Τρία ποιήματα για τα κορίτσια- Κωνσταντίνα Θεοδωρίδου

June 22, 2022

Παραμύθια

Έφτασα τριάντα χρονώ
για να κάθομαι να ζητάω από τη μάνα μου
να μου λέει τα παραμύθια του χωριού.

Πες μου για την αγαπημένη μου, τη λέω,
αυτή που αγέρωχη ήρθε απ’ άλλο μέρος
ταϊσμένη μ’ έρωτα και ψέμα,
πώς ήταν τα φουστάνια της και το περπάτημά της
πώς φτάναν για να μην είναι σαν κι αυτή καμία άλλη
σα περνούσε Κυριακή αλά μπρατσέτα;

Ποια ήταν αυτή, το ξες ποια ήταν,
πιο ικανή και γρήγορη απ’ όλες στη ποπρέλκα,[1]
με το μυαλό πιο κοφτερό
το γέλιο πιο βροντερό
τα χείλη πιο σφιγμένα
γιατί πάλι στη σκάλα σκόνταψε;

Πες μου πάλι, μαμά
για εκείνο το κορίτσι που με βία το πήραν πρετεράγκα[2]
που από τη πέτρα είχε γαντζωθεί και τη σέρνανε
κι ας ήταν έτοιμη με τη θέλησή της να πάει
σε κάποιους φάνηκε αστείο να τη κλέψουν.

Πες μου και για αυτή
που χωρίς σαλονάκι δε παντρευόταν
κι ανάθεμα πότε πρόλαβε να κάτσει
που έτρωγαν τις μέρες της βιοτεχνία και χωράφι.

Πες μου πάλι, ρε μάνα,
για όλα εκείνα τα κορίτσια στο χωριό
πόσο τα ξεγέλασαν
οι άντρες
οι γονείς
οι προξενήτρες
πόσο οικονομία κάνανε
για να θρέψουν τα παιδιά τους
με δουλειά
και με μούγκα.


[1] ποπρέλκα: όταν κάθονταν για ξενύχτι στο σπίτι οι γυναίκες σε παρέες για να κάνουν δουλειές (π.χ. παστάλιασμα καπνού ή κέντημα) και να κουβεντιάσουν

[2] πρετεράγκα: η κοπέλα που την κλέβανε από το σπίτι της για γάμο, είτε με τη συναίνεσή της, είτε όχι

Ελένη

Ας αναλογιστούμε και τη σοβαρή πιθανότητα
η Ελένη Τ.
να μην ήθελε να τη θυμούνται για το πώς πέθανε
αλλά για το πώς ζούσε.

Μπορεί η μάνα της να τη φώναζε Λενιώ
ή Ελενίτσα.
Μπορει να είχε ωραία φωνή
και να κέρδιζε διαγωνισμούς καραόκε.
Μπορεί να σιχαινόταν να μιλά για τον καιρό
ή να απολάμβανε τον καφέ της στη βροχή.
Μπορεί να ήταν πολύ καλή στα γαλλικά
και να μην έπαιξε ποτέ της πιάνο.
Τόσα πολλά δεν ξέρουμε για αυτήν
τι έκανε, τι ήθελε, ποια ήταν
τι όνειρα έβλεπε το βράδυ, τι εφιάλτες το πρωί.

Αυτό που ξέρουμε καλά
πως δύο υπάνθρωποι
τη βίασαν, τη χτύπησαν, την πνίξαν.
Κι αν αυτοί της κλέψαν τη ζωή
πιο άδικο είναι για μας
να μείνει για πάντα αυτή κλεμμένη.

Η Ελένη έχει όνομα
δεν είναι η όποια Ελένη
-θέλω να πω
δεν είναι μόνο μία απ’ τις νεκρές μας
σε μια λίστα που δεν έχει τελειωμό-
η Ελένη είναι πάντα η Ελένη
κι ακόμα γελάει στις κορνίζες στα σπίτια των φίλων της
κι ακόμα χτενίζει τα μαλλιά της στο παιδικό της δωμάτιο.

Την Ελένη την σκότωσαν
μα είχε μια ζωή που έζησε
άλλη πολλή να ζήσει
και μιαν ακόμα που πορεύεται
με ένα μεγάλο αν και πώς
κι ένα τεράστιο “πού είσαι;”

Σφαγή

Τους είδα.
Θα σας πουν μετά πως ήταν Γερμανοί.
Ψευτιές.
Εγώ τους είδα.
Με τα ίδια τ’αυτιά μου τους άκουσα.
Μια χαρά Ελληναράδες ήταν αναμετάξυ των.
Από αυτούς με τα καθαρά τα σπίτια
τ’ ασπρισμένα
και τις γυναίκες τις μαύρες απ’το ξύλο.

Τους είδα να καίνε του Νταμπούδη το σπίτι
γιομάτο γυναικόπαιδα
μετά να σέρνουν ό,τι απέμεινε
στου Γκουραμάνη το φούρνο
και να τους ρίχνουνε ριπάς με μανία υστερική
προτού τους βάλουνε κι αυτούς φωτιά.

Εμάς μας πήγανε στο δάσος.
Εμένα σε δέντρο μ’ έδεσαν.
Το κορίτσι μου το αρπάξαν.
Ένας-ένας τη βεβήλωσαν.
Κι ας ούρλιαζε να την απαρατήξουν
αυτοί γελούσαν κι άρπαζαν
και τραβούσαν και βαρούσαν
και το παιδί μου φώναζε.
Πού να καταλάβουν τα κτήνη από λέξεις
πού να ξέρουν τα θεριά απ’ ανθρωπιά.
Άματις ετέλειωσαν μαζί της
τη σφάξανε σαν άρρωστο σκυλί
ίσα να μη σκούζει.

Έπειτα η σειρά μου ήρθε
μα όταν πια έφτασε το μαχαίρι
στον δικό μου το λαιμό
αίμα δεν ήταν άλλο
να στάξει στη γης.

______

Κωνσταντίνα Θεοδωρίδου


Previous Story

The State, Nationalism and the War in Ukraine

Next Story

Δραπετεύοντας από το Κάστρο με τα Βαμπίρ – Mark Fisher


Latest from Poetry

Go toTop