Υπάρχει μια επιβεβλημένη και καθαγιασμένη καθημερινότητα και ως τέτοια δεν αξιώνει τίποτα άλλο παρά τα εύσημα του υγιούς, του κανονικού, του φυσικού και του φυσιολογικού. Ξεκινάει νωρίς το πρωί σε ήρεμους τόνους με δύο γουλιές καφέ στο σπίτι ή έναν καφέ στο χέρι, συνεχίζει μέσα στην ετερόνομη χρονικότητα των μη- τόπων των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, κι έπειτα δουλειά, πανεπιστήμιο, σπίτι, φαί και ύπνος.
Αναντίρρητα, ίσως, θα πρέπει να δεχθούμε πως υπάρχει ένα σεβαστό- αν όχι και πλειοψηφικό- κομμάτι της κοινωνίας που αποδέχεται αυτή την κανονικότητα, αναμφίβολα ένα άλλο μέρος που βλέπει κριτικά τις παράπλευρες πτυχές της και υπάρχει και ένα ακόμη κομμάτι, αν μπορούμε εν ίδει απλούστευσης να το χαρακτηρίσουμε έτσι. Λοιπόν, αυτό το τελευταίο μέρος διακρίνεται από τη ριζική άρνηση κάθε κανονικότητας, ως εκ των ουκ άνευ φυσικής και αναντίρρητης κατάστασης.
«Μισεί» καθετί το ακίνητο, το βαλσαμωμένο, το φυσικό, το οικείο. Ψάχνει το ανοίκειο, τον φόβο του ανοίκειου, την άρση των ισχυουσών ταξινομήσεων, την επαναπραγμάτευση δηλαδή με λίγα λόγια του πώς σημαίνει η εξουσία μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτή η κίνηση που επιζητεί αυτό το μειοψηφικό, εν μέρει και εσωστρεφές, κομμάτι της κοινωνίας, αυτή η κίνηση που δεν μπορεί να είναι παρά (επαν)στατική είναι ό, τι για τους θιασώτες της (συν)τήρησης ονομάστηκε βία. Βία, δηλαδή, είναι το «από τα κάτω» δικαίωμα στον αναστοχασμό και στην επαναπραγμάτευση των όρων της δικής τους ζωής. Βία, δηλαδή, είναι η αυτενέργεια και η αυτονομία. Βία, δηλαδή, είναι η απεξάρτηση από τις επιβεβλημένες κανονικότητες του κυρίαρχου λόγου. Βία, δηλαδή, είναι ό, τι μπορεί να άρει μια κατεστημένη συνθήκη. Αν με τη «βία» εννοούμε όλα αυτά, καθώς και όσα συμπαρέρχονται αυτών, τότε- ναι- είμαστε με τη «βία».
Αλλά, αν από την άλλη, η βία έρθει να παίξει μέσα στα συμφραζόμενα των λεχθέντων μας, μ’ έναν τρόπο αποτρεπτικό, για την το κατά το δυνατόν καλύτερη συνύπαρξη των ανθρώπων μέσα στις οργανωμένες κοινωνίες, τότε μάλλον θα λειτουργούσαν διαφωτιστικά ορισμένοι καταγεγραμμένοι διάλογοι από τον δημόσιο χώρο, ενδεικτικοί των οποίων μπορεί να είναι και οι παρακάτω.
Στο λεωφορείο.
«Μη μ’ ακουμπάς! Δε θέλω να μ’ ακουμπάς!»
«Μη μιλάς! Είναι 9 η ώρα το πρωί και θέλω απόλυτη ησυχία.»
«Πάρε το καρότσι και το μωρό σου και πήγαινε με τα πόδια. Δε βλέπεις ότι δεν χωράμε;»
Στον δρόμο.
«Μόλις λεύκανα τους τοίχους και μου τους λέρωσαν ξανά τα τσογλάνια»
«Θέλουμε να βγάλουμε το ψωμί μας μέσα στην κρίση, κι αυτοί κάνουν απεργίες και πορείες και μπλοκάρουν όλο το κέντρο.»
«Ψιτ, κοπελιά; Είσαι για ένα στα γρήγορα;»
«Μη κάθεσαι, κορίτσι μου, μπροστά από τη βιτρίνα μου. Διώχνεις την πελατεία.»
Στο πανεπιστήμιο.
«Θέλω τη σχολή μου ανοιχτή.»
«Θα χρειαστούμε αυτό το σύγγραμμα για την εξεταστική. Τ’ αντίτυπα στη βιβλιοθήκη είναι περιορισμένα. Παρακαλώ, αγοράστε το.»
«Με συγχωρείς, αλλά δεν μπορώ να σου βάλω δεύτερο πιάτο. Οι μερίδες είναι περιορισμένες.»
Στη δουλειά.
«Φυσικά, και δεν θα σταθώ απέναντι στην απεργία σας, αλλά με βάζεις σε δύσκολη θέση.»
«Πέρνα για δοκιμαστικό το Σάββατο. Δεν μπορώ να στο πληρώσω, αλλά θα ξέρεις- τουλάχιστον- άμεσα, αν θα πάρεις τη θέση.»
Σιωπή. Η κηδεία έχει γίνει από καιρό. Σ’ ένα άδειο νεκροταφείο, ξεχασμένο ακόμα και απ’ τον χρόνο, μπορεί να δικαιολογηθεί μια τέτοια σιωπή. Ο ήχος είναι ενοχοποιημένος. Η φωνή έγινε ψίθυρος. Ο ψίθυρος έγινε άναρθρο μουρμούρισμα. Και το μουρμούρισμα έγινε το άηχο ουρλιαχτό μας. «Γιατί χαχανίζετε τόσο δυνατά; Δεν καταλαβαίνετε ότι ενοχλείτε;» Όσοι γέλαγαν, σταμάτησαν κι αυτοί. Η σιγή είναι πλέον καθεστώς. Το καθεστώς του φόβου. Δηλαδή, της βίας.
Λευκό. Είναι «ωραίο» το καθαρό λευκό των τοίχων, το προσεγμένο, χωρίς γραμμές, χωρίς ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας. Είναι «ωραίο» το καθαρό λευκό του παρκέ, που οι διαδρομές μας είναι αόρατες, κλειστές στο αυτοαναφορικό τους σύμπαν, απασχολημένες από το βαυκαλισμό του «εγώ». Όμως, το αγαπημένο, το πεντακάθαρο, το υγιές, το λογικό, το σύνηθες λευκό είναι και πολλά ακόμη. Η Κ. Γώγου θα γράψει: «Άσπρη είναι η αρία φυλή η σιωπή τα λευκά κελιά το ψύχος το χιόνι οι άσπρες μπλούζες των γιατρών τα νεκροσέντονα η ηρωίνη. Αυτά λίγο πρόχειρα για την αποκατάσταση του μαύρου.» Η απώλεια της φαντασίας, η ενοχοποίηση της, η επικήρυξη κάθε «αποκλίνουσας» συμπεριφοράς ως «αντικοινωνικής», μέσα σ’ αυτή την κοινωνία που θαυμάζει αυτό το λευκό, δεν μπορεί να είναι παρά βία.
Λίγο παραπάνω ειπώθηκε πως βία είναι για τους θιασώτες της συντήρησης κάθε ιστορική κίνηση που βαίνει προς τον επαναπροσδιορισμό της ζωής στις οργανωμένες κοινωνίες. Όμως, αυτή η συντήρηση, που επιζητεί την άρση κάθε κινηματικού εγχειρήματος, κάνει χρήση ορισμένων διακριτών εργαλείων, που λίγο έως πολύ εντοπίζονται και στις παραπάνω στιχομυθίες. Ησυχία, νόμος, τάξη, ιδιοκτησία, δουλε(ί)α, εξουσία,… Αυτοί λοιπόν που κατηγορούνται ως υποκινητές της βίας είναι εκείνοι που θα θέσουν και τις εξής διερωτήσεις: γιατί όχι φωνή έναντι σιωπής; γιατί όχι αυτοπροσδιορισμός έναντι ετεροπροσδιορισμού; γιατί όχι τάξη έναντι αταξίας; γιατί όχι κοινοκτημοσύνη έναντι ιδιοκτησίας;
Και ακόμη, βασικότερα θα ρωτήσουν και «Ποιος τ’ αποφάσισε όλα αυτά, πώς και γιατί;». «Αυτοί» που τ’ αποφάσισαν για το λόγο που τ’ αποφάσισαν το έκαναν με τη βία. Μια βία που συστηματικά καταδείχθηκε ως αναντίρρητη κατάσταση, αλλά που αυτό δεν την αναιρεί σε καμία περίπτωση, ως μέρος της γενεαλογίας όλων των ιστορικών συμφραζομένων.
πηγή: http://redwire.gr/using-k2-main/the-other-side/item/1797-as-milhsoume-gia-via.html