Κοινωνικά κινήματα ορίζονται οι συλλογικές συμπεριφορές που τοποθετούνται στο εσωτερικό πολιτιστικών προσανατολισμών, αλλά αμφισβητούν τους τρόπους ελέγχου και κοινωνικής χρήσης των αξιών. Αυτό το διπλό χαρακτηριστικό, της αποδοχής μιας θέσης στο κοινό πολιτιστικό παιχνίδι των αντίπαλων και της επιβεβαίωσης μιας άμεσης και κεντρικής σύγκρουσης ανάμεσά τους, ορίζει τις συλλογικές δραστηριότητες που απόκαλούμε «κοινωνικά κινήματα». Ο ορισμός αυτός αφήνει κατά μέρος δυο τύπους φαινομένων. Από τo ένα μέρος τις συλλογικές δράσεις που αρνούνται τους προσανατολισμούς και τις κοινωνικές και πολιτιστικές μορφές οργάνωσης που ταυτίζονται με τα συμφέροντα και την ιδεολογία ενός αντιπάλου. Ιδιαίτερα, ένα κοινωνικό κίνημα δεν είναι της ίδιας φύσης με έναν πόλεμο εμφύλιο ή παγκόσμιο: αυτός πιστοποιεί ότι μεταξύ των αντιπάλων δεν υπάρχει τίποτα το κοινό. Αν αντιθέτως κοιτάξουμε το εργατικό κίνημα, βλέπουμε αμέσως πως αυτό, αποδεχόταν ανέκαθεν τους ίδιους πολιτιστικούς προσανατολισμούς του εχθρού του, δηλαδή της τάξης των εργοδοτών! Αποδέχεται την ιδέα της προόδου και της αναγκαίας ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, σέβεται τις μηχανές την εργασία και την αποταμίευση την ίδια στιγμή που αρνείται την ιδιοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων από την άρχουσα τάξη ανεξάρτητα από το πώς ορίζεται αυτή.
Από το άλλο μέρος, ένα κοινωνικό κίνημα δεν περιορίζεται σε μια ομάδα πίεσης ή σε μια ομάδα συμφέροντος κι ακόμη λιγότερο σε μια απλή διεκδίκηση. Μια διεκδίκηση που προσπαθεί να τροποποιήσει τη σχέση ανάμεσα στη σημασία που δίνει σ΄ αυτήν αυτός που δρα, και σε κείνη που της αποδίδει ένα ξεχωριστό κοινωνικό περιβάλλον. Μια ομάδα πίεσης προσπαθεί ν΄ αυξήσει την επιρροή της σ΄ ένα σύστημα όπου λαμβάνονται από-φάσεις ή τουλάχιστον ν΄ αποφύγει τη μείωση της επιρροής αυτής. Ένα κοινωνικό κίνημα είναι μια συλλογική δράση σύγκρουσης, που προσπαθεί να τροποποιήσει τον τρόπο της κοινωνικής χρήσης των πολιτιστικών μοντέλων με τα οποία ένα σύνολο οικοδομεί τις σχέσεις του με το περιβάλλον, είτε πρόκειται για ένα μοντέλο επένδυσης είτε για ένα μοντέλο γνώσης ή για ένα μοντέλο ηθικής. Αυτός ο περιοριστικός ορισμός δεν σημαίνει πως οι άλλοι τύποι συλλογικών συμπεριφορών που υπάρχουν στερούνται ενδιαφέροντος, αλλά μονάχα πως μας ενδιαφέρει να κατατάξουμε και να οριοθετήσουμε τη συζήτηση σ΄ ένα καθαρό και πολύ ορισμένο τύπο κοινωνικών φαινομένων.
Αυτό γίνεται ακόμα περισσότερο απαραίτητο, δεδομένου ότι η ιδέα αυτή της κοινωνικής έκφρασης είναι καινούργια στη κοινωνιολογική σκέψη. Τελικά, η απεικόνιση της κοινωνίας οργανώθηκε τις περισσότερες φορές, γύρω από την αναζήτηση μιας κεντρικής αρχής μιας δικλείδας αξιών, κανόνων, μορφών κοινωνικής οργάνωσης, ορισμών, καταστατικών και ρόλων. Είτε πρόκειται για το θείο λόγο, το φυσικό δίκαιο ή την έννοια της ιστορίας αυτή η κεντρική αρχή συνεπάγεται τον ορισμό της κοινωνίας σαν αρχιτεκτονικό έργο που απειλείται από τις ακράτειες ή από εξωτερικούς εχθρούς έτσι ώστε να μπορεί να εμφανίζει τα κοινωνικά κινήματα σαν εξωτερικές δυνάμεις, όπως οι βάρβαροι που εισβάλλουν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ή οι εργαζόμενοι της black county που καταστρέφουν τις παραδόσεις και τη μαγεία της green country ή όπως οι νέοι που εξεγείρονται ενάντια στην κατεστημένη τάξη των ώριμων.
Η ιδέα του κοινωνικού κινήματος γίνεται απαραίτητη και χρήσιμη μόνον όταν η κοινωνιολογική ανάλυση αρνείται κάθε προσφυγή σ΄ αυτή την αρχή της ενοποίησης. Εξετάζει, αντιθέτως, την κοινωνική τάξη σαν το προσωρινό αποτέλεσμα, σαν το ασταθές και κατά ελλιπή τρόπο ολοκληρωμένο σύνολο κοινωνικών σχέσεων, μεταξύ των δρώντων που αγωνίζονται για την κυριαρχία και τον έλεγχο εκείνου που ονομάζουν ιστορικότητα,
σχεδιάζοντας με μια μόνο λέξη το σύνολο των πολιτιστικών μοντέλων με τα οποία μια κοινωνία παράγει την εμπειρία της και κατά συνέπεια την ιστορία της. Η ιδέα του κοινωνικού κινήματος συνδέεται με κείνη τη μεγάλη ανατροπή της κοινωνιολογικής σκέ- ψης που έπαψε να τοποθετεί την κοινωνία στην ιστορία κι αρχίζει να ενδιαφέρεται για τους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνίες παράγουν την ιστορία τους, δηλαδή παράγονται αυτές οι ίδιες.
Η σημαντική συνέπεια της ανατροπής συνίσταται στο γεγονός πως τα κοινωνικά κινήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν απόλυτα «δυνάμεις». Πρόκειται κυρίως για κοινωνικούς δρώντες, δηλαδή ακολουθώντας το παράδειγμα του Weber, για δρώντες που προσανατολίζονται και καθορίζονται από σχέσεις μ΄ άλλους κοινωνικούς δρώντες. Η μελέτη των κοινωνικών κινημάτων δεν είναι επομένως η μελέτη μιας κατάστασης και των αντιθέσεων της μιας τάξης καθ΄ εαυτής. Αυτού του είδους η μελέτη, θα έπρεπε να συμπληρώνεται και να ολοκληρώνεται από τη μελέτη του περάσματος στη θεληματική κι οργανωμένη πάλη. Δεν υπάρχει κοινωνικό κίνημα που να μην έχει μια κάποια γνώση του εαυτού του. Δηλαδή, δεν υπάρχει κοινωνικό κίνημα του οποίου η γνώση να μπορεί εντελώς να διαχωριστεί από τη συνείδηση του, αλλά δεν θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι η μελέτη των κοινωνικών κινημάτων μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των προσανατολισμών των δρώντων. Στην πραγματικότητα, η γνώση ενός κοινωνικού κινήματος υποθέτει πως η ανάλυση διατρέχει τουλάχιστον τέσσερεις κυρίως σταθμούς.
Πριν απ΄ όλα πρέπει να καθορίσουμε τους προσανατολισμούς ενός κινήματος, τοποθετώντας το σε μια ειδική κοινωνική σχέση και καθορίζοντας την κοινή θέση των δυο αντίπαλων στο παιχνίδι την οποία αυτοί αμφισβητούν και διεκδικούν τον έλεγχο της. Στη συνέχεια πρέπει να εξετάσουμε τις πραγματικές συνθήκες σχηματισμού και ύπαρξης ενός κινήματος, αυτό που συνιστά τη λεγόμενη θεωρία του δρώντα. Χρειάζεται επίσης να εξετάσουμε την αναλαμβανομένη από ένα κοινωνικό κίνημα ιστορική μορφή, δηλαδή τη συγκυρία στην οποία τοποθετούνται και τις σχέσεις που σταθεροποιούν, τις κινήσεις πολιτιστικής ανανέωσης, τους μηχανισμούς κοινωνικής αλλαγής.
Πρέπει ακόμη να μελετήσουμε τις πρακτικές και τις μορφές δράσης ιδιαίτερα τους μηχανισμούς κινητοποίησης των δυνάμεων δράσης, το ρόλο που διαδραματίζουν τα σύμβολα και τα τυπικά και το είδος της ηγεσίας που αναζητείται από αυτό ή από εκείνο τον τύπο συλλογικής δράσης. Όπως βλέπουμε, η μελέτη των κοινωνικών κινημάτων δεν αποτελεί ένα κεφάλαιο στο περιθώριο της κοινωνιολογικής ανάλυσης. Για τους σκοπούς της μελέτης του κοινωνικού συστήματος και της λειτουργίας του δεν επαρκεί ένα κεφαλαίο που να αφορά τους μηχανισμούς απόκλισης, περιθωριοποίησης, συγκρούσεων και μεταβολών. Αντίθετα, τα κοινωνικά κινήματα είναι συλλογικές δραστηριότητες με τις οποίες, μέσω των κοινωνικών συγκρούσεων και της εκτίμησης των πολιτιστικών στόχων οικοδομούνται τα πλαίσια της κοινωνικής πρακτικής. Πλαίσια που στη συνέχεια μετασχηματίζονται από τους θεσμούς και τις οργανώσεις σε λειτουργικά σχήματα και πρακτικές. Το ερώτημα λοιπόν πάνω στην ύπαρξη των νέων κοινωνικών κινημάτων αποτελεί κατά συνέπεια τον πιο άμεσο τρόπο για ν΄αναρωτηθούμε μήπως, κάτω από τα μάτια μας, οικοδομείται ένας νέος τύπος κοινωνίας του οποίου, οι πολιτιστικοί προσανατολισμοί, οι κυρίως κοινωνικοί δρώντες, τα πεδία και οι μορφές των αγώνων και των διαπραγματεύσεων θα είναι πολύ διαφορετικοί από κείνους που προσιδιάζουν και στην πιο γνώριμη κοινωνία.
Ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός, αντιιμπεριαλιστικός και αντιαποικιακός, έχει, κατ΄ επανάληψη, ληφθεί από τα θέματα των νέων κοινωνικών κινημάτων. Ήταν φανερό, πως δεν υπήρχε τίποτα το κοινό, στις ΗΠΑ, ανάμεσα στο Free Speech Movement του Berkeley στα 1964 και στην ιδεολογία της SDS στο Κολούμπια και στους Weathermen στη συνέχεια. Η αντίθεση αυτή ήταν ακόμα πιο φανερή στη Γαλλία του 1968 όπου το άνοιγμα του πολιτιστικού ρήγματος, ο σχηματισμός νέων κοινωνικών κινημάτων και η αριστερίστικη ιδεολογία μπερδεύονταν, ενισχύονταν αμοιβαία δίχως εν τούτοις να εξαφανίζεται όλο αυτό που τις αντιπαρέθεται μεταξύ τους. Η πιο μετριοπαθής κριτική που μπορεί να γίνει στις μελέτες μιας δεκαετίας είναι πως αυτές δεν αναζητούν να διαχωρίσουν τα κοινωνικά κινήματα, αναλυόμενα στη γενική φύση τους, από τις ιδιαίτερες ιστορικές μορφές με τις οποίες εκδηλώνονται. Αλλά οι μελετητές έχουν το δικαίωμα να αποκριθούν πως η αδυναμία αυτή ήταν αναπόφευκτη.
Ο Μαρξ δεν μπόρεσε να λάβει υπόψη του τις ιδιαίτερες συνθήκες της καπιταλιστικής βιομηχανοποίησης στην Αγγλία αφού, η ασχολία του συνίσταται στο να προσφέρει, πριν από κάθε τι άλλο, μια γενική θεωρία του καπιταλισμού με βάση μόνο το αγγλικό παράδειγμα, για τον εξαιρετικό λόγο πως τη στιγμή που διαμόρφωνε τη σκέψη του, το βρετανικό παράδειγμα ήταν το πιο σημαντικό και σχεδόν το μόνο που μπορούσε να παρατηρήσει. Κατά τον ίδιο τρόπο, στη διάρκεια των χρόνων του ΄60, το ουσιαστικό για τους μελετητές συνίσταται στο να ληφθούν υπόψη τα νέα πεδία των κοινωνικών αγώνων. Μα αν αποδεχόμαστε τη δικαιο-λόγηση των παρατηρητών του 1970, αυτό δεν σημαίνει πως οι παρατηρητές του 1980 πρέπει να είναι ικανοποιημένοι απ΄ αυτή την απλουστευτική ταυτοποίηση, ανάμεσα σε μια κοινωνική δομή και μια ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία, και πως μεταξύ των αποκαλουμένων νέων κοινωνικών κινημάτων χρειάζεται να μάθουμε να ξεχωρίζουμε εκείνο που είναι γενικό από κείνο που είναι μερικό και μεταβατικό.
Αυτό γίνεται ακόμα πιο απαραίτητο εξ’ αίτιας του γεγονότος ότι τα μεγάλα θέματα αμφισβήτησης δεν οδήγησαν στη διαμόρφωση νέων και μεγάλης σπουδαιότητας πολιτικών δραστηριοτήτων. Ενώ το εργατικό κίνημα, και ιδιαίτερα ο συνδικαλισμός, έφτασαν γρήγορα στο σχηματισμό ομάδων κινημάτων και σοσιαλιστικών κομμάτων, πρέπει να γνωρίζουμε πως μέχρι τώρα τα νέα κοινωνικά κινήματα οδηγήθηκαν στο σχηματισμό οικολογικών κομμάτων των οποίων η εκλογική επίδραση παρέμεινε πολύ περιορισμένη και στην παρουσίαση γυναικείων υποψηφιοτήτων που γενικά συγκέντρωσαν έναν αριθμό ψήφων πολύ κατώτερο από την πραγματική επίδραση τους στη δημόσια γνώμη. Πρέπει. επομένως, να ερευνήσουμε τα όρια μιας ξεχωριστής ιστορικής συγκυρίας, τη συμφόρηση των κοινοτικών κινημάτων που καθόρισε το τέλος αυτής της συγκυρίας, και ν’ αναρωτηθούμε αμέσως μετά, αν η κρίση είναι μονάχα συγκυριακή κι αν δεν πλήττει τα κοινωνικά κινήματα στην ίδια την ύπαρξη τους.
Τώρα, πρέπει να επαναλάβουμε την πρωτοβουλία ν΄αλλάξουμε την πορεία της παρατήρησης μας και να θέσουμε ένα ερώτημα λιγότερο ιστορικό και περισσότερο κοινωνιολογικό από αυτό που μόλις εξετάσαμε. Με ποιο τρόπο τα κινήματα μπορούν να συνενώνονται, συγκεντρώνονται και να οργανώνονται σε συλλογικές δραστηριότητες, ικανές να θέτουν σε κρίση τις κεντρικές μορφές της κοινωνικής κυριαρχίας και να γίνονται αληθινά και πραγματικά κοινωνικά κινήματα;
Πρέπει επομένως, ν απαλλαγούμε από την εικόνα των κοινωνικών κινημάτων που φαινόταν να είναι φυσική στην περίοδο των χρονών του ΄60: αυτά, δεν μπήκαν οπλισμένα στη σκηνή της ιστορίας. Πιθανότατα, το γεγονός ότι δεν έγιναν ποτέ ιστορικές προσωπικότητες, μα παρέμειναν πάντα χώροι θεωρητικά κεντρικοί μα στην πράξη δίχως βαρύτητα, μεταξύ συμπληρωματικών σχημάτων και αντίθετων κοινωνικών πρακτικών, να είναι συνυφασμένο με την φύση τους. Από την στιγμή που απαλλαγήκαμε απ΄ αυτή την αρχική σύγχυση, ανάμεσα στη θεωρητική πραγματικότητα και στην πραγματική ύπαρξη των κοινωνικών κινημάτων, ενδιαφέρει να εξετάσουμε τις συνθήκες στις οποίες σχηματίζονται.
Τα κοινωνικά κινήματα δεν διαμορφώνονται σ’ ένα κοινωνικό κενό, όπως η γέννηση μιας νέας κοινωνίας. Μπορούν να διαμορφώνονται μόνο στα περιθώρια της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης ή σαν εξέγερση και άρνηση. Πρόκειται επομένως να γνωρίσουμε το πώς αυτές οι αντιδράσεις της κρίσης μπορούν να μετασχηματιστούν σε θετικά κοινωνικά κινήματα διαπερνώντας έναν ορισμένο αριθμό ενδιάμεσων επίπεδων συλλογικής δράσης, τοποθετούμενα είτε στο επίπεδο της οργάνωσης είτε στο επίπεδο των συστημάτων που λαμβάνονται οι αποφάσεις. Είναι δύσκολο, κατά συνέπεια, να φανταστούμε ότι μια εξέγερση μπορεί να μετασχηματιστεί αμέσως σε κεντρική σύγκρουση. Η εξεγερμένη δύνα μη είναι εξαιρετικά αδύναμη και υποκείμενη σε πιέσεις που την περιθωριοποιούν. Χρειάζεται, επομένως να καταχωρηθεί στην κοινωνική οργάνωση, οικοδομώντας τις διεκδικητικές ικανότητες της. Χρειάζεται στην συνέχεια να μετασχηματιστεί σε ομάδα πίεσης και να ασκήσει μια συγκεκριμένη επίδραση. Οι εξεγέρσεις ή οι αποκλίσεις, αν δεν εισέρθουν στην λειτουργικότητα της κοινωνίας, μεταμορφώνονται δυναμικά σε δυνάμεις ρήξης, κι αυτό μπορεί να καταλήξει σε μια επανάσταση, αν οι αρνημένες από την κοινωνική οργάνωση, δυνάμεις, και τα συστήματα που λαμβάνονται οι αποφάσεις, είναι αρκετά ισχυρές κι αν η κατεστημένη τάξη έχει βαθιά κλονιστεί από μια πρωτοφανή κρίση. Στην περίπτωση των δυτικών κοινωνιών και των νέων κοινωνικών κινημάτων, μπορούμε να δεχτούμε ότι η επαναστατική διέξοδος είναι ελάχιστα δυνατή ακόμη και στη σημερινή συγκυρία, δεδομένου του χαρακτήρα των συστημάτων που λαμβάνονται οι αποφάσεις και της διαχείρισης των συγκρούσεων. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετάσουμε μεθοδικά τους ευνοϊκούς ή δυσμενείς παράγοντες των βαθμίδων των εξεγέρσεων και της κοινωνικής άρνησης των οργανωμένων διεκδικήσεων, μετά τις πιέσεις πολιτικού τύπου και τελικά, ένα κοινωνικό κίνημα, όπως ακριβώς έχει λεχτεί.
Το πέρασμα από εξεγερσιακές συμπεριφορές ή άρνησης για διεκδικήσεις, υποθέτει το σχετικό άνοιγμα της λειτουργίας των οργανώσεων και μια δράση των δυνάμεων κοινωνικού έλεγχου. Αυτός ο συνδυασμός θετικών και αρνητικών στοιχείων ξανασυναντάται αναγκαστικά σ’ όλα τα επίπεδα. Αν υπάρχει μόνο οπισθοδρόμηση, οι συμπεριφορές άρνησης μετασχηματίζονται σε συλλογική εξέγερση, μα αυτή η τελευταία αντιμετωπίζεται άμεσα και τις περισσότερες φορές η εξεγερμένη ομάδα οδηγείται, πολύ γρήγορα, σε εξτρεμιστικές θέσεις που, περιθωριοποιώντας την, προκαλούν την ήττα της. Αντιθέτως, η απουσία καταστολής κι ένα μεγάλο οργανωτικό άνοιγμα, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «δημοκρατικά», καταλήγουν στο συντεχνιασμό των διεκδικήσεων, από την πρώτη φάση των οργανώσεων αυτών.
Το πρώτο επίπεδο διαμόρφωσης ενός κοινωνικού κινήματος απαιτεί λοιπόν μια σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής που από ένα κλίμα εξέγερσης καταλήγει στην οργάνωση ενός σχήματος αντιπολίτευσης· μα αυτή η τελευταία, αν δεν μπορέσει να τροποποιήσει τη λειτουργία ενός τομέα της κοινωνικής οργάνωσης, κλείνεται στον εαυτό της.
Το πέρασμα από την διεκδίκηση στην πολιτική πίεση απαιτεί πριν απ΄ όλα κάποιο άνοιγμα του πολιτικού συστήματος και ιδιαίτερα επεμβάσεις των πολιτικών συμμάχων των διεκδικητικών δυνάμεων. Έτσι, στο τέλος του 19ου αιώνα, οι εργατικές διεκδικήσεις και η συνδικαλιστική δράση βοηθήθηκαν στο μετασχηματισμό τους σε εργατικά κινήματα από τη δοσμένη υποστήριξη των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων: ρεπουμπλικανικά, δημοκρατικά ή ριζοσπαστικά κόμματα, ανάλογα με τις χώρες. Μα απαιτείται επίσης, οι παρουσιαζόμενες διεκδικήσεις να είναι διαπραγματεύσιμες και μη διαπραγματεύσιμες, με τρόπο τέτοιο ώστε όταν η διεκδικητική δράση εισέρθει στο πολιτικό σύστημα να μην απορροφηθεί απ’ αυτό, αλλά ενδυναμωμένη από τις επιτυχίες της, κάνει συγχρόνως φανερό με την αμφισβήτηση πως δεν είναι εξ΄ ολοκλήρου διαπραγματεύσιμη κι αφομοιώσιμη από το πολιτικό σύστημα και τα κοινωνικά του θεμέλια.
Τελικά, το πέρασμα από την πολιτική πίεση στο κοινωνικό κίνημα απαιτεί την επέμβαση ενός καθολικού και συγκρουσιακού παράγοντα. Ο κύριος συγκρουσιακός παράγοντας, είναι ένας σοβαρός καθορισμός του κοινωνικού αντίπαλου. Οι πλέον ενεργητικοί παράγοντες που συνετέλεσαν στην οικοδόμηση του εργατικού κινήματος υπήρξαν η συνείδηση και η δράση της τάξης των αφεντικών της βιομηχανίας. Από το άλλο μέρος, δεν σχηματίζεται κανένα κοινωνικό κίνημα αν η σύγκρουση δεν συνδέεται μέσω του υπό σχηματισμού κοινωνικού κινήματος με την ταυτότητα πολιτιστικών άξιων. Το εργατικό κίνημα διαμορφώθηκε από την στιγμή την οποία ξεπεράστηκε η άρνηση των μηχανών κι έγινε φανερό πως χρειαζόταν να τεθούν οι μηχανές και η πρόοδος στην υπηρεσία των εργαζόμενων και του λαού.
Ποια είναι η σημερινή κατάσταση και ποιες είναι οι δυνατότητες ώστε η δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης να μετασχηματιστεί σε κοινωνικό κίνημα; Οι κοινωνίες μας είναι ελάχιστα κατασταλτικές και η ικανότητά τους για οργανωτική προσαρμογή είναι σχετικά μεγάλη. Ωστόσο μπορούμε να σκεφτούμε πως η εξέλιξη των μεγάλων μηχανισμών παραγωγής που υπόκεινται σε μια δημοκρατική λογική, περιορίζει την ευκαμψία πολλών οργανώσεων και οδηγεί κατά συνέπεια τις δυνάμεις που εκφράζουν μια δυσαρέσκεια να περάσουν σ΄ ένα κοινωνικό επίπεδο δράσης. Σήμερα, σ΄ ένα τέτοιο επίπεδο, εκείνο των συστημάτων όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις το άνοιγμα φαίνεται αξιόλογο, ιδιαίτερα στις χώρες με σοσιαλδημοκρατική παράδοση που συχνά διαθέτουν μια μεγάλη ικανότητα πρώιμης θεσμοποίησης των νέων κοινωνικών συγκρούσεων. Τον ίδιο καιρό το μη διαπραγματεύσιμο μέρος παραμένει αξιοσημείωτο όπως βλέπουμε τόσο στο οικολογικό κίνημα, όσο και στο κίνημα των γυναικών κι αυτό δείχνει πως τα υπό σχηματισμό κινήματα βρίσκουν εύκολα τη δυνατότητα να εκφραστούν σ΄ένα επίπεδο κυρίως πολιτικό, ασκώντας μιαν επίδραση πάνω στις αποφάσεις και διατηρώντας συγχρόνως την αυτονομία τους σαν κοινωνική δύναμη. Αντιθέτως, το πέρασμα στο επίπεδο του κοινωνικού κινήματος είναι δύσκολο. Αυτό εξαρτάται, πριν απ΄όλα, από τις αδυναμίες των ταξικών συνειδήσεων των τεχνοκρατικών ιθυνόντων, αδυναμία που εξαρτάται από το γεγονός πως οι μηχανισμοί περάσματος στη μεταβιομηχανική κοινωνία είναι σήμερα σπουδαιότεροι και πιο εμφανείς από τους μηχανισμούς λειτουργίας αυτής της κοινωνίας. Αυτό προκύπτει από το γεγονός πως η βιομηχανική Δύση δεν κατέχει πλέον στον κόσμο μια ηγεμονική θέση, όπως στον δέκατο ένατο αιώνα και πως κατά συνέπεια, ο ρόλος του κράτους είναι πάντοτε μεγαλύτερος σε σημείο τέτοιο, ώστε για πολλούς τεχνοκράτες ονομάζονται άλλοι οικονομικοί λειτουργοί πράγμα που αποτελεί μια επικίνδυνη σύγχυση ανάμεσα στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων ιδιαίτερα στις ταξικές σχέσεις από το ένα μέρος κι εκείνο των πρωτοβουλιών του κράτους από το άλλο. Στη διάρκεια των χρόνων της μεγάλης ανάπτυξης, η ταξική συνείδηση των τεχνοκρατών εξελίχτηκε γρηγορότερα. Ο ερχομός των κρίσεων προκάλεσε είτε από τη μεριά των ιθυνόντων είτε από τη μεριά των λαϊκών κινημάτων, μια οπισθοδρόμηση που τείνει να περιορίσει τις κοινωνικές συγκρούσεις σ΄ένα υποδεέστερο επίπεδο. Ο άλλος αναγκαίος παράγοντας για το σχηματισμό των κοινωνικών κινημάτων είναι η αναγνώριση από τη μεριά των παρα-γόντων που βρίσκονται σε σύγκρουση, των θεσμών στο παιχνίδι, των αγώνων τους.
Τώρα, αυτή η θέση στο παιχνίδι, μπορεί να διατυπωθεί και να παραμείνει ζωντανή μονάχα από τη δράση των διανοουμένων. Κυρίως γι΄ αυτό, τον δέκατο ένατο αιώνα από τον Saint Simon, τον Auguste Conte, ως τον Darwin και τους κοινωνικούς διανοητές τους επηρεασμένους απ΄ αυτόν, τα μεγάλα θέματα της προόδου και της εξέλιξης επιβλήθηκαν με την πιο μεγάλη δύναμη. Σήμερα είναι αλήθεια, πως μερικοί διανοούμενοι αποτελούν ένα νέο μοντέλο γνώσης και συντελούν έτσι στο να εμφανιστούν οι νεωτερισμοί των μηχανισμών σύγκρουσης, μα είναι ακόμα πιο αληθινό πως τα σπουδαιότερα ρεύματα στη ζωή του διανοουμένου συνεχίζουν να είναι ερμηνείες πρακτικών ή περασμένων αγώνων του τρόπου με τον οποίο πολύ συχνά οι διανοούμενοι εμφανίζονται να αντιτίθενται στην ανάλυση των νέων κοινωνικών γεγονότων. Το σύνολο αυτών των παρατηρήσεων οδηγεί στο συμπέρασμα πως η σημερινή κατάσταση των βιομηχανοποιημένων δυτικών κοινωνιών ευνοεί το σχηματισμό ρευμάτων αμφισβήτησης κι επίσης είναι αρκετά ευνοϊκή για το σχηματισμό τους σε ομάδες πίεσης, αλλά το πέρασμα στο επίπεδο των κοινωνικών κινημάτων εμφανίζεται ακόμα πρώιμο. Για το λόγο αυτό παρατηρούμε συχνά τα σημερινά περιστατικά των θεσμοποιημένων διεκδικητικών δυνάμεων και τα «εμπαθή» μη διαπραγματεύσιμα υπόλοιπα, αλλά ανίκανα καθ΄εαυτά να τροφοδοτήσουν ένα κοινωνικό κίνημα. Αντίθετα, φαίνεται να είναι δύσκολο οι δυσαρεστημένοι να μετασχηματιστούν σε εξεγέρσεις κι οι εξεγέρσεις σε επαναστατικά κινήματα στις χώρες στις οποίες το πολιτικό άνοιγμα παραμένει μεγάλο, όπως σήμερα μπορούμε να δούμε στη Γερμανία, όπου το ειρηνιστικό κίνημα τον ίδιο καιρό που στηρίζεται στη θέληση για ριζοσπαστική πολιτική ρήξη, συμμετέχει στο πολιτικό σύστημα κατά διάφορους τρόπους κι ασκεί μια μεγάλη επίδραση στο κόμμα που βρίσκεται στην κυβέρνηση.
Αναρτήθηκε από ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ