Σημειώσεις για μια ψυχανάλυση που δεν έγινε
Η είδηση της ψυχανάλυσης του Σταύρου Θεοδωράκη, μου θύμισε τον πάλαι
ποτέ συναγωνιστή του, Νίκο Δήμου, όταν σε κείμενο του για τον «Κύκλο
των Χαμένων Ποιητών» έγραφε: «Όχι! Εμείς θέλουμε τον δάσκαλο να πηδάει
στα τραπέζια και τον πολιτικό ν” αστράφτει στα μπαλκόνια! Θέλουμε
φιγούρα, χειρονομία, μπαλαφάρα! Θέλουμε ρητορική, μεγαλοπρέπεια και
φανφάρα!». Δεν μπορώ να πω ότι γοητεύτηκα ιδιαίτερα ποτέ από τα γραπτά
του Νίκου Δήμου, αλλά θα του αναγνωρίσω την ευστοχία της παραπάνω
παρατήρησης, όπως επίσης και ότι –από το branding της ματωμένης Κύπρου
και του «Δεν Ξεχνώ», μέχρι την αρθρογραφία του στη Lifo και το Protagon-
υπήρξε καταλυτικός για την ιδεολογική διαμόρφωση της νέας μικροαστικής
τάξης, χωρίς την οποία το Ποτάμι δεν θα είχε υπάρξει ποτέ.
Θα είχε ενδιαφέρον να ρωτήσουμε τον Νίκο Δήμου τι άποψη έχει, τώρα
που «η ρητορική, η μεγαλοπρέπεια και η φανφάρα» έγιναν χαρακτηριστικά
του κόμματος του οποίου υπήρξε συνιδρυτής. Φευ• ο Νίκος Δήμου αποχώρησε
πολύ νωρίτερα από τη διοργάνωση αυτής της εξτραβαγκάνζας, όταν το Ποτάμι
αρνήθηκε να συγκρουστεί με την εκκλησία και την ορθόδοξη πίστη. Όπως
φαίνεται, η αποχώρηση αυτή οδήγησε τον Θεοδωράκη προς το ορθόδοξο τόξο
και καθώς ο Παΐσιος δεν πήγε καλά στα test groups, δεν σχετίζεται
ιδιαιτέρως με τον νεοφιλελευθερισμό και είναι και νεκρός σαν τον Μπέλα
Λουγκόζι και τον Φρανκ Σινάτρα, ο «φιλοφιλόσοφος» -όπως προτιμάει ν”
αποκαλείται- Στέλιος Ράμφος υπήρξε ιδανική επιλογή.
Όπως αποδείχθηκε, βέβαια, ο Στέλιος Ράμφος έχει μία αρκετά χαλαρή
σχέση με την επιστήμη της ψυχανάλυσης. Δεν ακούσαμε για κανέναν φόβο
ευνουχισμού, δεν μάθαμε τίποτα για την παιδική ηλικία του Θεοδωράκη και
σε καμία περίπτωση το Αυτό του δεν έγινε Εγώ. Αντίθετα, μάλιστα, τα Αυτά
και των δύο ήταν αρκετά ανεξέλεγκτα για δυόμιση ώρες, καθώς
επαναλάμβαναν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους πόσο «καινούργιες» είναι
οι ιδέες που κληρονόμησαν από τον νεοφιλελευθερισμό των 70s. Θα έλεγε
κανείς ότι ήταν μία συνηθισμένη προπαγανδιστική εκδήλωση ενός κόμματος,
αλλά το Ποτάμι ως φορέας του «καινούργιου» δεν τα κάνει αυτά.
Σε μία εποχή τόσης θετικής ενέργειας, όμως, ας μην επιδοθούμε στον
αρνητισμό. Όντως, το φωτορεπορτάζ μας δείχνει ότι πολύ «καινούργιο» είχε
μαζευτεί στο κοινό, γοητευμένο από τη φρεσκάδα ενός δημοσιογράφου με
μακρά θητεία στο μεγαλύτερο κανάλι της χώρας κι ενός διάσημου
τηλε-υπερασπιστή κυβερνήσεων: βουλευτές τριών θητειών, επιχειρηματίες
των κρατικών επιδοτήσεων, καλλιτέχνες στην τέταρτη δεκαετία των υψηλών
κασέ, πανεπιστημιακοί με πόστα-θωρηκτά, δημοσιογράφοι των μεγαλύτερων
ομίλων. Κάποιος κακόβουλος ίσως να μιλούσε για το άλλο μισό του βαθέως
κράτους που δεν προσεταιρίστηκε τη Χρυσή Αυγή, αλλά το Ποτάμι – ως ιδέα
και ως κίνημα, πάντα – προτιμάει τη λεπτότητα.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εκδήλωσης, «το κοινό γελάει σε κάθε ατάκα
του Σταύρου», πράγμα διόλου παράδοξο: το κοινό του Ποταμιού, παβλοφικά
εκπαιδευμένο στην πρωσοπολατρεία, πάντα ανταποκρίνεται στις σκανταλιές
του αρχηγού. Ωστόσο, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και δεν πρέπει να
αποδίδονται όλα στις επικοινωνιακές τακτικές του κόμματος. Ο Θεοδωράκης
είναι ο ίδιος ένας χαρισματικός ηγέτης, ευπαρουσίαστος, ενθουσιώδης (με
ενθουσιασμό που εκτείνεται από τις ιδιωτικοποιήσεις μέχρι το γιουβέτσι),
δανδής, αλλά και δρομίσιος. Αυτή η διττή υπόστασή του, η ευκολία με την
οποία ελίσσεται σε αλώνια και σαλόνια, είναι που διαμόρφωσε την
τηλεοπτική του ταυτότητα: μιλώντας με κρατούμενο φυλακής θα τον ρωτήσει
«πώς είναι η ζωή στη φυλάκα;», χωρίς να χρησιμοποιήσει την μπουρζούα
εσάνς της «φυλακής» ή της «σοφρωνιστικής μονάδας» που θα ξένιζαν τον
συνομιλητή του, αλλά και χωρίς να παραδοθεί στον εκμαυλισμό μέσα από
λέξεις όπως «μπουζού» και «ψειρρού».
Είναι ένας πολιτικός με πολιτικές που δεν εκφράζονται ποτέ, εκτός από
τις στιγμές που του ξεφεύγουν κατά λάθος. Η πλατιά λαϊκή βάση του
Ποταμιού, αποτελούμενη από hipsters, μαρκετίστες, μάνατζερ, γραφίστες,
entrepreneurs, επίδοξα στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα, μαγαζάτορες
εξευγενισμένων περιοχών, διαφημιστές και άλλα επαγγέλματα του νέου
μικροαστισμού, προσέρχεται κατά συρροή σ” αυτή τη Μέκκα του
μετα-ιδεολογικού κόσμου. Δεν δέχονται τις διακρίσεις Αριστερά-Δεξιά,
αλλά η Αριστερά έχει καταστρέψει τη χώρα. Δεν τους ενδιαφέρουν η
Πολιτική και η Ιστορία, αλλά έχουν θετικότατη άποψη για τις
ιδιωτικοποιήσεις και τη Θάτσερ, ενώ η κυβέρνηση πρέπει να ολοκληρώσει
τις μεταρρυθμίσεις και η κατοχή και ο εμφύλιος να αποκτήσουν νέα
αφήγηση. Αποστρέφονται τον λαϊκισμό και την κοινοτοπία των πολιτικών
ομιλιών, εκτός αν φορέσουν τον μανδύα της «ψυχαναλυτικής συνεδρίας» με
τον Ράμφο σε σκηνοθεσία Γκορίτσα.
Στο πρόσωπο του Σταύρου Θεοδωράκη παίρνουν σχήμα τα συμφέροντα και οι
πεποιθήσεις τους, χωρίς να χρειάζεται να τσαλακώσουν το ίματζ τους με
μια στιβαρή πολιτικοποίηση. Δοξάζοντας τον Σταύρο Θεοδωρακή,
μετατρέπονται σε ινκόγκνιτο πολίτες, συγκροτούνται ως διαμορφωτές του
καθεστώτος και όχι ως απλοί ωφελούμενοί του. Η συμβολική του εξουσία
πάνω τους είναι πανίσχυρη και έτσι μπορεί να εξηγηθεί η ασυγκράτητη
ηδονή που νιώθουν γι” αυτόν, αυτή που τους κάνει να παραμιλούν κάθε φορά
που τον πιάνουν στο στόμα τους. Χωρίς τον Θεοδωράκη, κινδυνεύουν να
υποβιβαστούν ξανά στις επαγγελματικές τους ταυτότητες, να μην μπορούν να
μεταμφιέσουν την ιδεολογία που βαυκαλίζονται πως δεν έχουν σε «αγάπη
για τη χώρα».
Όπως λέει, όμως, η διάσημη σαρκαστική ρήση του –πραγματικού–
ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν, «αγάπη είναι να δίνεις κάτι που δεν έχεις, σε
κάποιον που δεν το θέλει» και το Ποτάμι, πράγματι δεν έχει τίποτα να
δώσει. Οι «ιδέες» που συλλέγουν τόσο καιρό μετά κόπων και βασάνων,
αφορούν στο μεγαλύτερο μέρος δυνητικές πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα.
Οι λιγοστές πολιτικές απόψεις που εκφέρουν αποσπασματικά εκπροσωπούνται
ήδη με αρκετή βία από το μπλοκ της Δεξιάς. Η κουλτούρα τους υπάρχει
διάχυτη στην πολυάριθμη νέα μικροαστική ταξή που ζει τη χρυσή της εποχή
στην Αθήνα και αδυνατεί να συγκροτηθεί σε κάτι συνεκτικό. Η μόνη τους
συνεισφορά εν τέλει, είναι οι σαλτιμπαγκισμοί σαν την ψυχαναλυτική
συνεδρία, οι «πλάτες» στη Δεξιά και το ξέπλυμα στελεχών, τωρινών κι
επίδοξων.
Η ηδονή που προκαλείται στους θεατές όταν ο Ράμφος στέκεται στο φως
του προβολέα και φωνάζει «Σταύρο, έλα στο φως» είναι απαράμιλλη. Η
αερολογία που γίνεται φιλοσοφία, η προπαγάνδα που μαλακώνει στο θέαμα, η
κομματική συγκέντρωση που βαφτίζεται ψυχανάλυση, η δεξιά που ντύνεται
πρόοδος, ο μικροαστισμός που θεωρεί τον εαυτό του ζώσα παραγωγική
δύναμη, η ηρωοποίηση θεσμικών και ξοφλημένων, όλα χτυπάνε τα κατάλληλα
κουμπιά στους ποταμιώτες, κάνοντάς τους να νιώθουν κυρίαρχοι στην
ελληνική πραγματικότητα που σε στιγμή κρίσης έχει κλονίσει την
παραδοσιακή εξουσία. Θα μπορούσε να είναι BDSM χωρίς την ευγένεια του
σπορ, είναι όμως παλιά, καλή μικροαστική πορνογραφία• το ίδιο βαρετή και
άχαρη με τις υπόλοιπες δραστηριότητες της εν λόγω κοινωνικής τάξης.
* Για τη φιλολογική αναφορά, βλ. J. G. Ballard, Γιατί Θέλω να Γαμήσω τον Ρόναλντ Ρίγκαν