Οι σκέψεις που ακολουθούν πηγάζουν από μια δυσφορία και προέκυψαν από μια σειρά ερωτήματα που μου δημιουργήθηκαν πρόσφατα όταν βρέθηκα σε μία συνάντηση στη Βενετία με τον Tόνι [Νέγκρι], τον Καζαρίνι κ.λπ. Μια λέξη επανερχόταν διαρκώς σε αυτή τη συνάντηση: κίνημα. Πρόκειται για μια λέξη με μακρά ιστορία στην παράδοσή μας. Στο βιβλίο του Tόνι για παράδειγμα αυτή η λέξη ξεπηδά στρατηγικά κάθε φορά που το πλήθος χρειάζεται έναν ορισμό, για παράδειγμα όταν η έννοια του πλήθους πρέπει να αποσυνδεθεί από το ψευδοδίλημμα μεταξύ κυριαρχίας και αναρχίας.
Η δυσφορία μου οφειλόταν στο ότι πρώτη φορά συνειδητοποίησα πως, όσοι χρησιμοποιούν αυτή η λέξη, δεν την ορίζουν ποτέ.
Θα μπορούσα να μην την ορίσω ούτε εγώ. Στο παρελθόν χρησιμοποίησα ως άρρητο κανόνα της πρακτικής σκέψης μου τη φόρμουλα: «όταν το κίνημα υπάρχει, κάνε σαν να μην υπάρχει, και όταν δεν υπάρχει κάνε σαν να υπάρχει». Δεν ήξερα όμως τι σήμαινε αυτή η λέξη. Όλοι μοιάζουν να την κατανοούν, αλλά κανένας δεν την ορίζει.
Για παράδειγμα, από πού προέρχεται αυτή η λέξη; Γιατί μια αποφασιστική πολιτική βαθμίδα ονομάστηκε «κίνημα»; Τα ερωτήματά μου προκύπτουν από αυτή τη συνειδητοποίηση, ότι δεν είναι δυνατό να αφεθεί αυτή η έννοια χωρίς ορισμό, πρέπει να σκεφτούμε πάνω στο κίνημα επειδή αυτή η έννοια είναι το «αδιανόητό» μας, και εφ’ όσον παραμένει τέτοιο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις επιλογές και τις στρατηγικές μας. Δεν πρόκειται απλώς για ένα φιλολογικό ενδοιασμό λόγω του ότι η ορολογία είναι η ποιητική, άρα η παραγωγική στιγμή της σκέψης, ούτε θέλω να το κάνω επειδή δουλειά μου είναι να ορίζω έννοιες, από συνήθεια. Πραγματικά θεωρώ ότι η άκριτη χρήση των εννοιών μπορεί να ευθύνεται για πολλές ήττες. Προτίθεμαι λοιπόν να αρχίσω μια έρευνα με στόχο να ορίσουμε αυτή την λέξη. Θα αρχίσω με μερικές βασικές θεωρήσεις, ως προσανατολισμό για τη μελλοντική έρευνα.
Πρώτα, μερικά πεζά ιστορικά στοιχεία: η έννοια του κινήματος, η οποία στις επιστήμες και τη φιλοσοφία έχει μια μακροχρόνια ιστορία[1], στην πολιτική αποκτά μια ειδική τεχνική σημασία μόλις το 19ο αιώνα. Μια από τις πρώτες εμφανίσεις του ανατρέχει στη γαλλική επανάσταση του Ιουλίου του 1830, όταν οι φορείς της αλλαγής ονομάστηκαν partie du mouvement [μερίδα της κίνησης] και οι αντίπαλοί τους partie de l’ordre [μερίδα της τάξης]. Μόνο με τον Lorenz von Stein, ένα συγγραφέα που επηρέασε τόσο τον Μαρξ όσο και τον Σμιτ, η έννοια αυτή γίνεται ακριβέστερη και αρχίζει να ορίζει ένα στρατηγικό πεδίο εφαρμογής. Στο έργο του Η ιστορία του κοινωνικού κινήματος στη Γαλλία (1850), ο φον Στάιν θέτει την έννοια του κινήματος σε διαλεκτική αντιπαράθεση προς την έννοια του κράτους. Το κράτος είναι το στατικό και νομικό στοιχείο, ενώ το κίνημα είναι η έκφραση των δυναμικών τάσεων της κοινωνίας. Έτσι, το κίνημα είναι πάντα κοινωνικό και σε ανταγωνισμό με το κράτος, εκφράζει τη δυναμική προτεραιότητα της κοινωνίας επί των δικαστικών και κρατικών θεσμών. Ωστόσο, ο φον Στάιν δεν δίνει ορισμό για το κίνημα, ούτε του αποδίδει κάποιο συγκεκριμένο τόπο [στο πρωτότυπο: topos].
Κάποιες ενδιαφέρουσες ιστορικές ενδείξεις για την ιστορία των κινημάτων μπορούμε να βρούμε στο βιβλίο της Arendt για τον ολοκληρωτισμό. Η Άρεντ δεν ορίζει το κίνημα, δείχνει όμως ότι γύρω από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αμέσως πριν και αμέσως μετά, τα κινήματα στην Ευρώπη γνωρίζουν εξαιρετική ανάπτυξη σε στρατηγική αντιδιαστολή προς τα κόμματα, όταν τα τελευταία εισέρχονται σε περίοδο κρίσης. Σε αυτή την περίοδο υπάρχει μια έκρηξη της έννοιας και του φαινομένου του κινήματος, μια ορολογία που χρησιμοποιείται τόσο από τη δεξιά όσο και από την αριστερά: ο φασισμός και ο ναζισμός ορίζονται πάντα ως κινήματα πρώτα και μόνο δευτερευόντως ως κόμματα.
Ωστόσο, ο όρος υπερβαίνει την πολιτική σφαίρα: όταν ο Φρόιντ θέλει να γράψει ένα βιβλίο το 1914 για να περιγράψει αυτό του οποίου αποτελεί μέρος, το αποκαλεί «ψυχαναλυτικό κίνημα». Προφανώς σε ορισμένες ιστορικές στιγμές, ορισμένες λέξεις-κλειδιά επιβάλλονται ακαταμάχητα και υιοθετούνται από ανταγωνιστικές τοποθετήσεις, χωρίς να χρειάζεται να οριστούν.
Το αμήχανο σημείο της έρευνάς μου ήταν όταν διαπίστωσα ότι ο μόνος που προσπάθησε να ορίσει τον όρο ήταν ένας ναζιστής νομικός: ο Καρλ Σμιτ.
Το 1933, σε ένα δοκίμιο με τίτλο Κράτος, Κίνημα, Λαός και με υπότιτλο Η τριμερής διάκριση της πολιτικής ενότητας, προσπαθεί να ορίσει την πολιτική-συνταγματική λειτουργία της έννοιας του κινήματος. Σε αυτό το δοκίμιο ο Σμιτ προσπαθεί να ορίσει τη συνταγματική δομή του ναζιστικού Ράιχ. Θα συνοψίσω τη θέση του, διότι αυτοί οι χαριεντισμοί με έναν φιλόσοφο του ναζισμού απαιτούν σαφήνεια. Για τον Σμιτ, η πολιτική ενότητα του ναζιστικού Ράιχ θεμελιώνεται σε τρία στοιχεία ή μέλη: το κράτος, το κίνημα και το λαό. Η συνταγματική άρθρωση του Ράιχ προκύπτει από την άρθρωση και τη διάκριση αυτών των τριών στοιχείων. Το πρώτο στοιχείο είναι το κράτος, που είναι η στατική πολιτική πλευρά: ο μηχανισμός των δημόσιων λειτουργιών. Ο λαός, από την άλλη, προσέξτε εδώ, είναι το απολιτικό στοιχείο που αυξάνεται υπό τη σκιά και υπό την προστασία του κινήματος. Το κίνημα είναι το πραγματικό, το δυναμικό πολιτικό στοιχείο, που βρίσκει την ειδική μορφή του στη σχέση με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και την ηγεσία του –αλλά για τον Σμιτ ο Φύρερ είναι απλώς προσωποποίηση του κινήματος. Ο Σμιτ επίσης υπονοεί ότι αυτή η τριμερής διάκριση είναι επίσης παρούσα στο συνταγματικό μηχανισμό του σοβιετικού κράτους.
Η πρώτη εκτίμησή μου είναι ότι η πρωτοκαθεδρία της έννοιας του κινήματος συνίσταται στο ότι αποπολιτικοποιεί την έννοια του λαού. Έτσι το κίνημα γίνεται η αποφασιστική πολιτική έννοια όταν η δημοκρατική έννοια του λαού, ως πολιτικού σώματος, τελεί υπό κατάρρευση. Η δημοκρατία τελειώνει όταν προκύπτουν κινήματα. Ουσιαστικά δεν υπάρχει δημοκρατικό κίνημα (εάν δημοκρατία παραδοσιακά σημαίνει να θεωρούμε το λαό ως πολιτικό σώμα). Σε αυτή την προκείμενη, οι επαναστατικές παραδόσεις της αριστεράς συμφωνούν με το ναζισμό και το φασισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι σύγχρονοι φιλόσοφοι που προσπαθούν να σκεφθούν νέα πολιτικά σώματα, όπως ο Tόνι, παίρνουν απόσταση από το λαό. Για μένα είναι σημαντικό ότι γύρω από τον Ιησού δεν υπάρχει ποτέ λαός* ή δήμος* αλλά μόνο όχλος* (μια μάζα, πλήθος). Η έννοια του κινήματος προϋποθέτει την έκλειψη της έννοιας του λαού ως συντακτικού πολιτικού σώματος.
Η δεύτερη συνεπαγωγή είναι ότι ο λαός είναι ένα απολιτικό στοιχείο, την ανάπτυξη του οποίου το κίνημα πρέπει να προστατεύσει και να στηρίξει (ο Σμιτ χρησιμοποιεί τον όρο wachsen=βιολογική αύξηση). Σε αυτό τον απολιτικό λαό αντιστοιχεί η απολιτική σφαίρα της διοίκησης –ο Σμιτ επικαλείται εδώ και το συντεχνιακό κράτος του φασισμού.
Κοιτάζοντας σήμερα αυτό τον ορισμό του λαού ως απολιτικού, δεν μπορούμε να μη δούμε μια έμμεση αναγνώριση, την οποία ο Σμιτ δεν τολμά ποτέ να αρθρώσει, του βιοπολιτικούχαρακτήρα του. Ο λαός μετατρέπεται τώρα από συντακτικό πολιτικό σώμα σε πληθυσμό: μια δημογραφική βιολογική οντότητα, απολιτική καθεαυτή. Μια οντότητα που χρήζει προστασίας, στήριξης. Όταν κατά το 19ο αιώνα ο λαός έπαψε να είναι πολιτική οντότητα και μετατράπηκε σε δημογραφικούς και βιολογικούς πληθυσμούς, το κίνημα έγινε αναγκαιότητα. Εμείς ζούμε σε μια εποχή όπου ο μετασχηματισμός του λαούσε πληθυσμό είναι τετελεσμένο γεγονός. Ο λαός είναι μια βιοπολιτική οντότητα με την έννοια του Φουκώ, και αυτό καθιστά την έννοια του κινήματος απαραίτητη. Εάν θέλουμε να σκεφτούμε την έννοια της βιοπολιτικής διαφορετικά, όπως κάνει ο Tόνι, εάν σκεφτόμαστε την εκ των έσω πολιτικοποίηση του βιοπολιτικού, το οποίο είναι ήδη εξ ολοκλήρου πολιτικό και δεν χρειάζεται να πολιτικοποιηθεί μέσω του κινήματος, τότε πρέπει να ξανασκεφτούμε και την έννοια του κινήματος.
Αυτή η εργασία ορισμού είναι απαραίτητη επειδή, εάν συνεχίσουμε να διαβάζουμε τον Σμιτ, βλέπουμε να μας απειλούν διάφορες απορίες: εφ’ όσον το καθοριστικό πολιτικό στοιχείο, το αυτόνομο στοιχείο, είναι το κίνημα, ενώ ο λαός το απολιτικό, τότε το κίνημα μπορεί να βρει την πολιτική του ύπαρξη μόνο αν εισαγάγει στο απολιτικό σώμα του λαού ένα εσωτερικό ρήγμα που να επιτρέπει την πολιτικοποίησή του. Αυτό το ρήγμα για τον Σμιτ είναι αυτό που αποκαλεί ταυτότητα του βιολογικού είδους [specie], δηλ. ο ρατσισμός. Εδώ ο Σμιτ φθάνει στον υψηλότερο βαθμό ταύτισης με το ρατσισμό και τη μέγιστη συνυπευθυνότητα με το ναζισμό. Αυτό είναι γεγονός, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η επιλογή, η ανάγκη να εντοπίσουμε ένα ρήγμα στο απολιτικό σώμα του λαού, είναι άμεση συνέπεια της σύλληψής του για τη λειτουργία του κινήματος. Εάν το κίνημα είναι το πολιτικό στοιχείο ως αυτόνομη οντότητα, από πού μπορεί να αντλεί την πολιτική του; Η πολιτική του μπορεί μόνο να θεμελιωθεί στην ικανότητά τoυ να εντοπίζει έναν εχθρό στο εσωτερικό του λαού –στην περίπτωση του Σμιτ, ένα φυλετικά ξένο στοιχείο. Όπου υπάρχει κίνημα, υπάρχει πάντα μια ρωγμή που τέμνει εγκάρσια και διαιρεί το λαό· εν προκειμένω, εντοπίζοντας έναν εχθρό. Γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει να ξανασκεφτούμε την έννοια του κινήματος και τη σχέση του με το λαό και το πλήθος. Στον Σμιτ βλέπουμε ότι τα στοιχεία που έχουν αποκλειστεί από το κίνημα επιστρέφουν ως «αυτό για το οποίο πρέπει να αποφασίσουμε»· το πολιτικό πρέπει να αποφασίσει για το απολιτικό. Το κίνημα αποφασίζει πολιτικά για το απολιτικό. Μπορεί να είναι φυλετικό ζήτημα, αλλά μπορεί και να είναι μια διαχείριση-διακυβέρνηση των πληθυσμών, όπως σήμερα.
Τα ερωτήματά μου είναι τα εξής:
Πρέπει άραγε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε την έννοια του κινήματος; Εάν δηλώνει ένα κατώφλι πολιτικοποίησης του απολιτικού, μπορεί να υπάρξει ένα κίνημα που να είναι διαφορετικό από τον εμφύλιο πόλεμο;
ή
Σε ποια κατεύθυνση μπορούμε να ξανασκεφτούμε την έννοια του κινήματος και της σχέσης του με τη βιοπολιτική;
Εδώ δεν θα σας δώσω απαντήσεις· πρόκειται για ένα μακροπρόθεσμο ερευνητικό πρόγραμμα. Έχω όμως μερικές ενδείξεις:
- Η έννοια της κινήσεως είναι κεντρική στον Αριστοτέλη, ως σχέση μεταξύ δυνάμεως και πράξεως. Ο Αριστοτέλης ορίζει την κίνηση ως πράξη της δυνάμεως ως δυνάμεως, όχι ως «πέρασμα στην πράξη». Κατά δεύτερον, λέει ότι η κίνηση είναι ατελής, πράξη χωρίς σκοπό (ή χωρίς τελειότητα). Εδώ θα πρότεινα μια τροποποίηση στην άποψή του, και σ’ αυτό ίσως ο Tόνι συμφωνήσει για μια φορά μαζί μου: ότι η κίνηση [/το κίνημα] είναι η συγκρότηση της δυνάμεως ως δυνάμεως. Αν όμως αυτό ισχύει, τότε δεν μπορούμε να σκεφτούμε το κίνημα ως εξωτερικό ή αυτόνομο σε σχέση με το πλήθος. Δεν μπορεί ποτέ να υπάγεται σε μια απόφαση, οργάνωση, κατεύθυνση του λαού, ή να αποτελεί στοιχείο πολιτικοποίησης του πλήθους ή του λαού.
- Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή στον Αριστοτέλη είναι ότι η κίνηση είναι μια πράξη ατελής, χωρίς τέλος, πράγμα που σημαίνει ότι η κίνηση διατηρεί ουσιαστική σχέση με μια στέρηση, μια απουσία τέλους. Η κίνηση είναι πάντοτε, συστατικά, η σχέση με την έλλειψή της, την απουσία τέλους ή έργου. Αυτό στο οποίο διαφωνώ πάντα με τον Tόνι είναι αυτή η έμφαση που δίνει στην παραγωγικότητα. Εδώ πρέπει να ξαναδιεκδικήσουμε την απουσία έργου ως κεντρική. Είναι αδύνατο να υπάρξει τέλος και έργον για την πολιτική: η κίνηση είναι η απροσδιοριστία και η ατέλεια κάθε πολιτικής, αφήνει πάντα ένα υπόλειμμα.
Σε αυτή την οπτική, το ρητό που ανέφερα στην αρχή ως κανόνα μου θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί οντολογικά ως εξής: η κίνηση είναι αυτή που, όταν υπάρχει, είναι σαν να μην υπάρχει, υπολείπεται του εαυτού της, ενώ, όταν δεν υπάρχει, είναι σαν να υπάρχει, περισσεύει από τον εαυτό της. Είναι ένα κατώφλι απροσδιοριστίας ανάμεσα σε μια υπερβολή και μια έλλειψη που χαράζει το όριο κάθε πολιτικής στη συστατική της ατέλεια.
[1] Υπενθυμίζεται ότι ο όρος movimento που χρησιμοποιείται εδώ, όπως και οι αντίστοιχοί του σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες, σημαίνει ταυτόχρονα κίνημα και κίνηση (σ.τ.μ.).
* Στο πρωτότυπο οι ελληνικές λέξεις με λατινικά στοιχεία (σ.τ.μ.).
To παραπάνω κείμενο προέρχεται από διάλεξη του Αγκάμπεν με τίτλο Che cos’è un movimento, στο πλαίσιο σεμιναρίου του δικτύου Uni.Nomade, στις 29 Ιανουαρίου 2005 στην Πάντοβα, με τίτλο Democrazia e Guerra (Δημοκρατία και πόλεμος).
Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης, με βάση τη μεταγραφή και μετάφραση στα αγγλικά από την Arianna Bove
Πηγή κειμένου: Nomadic Universality