύπος, σ.93
[8]
N.Smith, (1996), The New Urban Frontier. Gentrification and the
Revanchist City, London-New York, Routledge, A.Annunziata, “Oltre la
gentrification”, στο: A.Lanzani, S.Moroni (2007), Città e azione
pubblica, Carocci Editore, Roma, σσ.79-84
[9] S.Zukin, “Postmodern
urban landscapes: mapping culture and power” στο:J.Friedman, S.Lash,
(1992), Modernity & Identity, Oxford, Blackwell.
[10] G.Bridge,
“Bourdieu, rational action and the time-space strategy of
gentrification”, στο: Transactions of the Institute of British
Geographers, n.26, June 2001, σσ.205-215, D.Ley, “Alternative
explanations for inner-city gentrification: a Canadian assessment”, στο:
Annals of the Association of American Geographers 1986, v. 76,
σσ.521-535, D.Ley, (1996), The New Middle Class and the Remaking of the
Central City, Oxford University Press.
[11] R.Glass, (1964), London: Aspects of Change, London: Centre for Urban Studies and MacGibbon and Kee, σ.18.
[12]
Η πρωτοβουλία λ.χ. της αρχιτεκτονικής ομάδας της κίνησης κατοίκων του
6ου διαμερίσματος με την καταγραφή κενών κτιρίων, στατιστικών, κλπ.
καθώς και οι επαφές τους με άλλες πρωτοβουλίες μπορεί να είναι αξιόλογη
καθώς δημιουργεί μια βάση με πολύτιμα στοιχεία για την επανοικειοποίση
της πόλης, από μόνη της όμως δεν επιλύει το κοινωνικό πρόβλημα των
μεταναστών.
[13] Κ.Χατζημιχάλης, «Η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου
και άλλες πολεοδομικές φαντασιώσεις γι ατο κέντρο της πόλης», Εφημ.Η
Αυγή, 15/5/2011, σ.27.
[14] Θ.Καρτερός, «Με τα μάτια του Καντίρ», Εφημ.Η Αυγή, 22/5/2011, σ.9.
[15] http://government.gov.gr
[16]
Ντ.Βαΐου, «Άρρητες αρρώστιες, ακατάλληλα φάρμακα», ένθετο Εντός Εποχής,
22/5/2011, σ.2 και Ε.Πορτάλιου, «Η Αριστερά έχει δική της αφετηρία και
θέσεις», Εντός Εποχής, 22/5/2011, σ.4
Φωτογραφίες: 1. Barrio General Belgrano, Buenos Aires. Manu Brabo,
2.Προσφυγικός καταυλισμός Πάτρας, 3. Lower East Side, αυτοσχέδιο
κατάλυμα.