Καθώς φυσικές περιοχές στην Ελλάδα συνεχίζουν να καταστρέφονται από τη κυβέρνηση και τους επενδυτές, δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Peter Gelderloos, The Solutions are Already Here: Tactics for Ecological Revolution from Below (Οι Λύσεις είναι Ήδη Εδώ: Τακτικές για Οικολογική Επανάσταση από τα Κάτω), που εκδόθηκε πρόσφατα από τον αμερικανικό εκδοτικό οίκο Pluto Press . Όπως δείχνει ο Gelderloos, ενώ η κυβερνητική πολιτική και οι λύσεις της αγοράς για την οικολογική κρίση παρουσιάζουν ένα «ιστορικό απόλυτης αποτυχίας», το παγκόσμιο ρεύμα κινημάτων αντίστασης κατά την τελευταία δεκαετία, όπως για την υπεράσπιση του δάσους της Ατλάντα ενάντια στην κατασκευή μιας νέας εγκατάστασης εκπαίδευσης της αστυνομίας, έχει ήδη αναπτύξει νέες μεθόδους αντίδρασης στις αλληλεπικαλυπτόμενες οικολογικές και πολιτικές κρίσεις που μας κατακλύζουν και έχει επιτύχει «εκπληκτικές νίκες και συγκεκριμένα, πραγματικά οφέλη σε όλο τον κόσμο». Στο ακόλουθο απόσπασμα, ο Gelderloos περιγράφει μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά που έχουν κάνει αυτή την επαναστατική απάντηση στην κυβερνητική οικοκτονία επιτυχημένη. Ταυτόχρονα, το νέο του βιβλίο υπογραμμίζει τις σοβαρές προκλήσεις και τα εμπόδια που πρέπει να αντιμετωπιστούν και να ξεπεραστούν για την υπεράσπιση ενός αυτόνομου μέλλοντος από τον έλεγχο της αστυνομικής και παραστρατιωτικής βίας, των μέσων ενημέρωσης και των ΜΚΟ, που είτε κανονικοποιούν την καταστολή των αποκεντρωμένων οικολογικών κινημάτων είτε κάνουν τα στραβά μάτια στην καταστροφή που προκαλεί ο τρόπος ζωής του ύστερου καπιταλιστικού κόσμου.
Πηγή κειμένου στα Αγγλικά: https://illwill.com/ecosystems-of-revolt
Μετάφραση: Νίκος Γκατζίκης / Επιμέλεια: Τάσος Σαγρής (Κενό Δίκτυο)
Καθώς τελειώνω αυτό το χειρόγραφο έχουμε τη δέκατη επέτειο μιας μεγάλης νίκης στο CheránK’eri. Στις 15 Απριλίου 2011, οι κάτοικοι αυτής της μικρής πόλης στη μεξικανική πολιτεία Michoacán ξεσηκώθηκαν για να υπερασπιστούν τα δάση τους, το νερό και τις ζωές τους. Το CheránK’eri, με πληθυσμό 14.000 ατόμων, είναι μία από τις κύριες πόλεις στην επικράτεια του έθνους των P’urépecha. Χάρη στα τελευταία εκατό και πλέον χρόνια αγώνων από αυτόχθονες πληθυσμούς από την Μπάχα Καλιφόρνια έως την Τσιάπας, μεγάλες εκτάσεις εδάφους σε όλο το Μεξικό αναγνωρίζονται επίσημα ως κοινοτικές εκτάσεις, συμπεριλαμβανομένων 150.000 στρεμμάτων γύρω από το CheránK’eri. Ωστόσο, στον καπιταλισμό τίποτα δεν είναι ασφαλές και μεγάλο μέρος της κοινοτικής γης λεηλατήθηκε από τα καρτέλ ναρκωτικών, που είναι σε μεγάλο βαθμό ενσωματωμένα στο κράτος και τα οποία έχουν εισχωρήσει πλέον και σε άλλες βιομηχανίες, όπως για παράδειγμα στην ξυλεία.
Αρκετοί άνθρωποι στην πόλη είχαν μιλήσει ενάντια στην ανεξέλεγκτη υλοτομία, και οι περισσότεροι κατέληξαν νεκροί. Καθώς οι δολοφονίες συνεχίζονταν ατιμώρητες, και καθώς η υλοτομία πλησίαζε στην πηγή του νερού της πόλης, οι γυναίκες ξεσηκώθηκαν και πήραν ομήρους αρκετούς υλοτόμους και οδηγούς φορτηγών. Υπήρξαν αρκετές ημέρες έντονων μαχών εναντίον των μισθοφόρων του καρτέλ και της τοπικής αστυνομίας, αλλά οι άνθρωποι του CheránK’eri έστησαν οδοφράγματα, έβαλαν φωτιά σε φορτηγά και αντιστάθηκαν με πέτρες, βόμβες μολότοφ και ό,τι είδους πυροβόλα όπλα μπορούσαν να πάρουν στα χέρια τους. Στις 17 Απριλίου, δημιούργησαν μια «λαϊκή συνέλευση» που θα ήταν το πρώτο βήμα προς την αυτοδιοίκησή τους. Από τη συνέλευση προέκυψε μια επιτροπή διαλόγου αποτελούμενη από εκ περιτροπής εκπροσώπους από κάθε γειτονιά. Αυτή η δομή εξυπηρετούσε τις ισότιμες φιλοδοξίες των ανθρώπων της πόλης και ήταν επίσης πολύ πιο αποτελεσματική από το να υπάρχουν ηγέτες που θα μπορούσαν να χρηματιστούν, να απαχθούν ή να δολοφονηθούν. [1]
Γύρω από τα οδοφράγματα και τα parhankua, τις κοινοτικές φωτιές μαγειρέματος, αναζωπυρώθηκε μια αίσθηση κοινότητας ξεπερνώντας τις διαιρέσεις, τους ανταγωνισμούς και τις ελλείψεις που εμφυτεύτηκαν μέσα από εκατοντάδες χρόνια αποικιοκρατίας. Οι παραδόσεις και η γλώσσα P’urépecha αναζωογονήθηκαν και έγιναν ακρογωνιαίος λίθος της πρακτικής της αυτονομίας τους. Μια τέτοια παράδοση ήταν η kuájpekurhikua, μια λέξη που μεταφράζεται ως «φροντίδα της επικράτειας» και αναφέρεται αδιακρίτως στην κοινωνική και οικολογική επικράτεια και επομένως περιλαμβάνει τα πάντα, από την εκπαίδευση και τη βελτίωση της κατάστασης των γυναικών στην κοινότητα, την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ γειτόνων, έως τις τεράστιες προσπάθειες αναδάσωσης. Μέχρι το 2015, το φυτώριο που δημιούργησαν για την καλλιέργεια δέντρων – ξεκινώντας με σπόρους που είχαν συγκεντρώσει στο δάσος μόλις τέσσερα χρόνια νωρίτερα – ξεπέρασε τον αριθμό του ενός εκατομμυρίου δέντρων και θάμνων που βλάστησαν ετησίως, με ποσοστό επιβίωσης 80%, δημιουργώντας το μεγαλύτερο θερμοκήπιο στην πολιτεία και πιθανώς σε όλο το Μεξικό. Ο λαός του CheránK’eri ανέπτυξε επίσης ένα κοινοτικό σύστημα δικαιοσύνης που επικεντρώνεται στη διαμεσολάβηση και όχι στην τιμωρία. Κερδίζοντας την αυτονομία τους από το κράτος και τις δυνάμεις του εξορυκτικού καπιταλισμού, έχουν αποκτήσει την ικανότητα να αρχίζουν να ανατρέπουν την αποικιοκρατία σε όλες τις διαστάσεις της. [2]
Μπορούμε να βρούμε παραδείγματα αναδάσωσης σε όλο τον κόσμο. Η διάκριση μεταξύ ενός πραγματικού δάσους και μιας φυτείας δέντρων που φαίνεται καλή στα χαρτιά, αλλά στην πραγματικότητα καταστρέφει την τοπική επικράτεια, είναι ποιοτική. Ο βασικός παράγοντας για να καθοριστεί εάν μια προσπάθεια αναδάσωσης ανήκει στην πρώτη κατηγορία ή στη δεύτερη είναι εάν βρίσκεται υπό τοπικό έλεγχο και έχει σχεδιαστεί με βάση την τοπική γνώση, σε αντίθεση με τον έλεγχο του κράτους. […]
Από Τις Πόλεις Στους Βιότοπους
Το χάσμα πόλης-υπαίθρου είναι μια κεντρική δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της οικολογικής κρίσης. Υπάρχει ένα διαφοροποιημένο καθεστώς άντλησης, συσσώρευσης και επιβολής του κοινωνικού ελέγχου μεταξύ αγροτικού και αστικού χώρου. Ακριβώς όπως οι αγροτικοί αγώνες ανακαλύπτουν εκ νέου τις δυνατότητές τους για αποκλεισμούς και σαμποτάζ, οι αγώνες της πόλης μαθαίνουν να μην περιορίζονται στη διαμαρτυρία και την καταστροφή ανακαλύπτοντας ότι μπορούν επίσης να έχουν μεταμορφωτικές ικανότητες. Προκειμένου να ανακτηθούν οι πόλεις ως βιότοποι, οι οικολογικοί αγώνες στις πόλεις αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Ως πρώτο βήμα, αυτό σημαίνει να εμποδίζουμε τις πόλεις από το να μας σκοτώνουν. Για τους φτωχούς ανθρώπους, η αστική ζωή είναι συχνά μια θανατική καταδίκη, ακόμη και αν στον καπιταλισμό οι ιατρικές υποδομές συγκεντρώνονται στις πόλεις.
Στη δεκαετία του 1970, αξιωματούχοι της Νέας Υόρκης και επιχειρηματικά συμφέροντα άρχισαν να σχεδιάζουν την κατασκευή ενός αποτεφρωτήρα απορριμμάτων στα ναυπηγεία του Μπρούκλιν. Ο αποτεφρωτήρας θα μάστιζε τοπικές γειτονιές όπως το Williamsburg με διοξίνη και άλλες θανατηφόρες μορφές ρύπανσης, αλλά οι Πορτορικάνοι και Χασιδιστές Εβραίοι κάτοικοι της γειτονιάς αντεπιτέθηκαν και αγωνίστηκαν με «κάθε απαραίτητο μέσο» για να αντιμετωπίσουν τις δημοτικές αρχές, την εταιρεία κοινής ωφέλειας και τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης που υποστήριζαν το σχέδιο. Έβαλαν οριστικό τέλος στην κατασκευή του αποτεφρωτήρα το 1995. [3]
Αυτό που δεν πρέπει να αγνοηθεί όμως είναι ότι ακόμα και μετά από αυτό το νικηφόρο αγώνα της γειτονιάς, το Williamsburg και μεγάλο μέρος του υπόλοιπου Μπρούκλιν έχουν υποστεί επιθετικό εξευγενισμό, με τις αξίες των ακινήτων να εκτοξεύονται και πολλούς κατοίκους της εργατικής τάξης και έγχρωμους ανθρώπους να παραγκωνίζονται δυσανάλογα από λευκούς νέους επαγγελματίες. Με άλλα λόγια, πολλοί από εκείνους που αγωνίστηκαν για μια καθαρότερη γειτονιά δεν είχαν τη δυνατότητα να μείνουν για να αποκομίσουν τα οφέλη. Τέτοιες ιστορίες είναι πολύ χαρακτηριστικές και υπενθυμίζουν γιατί η υποτιθέμενη πραγματιστική θέση της μερικής μεταρρύθμισης είναι απελπιστικά αφελής. Όσο ο καπιταλισμός παραμένει άθικτος, όποια οφέλη και αν κερδίζουμε πιέζοντας τους υπάρχοντες θεσμούς, τα απολαμβάνουν τελικά τα οικονομικά προνομιούχα στρώματα και εκείνοι που είναι σε καλύτερη θέση να αφομοιωθούν στους ρατσιστικούς κώδικες και στην κουλτούρα μιας αποικιακής κοινωνίας.
Ένας άλλος αγώνας που συνδέει τις περιβαλλοντικές ανησυχίες με τις οικονομικές ανάγκες των φτωχών κατοίκων των πόλεων είναι η υπεράσπιση των δημόσιων συγκοινωνιών. Αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν διαμαρτυρίες ποδηλατιστών Critical Mass από το Σαν Φρανσίσκο έως το Σάο Πάολο, που αντιτίθενται στην κουλτούρα του αυτοκινήτου και σε πολλές πόλεις έχουν οδηγήσει στη δημιουργία ποδηλατοδρόμων και στην αυξημένη πρόσβαση των φτωχών κατοίκων σε ποδήλατα και στην επισκευή ποδηλάτων. Πέρα από το θέμα της αλλαγής του τρόπου ζωής, οι πόλεις που έχουν σχεδιαστεί για αυτοκίνητα είναι θανατηφόρες και αυτό είναι αλήθεια ειδικά για τους κατοίκους σε περισσότερο πυκνοκατοικημένες γειτονιές. Οι πόλεις που είναι οργανωμένες με τέτοιο τρόπο ώστε οι εργαζόμενοι να πρέπει να βασίζονται στα αυτοκίνητα για τη μετακίνησή τους, απλώς αυξάνουν τα χρέη των κατοίκων και διοχετεύουν τους μισθούς τους σε εταιρείες που ανήκουν σε δύο από τους πλουσιότερους οικονομικούς τομείς του Παγκόσμιου Βορρά: την αυτοκινητοβιομηχανία και τη βιομηχανία πετρελαίου.
Η υπεράσπιση των δημόσιων συγκοινωνιών έχει επίσης προκαλέσει ολόκληρες εξεγέρσεις. Στη Βαρκελώνη και την περιοχή του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο, η μαζική άρνηση πληρωμής κομίστρου και οι δημόσιες δράσεις για την εξουδετέρωση των ελεγκτών εισιτηρίων και το άνοιγμα των σταθμών του μετρό με δωρεάν είσοδο, που οργανώνονται είτε από συνελεύσεις γειτονιάς είτε από αναρχικές οργανώσεις και μερικές φορές σε συνδυασμό με απεργίες των εργαζόμενων στις μεταφορές, έχουν καταφέρει να μειώσουν προσωρινά τις οικονομικές πιέσεις που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη και έχουν επίσης δημιουργήσει τεράστια πίεση στις δημοτικές αρχές ενάντια σε περαιτέρω αυξήσεις των τιμών των εισιτηρίων.
Τόσο στη Βραζιλία όσο και στη Χιλή, μεγάλες εξεγέρσεις γεννήθηκαν μέσα από κινήματα που αρχικά σχηματίστηκαν ως απάντηση στις αυξήσεις των τιμών των εισιτηρίων. Τόσο το κίνημα του 2013 στη Βραζιλία όσο και η εξέγερση του 2019-2021 στη Χιλή, βασίστηκαν στην αποφασιστική συμμετοχή των αναρχικών, απέτρεψαν τις προτεινόμενες αυξήσεις της τιμής των εισιτηρίων και μπόρεσαν να διευρυνθούν σε ένα πολύ μεγαλύτερο κοινωνικό μέτωπο που επεκτάθηκε για να αντιμετωπίσει βαθύτερα ζητήματα αδικίας συμπεριλαμβανομένης της αστυνομικής καταστολής, της ανισότητας, της λιτότητας και του δικαιώματος της ελεύθερης ζωής στην πόλη. [4]
Τα αστικά κινήματα συχνά αισθάνονται καταδικασμένα σε αποτυχία: όσοι ζουν σε μια πόλη σπάνια έχουν κάποια πιθανότητα να αντισταθούν αποτελεσματικά στις αλλαγές που επιβάλλονται στις γειτονιές τους από τα πάνω. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνα οι πόλεις αντιπροσώπευαν τη συγκέντρωση κεφαλαίου που συσσωρεύτηκε σε παγκόσμια κλίμακα. Από νομική άποψη, οι κατοικίες και τα υπόλοιπα κτίρια δεν είναι χώροι που φτιάχτηκαν για τους ανθρώπους που ζουν ή ασκούν εκεί τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Αποτελούν ουσιαστικά τραπεζικές επενδύσεις όπου τα μεγάλα συμφέροντα μπορούν να σταθμεύουν με ασφάλεια τα τρισεκατομμύρια δολάρια που κερδίζουν από τη κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο, από τις χαμηλές αμοιβές των εργαζομένων, από την υπερχρέωση των ενοικιαστών και από τη καταστροφή πολύπλοκων οικοσυστημάτων για τη κατασκευή και πώληση ευτελών προϊόντων. Δεν έχει καμία σημασία ποιος ζει εκεί, ποιες είναι οι ανάγκες του, ή ακόμα και αν αυτά τα κτίρια μένουν άδεια και αχρησιμοποίητα για δεκαετίες.
Έτσι, όταν αγωνιζόμαστε για το δικαίωμά μας στην ελεύθερη ζωή στην πόλη, πηγαίνουμε ενάντια στον καπιταλισμό σε εκείνο το πεδίο ακριβώς όπου αυτός είναι ισχυρότερος. Επιπλέον, τα αστυνομικά τμήματα στις μεγάλες πόλεις σήμερα τείνουν να είναι μεγαλύτερα, καλύτερα χρηματοδοτούμενα και πιο βαριά οπλισμένα από ό,τι ήταν οι εθνικοί στρατοί πριν από έναν ή δύο αιώνες. Το γεγονός ότι τα αστικά κινήματα μπορούν να ξεσηκώνονται και να εξαναγκάζουν το κράτος σε υποχώρηση (Σοβέτο 1986, Αμβούργο 1987, Κοτσαμπάμπα 2000, Ελ Άλτο 2003, Παρίσι 2005 και 2006, Οαχάκα 2006, Αθήνα 2008, Όκλαντ 2009, Τύνιδα και Κάιρο 2011, Κωνσταντινούπολη 2013, Σάο Πάολο 2013, Βαρκελώνη 2014, Σαντιάγκο 2019, Μινεάπολη 2020, Λάγος 2020…) είναι εξαιρετικά σημαντικό, και θα πρέπει να αποτελεί κεντρικό μέλημα σε κάθε στρατηγική για κοινωνική αλλαγή σήμερα. Ωστόσο, οι αστικές εξεγέρσεις συχνά αποκλείονται από την επίσημη συζήτηση. Δυστυχώς, κυνικά, αυτό είναι μια αντανάκλαση της αταξίας και των θυσιών που συνεπάγονται – πράγματα εχθρικά προς την κουλτούρα και τα ταξικά συμφέροντα των διάφορων ειδικών που ελέγχουν τη συζήτηση – και μια αντανάκλαση των δυσκολιών γύρω από τον έλεγχο αυτών των κινημάτων. Οι αστικές εξεγέρσεις τείνουν να ξεσπούν από μεμονωμένα συμβάντα και να μετατοπίζονται σε όλο και πιο ευρύτερους επαναστατικούς ορίζοντες. Οι επίδοξοι πολιτικοί δεν μπορούν να ελέγξουν αυτά τα κινήματα όσο αυτά παραμένουν ενεργά. Αντίθετα, η κύρια μορφή επιρροής τους είναι μια σχετική ικανότητα που έχουν να αποθαρρύνουν τις κινητοποιήσεις, ή να ενθαρρύνουν εσωτερικές συγκρούσεις στα κινήματα, με αντάλλαγμα βραχυπρόθεσμα ρεφορμιστικά κέρδη.
Εστιάζοντας σε τεχνολογικές ή διοικητικές λύσεις και όχι στις αποκεντρωμένες και συχνά μαχητικές απαντήσεις που τα ίδια τα κοινωνικά κινήματα συνεχίζουν να προσφέρουν, οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί και συγγραφείς από τον Παγκόσμιο Βορρά αποτυγχάνουν να προσαρμόσουν τις τεχνοκρατικές προτάσεις τους στην άμεση ανάγκη για επιβίωση, αξιοπρέπεια και αδιαμεσολάβητο έλεγχο της ζωής για τους ανθρώπους και τις κοινότητες τους. Η κοινωνική δικαιοσύνη και η αποαποικιοποίηση έχουν γίνει τσιτάτα, αλλά οι περισσότεροι από τους ανθρώπους σήμερα που πληρώνονται για να κάνουν προτάσεις ή να γράψουν για το πρόβλημα δείχνουν μια πρακτική που είναι βαθιά αποικιοκρατική. Ευτυχώς, δεν τους χρειαζόμαστε. Προτάσεις για αξιοπρέπεια, επιβίωση και αυτο-οργάνωση ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια μετά τη βροχή, προερχόμενες από τις ίδιες τις πληγείσες κοινότητες. […]
Οι τεχνολογίες για τη μετατροπή των πόλεων σε υγιείς βιότοπους υπάρχουν ήδη. Δεν μας λείπουν οι εφευρέσεις, μας λείπει ο έλεγχος της ζωής μας και των ζωτικών μας χώρων. Μέχρι να μπορέσουμε να οργανώσουμε άμεσα τις γειτονιές μας και να τις μεταμορφώσουμε για να καλύψουμε τις δικές μας ανάγκες και να σπάσουμε τα μονοπώλια που ελέγχουν τους παγκόσμιους πόρους – συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας – οι νέες τεχνολογίες θα είναι δύο ειδών: είτε λαθραίες, αυτόνομες εφευρετικότητες που θα αναπτύσσονται επί τόπου και θα αξιοποιούν στο έπακρο τα σπάνια υλικά, είτε μηχανικές τεχνολογίες που θα αναπτύσσονται από επαγγελματίες, καλοπροαίρετους ή μη, που απλώς θα αυξάνουν τις παγκόσμιες ανισότητες.
Χίλιοι Κόσμοι Αγωνίζονται Να Γεννηθούν
Οι αγώνες και οι πρωτοβουλίες που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό αποτελούν ένα επαναστατικό κύμα που μπορεί να το συναντήσει κανείς σχεδόν σε κάθε χώρα σε όλο τον κόσμο. Είναι ένα μικρό μόνο δείγμα ενός εκτεταμένου δικτύου παρεμπόδισης, σαμποτάζ, κατεδάφισης, θεραπείας, καλλιέργειας, δημιουργίας, μάθησης και επικοινωνίας, που αντιπροσωπεύει την μεγαλύτερη ελπίδα για τον πλανήτη μας. Είναι η μόνη δύναμη που υπάρχει σήμερα που πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια: δομική ανεξαρτησία από τους φορείς που είναι υπεύθυνοι για την οικοκτονία και τον αποικιοκρατικό καπιταλισμό· ικανότητα εξαναγκασμού του κράτους να υποχωρεί σε κρίσιμες συγκρούσεις· πρόσβαση στις ειδικές γνώσεις που απαιτούνται σε τοπικό επίπεδο για πραγματικές και έξυπνες απαντήσεις στην εξελισσόμενη περιβαλλοντική καταστροφή· μια τάση να ξεπερνιούνται τα εμπόδια για τη δημιουργία μιας όλο και πιο παγκόσμιας συνείδησης που να επικεντρώνει τη μάχη στο σημείο της διασταύρωσης όλων των μορφών καταπίεσης και όλων των εξελισσόμενων κρίσεων· πρόσβαση σε παραδόσεις οργάνωσης και οικοκοινωνικών σχέσεων που ανοίγουν τη δυνατότητα για έναν κόσμο χωρίς καπιταλισμό και χωρίς οικοκτονία.
Παρακαλώ να μην εκλάβετε τη λαμπερή κριτική μου ως αισιοδοξία. Αυτή η μάχη εξακολουθεί να φέρνει τον Δαβίδ αντιμέτωπο με τον Γολιάθ, και αν επρόκειτο να προσεγγίσουμε την οικολογική κρίση σαν να ήταν ένα στοίχημα στο καζίνο – όπως κάνουν οι οικονομολόγοι, για παράδειγμα – τότε τα χρήματά μας θα ήταν πιο σοφά τοποθετημένα αν υποστήριζαν τις δυνάμεις της καταστροφικής Αποκάλυψης παρά της οικολογικής φροντίδας. Ωστόσο, αν στοιχηματίσουμε την ίδια τη ζωή μας – που είναι ήδη σε κίνδυνο, είτε το έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμα είτε όχι – τότε αυτό το ετερόκλητο δίκτυο των αουτσάιντερ είναι η μεγαλύτερή μας ελπίδα. Όλες οι άλλες προτάσεις για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης δεν είναι παρά κάποια παραλλαγή της στρατηγικής στην οποία ο Δαβίδ φέρει την ασπίδα του Γολιάθ με την ελπίδα ότι, με την πάροδο του χρόνου, ο Γολιάθ θα αρχίσει να χρησιμοποιεί το δόρυ του για να κάνει το καλό.
Ποιοι είναι οι περιορισμοί αυτού του επαναστατικού κύματος;
Ο κύριος εξωτερικός περιορισμός είναι η αντιεξέγερση που διεξάγεται εναντίον μας, από τη σκληρή καταστολή – όλοι οι άνθρωποι που έχουμε χάσει, όλοι αυτοί που βρίσκονται σήμερα στη φυλακή για τους αγώνες τους – μέχρι την ήπια καταστολή και την έλλειψη ορατότητας στην οποία συμβάλλουν ηθελημένα ή απρόθυμα οι κυρίαρχες περιβαλλοντικές ομάδες, τα μέσα ενημέρωσης και οι ειδικοί. Αν τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς που σήμερα ρίχνουν όλη τους την ενέργειά τους στη λύτρωση του Γολιάθ, μετατόπιζαν τις προσπάθειές τους στην υποστήριξη αυτού του επαναστατικού κύματος – πράγμα που θα σήμαινε επίσης την απώλεια των σημαντικών θεσμικών προνομίων τους – τότε οι πιθανότητές μας θα βελτιώνονταν σημαντικά. Υπάρχει έλλειψη επαναστατικού φαντασιακού και έλλειψη της απαραίτητης συνειδητοποίησης ότι αυτά τα διαφορετικά κινήματα αποτελούν σπόρους για τους πιθανούς κόσμους του μέλλοντος. Κυρίως, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποσύρουμε από τους κυρίαρχους θεσμούς την όποια πίστη που μας έχει απομείνει και να βασιστούμε περισσότερο στους εαυτούς μας και στο μέλλον προς το οποίο προσπαθούμε να προχωρήσουμε. Αυτός είναι ένας περιορισμός που ήδη ξεπερνιέται μέσα και ανάμεσα στα ίδια τα κινήματα, και αυτό το βιβλίο αντιπροσωπεύει μια μικρή προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Με άλλα λόγια, δεν είναι τίποτα ούτε μοιραίο ούτε ανυπέρβλητο.
Υπάρχει ένας λανθασμένος χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται για να απορρίψει το επαναστατικό δυναμικό αυτού του κύματος ενώ σε μεγάλο βαθμό αποτελεί έκφραση της ανάγκης των κυρίαρχων θεσμών να μονοπωλήσουν την οργάνωση και την επίλυση προβλημάτων σε ολόκληρη την κοινωνία. Είναι η συκοφαντία ότι αυτά τα κινήματα δεν έχουν να προσφέρουν καμία εφικτή λύση στην κλίμακα που αυτό θα είχε κάποιο αποτέλεσμα. Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, η Holly Jean Buck χαρακτηρίζει το φαινόμενο που η Naomi Klein ονομάζει “Blockadia” ως «αντιδραστικό». Δεν θα υπεισέλθω στο αν αυτή η απόρριψη είναι το αποτέλεσμα μιας λανθασμένης ανάγνωσης από την Buck, ή της περιορισμένης άποψης που χρησιμοποιεί η Κλάιν για να παρουσιάσει το Blockadia ως κάτι το πιο εύπεπτο (θέτοντας φυσικά συγχρόνως το ερώτημα, εύπεπτο για ποιον). Θα προσφέρω την παρατήρηση, ωστόσο, ότι οι ειδικοί είναι εκπαιδευμένοι στο να αποσιωπούν το αντικείμενο της μελέτης τους, επομένως φαίνεται να είναι τόσο συστημικό όσο και συμπτωματικό το ότι, εξετάζοντας ένα τόσο πλούσιο φαινόμενο που κυμαίνεται από την αντίσταση στο Standing Rock μέχρι το δάσος Hambach, να βλέπει κανείς κάτι το «αντιδραστικό». Σε κάθε περίπτωση, η ευρύτερη, πιο σφαιρική και ποιο αντισυμβατική μορφή των αντιστάσεων που προσπάθησα να παρουσιάσω καθιστά σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι έξυπνο, δημιουργικό, στρατηγικά οργανωμένο, που έχει την ικανότητα να προλαμβάνει καταστάσεις και να κάνει πολλές προτάσεις και που δεν θα καταφέρουν να το φιμώσουν.
Τα κινήματα και οι δράσεις που αποτελούν αυτό το παγκόσμιο δίκτυο χαρακτηρίζονται από την ετερογένειά τους, τον πειραματισμό τους και την απλή άρνησή τους να μπουν εύκολα σε κατηγορίες και καλούπια. Δεν νομίζω ότι πρέπει να βάλουμε ένα όνομα σε αυτή τη πολυκέφαλη Λερναία Ύδρα της αντίστασης· εξάλλου, ένα ον με χίλια κεφάλια θα έβρισκε για τον εαυτό του χίλια διαφορετικά ονόματα. Ωστόσο, θέλω να κατονομάσω με τον πιο ευέλικτο δυνατό τρόπο κάποια κοινά χαρακτηριστικά, για να ενθαρρύνω αυτά που βλέπω ως δυνατά σημεία και να βοηθήσω περισσότερους ανθρώπους να μεταμορφώσουν τις δικές τους δραστηριότητες ώστε να είναι σε θέση να συνδεθούν ριζωματικά με αυτό το ευρύτερο σύνολο. Τα ακόλουθα χαρακτηριστικά δεν είναι στεγανά δοχεία που μπορούν να διέπουν την ένταξη ή τον αποκλεισμό σε ένα οριοθετημένο φαινόμενο, αλλά είναι μάλλον τάσεις που δονούν ολόκληρο το δίκτυο.
Τοπικότητα
Η σχέση με τη συγκεκριμένη τοπική επικράτεια αποτελεί κύρια πηγή δύναμης για αυτούς τους αγώνες και αυτές τις δράσεις. Αναπτύσσουμε τις πρακτικές και τις ιστορίες μας σε διάλογο με τον τόπο, έτσι ώστε «το περιβάλλον» να μην είναι ένα ούτε αδρανές ούτε ουδέτερο πεδίο επιβολής κάποιας ιδεολογίας που θα είναι η ίδια από τόπο σε τόπο.
Το ρίζωμα των αγώνων σε μια συγκεκριμένη περιοχή κινείται πάνω σε μια γραμμή μεταξύ δύο διαφορετικών μορφών απομόνωσης. Σχεδόν σε κάθε αγώνα, θα υπάρχουν άνθρωποι που περιορίζονται στην επικράτειά τους, που δεν αναζητούν σημεία συνάντησης με άλλους αγώνες ή δεν αναζητούν έμπνευση από τις δικές τους εμπειρίες που θα μπορούσαν να έχουν ευρύτερη, ίσως παγκόσμια σημασία. Και από την άλλη πλευρά, υπάρχουν εκείνοι που είναι αποξενωμένοι από την οποιαδήποτε περιοχή, ακόμη και όταν συμμετέχουν στον «τοπικό ακτιβισμό». Χαράσσουν ιδεολογικές γραμμές· είτε περιορίζουν την αλληλεγγύη στη δική τους μικρή αίρεση, είτε διαβάζουν τις αξίες της αίρεσης τους σε όλους εκείνους με τους οποίους θα ήθελαν να είναι αλληλέγγυοι. Τέτοιου είδους άνθρωποι αποτελούν και αυτοί μέρος του συνόλου, και αυτό προκαλεί επιπλοκές στους εδαφικούς αγώνες αλλά φέρνει και μια μορφή διαφάνειας, προσφέροντας τη δυνατότητα ύφανσης μέσα σε ένα ευρύτερο σώμα ανθρώπων.
Οικοκεντρισμός
Ενώ πολλοί από εκείνους που απαρτίζουν αυτό το επαναστατικό κύμα δίνουν προτεραιότητα στις ανθρώπινες ανάγκες, εμείς τείνουμε να απορρίπτουμε την αξίωση ότι οι ανθρώπινες ανάγκες μπορούν να βρίσκονται σε αντίθεση με τις οικολογικές ανάγκες με βιώσιμο τρόπο, ή να υπερτερούν ή να αποσπώνται από αυτές, ενώ αμφισβητούμε ή απορρίπτουμε στο ένα ή το άλλο επίπεδο ορισμούς της ανθρωπότητας που προέρχονται από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και τις διχοτομίες ανθρώπου/φύσης.
Επιβίωση
Αρθρώνουμε τη δραστηριότητά μας σε σχέση με καταστάσεις που μας επηρεάζουν άμεσα και επικεντρωνόμαστε σε αυτόν τον αγώνα ως ζήτημα επιβίωσης, δικό μας και άλλων ανθρώπων και μορφών ζωής που μας ενδιαφέρουν. Το να έχεις φωνή, επομένως, δεν εξαρτάται από την εμπειρογνωμοσύνη ή τη θεσμική νομιμότητα, αλλά από το να επηρεάζεσαι και να ασχολείσαι προσωπικά με το πρόβλημα και τις λύσεις του.
Μη νομιμότητα
Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, οι δράσεις αυτές έρχονται σε σύγκρουση με τα κυρίαρχα νομικά καθεστώτα. Μπορεί να επιδιώκουν ενεργά την ανατροπή των υφιστάμενων κυβερνήσεων, μπορεί να υπερασπίζονται παραδοσιακά και αυτόχθονα συστήματα δικαίου (που επί της ουσίας δεν έχουν τίποτα κοινό με το τιμωρητικό ή το περιουσιακό δίκαιο που πηγάζει από το κράτος), ή μπορεί να επιδιώκουν όσο το δυνατόν περισσότερο να περνούν απαρατήρητα ή να επηρεάζουν τα υπάρχοντα νομικά καθεστώτα, όμως πάντα θα βάζουν τις ανάγκες της κοινότητάς τους και τις ανάγκες του τόπου και του πλανήτη πάνω από την εξουσία της κυβέρνησης ή τη φαινομενική ιερότητα του νόμου της.
Κοινοτική ζωή
Οι εξατομικευμένες ή εξατομικευτικές απόψεις των ανθρώπων υποχωρούν υπέρ πρακτικών που δίνουν έμφαση και αναζωογονούν τις ανθρώπινες σχέσεις (συμπεριλαμβάνοντας μερικές φορές και τις σχέσεις εκείνες που καταρρίπτουν τη διαίρεση μεταξύ ανθρώπων και άλλων μορφών ζωής). Υπάρχει πάντα ένα στοιχείο πάλης ανάμεσα στην αλλοτρίωση που επιβάλλουν τα κράτη και καπιταλισμός και στις τάσεις για αλληλοβοήθεια και αλληλεγγύη. Αυτό το δίκτυο αντίστασης είναι επομένως δημιουργικό από τα θεμέλιά του, καθώς προτάσσει νέους τύπους κοινωνικών σχέσεων και υποκειμενικότητας, και χειραφετικές μορφές υποδομών, πρακτικών και κουλτούρας.
Ανομοιογένεια
Όπως αναφέρθηκε, αυτό το «κίνημα κινημάτων» για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους των Ζαπατίστας, είναι εξαιρετικά ετερογενές. Αυτό δεν σημαίνει απλώς ότι έχει ποικιλομορφία, αλλά ότι παράγει συνεχώς διαφορές και ότι δεν θα υποταχθεί σε καμία ιδεολογική ή πολιτισμική ενότητα. Αυτό το εξέχον χαρακτηριστικό κάνει την κάθε τεχνοκρατική πρόταση για την επίλυση της κρίσης να φαίνεται εξαιρετικά άστοχη, και αυτός είναι πιθανώς ο λόγος για τον οποίο οι τεχνοκράτες όταν σχεδιάζουν λύσεις τείνουν να αγνοούν ή να φιμώνουν επιλεκτικά τα κινήματα που ήδη υπάρχουν. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η ετερογένεια δεν είναι απλώς μια πολιτισμική προτίμηση του δικτύου, αλλά ένα αναφαίρετο χαρακτηριστικό της εδαφικής φύσης του δικτύου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ιδεολογίες ή κατονομαζόμενες παραδόσεις αγώνα που είναι δομικά ικανές να αποδεχτούν την ποικιλομορφία αντί της ενότητας της πράξης – όπως ο ζαπατισμός ή ο αναρχισμός – δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να απορροφήσουν από μόνες τους το σύνολο όλων των εκφάνσεων αυτού του επαναστατικού κύματος. Ο μόνος λόγος που αυτές οι παραδόσεις αγώνα γίνονται ανεκτές και ενθαρρύνονται σε μεγάλο μέρος του δικτύου είναι ακριβώς επειδή δεν έχουν καμία ιδεολογική ανάγκη να προσηλυτίσουν άλλους στον τρόπο σκέψης τους ή να επιτύχουν κάποια θεωρητική ενότητα.
Διαθεματικότητα
Τα κινήματα που συμμετέχουν σε αυτό το κύμα τείνουν να σπάνε τα μονοθεματικά καλούπια και αντ’ αυτού αναγνωρίζουν την ανάγκη διασύνδεσης διαφορετικών μορφών καταπίεσης και, ως εκ τούτου, αλληλεγγύης. Αυτή η διαθεματικότητα μας επιτρέπει να αποδεχόμαστε ο ένας τον άλλον, παρόλο που προερχόμαστε από πολύ διαφορετικά μέρη και δεν έχουμε ομοιόμορφα αναγνωριστικά. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η διαδικασία της αναγνώρισης και αποδοχής είναι συγκρουσιακή και όχι κατευναστική – οι άνθρωποι συχνά αγωνίζονται για την αναγνώριση και την αποδοχή με τους δικούς τους όρους, ένας αγώνας που δεν διευκολύνεται από τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους έχουμε κοινωνικοποιηθεί μέσα στα συστήματα καταπίεσης – πράγμα που σημαίνει ότι ο αυτοπροσδιορισμός των αγώνων είναι κρίσιμος για την ύπαρξη αλληλεγγύης σε ολόκληρο το δίκτυο: εμπιστευόμαστε σιωπηρά τα άτομα να καθορίζουν μόνα τους ποιες είναι οι καταπιέσεις που τα ίδια βιώνουν και να ηγούνται μόνα τους των δικών τους αγώνων. Αυτό φέρει ακόμα ένα θανάσιμο πλήγμα σε κάθε αξίωση επιβολής ενιαίων λύσεων.
Αντιαποικιοκρατία
Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες και τα κινήματα έρχονται σε αντίθεση με το σχέδιο της οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο είναι η πιο ενεργή εκδήλωση της αποικιοκρατίας στην εποχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, των Ηνωμένων Εθνών και όλων των συναφών ΜΚΟ. Πέρα από αυτή την κοινή άρνηση, υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στα πλήρως αντιαποικιακά κινήματα, και στα κινήματα που προσδιορίζουν τον καπιταλισμό ως εχθρό χωρίς όμως να διερευνούν την αποικιοκρατία ως μια ιστορική και συνεχιζόμενη διαδικασία και αναπόσπαστο μέρος της παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού, αλλά και σε εκείνα που χρησιμοποιούν τη γλώσσα της οικονομικής ανάπτυξης σε μια προσπάθεια πρόσβασης σε πόρους ή απόκτησης νομιμότητας. Ακόμη και μέσα στα πρώτα, υπάρχουν πολύ διαφορετικές εμπειρίες της αποικιοκρατίας σε όλο τον κόσμο, αλλά η ετερογένεια της αντίστασης σημαίνει ότι αυτές οι διαφορές δεν χρειάζεται να αποτελούν κάποιο πρόβλημα. Θα υποστήριζα ότι, παρά τις μεγάλες διαφορές στη γλώσσα και το πεδίο εφαρμογής, οι πρακτικές αυτών των κινημάτων ανοίγουν δυνατότητες συμπληρωματικότητας και ότι μια εκτεταμένη αντιαποικιακή συνείδηση αποτελεί προτεραιότητα για την αύξηση της ισχύος τους.
Σε μια χρήση αυτών των όρων που απέχει πολύ από το να είναι καθολική, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ «αποαποικιακής» και «αντιαποικιακής». Αυτή η πρώτη λέξη, «αποαποικιακή», χρησιμοποιείται συχνά τελευταία σε ακαδημαϊκά και ακτιβιστικά κείμενα που δεν κάνουν καμία αναφορά στην αποκατάσταση των γηγενών εδαφών και δεν έχουν καν την ευπρέπεια να υπαινίσσονται τη δυνατότητα της κατάργησης των εποίκων κρατών που οφείλουν την ύπαρξή τους στην αποικιοκρατία, όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες ή ο Καναδάς. Τι ακριβώς υποτίθεται ότι σημαίνει η αποαποικιοποίηση, αν οι καρποί και οι δομές της αποικιοκρατίας επιβιώνουν και παραμένουν αιωνίως αποδεκτές; Η διάκριση που θα έκανα είναι μεταξύ των κινημάτων που επιδιώκουν τη συμφιλίωση και τον αφοπλισμό, και των κινημάτων που επιδιώκουν να καταστρέψουν τις δυνάμεις που έχουν γίνει αποδεκτές ως κυρίαρχες και καθολικές, διατηρώντας έτσι την ελπίδα για μια νίκη που θα αναιρέσει τις ήττες των τελευταίων 500 ετών (ή 2.000 ετών και περισσότερων, ανάλογα με τον τόπο που εξετάζουμε).
Αυτονομία
Οι άνθρωποι που αποτελούν αυτό το διεθνές δίκτυο μπορεί να προσπαθούν ενεργά να ανατρέψουν και να καταστρέψουν το κράτος, ή μπορεί να αναζητούν κάποια ανάσα από την κρατική καταστολή για να διεξάγουν τις δραστηριότητές τους. Κάποιοι μπορεί ακόμη και να υποστηρίζουν μια εναλλακτική κυβέρνηση που θα μπορούσε να μειώσει τον βαθμό καταστολής. Μπορεί να πιστεύουμε ότι ο ανταγωνισμός με το κράτος είναι κεντρικός στον αγώνα μας, ή ότι το κράτος θα εξαφανιστεί αν οι άνθρωποι αποκτήσουν κάποια μορφή οικονομικής αυτάρκειας. Μπορεί να απορρίπτουμε οποιαδήποτε επαφή με το κράτος ή μπορεί να προσπαθούμε να κερδίσουμε πρόσβαση σε κυβερνητικούς πόρους. Όποια και αν είναι η περίπτωση, μια γενική πρακτική της αυτονομίας μας επιτρέπει να συνεργαζόμαστε και να συγκροτούμε συνεκτικά δίκτυα αντίστασης. Αυτονομία σημαίνει ότι διαμορφώνουμε τους δικούς μας κανόνες, παίρνουμε τις δικές μας αποφάσεις ανεξάρτητα από την εποπτεία οποιουδήποτε κόμματος ή κυβέρνησης, ενώ, όποια και αν είναι η προέλευση των πόρων μας αποφασίζουμε εμείς για την χρήση τους, δρούμε σύμφωνα με την αυτοοργάνωση και αποφεύγουμε τις συγκεντρωτικές μορφές οργάνωσης του κινήματος.
Εάν κάποιες ομάδες ή άτομα που συμμετέχουν σε αυτοργανωμένα κινήματα διατηρούν επαφές με ένα πολιτικό κόμμα ή μια κυβέρνηση, τότε πρέπει να φροντίζουν ώστε αυτή τη σχέση να μην καθορίζει τη δραστηριότητά τους στο κίνημα και να μην επιτρέπει στην κυβέρνηση ή το κόμμα να έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν επιρροή στο κίνημα. Η αποτυχία να τηρηθούν αυτά τα ελάχιστα, θεωρείται ευρέως από το υπόλοιπο κίνημα ως παραβίαση της αλληλεγγύης. Χωρίς αυτονομία, είναι αδύνατο να δημιουργηθεί ένα κίνημα κινημάτων, ένας κόσμος στον οποίο χίλιοι κόσμοι θα μπορούν να ανθίσουν.
_____________
Το βιβλίο του Peter Gelderloos The Solutions are Already Here: Tactics for Ecological Revolution from Below είναι διαθέσιμο από την Pluto Press. Για ελεύθερη πρόσβαση πατήστε εδώ.
_____________
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Rafa Arques, La Fuerza del Fuego, Editorial Milvus, 2019, 15, 35–38, 43–44.
[2] Arques, Λα Φουέρζα, 52-53, 68, 86-87, 90.
[3] Randy Shaw, The Activist’s Handbook: A Primer for the 1990s and Beyond, University of California Press, 1996.
[4] CrimethInc, «Οι εξεγέρσεις τον Ιούνιο του 2013 στη Βραζιλία. Μέρος Ι», 27 Ιουνίου 2013. Το άρθρο εδώ. CrimethInc, “Χιλή: Μια Χρονιά Εξεγέρσεων”, 15 Οκτωβρίου 2020. Το άρθρο εδώ.
_____________
ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΠΙΣΗΣ