Αφιερωμένο στην Αναστασία που μου έμαθε όσα ξέρω και στην Σάρα Άμπι από το Παρίσι.
Πρόλογος
«Ο κόσμος πρέπει να ρομαντικοποιηθεί» – Νόβαλις
Και τι έγινε ο άνθρωπος; Τον κατάπιε μήπως το μηδέν; Ακολουθώντας την σκέψη του σήμερα θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι χορεύουμε πάνω στο μηδέν. Ούτε γή, ούτε νερό, ούτε φωτιά, ούτε αέρας. Όλα αυτά υπάρχουν αλλά το μηδέν παραμονεύει έτοιμο να τα καταπιεί. Η ανθρώπινη ζωή είναι ένα διάλειμμα ανάμεσα σε δύο μηδενικά. Στο ενδιάμεσο ξεχνάει το μηδέν, διασκεδάζοντας. Ενέργειες στηριγμένες σε μια ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Αν το μηδέν είναι το βάθος και η βάση του είναι τότε τα πράγματα σταθεροποιούνται πάνω του. Εμφανίσεις δίχως αυτό που φαίνεται. Η φιλοσοφία του 17ου αιώνα είδε πολύ καλά ότι δεν μπορείς να αφήσεις κανένα χώρο στο κενό. Λίγο να του αφήσεις και πιάνει όλο τον χώρο. Για αυτό όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι του 17ου αιώνα ενώσαν τις φωνές τους για να μας πούνε σε όλους τους τόνους ότι η φύση είναι γεμάτη. Η φύση δεν κάνει άλματα, έλεγε ένα ρητό του μεσαίωνα.
Αλίμμονο, ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται να αναπνέει το μηδέν. Αν δεν παρατηρήσουμε αυτό που τον συνέχει, αυτό που τον περιβάλλει, θα μας απογοήτευε πολύ. Ριγμένος σε απολαύσεις, και γρήγορες αναστατώσεις, μοιάζει με ένα μεγάλο στόλο από τον οποίον μετά την ναυμαχία μένουν δύο-τρεις σανίδες και λίγος καπνός για να υπενθυμίζουν την πρότερη μεγαλοπρέπεια του.
Αναπνέουμε το μηδέν και το διώχνουμε μέσω της διασκέδασης. Όπως είδε ο Πασκάλ αρκεί να αφήσουμε λίγο τον θόρυβο για να βρούμε την ξηρότητα της βαρεμάρας μας. Η σιωπηλή παρέα με τον εαυτό μας φανερώνει το τι είμαστε. Χαρούμενοι ή λυπημένοι.
Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά λόγια για το σύγχρονο δόγμα του μηδενός. Η ποίηση που στηρίζεται σε αυτό το δόγμα υπάρχει σε εκατοντάδες βιβλία και σε χιλιάδες ράφια, σε κάθε σήμα που συναντάμε γράφει «Προσοχή στο μηδέν, γίνε δραστήριος τώρα για να το ξεχάσεις».
Ένα συμπέρασμα βγαίνει από αυτήν την εμμονή με το μηδέν, και την άκρατη δραστηριότητα που πηγάζει από αυτό, για τον σύγχρονο άνθρωπο. Είναι το κακό του καιρού, το κακό του αιώνα. Ο Νίτσε αντλεί την δύναμη του επειδή το διέγνωσε και το αντιμετώπισε. Ο Χάιντεγγερ είδε σε αυτό την δύναμη του Dasein.
Υπάρχει ένας άλλος δρόμος από την ξεχασιά, τον αφελή εκδιωγμό του μηδενός; Την περιφρόνηση του; Μέσω του γέλιου; Χωρίς; Είναι τελικά ο λόγος του Χάιντεγγερ που μας οδηγεί στο να ασπαστούμε το μηδέν : ανθρώπινος;
Αν αντιπαραθεσουμε την εντατικότητα της θέλησης απέναντι στην αναπνοή του μηδενός, δεν θα μας πούνε επικίνδυνα παλιομοδίτες; Υπάρχει τίποτα πέρα από το τέλος του ανθρώπου;
Μένει ένας δρόμος, ούτε δίπλα ούτε παραδίπλα άλλα ευθεία. Μπροστά ή πίσω. Όπως έλεγε ο Καρτέσιος, αν βρεθείς χαμένος σε ένα δάσος η μόνη λύση είναι να χαράξεις μια ευθεία γραμμή.
Κεφάλαιο Ι
Το Ηθικό Μηδέν
I. Ματαιοδοξία
Είναι άραγε η ματαιοδοξία το θεμελιώδες ανθρώπινο μειονέκτημα; Είναι το ισχυρότερο πάθος; Μπορεί να μας ενώσει σαν νήμα διαφορετικές ανθρώπινες ενέργειες και ως τέτοιο να εξηγήσει την ανθρώπινη δραστηριότητα; Ακολουθώντας τον δρόμο που οδηγεί από τον Μακιαβέλι σε ένα Πασκάλ βλέπουμε το πάθος της δόξας να χάνει σε ευγένεια. Για τον Μακιαβέλι ο μεγάλος πολιτικός άνδρας ξεχωρίζει από τον μέτριο χάριν του πάθους της δόξας. Το πιο δυνατό πάθος είναι και το πιο ορθολογικό. Κράτη και αυτοκρατορίες στηρίχθηκαν στο πάθος για δόξα και σεβασμό. Αν κρίναμε βάση του αποτελέσματος θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ευγενές από το πάθος για δόξα.
Ρίχνουμε μια ματιά γύρω μας και βλέπουμε τον συνεχή αγώνα για δόξα. Αυλές και κόλακες υπάρχουν ακόμη. Κρατάει εκείνη ακόμα την ανωτερότητα που τις προσέδιδε ο Ιταλός δάσκαλος; Μήπως η πολιτικοποίηση της, η διασπορά της στην μάζα, δεν την έκανε να φαντάζει, ευτελής;
Αρκεί μια στιγμή αποστασιοποίησης από τον συνηθισμένο ρου της ζωής για να φανεί η ματαιοδοξία που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο. Όπως είπε ο Πασκάλ, είναι ματαιόδοξο να θες να γίνεις μεγάλος. Πολλές φορές είναι μόνο το χιούμορ και η ειρωνεία που μπορούν να διορθώσουν την ματαιοδοξία των μεγάλων. Κανείς δεν θέλει να είναι τραγέλαφος. Έτσι οι μικροί και ταπεινοί στις μέρες μας φαίνεται να έχουν μόνο μια δύναμη, μια εξουσία πάνω στους μεγάλους, να γελάσουν με την ματαιοδοξία τους. Άραγε, το άκρων άωτον της αδικίας δεν θα ήταν το μέγιστο της ματαιοδοξίας παντρεμένο με την σοβαρότητα της εξουσίας; Μια ματαιοδοξία με την οποία δεν θα μπορούσαμε πια να γελάσουμε; Βλέπουμε δυστυχώς τις σύγχρονες μορφές τυραννίας να κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση. Όπως είδε με βαθύτητα ο Πασκάλ, είναι τυραννικό να ζητάς σεβασμό επειδή είσαι όμορφος, ή να ζητάς να σε φοβούνται επειδή είσαι λόγιος, ή να ζητάς να σε αγαπάνε επειδή είσαι ισχυρός. Δεν βλέπουμε μια σύγχυση αυτών των ποιοτήτων σήμερα;
Η ματαιοδοξία κρύβει μία φτωχή εσωτερική ζωή. Αρκεί ο ματαιόδοξος να ξεχαστεί για λίγα-λεπτά για να καταλάβει την φτώχια του. Δεν προκαλείται αυτό από το γέλιο;
Κάναμε την υπόθεση ότι μεγάλο μέρος της δραστηριότητας του ανθρώπου στηρίζεται στην ματαιοδοξία; Για ποιον λόγο; Γιατί αυτή η δραστηριότητα τον κάνει να ξεχνάει το μηδέν της εσωτερικής του ζωής. Δεν θα πηγαίναμε τόσο μακρυά ώστε να πούμε ότι ο μοντέρνος μηδενισμός δημιούργησε την ματαιοδοξία; Αλλά μήπως της έδωσε τον χρωματισμό που έχει σήμερα; Δεν της έδωσε την σοβαρότητα που έχει σήμερα; Συνεχίζοντας αυτή την σκέψη, εύλογα κάποιος μπορεί να θεωρήσει ότι η Γερμανική Φιλοσοφία μετά τον Νίτσε πάντρεψε την ματαιοδοξία με την σοβαρότητα. Γιατί «Εφόσον δεν μπορέσαμε να προσδώσουμε δύναμη στην δικαιοσύνη, προσδώσαμε δικαιοσύνη στην Δύναμη».
ΙΙ. Μοραλισμός και Οντολογική σκέψη
«Ο υπαρξιστής φιλόσοφος πιστεύει ότι ο κόσμος ολόκληρος είναι στο χείλος του γκρεμού για έναν μικρό πόνο στο δάκτυλο του» – Γκάστον Μπασελάρ
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με οριζόντιες παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Να εξηγήσουμε πως η εγρήγορση που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο άνθρωπο στηρίζεται στην ματαιοδοξία του, και πως πίσω από αυτό βρίσκεται ο φόβος του μηδενός και της ανυπαρξίας. Θα παραγάγαμε αναμφίβολα κάποιες πρωτότυπες εκφράσεις. Εν τέλει, από οριζόντια παραλλαγή σε οριζόντια παραλλαγή θα βρίσκαμε όλες εκείνες τις κοινοτοπίες της δημοφιλείς ψυχολογίας. Αλλά αυτά τα συμπεράσματα μπορεί να τα βγάλει μόνος του ο προσεκτικός αναγνώστης, και δεν θέλουμε να του κλέψουμε αυτή την ευχαρίστηση. Ανταυτού σε αυτό το κεφάλαιο θα κινηθούμε σε ένα διαλεκτικό πλαίσιο προσπαθώντας να δούμε τι είναι αυτό στην μοντέρνα φιλοσοφία που οδηγεί προς τον μηδενισμό, χωρίς να ξεχνάμε την πιθανότητα ο μηδενισμός να μην είναι ένα απλά ιστορικό παράγωγο, αλλά ένας κίνδυνος συμφυής με την ανθρώπινη σκέψη όπως είπε σε μια όμορφη έκφραση ο Αμερικάνος ιστορικός της φιλοσοφίας, Στάνλευ Ρόουζεν. Αυτή η διαλεκτική θα είναι το προοίμιο των απαραίτητων ιστορικών αναλύσεων που ελπίζουμε να επιχειρήσουμε αν το επιτρέψουν οι δυνάμεις μας.
Η κινητικότητα της σύγχρονης κοινωνίας έχει πολλαπλός τραγουδηθεί. Όλοι μας έχουμε ακούσει ότι ζούμε σε μαζικές κοινωνίες, που η αλλαγή σαρώνει τα πάντα και τα καθέκαστα. Μήπως όμως είναι ίδιον ενός απαισιόδοξου Νου να εστιάζει σε αυτό που σαρώνεται, σε αυτό που ξεγίνεται και όχι σε αυτό που γίνεται;
Η βαθειά οντολογική σκέψη που αναμφίβολα βρίσκεται στον Χάιντεγγερ και στους ποικίλλους συνειδητούς ή ασυνείδητους ακόλουθους του εστιάζει όπως και ένας επιφανειακός αναγνώστης θα μπορούσε να παρατηρήσει στην περατότητα και ιστορικότητα του ανθρώπου. Θα ήταν αφέλεια να έβλεπε κανείς σε αυτή την περατότητα και ιστορικότητα, άρα ενδεχομενικότητα του Dasein, το δείγμα μιας μετριοπαθούς και ταπεινής σκέψης. Αν εδώ υπάρχει κάποια ταπεινότητα αυτή είναι ακόλουθο μιας πιο θεμελιώδους αλαζονείας.
Πράγματι, αν εξαιρέσουμε μερικούς οριακά ανόητους παπαγαλιστές του Είναι και Χρόνος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι πιο προσεκτικοί ακόλουθοι του Γερμανού στοχαστή έχουν συνείδηση της αλλαζονείας που χαρακτηρίζει αυτό το έργο. Η περατότητα του Dasein, σημαίνει και το ότι η έννοια της δικαιοσύνης είναι αν μη τι άλλο σχετική σε ένα λαό, σε κάθε περίπτωση σε μια ανθρώπινη ομάδα, αν όχι κυριολεκτικά ανύπαρκτη. Οπότε η ομάδα, η αυθεντική ομάδα των «ξύπνιων», αυτών που έχουν κατανοήσει την ενδεχομενικότητα της ύπαρξης , μπορεί, ή καλύτερα πρέπει να φτιάξει μια δικαιοσύνη στα μέτρα της. Η οντολογική σκέψη παίρνοντας τα πράγματα από πιο βαθειά αγνοεί τις απαραίτητες συνθήκες μέσα στης οποίες κινείται η ανθρώπινη σκέψη. Αν κάποιος κοιτούσε τις ανθρώπινες υποθέσεις από άλλον πλανήτη αναμφίβολλα θα έβρισκε λίγες διαφορές ανάμεσα σε μια ομάδα γκάνγκστερ και σε μια ομάδα μουσικών. Το ερώτημα είναι αν αυτή η απόσταση είναι κατάλληλη για να κατανοηθεί μια ανθρώπινη υπόθεση. Προσπαθώντας να προλάβει αυτή την κριτική προς την οποία θα κινηθούν οι πρώτοι κριτικοί της θεμελιώδους οντολογίας ο Χάιντεγγερ γράφει « Το πιο κοντινό είναι το πιο μακρινό». Αυτή η φράση σημαίνει ότι το πιο καθημερινό, το πιο κοντινό στον άνθρωπο είναι και το πιο δυσνότητο και ότι αυτό μπορεί να κατανοηθεί μόνο από μια βαθειά οντολογική σκέψη. Είναι κάπως σαν να είμαστε θεατές του εαυτού μας. Μπορούμε να πούμε τι και πως κάναμε αλλά το γιατί μας διαφεύγει.
Ο μοραλισμός από την άλλη έχει ως απαραίτητη συνθήκη που τον ακολουθεί πάντα, μια γερή δόση επιφανειακότητας. Παίρνει τον άνθρωπο όπως είναι χωρίς να τον απασχολεί η θεμελίωση της ύπαρξης του ανθρώπου, της γλώσσας, του είναι κοκ. Πάνω από όλα, επαινεί ή ψέγει. Για τον μοραλισμό ο άνθρωπος είναι ηθικό ον. Όποιος θεώρησε ποτέ τον άνθρωπο επιφανειακά ίσως να εκπλάγηκε από την αθωότητα του.
Δεν είναι εμφανές ότι η οντολογική σκέψη είναι ουσιαστικά αμοραλιστική και απολίτικη; Διαβάζοντας κάποιους σύγχρονους ιστορικούς εκπλαγόμαστε από την τύφλωση τους σε αυτό το σημείο. Νομίζουν ότι ξεκινώντας από τα βάθη της οντολογίας θα φτάσουν στην επιφάνεια να πάρουνε μια πολιτική και ηθική ανάσα, ποιο δυνατοί και πιο σοφοί από το ταξίδι. Μοιάζουν με κάποιον που θα νόμιζε ότι θα ψάρευε καλύτερα αν κάνει μια κατάδυση στα βάθυ της θάλασσας, πριν κάτσει ήρεμος να ψαρέψει με το καλάμι του στην ακρογυαλιά. Θα πίστευε ότι αυτή η περιπέτεια θα τον έκανε δυνατότερα. Παρατάυτα ποιος ξέρει. Ίσως να γυρνούσε φοβισμένος και λαχανιασμένος και να μην μπορούσε πια να ψαρέψει. Ακόμη περισσότερο, ίσως έχανε την αυγή ή το ηλιοβασίλεμα. Ίσως καλύτερα όλοι εκείνη την ώρα να απολάμβανε την επιφανειακότητα της αθωότητας.
Κεφάλαιο ΙΙ
Η εποχή της διαμάχης
Ι. Μεθοδολογική παρατήρηση όσον αφορά την ιστορική έρευνα
«Τα μεγάλα πνεύματα δίνουν τα χέρια τους πάνω από τους αιώνες» – Ανρί Μπέρξον
Η ενδεχομενικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης θα σήμαινε ότι δεν υπάρχει αυθεντική κατανόηση της ιστορίας. Για την ακρίβεια σημαίνει ότι η μόνη αυθεντική κατανόηση είναι αυτή που στηρίζεται σε μια άπειρα σοβαρή παροντική απόφαση.
Όπως καίρια είδε ο Λέο Στρως, η έννοια της σχετικότητας των μορφών του δικαίου που υποθέτει το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών επιστημόνων του σήμερα κηρύττει την ανοχή σε όλες τις απόψεις. Παραταύτα αναγκάζεται να χωρίσει ανάμεσα σε μία άποψη που ανέχεται όλες τις άλλες, και στην πλειονότητα των μη ανεκτικών απόψεων. Οπότε, πίσω από την απόρριψη του φυσικού δικαίου μπορούμε να διακρίνουμε την προτίμηση ενός φυσικού δίκαιου που ανέχεται όλα τα άλλα. Η ανοχή ως ύψιστη αξία σημαίνει όμως ότι δεν μπορούμε να δεχτούμε το μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο περιεχόμενο όλων των άλλων απόψεων. Οπότε αυτό που ξεκίνησε ως δημοκρατικό κήρυγμα ανεκτικότητας καταλήγει de facto σεμινάριο μη ανοχής. Τότε η ανοχή εμφανίζεται ξανά ως μια αξία ανάμεσα στις χίλιες, και το ιδεαλιστικό βασίλειο που θα ήταν παρουσιάζεται ως μια μάχη όλων εναντίων όλων. Εν τέλει, είναι μόνο μια άπειρα σοβαρή απόφαση που μπορεί να λύσει αυτόν τον δεσμό. Ως τέτοια θα είναι πιο κοντά στην μη ανεκτικότητα, παρά στην ανεκτικότητα που κήρυττε ο πολιτικός μας επιστήμονας.
Εν πάση περιπτώσει, ο ιστορικιστής ερευνητής δεν δυσκολεύεται να κάνει μια ανάγνωση της ιστορίας υπό το πρίσμα της άπειρα σοβαρής απόφασης του. Σε αυτή του την έρευνα κάθε φιλοσοφικό γνωμικό και κάθε φιλοσοφική έννοια θα έχει την στάμπα του παρελθόντος. Αυτός προσπαθεί να ξεφύγει από τις προκαταλήψεις του παρελθόντος. Κάθε φιλοσοφικό σύστημα για αυτόν είναι ένα εμπόδιο στον δρόμο που έχει πάρει.
Ποιος θα τον σώσει όμως από τις προκαταλήψεις του παρόντος; Αν δεχτούμε ότι η ανθρώπινη κοινωνία έχει προκαταλήψεις έπεται ότι έχει και σήμερα. Όποιος μελέτησε σοβαρά την ιστορία την φιλοσοφίας είδε ότι έχουμε μια μετακίνηση της terra incognita και όχι μια κυριολεκτική συσσώρευση.
Ο στοχασμός πάνω στο παρελθόν είναι η μόνη λύση για όποιον δεν θέλει απλά να τρέχει αναστατωμένος πίσω από κάθε τι καινούργιο. Σε αυτόν τον στοχασμό πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά τις απαιτήσεις των δύσκολων έργων που μελετάμε. Ένας Καρτέσιος δεν μπορεί να διαβαστεί χωρίς στοχασμό ούτε ένας Καντ μπορεί να διαβαστεί χωρίς να κάνεις Κριτική.
ΙΙ. Ο Μαρξισμός απέναντι στην Θεμελιώδη Οντολογία
« Ο άνθρωπος εργάζεται για να ζήσει» – Κώστας Αξελός
Η Θεμελιώδη Οντολογία βέβαια δεν εμφανίστηκε εν κενό. Πριν την ποιητικο-πρακτική σκέψη του Χάιντεγγερ υπήρχε η θεωρητικό-πρακτική φιλοσοφία του Μαρξ. Σε αυτόν όπως και σε εκείνο συναντάμε μια φιλοσοφία που προσπαθεί να προκαλέσει ρήξη, μια φιλοσοφία πολιτικοποιημένη, όπως και στους Γερμανούς μετα-Καντιανούς φιλόσοφους ,με εξαίρεση τον Σοπενχάουερ, βλέπουμε μια επέκταση της πρακτικής που τείνει να υπάγει την θεωρία. Αυτή η όλο και πιο εντατική πολιτικοποίηση της Γερμανικής Φιλοσοφίας έκανε τον Τσέχο Φιλόσοφο Λάντισλαβ Κλίμα να πει ότι «Στην Γερμανία μετά τον Σοπενχάουερ δεν υπάρχει φιλοσοφία».
Ανοίγοντας μια παρένθεση θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι πέρα από τις εκρήξεις του Σοπενχάουερ απέναντι στον «τσαρλατανισμό» των Γερμανών Ιδεαλιστών, υπήρχαν και άλλα λαμπρά μυαλά που είδαν με καχυποψία αυτή την μακιαβελική στροφή της Γερμανικής Φιλοσοφίας. Ανάμεσα σε αυτούς δεσπόζουν ο Σάλομον Μαιμόν που έγραψε ευθέως «Για εμένα ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα», και ο Χέρμαν Κοέν που υπερασπίστηκε την Καντιανή Κριτική Φιλοσοφία και την ριζική καταυτόν διαφορά της με τις κατασκευές του Γερμανικού Ιδεαλισμού. Κατά την κρίση του Σοπενχάουερ αυτές οι φιλοσοφίες είναι θλιβερά επαρχιώτικες, πολύ «γερμανικές», σε αντίθεση με ένα Γκαίτε που αυτός είναι πράγματι κοσμικό πνεύμα.
Ο κομμουνισμός του Μαρξ από την άλλη, θέλει να αγκαλιάσει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο Μαρξ είναι ο στοχαστής της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η κατεξοχήν ανθρώπινη δραστηριότητα για αυτόν είναι η εργασία. Ο άνθρωπος θα υπερνικήσει τους περιορισμούς του χάριν της εργασίας του.
Η οκνηρία της άρχουσας τάξης είναι το άκρων άωτον της διαφθοράς. Η αλλοτρίωση της ανθρώπινης εργασίας μπροστά στο κεφάλαιο, η διαρκώς αυξανόμενη απόσταση του κεφαλαίου και της εργασίας, είναι μια αλλοτρίωση της ανθρώπινης δραστηριότητας ως τέτοιας. Ο άνθρωπος ξεχνάει την φύση της δραστηριότητας του και γίνεται ένας ξένος μέσα στο κόσμο.
Σήμερα συνηθίζεται είτε να απορρίπτεται συνολικά η φιλοσοφική σκέψη του Μαρξ είτε να επιβιώνουν κομματάκια της που κινούνται το καθένα αυτόνομα. Αυτό το τίμημα πληρώνει μια φιλοσοφία όταν χάνει το συναίσθημα της που θερμαίνει την ψυχή και γίνεται αντικείμενο στους πάγκους ανατομίας διάφορων «σπουδών».
Έχουμε σχεδόν ξεχάσει σήμερα ότι για χρόνια ο Μαρξισμός ήταν το αντίπαλο δέος της Θεμελιώδους Οντολογίας των ακόλουθων του Χάιντεγγερ και της Λογικής Ανάλυσης των ακόλουθων του Βιτγκενστάιν. Χώριζε την θέση του από τις δύο παραπάνω θέσεις με την αιχμή του συναισθήματος του. Δεν εξέφραζε μια ανθρωπότητα που καταρρέει υπό το βάρος των μηχανών, ούτε τον άνθρωπο πάνω σε ανατομικό πάγκο, αλλά μια ανθρωπότητα που καλπάζει από κατάκτηση σε κατάκτηση, όπως ωραία είπε ο Μπερξόν.
Ένας Λούκατς και ένας Γκράμσι αντιμετώπιζαν τις πιο ακραίες τάσεις της Γερμανικής Φιλοσοφίας ως «ανορθολογισμό». Εν μέρει είχαν δίκιο, και εν μέρει κατάφεραν για χρόνια να στηρίξουν τον μαρξιστικό ορθολογισμό . Η κριτική τους δύναμη κατάφερε για χρόνια να αντισταθεί στα σύγχρονα δόγματα. Ακόμη συναντούμε λαμπρούς Μαρξιστές, αλλά μόνο οι καλύτεροι από αυτούς γλιτώνουν την διπλή παγίδα της υπερβολικής πικρίας και από την άλλη τον υπερβολικό ενθουσιασμό για καθετί που μοιάζει, έστω και από μακριά , ως Μαρξιστικό σήμερα. Σε έναν Ενρίκε Ντούσελ είδαμε το παράδειγμα της ήρεμης δύναμης που πρέπει να έχει ένας Μαρξιστής σήμερα. Από την μεριά μας θα πούμε ότι όταν ακούμε τους λιβέλους που εκτοξεύονται από μετριότητες της επικοινωνίας απέναντι στον Μαρξ νιώθουμε ένα πόνο στην καρδιά, και αυτό γιατί ο λόγος του Μαρξ έχει ακόμη μια ηχώ μέσα μας.
ΙΙΙ. Ο υπερβόρειος Νίτσε και η εκλαΐκευση του
Είδαμε ότι οι μαρξιστές φιλόσοφοι και ιστορικοί συγκέντρωσαν μια σειρά από φαινόμενα υπό την γενική ταμπέλα του ανορθολογισμού. Σύνδεσαν αυτόν τον στοχαστικό ανορθολογισμό με τις ανορθολογικές τάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Κατ’αυτούς αυτές οι τάσεις συμβολίζουν ενίοτε ένα πισωγύρισμα σε αξίες της φεουδαρχικής κοινωνίας, ενίοτε μια νέα εξέλιξη του φετιχισμού και της αλλοτρίωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Η γενικότητα και ας πούμε ελαφρότητα με την οποία αντέδρασαν στο φαινόμενο του ριζικού ιστορικισμού στον οποίον κατέπεσε η γερμανική φιλοσοφία μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως αδυναμία είτε ως σημάδι της ριζικής τους διαφοράς με αυτή την τάση.
Σε κάθε περίπτωση αυτό το φαινόμενο έχει αναμφίβολα τις ρίζες του στην Νιτσεϊκή Κριτική της μοντερνικότητας. Όποια και αν ήταν η προσωπική ευθύνη του Νίτσε, η εκλαΐκευση του περιεχομένου του καλέσματος του για τον υπεράνθρωπο είχε τραγικές συνέπειες όπως μπορούμε να δούμε από τους ολέθριους πολέμους του 20ου αιώνα. Υπάρχει κάτι αφελές στην εκλαΐκευση ενός έργου το οποίο ρητά είναι για λίγους, τους φιλόσοφους του μέλλοντος. Η διάγνωση του μηδενισμού και της παρακμής του 19ου αιώνα είναι τόσο δυνατή επειδή ο ίδιος δέχεται αυτή την παρακμή. Ο φιλόσοφος είναι ταυτόχρονα χαρούμενος Υπερβόρειος και παρηκμασμένος σαν τους συγκαιρινούς του. Η παρακμή αντί να τον θλίβει, τον κάνει ακόμη πιο χαρούμενο γιατί χάριν σε αυτή μπορεί πιο χαρμόσυνα να καταστρέψει κάθε τι το παρηκμασμένο. Σαν υπερβόρειος, χαίρεται την περιστροφή του μεγάλου άστρου, παίρνει δύναμη από την αιώνια επιστροφή, προετοιμάζει την επόμενη γενιά φιλοσόφων και δοξάζει τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο.
Η εκλαΐκευση της Νιτσεϊκής Κριτικής οδήγησε σε μία επιπεδοποίηση της. Όπως συμβαίνει συχνά έμειναν μόνο οι αρνητικές πλευρές της, έμεινε αυτό που ξέκανε ο Νίτσε παρά αυτό που έκανε. Η Νιτσεϊκή αισιοδοξία έμεινε απ’έξω. Ο ίδιος ο Νίτσε είχε μεγαλύτερη άνεση, και στην έκφραση, και στο ηθικά καίριο στοιχείο του να διακρίνει ανάμεσα σε ευγενές και ευτελές. Όπως είπε «Το βάθος της σκέψης μου είναι η ιεραρχία». Ο Νίτσε ιεράρχησε τις ανθρώπινες φύσεις και τους ανθρώπινους τύπους, αυτή η ιεράρχηση στηρίχθηκε σε μία θαυμάσια ενόραση. Τι γίνεται όμως αν οι χειρότεροι παίρνουν τον εαυτό τους για την κορυφή της ιεραρχίας;
Έχουμε ακούσει πολλές φορές ότι οι μαρξιστές δεν καταλαβαίνουν τον Νίτσε, και κατά συνέπεια αυτό που οι ίδιοι χαρακτηρίζουν ως ανορθολογισμό. Εν μέρει αυτό στέκει. Από την άλλη μπορούμε να πούμε ότι ως εξαίσιοι κοινωνιολόγοι, καταλαβαίνουν πολύ καλά τι κοινωνικές συνέπειες έχει, και προβλέπεται να έχει, η εκλαϊκευμένη Νιτσεϊκή Κριτική. Το πάντρεμα που επιχειρήθηκε από την σχολή της Φρανκφούρτης ανάμεσα σε Φροϊδισμό και Μαρξισμό ήταν μια ύστατη προσπάθεια να σωθεί η μοντέρνα ορθολογικότητα. Ο Φροϊδικός ορθολογισμός όμως είναι ένας Καντιανός ορθολογισμός και για να κρίνουμε τον μοντέρνο ορθολογισμό πρέπει αναγκαία να φτάσουμε ως τον Καντ. Η εκτίμηση της μοντέρνας ορθολογικότητας είναι ταυτόχρονα και μια εκτίμηση της μοντέρνας Δημοκρατίας. Ο Ανρί Μπερξόν λέει ότι το συναίσθημα αυτής βρίσκεται στον Ρουσσώ και οι φιλοσοφικές αρχές στον Καντ. Σαν μια φλόγα που σιγοκαίει, πρέπει ακόμα μια φορά να επιχειρήσουμε να ανακινήσουμε τις στάχτες της αν δεν θέλουμε να την δούμε να σιγοσβήνει.
Πρώτη Διαίρεση – Νεωτερικός ορθολογισμός και ηθικολογία
Α – 17ος αιώνας, η μηχανική και ο άνθρωπος
Ι. Ο Μασκαρεμένος φιλόσοφος
«Η αλήθεια είναι ένα χρυσό μήλο το οποίο είναι καλυμμένο και μοιάζει με ένα απλό μήλο. Για αυτό ο ανίδεος δεν μπορεί να την δει» – Μαιμονίδης
Συνηθίζεται να παίρνουμε τις μεγάλες φιλοσοφίες του 17ου αιώνα ως μονόλιθους. Ποιος δεν έχει ακούσει για τον Καρτεσιανό δυισμό, τον Σπινόζικο μηχανισμό και φυσικά την σπαζοκεφαλιά που είναι για την κοινή λογική η Θεοδικία του Λάιμπνιτς;
Αν η γνώση των αδυναμιών ενός φιλόσοφου είναι σημάδι ευρυμάθειας, η εστίαση σε αυτές είναι δείγμα φτωχού πνεύματος. Αν η κάθε φιλοσοφία ανήκει στην ιστορία, τότε στην συνύπαρξη της με τις άλλες φιλοσοφίες μπορούμε να βρούμε πιθανά τυφλά μέρη, βλέπε αδυναμίες. Επίσης, η διαδοχή φανερώνει ότι πολλές φορές οι στοχαστές του παρελθόντος δούλευαν πάνω σε γεγονότα τα οποία δεν ήταν τα ίδια βέβαια, και τα οποία στην συνέχεια της ιστορίας θα αναθεωρηθούν πολλάκις. Για αυτόν τον λόγο στην πολιτική αρένα ο φιλόσοφος πάντα θα είναι σε μειονεκτική θέση. Δεν είναι μόνο το ότι ο κοινός άνθρωπος είναι καχύποπτος απέναντι στον φιλόσοφο. Είναι επίσης και ότι ο διανοούμενος ο οποίος συνήθως είναι απέναντι από τον φιλόσοφο πάντα θα βρίσκει έναν τρόπο να παντρέψει τις έννοιες με την κοινωνική χρησιμότητα, αν όχι όλης της κοινωνίας, τουλάχιστον μιας ανθρώπινης ομάδας. Αυτής που είναι το ακροατήριο του εκείνη την στιγμή.
Δεν έχουμε ακόμα πάρει αρκετά στα σοβαρά τι σημαίνει διανοούμενος. Από κοινό τόπο σε κοινό τόπο καταφέρνει να πείσει μεγάλα κοινά. Είναι πιο συχνά η αλλαγή πολιτική χώρου ή της μόδας που φανερώνει την ένδεια του. Τότε όλα αλλάζουν. Από οπαδός του νόμου και της τάξης γίνεται οπαδός της ανατροπής, ή το αντίστροφο. Όταν η μόδα αναγκαία παλιώσει φανερώνεται και ο τσαρλατανισμός του.
Διαφορετικά κινείται ο φιλόσοφος. Δεν αλλάζει τις απόψεις σαν πουκάμισα ενόσω κινείται ανάμεσα σε πολιτικούς χώρους. Ιδανικά τίποτα ανθρώπινο δεν του είναι ξένο. Θα ήθελε να μιλήσει και με τον φτωχό εργάτη και με τον μικροϊδιοκτήτη και με τον αστό. Οριακά θα ήθελε να μιλήσει και στον Τύραννο. Αυτό που λέει ο Ντελέζ για τον Μπερξόν, δηλαδή ότι έχει ένα σύστημα μικρό α όταν μιλάει σε πρωτάρηδες , ένα σύστημα μικρό β όταν μιλάει σε μαθηματικούς και ένας σύστημα μικρό γ όταν μιλάει σε φιλόσοφους ισχύει σε κάποιο βαθμό για όλους τους φιλόσοφους ως τέτοιους. Η διαφορά με τον διανοούμενο έγκειται ότι ο φιλόσοφους λέει το εν τέλει ίδιο πράγμα, αλλά σε διαφορετικούς βαθμούς έντασης.
Αλίμονο, κανείς δεν μπορεί να τα πει όλα. Ο Λακάν έλεγε ότι δεν έχουμε αρκετές λέξεις για να τα πούμε όλα. Ακόμη παραπάνω, που ξέρουμε ότι ο καθένας θα μας καταλάβαινε; Που θα ξέραμε ότι τα λόγια μας δεν θα δημιουργούσαν μια θλιβερή παρανόηση;
Δίκαια ο Λέο Στρως στο Διωγμός και η Τέχνη της Γραφής, εξήγησε την διτότητα που χαρακτηρίζει το έργο των μεγάλων στοχαστών, η κατάκτηση της τέχνης της γραφής είναι κάτι για το οποίο κάθε στοχαστής πρέπει να παλέψει. Αυτός μόνο που ξέρει να εκφράζει ταυτόχρονα ένα καλυμμένο και δυνατό εσωτερικό μήνυμα με ένα πλούσιο εξωτερικό και κοινωνικά χρήσιμο περίβλημα διαθέτει και την τόλμη του στοχασμού και την απαραίτητη αρετή της φρόνησης.
Ο Στάνλευ Ρόουζεν χαρακτήρισε τον Καρτέσιο ως τον « Στρατηγό του Διαφωτισμού». Υπάρχει κάποιος τόσο αφελής που να θεωρεί ότι ο Καρτέσιος δεν είχε συνείδηση του ότι η Φυσική, της οποίας ήταν εργάτης είχε μια ισχυρή αθειστική, σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον αγνωστικιστική τάση;
Η πραγματικότητα είναι ότι στον φιλόσοφο όπως και στον άνθρωπο συνυπάρχουν αντίστροφες τάσεις. Με τα λόγια του Αριστοτέλη ο άνθρωπος «είναι ανάμεσα στα ζώα και του θεούς». Η αρματωσιά του Καρτεσιανισμού δεν πρέπει να μας κάνει να χάσουμε από την οπτική μας την έμπνευσή του Καρτέσιου. Από την άλλη οφείλουμε να πάρουμε σοβαρά την αξίωση ορθολογισμού της φιλοσοφίας του. Έτσι θα αποφύγουμε την παγίδα για την οποία μας προειδοποίησε ο Βίκτωρ Ντελμπός, « Να είσαι καχύποπτος για τα παιχνίδια του στοχασμού τα οποία με αφορμή την υποτιθέμενη ανακάλυψη της βαθιάς σημασίας μιας φιλοσοφίας, ξεκινάνε παραλείποντας την ακριβή σημασία της». Ο Καρτέσιος, όπως κάθε μεγάλος στοχαστής, δεν είναι απλά ένας «εμπνευσμένος» – και για αυτό κάθε υποτιθέμενη ανακάλυψη της σημασίας του έργου του πρέπει να στηρίζεται σε μια ακριβή ανάλυση των εννοιών και της δομής του έργου του. Έτσι, ελπίζουμε να αποφύγουμε μία ερμηνεία υπερβολικά εύκολη.
Η ευκολία, και θα μπορούσαμε να πούμε η ελαφρότητα, με την οποία παρουσιάζεται σήμερα η Καρτεσιανή Φιλοσοφία είναι ένα σημείο το οποίο θα έπρεπε να μας εγκαλέσει σε προσοχή. Αναλαμβάνοντας την ευθύνη να μιλήσουμε για τον Καρτέσιο δίχως να αποδεχόμαστε την ευκολία του να θεωρήσουμε ότι ξέρουμε περισσότερα τον από ίδιο για την σκέψη του, δίχως κοντολογίς να θεωρήσουμε την Καρτεσιανή Φιλοσοφία μια ξεπερασμένη φιλοσοφία, και τον ίδιο ως έναν ασυνείδητο είναι σαν να μπαίνουμε σε ναρκοπέδιο. Αυτό το πεδίο είναι ναρκοθετημένο για δύο λόγους, πρώτον για την εγγενής δυσκολία κατανόησης ενός ορθολογικού συστήματος όπως αυτό της Καρτεσιανής Φιλοσοφίας, και δεύτερον διότι στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλη έλλειψη βιβλιογραφίας όσον αφορά τον Καρτέσιο αν εξαιρέσουμε κάποιους Εγελιανούς επί το πλείστον ιστορικούς. Το έργο των εγελιανών ιστορικών φυσικά δεν είναι αμελητέο αλλά εμείς θα θέλαμε να παραστήσουμε έναν Καρτέσιο που δεν είναι απλά μια στιγμή στην πραγμάτωση του Πνεύματος, που είναι πιο κοντά σε αυτό που ο Χούσερλ πήρε ως «απαραίτητη εκκίνηση» των πρωτόπειρων φιλόσοφων. Ο στοχασμός πάνω στον Καρτέσιο είναι ένας στοχασμός πάνω στην νεωτερική ορθολογικότητα ως τέτοια αν δεχτούμε ότι ο Καρτέσιος είναι ταυτόχρονα, εκτός αυτός που ανακάλυψε το μοντέρνο πνεύμα και άρα υποκείμενο, και την αναστοχαστική μέθοδο η οποία πάει μαζί του, όπως δίκαια έχουν σημειώσει οι εγελιανοί ιστορικοί – λέω είναι ταυτόχρονα, και ο θεμελιωτής της ενότητας της επιστήμης ,η οποία φυσικά θεμελιώνεται πάνω στην ενότητα του πνεύματος, που χαρακτηρίζει την μοντερνικότητα. «Όλες οι επιστήμες δεν είναι άρα τίποτα άλλο παρά η ανθρώπινη σοφία η οποία μένει μία και ταυτόσημη με τον εαυτό της, όσο διαφορετικά και αν είναι τα αντικείμενα που φωτίζει, και η οποία δεν δέχεται από αυτά περισσότερη ποικιλία άπο αυτήν που δέχεται το φως του ηλίου από την ποικιλία των πραγμάτων που φωτίζει» γράφει ο Καρτέσιος στο Regulae.
Όπως παρατηρεί ο Martial Gueroult, στο Descartes selon l’ordre des raisons, ο Καρτέσιος είδε ταυτόχρονα, την οριοθέτηση της ανθρώπινης νόησης, τα αδιαπέραστα όρια τα οποία υψώνονται απέναντι της, και την βεβαιότητα που μπορεί αυτή να ελπίσει μέσα σε αυτά τα όρια. Από εκεί αντλείται η διπλή επιταγή του αναστοχασμού πάνω στα όρια του Νου – που όπως θα δούμε σχετίζεται με την έννοια ή ιδέα του απείρου και με τον Θεό ως μορφικό λόγο του απείρου, και η μεθοδολογική επιταγή της αμφιβολίας για κάθετι που δεν είναι βέβαιο. Η μεθοδολογική επιταγή της «αποχής» από την κρίση ενόσω δεν είμαστε βέβαιοι, είναι και η προυπόθεση της αντικειμενικότητας και ίδιον της θεωρίας.
ΙΙ. Το γεωμετρικό πνεύμα και οι απλές έννοιες
Για ποίον λόγο η γεωμετρία αποτελεί την βασιλική οδό σε όποιον θέλει να ασχοληθεί με την φιλοσοφία; Γιατί το esprit geometrique είναι τόσο απαραίτητο;
Η γεωμετρία έχει την χάρη να μας εξασκεί την ανάλυση. Στην γεωμετρία μαθαίνουμε να αναλύουμε το σύνθετο στο απλό. Οι αισθήσεις δεν είναι αμφίβολες παρά μόνο επειδή μας παραθέτουν σύνθετα πράγματα. Καθόσον αυτές περιέχουν κάτι απλό, αυτό δεν είναι αμφίβολο. Παραδείγματος χάριν ένα χρώμα, το πορτοκαλί ας πούμε, δεν είναι αμφίβολο ότι βλέπω κάτι πορτοκαλί.
Παραταύτα ακολουθώ τον κανόνα της καθολικής αμφιβολίας. Ότι είναι από την φύση του αμφίβολο , δηλαδή το σύνθετο, ή με έχει ξεγελάσει έστω μια φορά πρέπει να τεθεί σε αμφιβολία.
Η φυσική αμφιβολία γίνεται υπερβολική όταν πάρω υπόψιν μου ότι τα βράδυα ονειρεύομαι. Πόσες φορές δεν πέρασα το βράδυ νομίζοντας πράγματα που ο ήλιος του πρωινού θα διάλυε στην αμφιβολία;
Ο Καρτέσιος λέει παραταύτα ότι 2+3 κάνουν 5 ισχύει και στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Δεν μπορώ να αμφιβάλω για αυτό που συλλαμβάνω καθαρώς και διακριτός. Οι έννοιες που καταλαβαίνω καθαρώς και διακριτός είναι οι απλές έννοιες.
Η προϋπόθεση της ίδιας της αμφιβολίας είναι η συνθετότητα. Το απλό εξαιρείται αυτής. Στην Γεωμετρία μαθαίνω να αναλύω τα σχήματα στα απλά στοιχεία τους , αριθμός, φιγούρα, κίνηση και έκταση. Το απλό συναντάται σαν στοιχείο του σύνθετου. Η έκταση είναι πιο βέβαιη από οποιοσδήποτε άλλο γνώρισμα του σώματος και είναι συνθετικό στοιχείο όλων των σωμάτων και φιγούρων. Είναι ότι πιο απλό ενυπάρχει στο σώμα για την κατανόηση μου. Έτσι το συλλαμβάνω μέσα σε μία ενόραση. Προϋπόθεση αυτής της ενόρασης φυσικά είναι η ανάλυση. Το ότι τρεις γωνίες κάνουν 180 μοίρες και ότι αν οι δύο γωνίες είναι μεγαλύτερες από 90 μοίρες η Τρίτη είναι μικρότερη από 90 είναι έννοιες που συλλαμβάνει το γεωμετρικό πνεύμα.
Το γεωμετρικό πνεύμα συλλαμβάνει το τρίγωνο ως τέτοιο. Δεν αναφέρεται στο αν το τρίγωνο υπάρχει στην φύση. Το τρίγωνο είναι κάτι γενικό και συγκεκριμένο ταυτόχρονα. Ο εμπειριστής σίγουρα θα αμφέβαλλε. Για αυτόν υπάρχει μόνο το τρίγωνο που υπάρχει χαραγμένο στο χαρτί. Αυτός ο εμπειρισμός διακατέχει τον καθένα που αγνοεί την γεωμετρία, που αγνοεί ότι το τρίγωνο κατασκευάζεται από μια εξίσωση που μόνο το πνεύμα συλλαμβάνει.
Οι σύνθετες έννοιες είναι απαρτιζόμενες από απλά συστατικά. Δίχως τα απλά συστατικά δεν θα έχω τον ratio cognoscendi του σύνθετου. Η επιστήμη της γεωμετρίας είναι μια τάξη αυτών των απλών εννοιών. Ο ratio essendi δηλαδή αν αντικειμενικά αυτή η τάξη υπάρχει στον πραγματικό κόσμο είναι ένα δεύτερο ερώτημα που συχνά συγχέεται με τον πρώτο. Είναι δύο διαφορετικά ερωτήματα αν υπάρχει τάξη στον λόγο μου και αν αυτή η τάξη είναι η τάξη των πραγμάτων ως τέτοια. Μόνο διακρίνοντας αυτά τα δύο προβλήματα θα μπορέσουμε εν καιρώ να απαντήσουμε. Προέχει η τάξη κατ’εμάς, η τάξη του λόγου δηλαδή. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η γεωμετρία είναι μια επιστήμη απλών εννοιών και αν θέλω να την κατανοήσω πρέπει να ακολουθήσω την μέθοδο της ανάλυσης.
Παραταύτα υπάρχει ένας περαιτέρω λόγο αμφιβολίας για τον Καρτέσιο. Εφόσον υπάρχει η γνώμη ότι υπάρχει ένας παντοδύναμος Θεός που μπορεί να κάνει τα πάντα, δεν θα μπορούσε να κάνει και 2+3 κάνει 6 και δεν θα μπορούσε να με ξεγελάει ακόμη και σε αυτό που αντιλαμβάνομαι σαφώς και διακριτός. Θα μπορούσε ο παντοδύναμος να ήταν ένα πονηρό πνεύμα. Η καθολική αμφιβολία πρέπει να γίνει ριζική αμφιβολία αν θέλουμε να βρούμε κάτι το πραγματικά μη αμφίβολο. Με την υπόθεση ή το τέχνασμα του Malin Genie αγγίζουμε την μεταφυσική αμφιβολία και πρέπει να κρίνουμε ακόμα και τις απλές έννοιες ως αμφίβολες, από την στιγμή που είναι έξω από μας.
III. Ο “Κακός Δαίμων” και οι προϋποθέσεις τις αμφιβολίας
Στο παρελθόν έχω ξεγελαστεί πολλές φορές, το όνειρο και εν τέλει η υπόθεση του “Κακού Δαίμονα” με οδηγεί σε μια ριζική αμφιβολία. Ένας άνθρωπος για να θεμελιώσει μια στερεά γνώση πρέπει τουλάχιστον μια φορά στην ζωή του να αμφιβάλει για όλες τις ιδέες που δέχτηκε ως αληθείς στο παρελθόν.
Η αμφιβολία πρέπει κάποια στιγμή να τελειώσει. Είναι η μεθοδολογική αμφιβολία και όχι η αμφιβολία ως αυτοσκοπός. Ακολουθώντας την ροή της συνείδησης μπορώ να βεβαιωθώ ότι το περιεχόμενο των περισσότερων σκέψεων μου είναι αμφίβολο, η αντικειμενική τους πραγματικότητα δηλαδή η δυνατότητα να αναπαριστούν κάτι έξω από τον εαυτό τους, τους λείπει. Αν κοιτάξω πιο προσεκτικά θα δω ότι δεν είναι αμφίβολο όμως ότι είναι δικές μου σκέψεις, η μορφική τους πραγματικότητα, δηλαδή η πραγματικότητα τους ως ιδέες είναι κάτι που συλλαμβάνω καθαρά και διακριτά.
Η προϋπόθεση της αμφιβολίας είναι η σκέψη, αμφιβάλω σημαίνει σκέφτομαι. «Σκέφτομαι άρα υπάρχω» , λέει ο Καρτέσιος, σε αυτήν την περίπτωση η μορφική πραγματικότητα της σκέψης είναι ίδια με την αντικειμενικής της πραγματικότητα.
Το cogito είναι ότι πιο απλό και χάριν σε αυτό έχω μια πρώτη αλήθεια. Είναι αντικείμενο εποπτείας, χάριν στην βεβαιότητα του έχω έναν κανόνα της ίδιας της βεβαιότητας. Οτιδήποτε είναι εξίσου βέβαιο με αυτό ξεφεύγει από την ριζική αμφιβολία.
Η σκέψη ως τέτοια είναι απλή έννοια. Δεν επιδέχεται περαιτέρω ορισμών. Ένας ορισμός που θα γινόταν σε σχέση με ένα γένος και ένα είδος θα ήταν πιο αμφίβολος από αυτήν. Αυτό διότι θα παρέπεμπε σε στοιχεία πιο σύνθετα από την ίδια. Ως το πιο απλό στοιχείο, ως πρώτη γνώση από την πλευρά της επιστήμης , είναι η ύπαρξη που γνωρίζω καλύτερα. Επομένως, δεν έχω παρά να συμπεράνω το ότι η επιστήμη μου στηρίζεται όλη, αν υπάρχει, στο cogito, δηλαδή την σκέψη μου.
Σύμφωνα με τον Αλκιέ, στον Καρτέσιο έχουμε την «Μεταφυσική Ανακάλυψη του Ανθρώπου» , ο άνθρωπος προσπαθεί να στηρίξει μια γνώση στις ίδιες τους δυνάμεις. Το κατά πόσο το Cogito, είναι ικανή προϋπόθεση μιας στερεάς γνώσης θα μας απασχολήσει αργότερα, αυτό που μέχρι τώρα γνωρίζουμε είναι ότι είναι η condition sine qua non της γνώσης.
Παραταύτα, παραμένουν δύο προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι η προσοχή του πνεύματος μου δεν μπορεί να εστιάζει πάντα στο Cogito και στις καθαρές και διακριτές ιδέες που πηγάζουν από αυτό. Πράγματι το πεδίο βεβαιότητας μου είναι περιορισμένο και όταν ασχολούμαι με κάτι άλλο έχω μόνο την μνήμη αυτής της βεβαιότητας, όχι την ίδια την βεβαιότητα. Έτσι, οι περισσότερες ιδέες που έχω συνεχίζουν να είναι αμφίβολες. Κατά δεύτερον, μπορεί να έχω ένα σημείο που ξεφεύγει από την ριζική αμφιβολία αλλά δεν έχω ακυρώσει την υπόθεση του Κακού Δαίμονα. Πρέπει να αποδείξω ότι η υπόθεση ενός παντοδύναμου δαίμονα είναι άκυρη. Δηλαδή ότι ο Παντοδύναμος πρέπει αναγκαία να μην είναι πονηρό πνεύμα και ότι η τελειότητα συνεπάγεται φιλαλήθεια.
Υπάρχουν δύο τρόποι να διαβεβαιωθώ για αυτό. Είτε να πω ότι η καλοσύνη περιορίζει την ελευθερία του παντοδύναμου όντος, είτε να πω ότι ελευθερία δεν συνάδει με το ψέμα. Η πρώτη περίπτωση είναι η σκέψη των περισσότερων Θεολόγων. Ο Θεός δεν λέει ψέματα γιατί ελεύθερα αποφάσισε να περιορίσει την άπειρη δύναμη του λόγο της καλοσύνης του. Αυτή η επίλυση όμως είναι αμφίβολη. Γιατί ο Κακός Δαίμονας να μην βαφτίσει τον εαυτό του καλό; Αυτή η λύση είναι ενδεχομενική και κάποιες φορές με διασφαλίζει και άλλες με ρίχνει σε αμφιβολία.
Ο Καρτέσιος θα τείνει προς την δεύτερη λύση. Η άπειρη βούληση, και η ελευθερία δεν συνάδουν με το ψέμα. Το ψέμα ως μη-είναι θα ήταν μια ατέλεια και όχι μια τελειότητα για τον Θεό.
IV. Αρκεί το Cogito για να βγούμε στην επιφάνεια;
Ο Καρτέσιος στον Δεύτερο Στοχασμό γράφει « Σαν να γλίστρησα σε βαθιά νερά, παλεύω χωρίς να μπορώ να πατήσω στον βυθό ούτε να αναδυθώ στην επιφάνεια». Ακολουθώντας κάποιος την ροή των δύο πρώτων στοχασμών πράγματι μπαίνει σε βαθιά νερά. Όπως έλεγε ο Μπασελάρ « Όσο πιο πολύ κατεβαίνεις στα βάθυ τόσο πιο τρομακτικά τέρατα συναντάς».
Η Μεταφυσική υπόθεση του πονηρού πνεύματος θυμίζει κάτι από γνωστικισμό. Πράγματι για τους γνωστικούς, έτσι τουλάχιστον όπως τους παρουσιάζει ο Πλωτίνος, ο δημιουργός αυτού του κόσμου είναι κακός. Ως συνέπεια και αυτός ο κόσμος είναι κακός. Ο αληθινός Θεός μας έχει εγκαταλείψει σε αυτόν τον κόσμο εκτός από έναν μικρό αριθμό εκλεκτών οι οποίοι είναι ακριβώς οι γνωστικοί.
Εν πάση περίπτωση δεν είναι ξεκάθαρο σε μας αν ο γνωστικισμός είχε ιδιαίτερη επιρροή στην εποχή του Καρτέσιου. Πάντως τα περίεργα είδη υποτιθέμενης γνώσης, αποκαλούμενα από τον Καρτέσιο στον Λόγο περί της Μεθόδου ως περίεργες επιστήμες, αστρολογία και τα καθέκαστα είχαν σίγουρα μεγάλη επιρροή στις παρυφές του πνεύματος. Ο Καρτέσιος κατά την ίδια του την μαρτυρία είχε έρθει σε επαφή με αυτές τις επιστήμες και τις είχε απορρίψει.
Το τέχνασμα της υπερβολικής αμφιβολίας μας έθεσε την ύπαρξη του Cogito. Αν κάτι είναι ξεκάθαρο σε κάποιον που έκανε τον κόπο να αναλάβει τον επίπονο στοχασμό που μας προτείνει ο Καρτέσιος είναι ότι αυτό μόνο μπορεί να είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της γνώσης.
Οπότε ή το ένα ή το άλλο. Ή δεν υπάρχει πιθανή ανθρώπινη επιστήμη ή αυτή θα στηρίζεται στην σαφήνεια και την διακριτότητα του Cogito. Είπαμε ήδη ότι το Cogito, αποτελεί όλη την ουσία του ανθρώπου. Στο σώμα αντιλαμβάνομαι καθαρά και διακριτά την έκταση του, και άλλες έννοιες όπως αριθμό, μέγεθος , σχήμα , κίνηση κλπ αλλά όσο διαρκεί η ριζική αμφιβολία μπορώ να είμαι βέβαιος μόνο για την ουσία του και όχι την ύπαρξη του. Το πνεύμα είναι πιο γνωστό από το σώμα σύμφωνα με την τάξη του λόγου. Παραταύτα είμαι επίσης ένα ον που φαντάζεται, βούλεται, αισθάνεται, καταφάσκει, αρνείται.
Θα κέρδιζε πολύ η σκέψη μου σε σαφήνεια και διακριτότητα αν μπορούσαμε να κατηγοριοποιήσουμε αυτές τις ενέργειες του πνεύματος και να βρούμε πια από αυτές έχει την ιδιότητα να λανθάνει. Η φαντασία και η αίσθηση παρότι μιλάνε μόνο για το σώμα, και άρα υποπέφτουν στην καθολική αμφιβολία από μόνες τους δεν με κάνουν να λανθάνω. Το ότι σκέφτομαι ότι βλέπω ένα μήλο , ή ότι φαντάζομαι μια χίμαιρα δεν σημαίνει ότι προσδίδω αντικειμενική πραγματικότητα σε αυτές τις ιδέες. Άρα το συμπέρασμα είναι ότι αυτό που μπορεί να λανθάνει είναι αναγκαία η κρίση. Όταν κρίνω ότι αυτές οι χίμαιρες έχουν αντικειμενική πραγματικότητα, δηλαδή μια μορφική ύπαρξη έξω από εμένα είναι που ξεγελιέμαι.
Αντιλαμβανόμενοι ότι μόνο οι κρίσεις μπορούν να σφάλλουν κάνουμε ένα αποφασιστικό βήμα για την επιστήμη μας. Πλέον μπορούμε να ψάξουμε πια ιδέα, από όλες όσες έχουμε, έχει κατ’εξοχήν αντικειμενική πραγματικότητα και άρα το μορφικό αίτιο έξω από εμάς. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να βγούμε από τον Σολιψισμό, μιας και όπως δίκαια είπε ο Σοπενχάουερ , o σολιψιστής είναι ένας τρελός που έχει κλειδωθεί μέσα σε ένα πύργο και τίποτα και κανείς δεν μπορεί να τον διαψεύσει εφόσον δεν βγαίνει από τον Πύργο του.
V. Το άπειρο και η ιδέα του Θεού
Όπως είδαμε στο .III αυτού του κεφαλαίου η αγαθότητα του Θεού δεν αρκεί για να μας βγάλει από τον λαβύρινθο της αμφιβολίας για τα πράγματα που υπάρχουν έξω από εμάς. Το Malin Genie θα μπορούσε το ίδιο να βαφτίσει τον εαυτό του αγαθό. Η μόνη σταθερή λύση λοιπόν είναι να αποδειχθεί ότι η παντοδυναμία, που υποθέσαμε για το Malin Genie, και έχουμε ακούσει ότι ισχύει για τον Θεό, δεν συνάδει με το ψέμα και το μη-είναι. Για τον Καρτέσιο το ψέμα είναι μια άρνηση και δεν ταιριάζει σε ένα παντοδύναμο και άπειρα θετικό Όν.
Το όλο ζήτημα είναι ότι έχω μέσα μου την ιδέα ενός τέτοιου άπειρου όντως. Θα μπορούσε κάποιος να μου πει ότι εγώ την έφτιαξα αυτή την ιδέα. Αλλά πως έφτασα σε μια τελειότητα άπειρα μεγαλύτερη από την δικιά μου; Για τον Καρτέσιο ο μόνος δρόμος είναι να δεχθώ ότι ένα τελειότερο Ον από μένα έβαλε αυτή την Ιδέα μέσα μου. Το μορφικό αίτιο αυτής της ιδέας είναι Έξω από μένα, εφόσον αυτή εκφράζει την ύψιστη αντικειμενική πραγματικότητα μέσα μου.
Κατά δεύτερο λόγο, υπάρχει το επιχείρημα ότι εφόσον Εγώ υπάρχω, πρέπει να υπάρχει και καθετί πιο δυνατό από μένα. Εφόσον το να υπάρχεις είναι δύναμη και η ανυπαρξία είναι αδυναμία. Οπότε το πιο δυνατό από όλα τα Όντα πρέπει να υπάρχει και αυτό. Μιας και στην άπειρη δύναμη εμπερικλείεται και η ύπαρξη.
Δεν σκοπεύουμε εδώ να κάνουμε μια εκτενή ανάπτυξη των Καρτεσιανών επιχειρημάτων περί της ύπαρξης του Θεού. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να συμβουλευτεί το “ Καρτέσιος και η τάξη των Λόγων” του Μαρσιάλ Γκερού. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να κάνουμε σαφές ότι για έναν φιλόσοφο του 17ου αιώνα όπως ο Καρτέσιος η ιδέα του Θεού και η ιδέα του απολύτως άπειρου ταυτίζονται και ότι δίχως αυτή την ταύτιση το έξω μένει συμπαγές και σκοτεινό. Δίχως ένα εξωτερικό κριτήριο του αληθούς και του ψευδούς, και στην συνέχεια του ευγενούς και του ευτελούς, το έξω μπορεί να νοηθεί μόνο με ανθρώπινους όρους. Παρόλες τις ομοιότητες είμαστε ακόμα μακρυά από την Καντιανή “θεοποίηση” του ανθρώπου όπως έλεγε ο Μπερξόν.
Το κριτήριο της απόλυτης τελειότητας είναι αναγκαστικά το άπειρο. Ένα θετικό άπειρο το οποίο δεν περιέχει κανένα ψεύδος, σημάδι αδυναμίας όπως είπαμε. Παραταύτα ο άνθρωπος σφάλλει συχνά, και αυτό θα είναι το ζήτημα της επόμενης παραγράφου μας.
VI. Ο άνθρωπος και το σφάλμα
- Παραταύτα που η απειρότητα μας δίνει ένα κριτήριο του αληθούς ανώτερο ακόμα και από αυτό του Cogito, ο άνθρωπος ακόμη και στο φως σφάλλει ενίοτε, και άλλοτε συχνά, τα σφάλματα τον ακολουθούν όπως ακολουθεί το σώμα η σκιά του.
Εδώ είναι απαραίτητη μία διάκριση. Έχουμε πει ότι για τον Καρτέσιο το βούλομαι ανήκει στο σκέπτεσθαι, μιας και μόνο μια ψυχή μπορεί να βούλεται, αλλά από την άλλη η βούληση, ως δύναμη κατάφασης και άρνησης, διακρίνεται από την νόηση καθώς έχει πολύ μεγαλύτερο πεδίο.
Η νόηση του ανθρώπου είναι πεπερασμένη. Αυτά που μπορεί να αναπαραστήσει καθαρά και διακριτά είναι λίγα, η βούληση από την άλλη εκτείνεται σε πράγματα που η νόηση δεν εκφράζει καθαρά και διακριτά. Επειδή καταφάσκω πράγματα τα οποία δεν μπορώ να αναπαραστήσω καθαρά και διακριτά είναι που σφάλλω. Εδώ υπάρχει ένα σημαντικό σημείο, το οποίο θα μπορούσε να είναι αντικείμενο αναστοχασμού για μας. Είναι το γεγονός ότι για τον Καρτέσιο το σφάλμα βρίσκεται στις κρίσεις.
Οι περισσότεροι άνθρωποι λένε ότι “εμπιστεύονται την κρίση τους”. Η εμπιστοσύνη στην κρίση μας είναι το κύριο αίτιο των λαθών μας για τον Καρτέσιο. Αν αναπαριστώ, φαντάζομαι μια χίμαιρα, τότε μόνο από αυτό δεν σφάλλω, είναι όταν κρίνω ότι αυτή η χίμαιρα έχει αντικειμενική πραγματικότητα που εκφράζει ένα μορφικό αίτιο έξω από μένα που σφάλλω. Το όλο ζήτημα, και εδώ βλέπουμε την epoche του Χούσερλ είναι το να απέχεις από την κρίση ενόσω δεν μπορείς να αναπαραστάσεις ξεκάθαρα όλους τους όρους τους προβλήματός. Αυτή η απουσία κρίσης, η καλύτερη η αναμονή πριν την κρίση είναι μια προϋπόθεση αντικειμενικότητας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κάτι σαν πρώιμο θεμέλιο, θεμέλιο ουσιαστικά διαφεύγων, το οποίο απαιτεί κάθε φορά μια καινούργια προσπάθεια. Το να νοείς αντικειμενικά σημαίνει να αμφιβάλεις, σημαίνει να περιμένεις πριν κρίνεις. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να έχουμε υπερβολική εμπιστοσύνη στην κρίση μας.
Η απειρότητα της βούλησης σε αντίθεση με την περατότητα της ανθρώπινης νόησης είναι λοιπόν είναι το αίτιο του σφάλματος καθώς αυτή μας σπρώχνει να κρίνουμε, όταν δεν είναι ξεκάθαρο αν είμαστε στο φως ή στο σκοτάδι. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ανακάλυψη της δύναμης της βούλησης, η απειρότητα της συγκρινόμενη με την περατότητα της νοήσεως μας είναι η μεγάλη μεταφυσική ανακάλυψη του Καρτέσιου. Ακόμη και σε έναν πανίσχυρο δαίμονα μπορώ να πω ναι ή όχι.
Η βούληση εκφράζει την δύναμη του ανθρώπου, όταν βρίσκεται στο όρια που της θέτει η νόηση τότε ο άνθρωπος μπορεί, όσο γίνεται, να είναι ελεύθερος από σφάλματα.
Μαθηματικές Έννοιες και εμπιστοσύνη στα μαθήματα της Φύσεως
Εφόσον κρίναμε ότι ο Θεός είναι ένα Αληθές Ον τότε έπεται ότι οι καθαρές και διακριτές ιδέες που έχουμε για τα εξωτερικά πράγματα μας λένε την αλήθεια.
Αριθμός, φιγούρα, κίνηση είναι έννοιες με τις οποίες κατανοούμε την εξωτερική πραγματικότητα, και ως τέτοιες συλλαμβάνοντε από τον Νού. Χάριν σε αυτές τις έννοιες μπορούμε νοητικά, να κατασκευάσουμε τον Κόσμο. Όχι πως ο κόσμος είναι δημιουργία μας αλλά μπορούμε ταυτόχρονα να κατανοήσουμε και να κατασκευάσουμε μια μηχανική του κόσμου.
Ο άνθρωπος λοιπόν εν τέλει επιστρέφει στην Φύση. Τα μαθήματα που αυτή του δίνει είναι αληθείς. Μπορεί η φύση να μου λέει ότι ο Ήλιος που βλέπω είναι ένα μικρό άστρο, αλλά οι λόγοι που με κάνουν να πιστέψω ότι ο Ήλιος είναι ένα μεγάλο αστέρι είναι αδιάψευστοι. Αν ποτέ χάριν της σκέτης όρασης πίστεψα ότι ο Ήλιος είναι ένα μικρό αστέρι τότε απλά ήμουν παιδί που δεν είχε αναπτύξει τον λόγο του.
Η φύση μας διδάσκει πως τα εξωτερικά πράγματα επηρεάζουν το σώμα μας. Σε αυτό δεν σφάλλει παρά μόνο αν η κρίση κανει λάθος. Το όλο ζήτημα, η ατελής και ασθενής φύση του ανθρώπου στηρίζεται στην περατότητα της Νόησης του. Έξω από εμένα υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν κατανοώ. Η θέληση μου σαν προπέτεισσα επιλέγει, δεξιά ή αριστερά, η Φύση μου όμως αν οριστεί ως μια κατάσταση στην οποία η θέληση βρίσκεται εντός τον ορίων αυτού που αναπαραστεί καθαρά δεν μπορει να σφάλλει.
Παραταύτα πολλές φορές είμαι απέναντι στο επείγον. Πρέπει αναγκαία να κρίνω για να ζήσω. Τότε ακούω τις συμβουλές της Φύσης.
Ελευθερία, ανθρώπινη δύναμη και μηχανική επιστήμη
Η ανθρώπινη τελειότητα είναι διττή, είναι ο Νούς αν και πεπερασμένος, και η βούληση ως άπειρη.
Χάριν σε αυτόν τον Νου ο άνθρωπος μπορέι να γίνει “αφέντης της φύσης”. Αλλά η ανθρώπινη νόηση όπως είπαμε πολλές φορές είναι πεπερασμένη. Είναι πολλά που δεν κατανοεί, όπως κατ’εξοχήν το άπειρο.
Οπότε δύο πεδία ανοίγονται μπροστά μας. Το πνεύμα το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να το γνωρίσει μέσω άμεσης εποπτείας, το cogito, και από την άλλη η έκταση, και οι απλές ιδιότητες της που μπορούν να γνωριστούν μέσω της ίδιας νόησης, πάνω σε αυτό το πεδίο ο άνθρωπος μπορεί να κυριαρχήσει μέσω της μηχανικής. Ένα τρίτο επίπεδο, που δεν συνιστά ακριβώς πεδίο για τον Καρτέσιο, είναι η πρακτική ζωή που αν και φυσικά εξαρτάται από την Νόηση, παίρνει μαθήματα από την Φύση.
Απόδειξη της δύναμης της ανθρώπινης δυνάμεως είναι η μηχανική επιστήμη. Ο άνθρωπος έχει δύναμη όταν κατανοεί τα μηχανικά αίτια, αν όχι, δέχεται υπερφυσικά αίτια που τον κάνουν να αισθάνεται μικρός.
Η αρχαία Ηθική, στον Αριστοτέλη, κινούταν μεταξύ της Δικαιοσύνης και της Μεγαλοπρέπειας. Ο Καρτέσιος επέλεξε την δεύτερη λύση. Ο άνθρωπος που δεν σφάλλει συχνά, που οι κρίσεις του συνηθίζουν να είναι ακριβής, είναι Μεγαλοπρεπής. Δεν αναφέρεται σε υπερφυσικά αίτια, αλλά σε φυσικά αίτια όταν είναι να μιλήσει για την φύση, και όταν μιλάει για το πνεύμα θέλει να πάρει μια ακριβή εποπτεία του πνεύματος.
Ηθικά τι πρέπει να επιλέξουμε; Ο Καρτέσιος θαυμάζει τον μεγαλοπρεπή άνθρωπο. Παραταύτα, η φύση μας είναι ασθενής. Η στωική ηθική ποτέ δεν ξεπεράστηκε. Μέσω του Λόγου ο άνθρωπος υπερνικά τις ασθένειες της ανθρώπινης φύσης. Ένας στωικός έλεγε “ Γίνε Λογικός ή βρες ένα σκοινί για να κρεμμαστείς”.
Η ανθρώπινη βούληση παντρεμένη με τον Λόγο ανοίγει τον ορίζοντα για τον άνθρωπο. Αυτός ο ορίζοντας, της νεωτερικής φιλοσοφίας, όπως θα δούμε στην συνέχεια, παλεύει ανάμεσα στην δύναμη του Λόγου και την αυθαιρεσία της Βούλησης. Πουθενά αυτή η μάχη δεν είναι πιο ακραία από ότι στο φιλοσοφικό σύστημα του Σοπενχάουερ. Αν είμασταν καστοριδιακοί, θα λέγαμε ότι ο Καρτέσιος εγκαινίασε ένα ρήγμα, ένα ρήγμα ανάμεσα στην βούληση και την νόηση, και κατ’επέκταση ανάμεσα σε δύο πεδία.
Η επιθυμία του μιας απόλυτης εκκίνησης, είναι ένα διαζύγιο με την κοινή γνώμη. Όπως θα δούμε αυτή η επιθυμία μιας απόλυτης εκκίνησης, πέρα από τις γνώμες, είναι ένα σταθερό στοιχείο της νεωτερικής φιλοσοφίας, το οποίο μας οδηγεί στον 20ό αιώνα στην φαινομενολογία και τον θετικισμό.
Αυτό το διαζύγιο οδήγησε σε μία εντατική αυστηροποίηση της φιλοσοφικής μεθόδου. Η καθολική επιστήμη, τα καθολικά μαθηματικά που επιθυμούσε ο Καρτέσιος, θα ήταν ο τρόπος που το πνεύμα θα αγκάλιαζε όλη την πραγματικότητα. Παραταύτα, αν η επιστήμη είναι μία, και εφόσον ακολουθεί την ίδια μέθοδο για όλα τα αντικείμενα, αυτή πρέπει να βρίσκεται σε ριζική αντίθεση με τις έννοιες του κοινού νου, και την καθημερινή ζωή. Η επέκταση της φιλοσοφικής και ταυτόχρονα επιστημονικής μεθόδου σε όλα τα πεδία οδήγησε ταυτόχρονα σε μια εξειδίκευση της φιλοσοφίας σε αυτό που μπορεί πραγματικά να γνωσθεί επιστημονικά. Αυτό το τίμημα πλήρωσε ο Καρτέσιος για να γίνει ο “Στρατηγός του Διαφωτισμού”.
Β- Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ και το έργο τέχνης ως αντικειμενοποίηση της βούλησης
Συνηθίζεται να λέγεται ότι ο Σοπενχάουερ είναι πεσσιμιστής. Πράγματι, η εικόνα που μας δίνει της ανθρώπινης ζωής είναι πολύ θλιβερή, θα λέγαμε. Το να ζεις για τον Σοπενχάουερ είναι το να υποφέρεις. Πως καταλήγει ο Σοπενχάουερ όμως σε αυτό το συμπέρασμα; Στο “Κόσμος ως βούληση και ως αναπαράσταση” ο Σοπενχάουερ επιμένει διαρκώς ότι σε αυτό το βιβλίο κυριαρχεί “μία σκέψη”, από άκρη σε άκρη, ο Σοπενχάουερ μας λέει ότι όλο το σύστημα απότελείται από αυτήν την μία σκέψη. Ένας κόσμος, μία σκέψη. Θα προσπαθήσουμε να ακολουθήσουμε αυτή την σκέψη, χωρίς καμία αμφιβολλία μεγαλοφυής, μέχρι το σημείο που δεν μπορούμε να την ακολουθήσουμε πια, γιατί ίσως αυτή η σκέψη μας παρόλη την ορμή της ίσως μας οδηγεί σε έναν γκρεμό.
Ο Σοπενχάουερ δεν θέλει να είναι ένας ιδεαλιστής σαν τους άλλους. Μόνο ο τίτλος του βιβλίου του, βιβλίο που έγραψε στα 26 του και δεν σταμάτησε όλη την ζωή του να το εμπλουτίζει, μας προειδοποιεί ότι το αντικείμενο μας είναι ο Κόσμος. Δεν θα δούμε εδώ αναλύσεις για το πως “Ο Θεός , με ποια διαδικασία, για ποιον λόγο έφτιαξε τον Κόσμο” όπως λέει χαρακτηριστηκά για τους υπόλοιπους Γερμανικούς Ιδεαλιστές. Ούτε βέβαια θα βρούμε δοκίμια πάνω στην ψυχή και ποιος είναι ο τρόπος ύπαρξης της. Για την ακρίβεια η λέξη ψυχή απαντάται ελάχιστες φορές σε αυτό το πραγματικά γιγάντιο σε μέγεθος βιβλίο 1350 σελίδων μαζί με τα πρόσθετα. Τις περισσότερες φορές για να μιλήσει “Για την ψυχή του χριστιανισμού” ή για το “πνεύμα του ασκητισμού” , παρά για να χαρακτήρισει την μεμονωμένη ανθρώπινη ύπαρξη.
Ήδη πρέπει να είμαστε καχύποπτοι. Δεν είναι αυτή η αναγωγή του ζητήματος της μεταφυσικής πολύ νεωτερική; Πολύ πρωτότυπη; Εν πάση περιπτώση με τον Σοπενχάουερ έχουμε να κάνουμε με έναν άθεο ιδεαλιστή. Έναν πεσιμιστή ο οποίος ήταν αρκετά οπτιμιστής για να θεωρεί ότι κατέκτησε την αλήθεια, όπως ωραία θα σημειώσει ο Νίτσε.
- Η βούληση και οι δύο τρόποι αναπαράστασης
Για τον Σοπενχάουερ υπάρχουν δύο προτάσεις που είναι αληθείς από οποιασδήποτε ζωντανό ον και αν εκφραστούν, η πρώτη είναι “Ο κόσμος είναι η αναπαράσταση μου” , και η δεύτερη είναι “Ο κόσμος είναι η βούληση μου”.
Δεν σκοπεύουμε να κάνουμε μια βαθειά ερμηνεία και ανάλυση του Κόσμος ως βούληση και ως αναπαράσταση. Είναι ένα βαρύ έργο και απ’όσο ξέρουμε δεν έχει αναλυθεί διεξοδικά στην ελληνική βιβλιογραφεία. Ακόμη και στις χώρες της δυτικής Ευρώπης ο Σοπενχάουερ ακολουθήθηκε περισσότερο από καλλιτέχνες παρά από φιλόσοφους και ιστορικούς της φιλοσοφίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι το έργο του δεν έχει φιλοσοφική αξία.
Ο Σοπενχάουερ είναι στην δυστυχή θέση ενούς ιρασιοναλιστή. Παραταύτα είναι φιλόσοφος. Ο ιρασιοναλισμός για να μην είναι απλά τρέλλα, πρέπει να θεμελιωθεί φιλοσοφικά. Κατά τον ίδιον το Σοπενχάουερ ο φιλόσοφος φτιάχνει ένα πιστό πίνακα της πραγματικότητας δια του λόγου. Αντικείμενο του είναι οι έννοιες. Το ζήτημα του καλλιτέχνη και του ερημίτη, ή καλύτερα του αγίου, είναι το βασικό πρόβλημα του Σοπενχάουερ. Τι μπορεί να μας πει για τον κόσμο εν γένει η ύπαρξη του αγίου; Κάποιου που πάει ενάντια στην βούληση του. Αυτό είναι ένα ερώτημα που ο Σοπενχάουερ το αντιμετώπισε. Εμείς δεν θα πάρουμε θέση υπέρ του ιρασιοναλισμού. Ο Σοπενχάουερ μας ενδιαφέρει στον βαθμό που στην φιλοσοφία του υπάρχει μία λογική.
Ποια είναι η λογική της αναπαράστασης; Η αναπαράσταση κυριαρχημένη από την αρχή του λόγου αποτελεί το πρώτο μέρος από τα 4 βιβλία του Κόσμου ως βούληση και ως αναπαράσταση. Για τον Σοπενχάουερ η αναπαράσταση είναι το πρώτο γεγονός. Από αυτήν έπονται το υποκείμενο και το αντικείμενο ως προυποθέσεις της. Ισχυρίζεται ότι δεν ανάγει το υποκείμενο στο αντικείμενο, ούτε το αντικείμενο στο υποκείμενο.
Για τον Σοπενχάουερ η αρχή του λόγου αποτελείται από 4 μορφές. Την αρχή της κρίσης – λόγος – , την αρχή του γίγνεσθαι – αιτιότητα, την αρχή του είναι – χρόνος και χώρος – και την αρχή της δράσης – κίνητρο -.
Όταν αυτές οι 4 μορφές επιβληθούν στα φαινόμενα έχουμε την εποπτεία του κόσμου. Αυτές οι μορφές είναι αδιάφορα, μορφές του υποκειμένου ή του αντικειμένου, είναι οι αρχές της αναπαράστασης.
Τι είναι ο βλάκας; Αυτός που σε ένα γεγονός δεν μπορεί να διακρίνει το αίτιο. Παραπέμπει σε κάποιο αίτιο εκτός της αναπαράστασης. Το κομβικό ζήτημα είναι διπλό – ι) το αίτιο είναι πάντα μια άλλη αναπαράσταση ιι) δεν υπάρχει αιτιότητα ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο. Το σώμα είναι και αυτό αναπαράσταση, είναι το άμεσο αντικείμενο , ως τέτοιο υπόκειται και αυτό στην αιτιότητα. Η δράση των αντικειμένων πάνω του ορίζει την αντίληψη.
Βλέπουμε εδώ κάτι καίριο. Αν όλα τα γεγονότα παραπέμπουν και πάλι σε γεγονότα, είναι σαν να εκκενώνεται ο χώρος από την θεία βούληση, την μαγεία και κάθε κρυφή ενέργεια. Θα δούμε αργότερα ότι οι φυσικές δυνάμεις είναι αυτές οι κρυφές ενέργειες.
Η επιστήμη λοιπόν στήνεται πάνω στην αιτιότητα. Αντιλαμβανόμενος ότι η μόνη πηγή της επιστήμης είναι η μορφή του λόγου, έχω να κάνω με έναν νου για τον οποίο υπάρχουν μόνο φαινόμενα.
Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά με τον Καντ; Για τον Καντ επίσης η μορφή της αιτιότητας αναφέρεται μόνο στα φαινόμενα, η αιτιότητα ως καθαρή υπερβατολογική έννοια είναι προϋπόθεση της φαινομενικότητας και του αντικειμένου ως τέτοιου. Παραταύτα ο Καντ θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να κρίνουμε ότι υπάρχει κάτι που εμφανίζεται. Το φαινόμενο δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν δεν υπάρχει κάποιο πράγμα καθ’εαυτό που είναι αίτιο των αναπαραστάσεων μας. Για τον Καντ θα ήταν αντίφαση να υπάρχει φαινόμενο δίχως αυτό που εμφανίζεται. Κατά τον Καντ η γνώση περιορίζεται στο φαινόμενο. Το πράγμα καθ’εαυτό είναι προσιτό μόνο στην σκέψη, και όχι στην γνώση η οποία ως προυπόθεση έχει την εποπτεία.
Ο Σοπενχάουερ από την μεριά του θεωρεί ότι το εδώ ο Καντ κάνει μια λαθροχειρία. Περιορίζοντας αυστηρά την αιτιότητα στον φαινομενικό κόσμο, εκκενώνει αυτόν τον κόσμο από κάθε υπερβατική επέμβαση. Ο Καντ παραταύτα όπως θα δούμε στην συνέχεια ακόμη και για τον Σοπενχάουερ είχε δίκιο να προϋποθέσει ένα πράγμα καθεαυτό, απλά για τον Σοπενχάουερ αυτό μπορεί να γίνει γνωστό – ανεξάρτητα της αρχής του λόγου όμως.
Από την μεριά μας θα λέγαμε ότι ο Καντ σίγουρα δεν αντιφάσκει όπως φαίνεται να νομίζει ο Σοπενχάουερ. Το σημείο είναι δύσκολο και για να εξηγηθεί δυστυχώς χρειάζονται τεχνικοί όροι. Η “υποτιθέμενη” αιτιότητα του πράγματος καθ’εαυτού δεν μας επιτρέπει να παραπέμπουμε σε αίτια εκτός της εμπειρίας εφόσον μιλάμε για φυσική επιστήμη, απλά από μια άλλη οπτική (ηθική) πρέπει να θεωρούμαι τον άνθρωπο σαν να είναι αίτιο των πράξεων του. Η διπλή αυτή οπτική είναι απαραίτητη για την θέσπιση του δικαίου. Ο Σοπενχάουερ παρόλη την ορμή του και την επιθυμία του, δογματίζει. Ο Ιδεαλισμός του παρότι θέλει να είναι διαφορετικός από ενός Φίχτε, αποροφφά τα πάντα στο υποκείμενο. Αλλά αυτό το υποκείμενο, το γνωρίζων υποκείμενο ως τέτοιο, όπως θα δούμε αργότερα για τον Σοπενχάουερ είναι ένα καθαρό μάτι, ένα καθαρό βλέμμα, το οποίο δεν είναι προσδεμένο, ή μάλλον δεν είναι εγκλωβισμένο σε μια ατομικότητα. Η αρχή του λόγου, στην τετραπλή της μορφή, είναι η αρχή της ατομικοποίησης. Αν μαζί με τον Σοπενχάουερ υποθέσουμε ότι ο κόσμος, ειδομένος εκ των έσω, είναι βούληση, αν ισχύει ότι ο Κόσμος είναι η βούληση μου, τότε υπάρχει η δυνατότητα μιας θέασης ανεξάρτητης από την αρχή του λόγου; Μιας θέασης που θα κάνει αναπαράσταση την πιο ικανή αντικειμενοποίηση της βούλησης; Ο Σοπενχάουερ θα πει ναι, και αυτή η θέαση, αυτός ο τύπος ενατένισης, θα είναι η θεωρία των ιδεών. Σε αυτήν ο άνθρωπος γίνεται καθαρός θεατής και βλέπει το αντικείμενο όχι στην ατομικότητα του, αλλά ως είδος. Αυτός ο τύπος εποπτείας κατά την βαρύγδουπη έκφραση του Σοπενχάουερ θα είναι η αντικειμενική θέαση. Όταν γνωρίζω με βάση την αρχή του λόγου γνωρίζω για να συσχετίσω το αντικείμενο με την βούληση μου. Μόνο μια θέαση η οποία θα είναι μη- ενδιαφερόμενη, θα μπορέσει να μου δώσει την αντικειμενικότητα του πράγματος.
Η μεγαλοφυΐα των Ολλανδών ζωγράφων που ζωγραφίζουν βάζα, καρέκλες, καθημερινά αντικείμενα είναι ότι διείδαν αυτά τα αντικείμενα ανεξάρτητα από την βούληση τους. Έτσι τους φανερώθηκαν ως είδη. Θα μιλήσουμε πιο κάτω περαιτέρω για την εντυπωσιακή θεωρία της αισθητικής στον Σοπενχάουερ. Η καχυποψία μας όμως παραμένει, ο Σοπενχάουερ ορίζοντας την βούληση ως άλογη, παρότι που δημιούργησε ένα ισχυρό αισθητικό παράδειγμα, δεν ναρκοθέτησε εκ των προτέρων την ηθική που ήθελε να παρουσιάσει στο 4ο βιβλίο; Δεν έχουμε δικαίωμα να του προσάγουμε ότι μας οδηγεί συστηματικά στο μηδέν; Εν τέλη, δεν είναι ο Ηθικός νόμος του Καντ απαραίτητος στο κριτικό πεδίο που εγκαινίασε ο Καντ; Όπως με φρόνηση είπε ο Λέο Στρως “ Ο άνθρωπος αν δεν μπορεί να δώσει λόγο στις πράξεις του δεν μπορεί ειλικρινά να πιστέψει στην πρακτική του”.
2. Γιατί διαβάζουμε Σοπενχάουερ;
Μια συνήθης κακοηθής ερώτηση που αντιμετωπίζουμε ως αναγνώστες είναι : γιατί να διαβάσει κανείς αυτόν τον συγγραφέα; Αυτός που απευθύνει αυτή την ερώτηση μπορεί με στόμφο να προσθέσει στο τέλος την λέξη “σήμερα” για να προσδώσει στην ερώτηση του έναν αερά συγκεκριμενικότητας. Αυτός στα μάτια του είναι το συγκεκριμένο πνεύμα που αντιπαρατείθεται στον αφηρημένο φιλόσοφο. Σε μια τόσο κακοήθη ερώτηση πρέπει κανείς να απαντάει με εξίσου επιθετικό τρόπο όπως παρατήρησε ο φιλόσοφος Ζυλ Ντελέζ.
Ο μόνος λόγος που αναλαμβάνουμε εδώ να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση για την περίπτωση Σοπενχάουερ είναι διότι στα μάτια πολλών μπορεί πράγματι να μην είναι καθόλου προφανές γιατί να πάρουμε σοβαρά τον Σοπενχάουερ ως φιλόσοφο, και άρα σε αυτήν την περίπτωση η συγκεκριμένη ερώτηση να εκφράζει πραγματικά μια απορία. Μπορεί να μην είναι το επιθετικό – γιατί να διαβάσει κανείς Σοπενχάουερ, σήμερα; Αλλά ένα, γιατί διαβάζεις Σοπενχάουερ;
Δεν είναι άραγε ο Σοπενχάουερ η πιο ελάσσονα φιγούρα του Γερμανικού Ιδεαλισμού; Δεν ήταν κατά την κρίση του Χάιντεγγερ “πρόβλημα για την γερμανική φιλοσοφία”; Δεν είναι η συνήθεις εκρήξεις στο έργο του σημάδι απωθημένων; Δεν είναι ο Σοπενχάουερ μισογύνης; Δεν ήταν ανορθολογιστής; Παραθέτουμε μόνο τις λιγότερες κακεντρεχείς κατηγορίες απέναντι στον Σοπενχάουερ.
Για ποιους άλλους φιλόσοφους όταν συζητάμε μιλάμε τόσο πολύ για την προσωπική τους ζωή όσο κάνουμε για τον Σοπενχάουερ; Σίγουρα για ελάχιστους, και μιλάμε με άλλο τρόπο. Το ερώτημα θα έπρεπε να ήταν διττό, τι έκανε ο Σοπενχάουερ για να συζητιέται τόσο πολύ το πρόσωπο του και λιγότερο το έργο που άφησε; Τι μας λέει για τα ελληνικά γράμματα ότι το κατά τον ίδιον σοβαρότερο μέρος του έργου του, δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα ελληνικά, ή έχει μεταφραστεί ελλιπώς;
Όσον αφορά την πρώτη πλευρά θα λέγαμε ότι ο Σοπενχάουερ φρόντισε σε μεγάλο βαθμό την φήμη του και την εικόνα του. Λίγοι φιλόσοφοι βγάλαν τόσα πορτραίτα όσα έβγαλε αυτός. Μια συνηθισμένη μέρα για αυτόν ήταν μετά το πρωινό του να δέχεται έναν ζωγράφο για να τον ζωγραφίσει. Παρότι δεν φαίνεται να σέβεται την ιστορία ως επιστήμη, είχε βαθειά γνώση της ιστορίας της φιλοσοφίας, και των γραμμάτων και δεν έλλειπαν οι επιθέσεις απέναντι στους συγκαιρινούς του. Όσον αφορά την δεύτερη πλευρά του ερωτήματος θα πούμε ότι κατά τα κοινώς λεγόμενα οι φιλόσοφίες της βούλησης και της επιθυμίας δεν άγγιξαν την Ελλάδα παρά αργότερα.
Δεν νομίζουμε ότι ο Σοπενχάουερ είναι κατάλληλος για όλους. Δίχως ένα Καντιανό παρελθόν είναι κατά πολύ ακατανόητος. Επίσης δεν μας φαίνεται ως ένας στοχαστής που θα μπορούσε να οδηγήσει έναν πρωτόπειρο στην φιλοσοφία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μόνος φιλόσοφος που τον ακολούθησε ήταν ο Νίτσε, και αυτός στα νιάτα του. Διαβάζοντας Σοπενχάουερ πιο πιθανό είναι να βγεις καλλιτέχνης, παρά ιστορικός ή επιστήμονας.
Παραταύτα θα δικαιολογηθούμε για αυτή την επιλογή μας να διαβάσουμε Σοπενχάουερ. Στο πλαίσιο της διερεύνησης του μηδενισμού πρέπει να κοιτάξουμε εάν και πως ο Μονισμός του Σοπενχάουερ ευθύνεται για τον δεδηλωμένο μηδενισμό του. Είναι πολύ πιθανό βέβαια ο μηδενισμός να μην είναι φυσικό επακόλουθο κάθε μονισμού αλλά ενός συγκεκριμένου τύπου του, ας πούμε του Σοπενχαουρικού. Αν ο Stanley Rosen έχει δίκιο και η μόνη διέξοδος από το μηδέν είναι ο διάλογος της ψυχής με τον εαυτό της, ο Σοπενχάουερ, φιλόσοφος της αισθητικής ενατένισης, μας οδηγεί απευθείας στο μηδέν. Είναι η αισθητική θεώρηση τον πραγμάτων αμοραλιστική; Δεν μας είναι ακόμα ξεκάθαρο αν αυτό το πρόβλημα αφορά μόνο τον Σοπενχάουερ ή την αισθητική ως τέτοια όταν αυτή δεν οριοθετείται από εξωαισθητικούς όρους όπως πολιτική φιλοσοφία, ηθική και τα καθέκαστα.
Ακολουθώντας το νήμα αυτής της σκέψης λοιπόν, της σκέψης αυτουνού που θεωρούσε τον εαυτό του τον καλύτερο μαθητή του Καντ αντιλαμβανόμαστε ότι συμμερίζεται όπως και οι συγκαιρινοί του ιδεαλιστές μια αρνητική άποψη για την μηχανική επιστήμη. Διανοίγοντας το πεδίο της αισθητικής ο Σοπενχάουερ ετοιμάζει καλλιτέχνες και όχι κριτικιστές. Το ότι άγγιξε το ζήτημα της επιθυμίας τον κάνει πρωτότυπο και ελκυστικό συγγραφέα. Σε μία λέξη, διαβάζουμε Σοπενχάουερ γιατί δεν μπορούσαμε πια να αγνοήσουμε το ζήτημα της αισθητικής.
3. Οι Ολλανδοί ζωγράφοι και το αντικειμενικό πνεύμα στην τέχνη
Μια αρκετά παράδοξη θέση του Σοπενχάουερ είναι ότι το αντικειμενικό πνεύμα δεν είναι το επιστημονικό πνεύμα, το υποκείμενο της επιστημονικής γνώσης , αλλά το καλλιτεχνικό πνεύμα, ο καλλιτέχνης που ενατενίζει αισθητικά τα αντικείμενα.
Η απουσία σύνδεσης του αντικειμένου με την βούληση, δηλαδή με άλλα λόγια, μια ενατένιση η οποία δεν θα έπαιρνε υπόψιν της την χρηστικότητα του αντικειμένου, αρκεί για να μας παρουσιάσει το αντικείμενο ως είδος, ως τύπο. Υπό αυτό το πρίσμα και ένα καθημερινό αντικείμενο μπορεί να μας φανεί όμορφο.
Έτσι το αντικείμενο, αισθητικά ιδωμένο παρουσιάζεται στην τέχνη ως αντικειμενοποίηση της βούλησης, όπως είναι όλα τα πράγματα, αλλά στην υψηλή τέχνη έχουμε ικανές, ή μάλλον κατάλληλες αντικειμενοποιήσεις της βούλησης. Οι κατάλληλες αντικειμενοποιήσεις της βούλησης είναι φυσικά οι ιδέες-τύποι.
Έτσι ο Σοπενχάουερ φαίνεται να προετοιμάζει μια ισχυρή αισθητική εμπειρία. Γιατί όμως η τέχνη; Το όμορφο στην τέχνη κατά κάποιο τρόπο απαλύνει τον ανυπόφορο τόνο της ζωής. Η αισθητική ενατένιση παρουσιάζοντας μας τα φαινόμενα ως τύπους μας κάνει να αισθανόμαστε μια σταθερότητα και μια ησυχία.
Κατά τον ίδιον τον Σοπενχάουερ η αισθητική απόλαυση είναι φευγαλέα, και στο 4ο βιβλίο του “Κόσμος ως βούληση και ως αναπαράσταση” μπαίνουμε στα νερά, ή μάλλον στο ποτάμι, της ηθικής για να βρούμε μια πραγματική ανακούφιση από τα πάθη.
4. Πόλεμος όλων εναντίων όλων- ή παραίτηση;
Από την στιγμή που το ον που είναι ο άνθρωπος αναγνωρίζει την ταυτότητα του ως βούληση με τις αντικειμενοποιήσεις της βούλησης που διέπουν τους άλλους ανθρώπους, τα ζώα, και την φύση ως τέτοια, πλέον δεν έχει πολλές επιλογές.
Η βούληση υπάρχει μόνη της, και ως τέτοια είναι σε ανελέητο πόλεμο με τον εαυτό της. Η βούληση μέσα από την αρχή του λόγου ατομικοποιείται και η κατάφαση της είναι ταυτόχρονα και άρνηση της βούλησης κάποιου άλλου.
Δια τούτου ο άνθρωπος καταφάσκωντας την βούληση του αδικεί. Το περιεχόμενο της κατάφασης είναι η συντήρηση του εαυτού και η διαιώνιση του είδους. Η μορφή που παίρνει είναι η μορφή του εγωισμού.
Μέσα σε αυτόν τον πόλεμο της βούλησης με τον εαυτό της βλέπουμε κάθε άτομο να καταφάσκει την βούληση του εις βάρος των άλλων. Το θέαμα θα ήταν θλιβερό, αν δεν βρίσκαμε ένα “απεριόριστο” ενδιαφέρον στον κόσμο και τις καθημερινές σκηνές του.
Φυσικά γεννιούνται οι έννοιες της αδικίας και του κακού. Η αδικία είναι κάτι το θετικό για τον Σοπενχάουερ εφόσον είναι μια κατάφαση βούλησης. Δύσκολα θα δημιουργούσαμε την Ιδέα της δικαιοσύνης αν δεν είχαμε την έννοια της αδικίας. Καθένας έχει βιώσει την αδικία. Έτσι , έχει το δικαίωμα να απαντήσει σε αυτήν την αδικία. Η έννοια του δικαίου στηρίζεται εκεί. Παραδόξως, η έννοια του δικαίου στηρίζεται στην αδικία.
Ποια είναι η λύση; Από μακρυά σε μακρυά κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις εμφανίζονται. Ο άγιος είναι αυτός που αρνείται την βούληση του. Οι συνέπειες πολύ μεγάλες αλλά αυτή η αντίφαση στην καρδιά της βούλησης είναι η μόνη δυνατή ανθρώπινη ελευθερία.
Ο Σοπενχάουερ δεν δίνει κάποιον νόμο για την βούληση. Απλά διακρίνει δύο πιθανούς δρόμους. Μία του εγωισμού, μία του αναχωρητισμού. Ας σημειώσουμε ότι θεωρούμε ότι λίγοι από τους ακόλουθους του Σοπενχάουερ ακολουθήσαν τον δεύτερο δρόμο παρότι που ο Σοπενχάουερ φαίνεται να τον προτιμά. Η επιμονή του Σοπενχάουερ να μην δώσει έναν νόμο για την βούληση, έναν ηθικό νόμο όπως έκανε ο Καντ, μας θυμίζει κάποιον που θα έμενε νηφάλιος πέντε μέρες για να πιει ένα κασόνι μπύρες την έκτη. Ο Σοπενχάουερ διδάσκει μια κάποια νηφαλιότητα. Ο τρόπος που βλέπει τον κόσμο, ο επίμονος μονισμός του, η αίσθηση που είχε της αδικίας τον κάνουν έναν ενδιαφέρον στοχαστή. Παραταύτα αν κάποιος θέλει να διδαχθεί όχι μόνο τον καθησυχασμό αλλά και την ευθύνη, θα απογοητευτεί από τον Σοπενχάουερ, και πιθανότατα από όλους τους ιδεαλιστές που κάναν καριέρα στην Γερμανία την εποχή του Σοπενχάουερ.
Γ- Η Καντιανή Κριτική
Ι. Ο ηθικός νόμος ως έλλογος καθορισμός της βούλησης
Ο ηθικός νόμος είναι το επιστέγασμα της Καντιανής κριτικής φιλοσοφίας. Αυτός εγγυάται την καλή βούληση. Αν οι προθέσεις του ανθρώπου είναι δεδομένες σε μια αντίθεση ανάμεσα στην ηθική αρχή, και την “αρχή” της απόλαυσης. Ο άνθρωπος είναι το ον το οποίο συνεχώς συνδιαλέγεται με τας ορέξεις του. Ο άνθρωπος ως άνθρωπος διέπεται από μια βούληση. Αυτή η βούληση ορέγεται, αν ο άνθρωπος προσπαθήσει να υπάρξει πάνω στην όρεξη του τότε σύμφωνα με τον Καντ, η βούληση του καθορίζεται παθητικά, πιο ακριβώς παθολογικά.
Η παθολογική βούληση είναι η βούληση που διέπεται από την αρχή της απόλαυσης. Κατά τον ίδιον τον Καντ βέβαια η απόλαυση δεν μπορεί να είναι αρχή.
Ας πούμε ότι ορέγομαι ένα μήλο. Το μήλο, ήτη η αναπαράσταση του, είναι καθοριστικό της βούλησης μου. Η βούληση μου βρίσκει το αίτιο της έξω από τον εαυτό της. Αν ο Καντ μιλούσε την γλώσσα του 17ου αιώνα θα έλεγε απλά ότι η όρεξη είναι ένα πάθος.
Γιατί ο Καντ λοιπόν λέει ότι η όρεξη, συγκεκριμένα η ευχαρίστηση δεν μπορεί να είναι αρχή; Ακολουθώντας τις ορέξεις , καθορισμένος παθητικά είμαι συνεχώς υπό την επήρεια του έξω, η βούληση μου σε αυτή την κατάσταση θα οριστεί ως ετερόνομη εφόσον το καθοριστικό στοιχείο είναι το αντικείμενο της βουλήσεως.
Ο εγωισμός που θα προέκυπτε από μια ηθική που θα είχε ως επιταγή το “Απόλαυσε”, θα μπορούσε να αποκτήσει μια δόση έλλογη. Δεν έλειψαν οι εμπειριστές που θεωρήσαν ότι ένας έλλογος εγωισμός είναι δυνατός. Αν ο εγωισμός γίνει κανόνας τότε το κοινό καλό, το καλό της κοινωνίας ολόκληρης θα μπορούσε να προχωρήσει κατά δαύτους. Η οριοθέτηση του εγωισμού από τον ίδιο τον εγωισμό, εφόσον καταλαβαίνω ότι ο εγωισμός μου δεν μπορεί να είναι απόλυτος, θα όριζε έναν ηθικό νόμο.
Η παράδοση της πολιτικής φιλοσοφίας θα μπορούσε να μας πείσει για το αντίθετο. Αν ο εγωισμός, που εμφανίζεται ως ματαιοδοξία, σημαίνει το να θέλεις παραπάνω από τους άλλους. Τότε μια κοινωνία στηριγμένη πάνω σε εγωιστικά κίνητρα είναι κατεξοχήν μια κοινωνία πολέμου. Αν δεν υπάρχουν κάποιοι ηθικοι κανόνες που, ακόμη και αν δεν χαίρουν κοινής αποδοχής, τείνουν προς την καθολικοποίηση τους, τότε δεν νοείται ηθική παιδεία.
Η μορφική επιταγή της καθολικότητας του Ηθικού Νόμου, μας οδηγεί να αναρωτιόμαστε αν η επιταγή της πράξης μας μπορεί να καθολικοποιηθεί. Τι θα γινόταν αν το ψέμα γινόταν καθολικός νόμος; Κατά την κρίση του Καντ η κοινωνία θα διαλυόταν, και ακόμη περισσότερο το ίδιο το ψέμα θα αυτοκαταστραφόταν, αν όλοι ξέραν ότι όλοι λένε ψέματα κανείς δεν θα πίστευε κανένα. Το ψέμα ως καθολικός νόμος βρίσκεται σε αντίφαση με τον εαυτό του.
Ας περάσουμε στην καλή, αγαθή βούληση. Το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο για τον Καντ. Αν η βούληση μου είναι έλλογη, αυτό σημαίνει ότι αυτοκαθορίζομαι και είμαι αυτόνομος. Απέναντι στον παθολογικό καθορισμό της βούλησης υπάρχει ο έλλογος καθορισμός της. Η ηθική συνείδηση είναι το ον που κάνει τον άνθρωπο, άνθρωπο. Η απλή τεχνική λογική δεν αρκεί. Μπορεί κάποιος να έχει πάμπολλες δεξιότητες και να είναι άκαρδος.
ΙΙ. Υπάρχει ένας κόσμος για την καλή βούληση;
Οι στωικοί και οι επικούρειοι σύμφωνα με τον Καντ φαίνεται να συμφωνούν ότι υπάρχει μια αναγκαία σχέση ανάμεσα στην αρετή και την ευτυχία. Ο Καντ κάνει την παραχώρηση στους κάθε λογής σκεπτικούς να θέσει εν αμφιβόλλω αυτή την αναγκαία σχέση. Εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται αναγκαίο ότι αν είμαι ευτυχισμένος θα είμαι και ενάρετος, ή το αντίστροφο.
Κάποιοι ίσως να χρειάστηκε να περιμένουν τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ για να το μάθουν. Οι δυστυχίες της αρετής, και οι χαρές τη κακίας, ή της πονηριάς θα μπορούσαμε να πούμε. Σε κάθε περίπτωση, όλος ο κόσμος το είχε κάποια στιγμή στο στόμα του, οι καλοί υποφέρουν και οι κακοί διασκεδάζουν.
Εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν περίπατο στα σαλόνια. Να δούμε τα ακριβά ρούχα, τα ακριβά φορέματα, κάθε λογής χρυσαφικά, και τα ακριβά ποτά. Όπως παρατήρησε ο Νίτσε, στην νεωτερική κοινωνία για να δείξεις το χρήμα δεν χρειάζεται να βάλεις χρήμα στο τραπέζι, αρκεί να το γεμίσεις με ακριβά αντικείμενα.
Μια ερώτηση μας έρχεται στο πνεύμα εφόσον διαπιστώσουμε την ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Ανισότητα πλούτου, κύρους και φυσικά θέσης. Υπάρχει κάποιος δεδομένος λόγος για τον οποίον κάποιοι συγκεκριμένοι πρέπει να διατάζουν και κάποιοι πρέπει να υπακούνε; Είναι οι ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων φυσική;
Για τον Ρουσσώ έχουμε να κάνουμε με ερώτηση σκλάβου που προσπαθεί να ικανοποιήσει τους αφέντες του. Σε κάθε περίπτωση αν βγάζαμε το ηθόμετρο είναι πολύ αμφίβολλω το αν αυτοί που απολαμβάνουν όλες αυτές τις χαρές που επιζητά ο κοινός άνθρωπος είναι πιο ενάρετοι από τους πιο ταπεινούς.
Το θέαμα του κοσμικού σαλονιού μπορεί να ομοιάζει με κωμωδία, αλλά μέσα του κρύβεται κάτι πολύ σοβαρό. Η ματαιοδοξία του να επιδιεκνύεις πλούτοι και ευχαριστήσεις κάνει τον άνθρωπο να ξεχνάει για λίγο τους πόνους του. Για τους φτωχούς άρτος και θεάματα, για τους πλούσιους διαρκής ευχαρίστηση.
Και αν κάποιος φωνάξει “αδικία” ; Κουνάνε τα παράθυρα και μέσα σε γέλια και χάρη, μπορεί να βρεθεί με ένα ταληράκι στο χέρι. Ο Καντ πριν γίνει γνωστός για την μεγαλειώδης Κριτική του Καθαρού Λόγου, ήταν γνωστός, ειδικά στην Γαλλία για το μικρό σε έκταση έργο “ Παρατηρήσεις πάνω στο αίσθημα του ωραίου και το υψηλού”. Εκεί κατά τον ίδιον μιλάει σαν παρατηρητής σαλονιών της υψηλής κοινωνίας. Αν ξέρεις να βλέπεις, μπορείς να παρατηρήσεις πολύ ενδιαφέρον πράγματα ακόμα και σε καθημερινές σκηνές.
Κάποιες φορές αναρωτιέμαι διαβάζοντας σύγχρονους, λαμπρούς κατά τα άλλα, σχολιαστές οι οποίοι επέλεξαν το δύσβατο μονοπάτι της ακαδημαικής καριέρας και ταυτόχρονα, δηλωτές πίστης στον ταπεινό και καταφρονημένο, αναρωτιέμαι αν είχαν ποτέ την εμπειρία του κοσμικού σαλονιού και την αντίθεση του με το φτωχικό σαλόνι. Διαβάζοντας τους έχει κανείς την εντύπωση ότι η αδικία συμβαίνει μόνο στο δρόμο. Επιτέθηκαν οι δυνάμεις της καταστολής στην τάδε ή την δείνα διαδήλωση. Βγήκαν τρείς άνδρες από ένα αμάξι και μαχαίρωσαν τον αντιστασιακό ραππερ. “Βιώνουμε την αδικία στους δρόμους και τις γειτονιές”.
Καλά όλα αυτά, πολύ αδικία στους δρόμους αλλά η αδικία στους δρόμους είναι η φωτεινή στιγμή, εκεί που ανοίγει το παράθυρο ο ένοικος και λέει “Εδώ γίνεται μια μεγάλη αδικία”. Τι να πει κανείς για την πιο διαρκή και καθημερινή αδικία που βιώνει μια Justine, ή η ταπεινή αλλά ενάρετη υπηρέτρια στα σαλόνια που παλεύει να “βγάλει” τις σπουδές της, σερβίροντας 8 ώρες την ημέρα, και δεχόμενη διαταγές, μεταξύ άλλων από πιο άνετους συμφοιτητές της. Ο πιο διαρκής και απαλός εξευτελισμός είναι και αυτός που κάνει λιγότερο εντύπωση. Εδώ ισχύει αυτό που έλεγε ο Χάιντεγγερ. “Το πιο κοντινό είναι το πιο μακρυνό”.
ΙΙΙ. Η περιφρόνηση του κόσμου
Η όμορφη ψυχή έχει κάθε λόγο να εξεγείρεται μπροστά σε αυτήν την κατάσταση. Θα ήθελε να περιφρονήσει τον κόσμο και την αδικία του, αλλά, αυτή η ευγενής στάση δεν είναι δυνατή αν δεν έχει επαρκής μέσα για αυτόν τον σκοπό. Πιο συγκεκριμένα, αυτό δεν είναι δυνατόν αν δεν έχει αρχές.
Αυτό το είδε πολύ καλά ο Ιμμάνουελ Καντ. Ο αθεισμός, ο χυδαίος υλισμός θα έχουν μόνο αντίβαρο την θρησκεία, όσο η ηθική δεν έχει τις δικές τις αρχές και δεν θεμελιώνεται ως τέτοια. Η θεμελίωση των ηθικών αρχών είναι απαραίτητη αν θέλουμε να υπάρχει μία ορθολογική ηθική, και κατ’επέκταση δικαιοσύνη. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα στην κτηνωδία και την ευλαβή ηθικότητα, που η ίδια αν τυφλωθεί μπορεί να καταλήξει σε κτηνωδία.
Η σημασία των κανόνων, των νορμών έχει συστηματικά ανασκαφεί καθόλη την διάρκεια του περασμένου αιώνα. Δεν χρειάζεται καν να φτάσουμε στην αποδόμηση του Ζακ Ντεριντά για να ακούσουμε αποκηρύξεις της όντο-θεολογίας και του λογοκεντρισμού στηριζόμενες στην διτότητα του σημείου. Ένα πολύ συχνό επιχείρημα έναντι των νορμών, είναι ότι περιορίζουν, το οποίο σημαίνει για τους διανοούμενους της ριζικής διαφορετικότητας, ότι είναι μια μορφή η οποία μου επιβάλεται. Περιμένουν από μένα να είμαι φιλότιμος πολίτης ας πούμε, αυτή η μορφή του φιλότιμου πολίτη μου έρχεται απ’έξω και εγώ καλούμαι να προσαρμοστώ σε αυτήν. Όλες οι νόρμες και όλες οι μορφές είναι επιβολές πάνω μου, μου έρχονται απ΄έξω, από τους άλλους, από το σύστημα ή το κράτος, και καταπατούν την ριζική διαφορετικότητα μου, το εγώ μου.
Αυτό το επιχείρημα παρά την έκδηλη αδυναμία του διατηρεί ένα κύρος το οποίο είναι δυσανάλογο αυτής. Στο Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία ο Λέο Στρως σωστά αναφέρει αυτό το επιχείρημα πίσω στην εποχή των αρχαίων σοφιστών, παρότι αυτοί που το εκφέρουν πάντα φροντίζουν να το παρουσιάσουν ως νέο. Είναι κοντολογίς το επιχείρημα του συμβασιοκρατισμού.
Ένα ερώτημα που φυσικά μας έρχεται στον νου απέναντι σε αυτό το επιχείρημα είναι, εν τέλει, αν είσαι απέναντι σε κάθε νόρμα, σε κάθε μορφή, αν δεν είσαι για κανέναν παρά μόνο για σένα, τι είσαι; Ερώτημα που όπως ξέρουμε απαιτεί έναν πολιτικό φιλόσοφο για να απαντηθεί.
Αν είμαι ριζική διαφορετικότητα δίχως αρχή και κανόνα δεν είμαι κάτι άμορφο; Δεν δρω εκ των πραγμάτων, σε αυτή την περίπτωση δεν καθορίζομαι από ένα κίνητρο; Δεν ζυγίζω αυτά τα κίνητρα; Αν όλοι είμαστε ριζικά διαφορετικοί δεν είμαστε όλοι ίδιοι, τουλάχιστον ως προς αυτό; Η πιο απλή διαλεκτική είναι ικανή να φανερώση την αντίφαση στα λόγια των υποστηρικτών της ριζικής διαφορετικότητας.
Στους πάγκους της αποδόμησης ισχύει ceteris paribus αυτό που έλεγε ο Σοπενχάουερ για τους πάγκους των πανεπιστημίων “Εκεί οι νέοι μαθαίνουν να πιστεύουν”. Μαθαίνουν να πιστευούν σε μεγαλόστομες διακηρύξεις, πάσις φύσεως προφητισμούς, οι οποίοι εν τέλει έχουν ως μόνο γνώμονα την επαναστατική πράξη. Για τι είδους επαναστατική πράξη μιλάμε όμως εφόσον απεκδυθήκαμε κάθε κανόνα και φόρμα; Ριζική δημιουργία και τα καθέκαστα. Με λίγα λόγια δημιουργία εκ του μηδενός.
Όπως ωραία είπε ο Κοστίς Παπαγιώργης, “ Όταν ο μαρξιστής απεκδύεται το ράσο του επαναστάτη μένει γυμνός. Κυριολεκτικά στους πέντε δρόμους”.
Δεν θα ήταν πρωτότυπο να πούμε ότι ο άνθρωπος, ειδικά όταν είναι νέος, είναι ένα σύνολο δυνητικοτήτων. Το τάδε παιδί θα μπορούσε να γίνει γιατρός, πυροσβέστης ή κλέφτης. Υπάρχει κάτι θαυμάσιο σε αυτή την δυνητικοτήτα του ανθρώπινου όντος. Όμως αλίμονο, ζώντας και ωριμάζοντας πρέπει να επιλέξεις, και να επιλέγεις σημαίνει να αποκλείσεις. Μέχρι τώρα δεν μπορέσαμε να συλλάβουμε αυτή την διαδικασία επιλογής δίχως να χρησιμοποιήσουμε μορφή ή έννοια. Ενα ον που δεν λέει να ωριμάσει και είναι ακόμη σε μια κάποια ηλικία καθαρή δυνητικότητα δίχως καμία αντικειμενική κατάκτηση ή απόδειξη, θα λέγαμε ότι είναι ένα φάντασμα. Ο χρόνος δαγκώνει, και οι περισσότερες από τις δυνητικότητες που είχαμε νέοι, είναι σαν παλιοί μας σύντροφοι με τους οποίους μας ενώνουν μόνο οι κοινές αναμνήσεις. Αν το να ζεις σημαίνει να ωριμάζεις, να γερνάς, και να δημιουργείς τον εαυτό σου όπως λέει ο Ανρί Μπερξόν, οι οπαδοί της ριζικής διαφορετικότητας κράτησαν μόνο την τρίτη από αυτές τις διαδικασίες. Αλλά ένα όν δίχως μνήμη, δίχως επιλογή, θα έπρεπε να γεννιέται και να πεθαίνει κάθε στιγμή. Θα ήταν ένα αυτόματο ή μια μαριονέτα. Για αυτό άλλωστε, ο ηλικιωμένος και κάθε τι το οποίο έχει γεράσει, είναι ανεξήγητο και ακατανόητο για τους οπαδούς της ριζικής διαφορετικότητας. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να ανοιχθεί σε κάτι ανώτερο από τον εαυτό του, όση δυνητικότητα και αν έχει, ή είχε, μέσα του. Έτσι καταλαβαίνουμε την βαθυστόχαστη φράση του Paul Valery “Είμαι αυτά που δεν έκανα”.
Ι. Η ιστορία ενός μηδενός
Στις μέρες μας διαβάζουμε λέξη προς λέξη “Ο Καντ είναι δειλός” σε ένα διδακτορικό το οποίο γράφτηκε πρόσφατα σε αυτήν την ταλαιπωρημένη χώρα, και το οποίο το δέχονται με θαυμασμό σε κάμποσους χώρους, σε χώρους τους οποίους τρώμε την κατσίκα επειδή βαρεθήκαμε το γάλα. Μα τι λέω; Το διαβάζουμε στον Χώρο, γιατί ο Χώρος έχει τα δικά του άτομα και τα δικά του αστεία που αυτοί που είναι εκτός Χώρου δεν τα καταλαβαίνουν. Και επειδή λίγοι άνθρωπου του “Χώρου” σκέφτονται και επειδή κάθετι νέο που λέγεται κάνει απεριοριστά ηχώ στα κεφάλια, άδεια περισσότερο από γεμάτα, όλου του Χώρου, ας δούμε τι ακριβώς μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτήν την έκφραση.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι όταν κάποιος έχει ζήσει στο πετσί του μια χώρα αν ποτέ γυρίσει πίσω στα πάτρια εδάφη κρατάει τα πράγματα που είχαν αξία για αυτόν. Ας πούμε λίγα πολύτιμες πετρώματα που του έκανε δώρο ένας καλός φίλος, δύο βιβλία που του χάρισε μια φίλη, ένα ρούχο που δεν μπορεί να το βρει στην πατρίδα του, τέλος το βίος του. Αν από την άλλη θέλουμε να κάνουμε τον γύρω του κόσμου σε μια βδομάδα, γυρνάμε φορτωμένοι. Φτερά Ινδιάνου από την Αμερική, μαγικές Πέτρες από το Δέλχι, 3 καθιστούς βούδες από την Κίνα και φυσικά τις αφίσες των τελευταίων Αμερικάνικων Ταινιών από την Γαλλία.
Και τι θα ήταν ο κόσμος αν είμασταν όλοι τσογλάνια; Θα μπορούσαμε να μαζεφτούμε όλοι μαζί οι γενναίοι να δείρουμε τους δειλούς. Αλλά δυστυχώς ακόμη και τους νταήδες τους σταματάει ο νόμος. Μα μας λένε οι νόμοι καταπιέζουν, δεν θα ζούσαμε καλύτερα δίχως νόμους; Περιμένουμε ακόμη την απόδειξη ότι μπορεί να υπάρξει ανθρώπινη κοινωνία χωρίς νόμους και πίεση. Πόσο μάλλον δε μια κοινωνία η οποία στοχεύει στην βελτίωση των μελών της. Μια τέτοια απόδειξη προφανώς θα έπρεπε να ήταν ένα συστηματικό και γενετικό έργο της τάξεως της Κριτικής του Καθαρού Λόγου του Καντ, ή ίσως του Κοινωνικού Συμβολαίου ενούς Ρουσσώ, όπως παρατήρησε ο Λέο Στρως, το οποίο θα αποδείκνυε με τρόπο επικοινωνίσιμο, ότι κάθε δίκαιο είναι συμβατικό, και κατά δεύτερον λόγο, ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει, και να ζήσει καλά δίχως δίκαιο – και για να μην κρυβόμαστε , δίχως σκέψη.
Ανταυτού, τι βρίσκουμε; Υποθετικές ανθρωπολογικές μελέτες στην θέση των γεγονότων, που θα έκαναν ακόμη και τον Ένγκελς να κοκκινίσει, και σαρκασμό απέναντι σε όποιον θεωρεί την φιλοσοφία φύση και προσπάθεια, στην θέση των επιχειρημάτων. Το ζήτημα θα ήταν φαιδρό αν δεν υπήρχε ο κίνδυνος της ριζικής υποτίμησης των μεγάλων διδαγμάτων που άφησαν σαν μνημεία για την ανθρωπότητα στοχαστές σαν τον Ρουσσώ και τον Καντ.
2. Τα ενεργήματα της βούλησης ως συνθέσεις (α)
Ως εδώ προσπαθήσαμε να κάνουμε στην άκρη έναν πρώιμο και συμπαγή ανορθολογισμό. Πίσω από τις διακηρύξεις περί ριζικής, ακατανόητης και απύθμενης διαφορετικότητας πιστεύουμε ότι διακρίνουμε μια πλειάδα διαλεκτικών οι οποίες συχνότερα συμπυκνώνονται γρήγορα σε μια διαλεκτική του έρωτα και του θανάτου. Αν είμαι ή γίνω ένα τίποτα μέσω διαδοχικών αρνήσεων, τότε μπορώ να γίνω τα πάντα μέσω διαδοχικών και απόλυτων καταφάσεων. Εδώ βλέπουμε σε μια χυδαία μορφή την Νιτσεϊκή καταστροφή εν όψει μας μεταγενέστερης δημιουργίας. Αν ο Νίτσε έγινε ο πρίγκηπας της καταστροφής και της δημιουργίας αυτό δεν ήταν χάριν σε μια πρώιμη και ακαλλιέργητη εμπειρική έμπνευση. Η Νιτσεϊκή Κριτική είναι τόσο δυνατή διότι αποτελεί μια διάγνωση και κριτική της νεωτερικής παρακμής. Αν ο Νίτσε δεν είχε διαγνώσει αυτήν την παρακμή, τότε η καταστροφή δεν θα είχε νόημα. Παραδόξως, για τους περισσότερους επιγόνους του, το πλούσιο περιεχόμενο της Νιτσεϊκής Κριτικής εκλείπει και το μόνο που έχει μείνει είναι αστόχαστες και εύληπτες διαλεκτικές της καταστροφής και της δημιουργίας. Θα λέγαμε ότι ο δημοφιλής Νιτσεϊσμός σήμερα οδηγεί στον αυτοσχεδιασμό, αλλά ο αυτοσχεδιασμός ακόμη και στην Τζάζ προϋποθέτει μάθηση για να μην είναι ένα απλό χάος- διαδικασία στην οποία λίγοι Νιτσεϊκοί εισέρχονται.
Για να μιλήσω για μια στιγμή όπως ο Στάνλευ Ρόουζεν, δεν κατηγορώ τους αυτοσχέδιους Νιτσεϊκούς για το ότι είναι ποιητές και διαλεκτικοί, αλλά για το ότι κάνουν κακή ποίηση και φτωχή διαλεκτική. Αν αποφάσισα να γράψω εναντίον τους δεν είναι επειδή αισθάνομαι πιο κοντά στους οπαδούς του νόμου και της τάξης. Πως θα γινόταν άλλωστε αν η φιλοσοφία δεν ήταν πάντα σε απόσταση, ή μάλλον απέναντι, σε κάθε λογής εξουσία. Εδώ παίρνω ως δεδομένη την διάκριση του φυσικού δίκαιου από το θετικό δίκαιο. Όποιος δίνει όρκο πίστης στο θετικό δίκαιο δεν μπορεί να το κάνει το ίδιο για το φυσικό δίκαιο, που όπως είπε ο Λέο Στρως “είναι μια βόμβα στα θεμέλια της πολιτικής κοινωνίας”. Το όλο ζήτημα όμως είναι ότι η αναγνώριση του φυσικού δικαίου απαιτεί μια καλλιέργεια του Λόγου την οποία λίγοι είναι διαθετημένοι να προσπαθήσουν για αυτήν, και για την οποία οι Νιτσεϊκοί της σειράς – και ας προσθέσω οι αναρχικοί- δείχνουν την ύστατη περιφρόνηση τους.
Για μας το ζήτημα δεν είναι να βρούμε ποιες έννοιες πρέπει απλά να αρνηθούμε, για να απελευθερωθούμε, ούτε να κάνουμε μια ιδεολογική υπεράσπιση εννοιών που φαντάζουν πεθαμένες. Το ζήτημα δεν είναι μόνο η λέξη αλλά και η έννοια. Ποια έννοια για τον άνθρωπο σήμερα; Καθήκον μας να ανανεώσουμε και να επανανοηματοδοτήσουμε αυτό που φαίνεται νικημένο. Αυτό ελπίζουμε να τον πετύχουμε δίνοντας το παράδειγμα μιας γόνιμης διαλεκτικοποίησης του λόγου των κάθε λογής νικητών και ηττημένων στην παρούσα διαμάχη περί διαφορετικότητας και ταυτότητας. Με αυτόν τον τρόπο διαφοροποιούμε την θέση μας απέναντι στις χυδαίες τάσεις και των δύο πλευρών. Γιατί η διαφορά είναι κατάκτηση και όχι άμεσο δεδομένο.
Το πιο σημαντικό μάθημα που μας έδωσε ο Καντ είναι ότι η γνώση είναι σύνθεση. Οι ένεργειες της βούλησης ως συνθέσεις , είναι ο μόνος δρόμος που μένει ανάμεσα στις εξίσου πρώιμες, και εξίσου απλές θέσεις του laissez-faire και της άλογης υποταγής- οι οποίες συχνότερα είναι δύο στάσεις τις οποίες υποδύονται εναλλακτικά τα ίδια άτομα.
3. Τα ενεργήματα της βούλησης ως συνθέσεις (β)
Στα “Θεμέλια της μεταφυσικής των Ηθών” στην τρίτη section και στην παράγραφο “ Η ελευθερία πρέπει να υποτεθεί σαν χαρακτήρας της θέλησης όλων των έλλογων όντων” ο Ιμάνουελ Κάντ τονίζει το πρακτικό θεώρημα του ότι η ελευθερία δεν πρέπει να υποτεθεί ως γεγονός αμφίβολων εμπειριών της ανθρώπινης φύσης ως τέτοιας, αλλά ως χαρακτηριστικό a priori όλων των έλλογων όντων.
Αν η ελευθερία ήταν απλά άμεσο δεδομένο, πράγμα αδύνατο για τον Κάντ μιας και δεν υπάρχει φαινομενική και εμπειρική απόδειξη της ελευθερίας της βούλησης, τότε θα μπορούσε να σφουγγαριστεί από τον πρώτο περαστικό που θα αντιπαρέθετε την εμπειρία της αιτιοκρατίας και του παθητικού καθορισμού της βούλησης.
Αν διαφορετικά αναρωτιόμασταν γιατί θεωρούμαι τους εαυτούς μας ελεύθερους, τότε σύμφωνα με την κρίση του Καντ δεν θα μπορούσαμε παρά να υποστηρίξουμε ότι είμαστε ελεύθεροι μόνο επειδή είμαστε έλλογα όντα. Έτσι, πρέπει να επεκτείνουμαι την έννοια της ελευθερίας σε όλα τα έλλογα όντα στον βαθμό που αυτά καθορίζονται από τον λόγο, και άρα μπορούν μέσω αυτού να δώσουν έναν νόμο στην βούληση τους. Με αυτόν τον τρόπο ο Καντ εννοεί το ότι αν είναι δοσμένη η ελευθερία τότε η αναγκαιότητα του ηθικού νόμου και της αρχής του προκύπτει αναλυτικά από αυτήν.
Το ζήτημα όμως είναι είναι ότι η αρχή του ηθικού νόμου ως τέτοια είναι συνθετική και μπορεί να εκφραστεί έτσι “ μια απόλυτα καλή θέληση είναι αυτή που η επιταγή της μπορεί πάντα να περιέχει μέσα της τον καθολικό κανόνα που αυτή μπορεί να είναι”. Βλέπουμε εδώ ότι αν δοσμένης της ελευθερία μπορούμε να επάγουμαι τον ηθικό νόμο, αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε αναλυτικά από την έννοια της καλής θέλησης ως τέτοιας, και άρα η έννοια της καλής θέλησης και ο ηθικός νόμος χρειάζονται έναν τρίτο όρο για να συναντηθούνε. Αυτός ο τρίτος όρος μας δίνεται από την Ιδέα της ελευθερίας, η οποία προϋποθέτει τον μη παθολογικό καθορισμό, δηλαδή τον έλλογο καθορισμό από την Ιδέα της ελευθερίας, κοντολογίς έναν “νοήσιμο κόσμο”.
Βλέπουμε εδώ την αδυναμία όσων κοντόφθαλμα και ιδεολογικά καταλογίζουν στον Καντ ότι υπέθεσε “δωρεάν” έναν νοητό κόσμο. Διαβάζοντας τους κανείς έχει την αίσθηση ότι για αυτούς ο Καντ κατασκεύασε την υπόθεση ενός νοητού κόσμου έτσι pour rien, pour le plaisir. Αλλά τι να περιμένει κανείς από συγγραφείς που επικαλούνται μια άμεση εμπειρία στηριζόμενη σε μια φτωχή εώς ανύπαρκτη επιστήμη;
Το ζήτημα όμως είναι, απαντάνε στο πρόβλημα που έθεσε ο Καντ, ή μήπως για αυτούς η ελευθερία, που δεν σταματάνε να την επικαλούνται, είναι άλυτος γρίφος, δηλαδή το “άσυλο της άγνοιας” όπως είπε ο Σπινόζα;
Αν λοιπόν καθορίζομαι μόνο αισθητικά, επακριβώς υλικά – αν κοντολογίς στην γλώσσα του Καντ υπάρχει μόνο ο a posteriori αισθητός κόσμος, τότε για πια ακριβώς ελευθερία μιλάμε; Δύο πράγματα ένα, είτε είμαστε ριζικά σκλαβωμένοι, και ο εκπρόσωπος της αιτιοκρατίας έχει δίκιο και δεν υπάρχει ελευθερία, είτε υπάρχει ένας νοητός κόσμος για την ελευθερία, όπως τον εννοεί ο Καντ. Μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση είμαστε προσωπικότητες.
Σε κάθε άλλη περίπτωση το πρόσωπο είναι μια υπερφυσική δύναμη, δηλαδή για τον Καντ υποφυσική, μιας και είναι επακριβώς ένας αισθητικός καθορισμός του νοητού, δηλαδή, δεισιδαιμονία.
Η Καντιανή έννοια της σύνθεσης αποδεικνύεται πιο πλούσια και πιο γόνιμη από τον μονότοπο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πράξη κάθε λογής ρεαλισμός. Χάριν σε αυτή μπορούμε να δούμε το νήμα που ενώνει την ανθρώπινη προσωπικότητα με τον σεβασμό. Αν σε αυτό το κεφάλαιο μιλήσαμε και υπερασπιστήκαμε την Κριτική Φιλοσοφία του Καντ είναι διότι συνειδητοποιήσαμε την απλοϊκότητα και αφέλεια των σύγχρονων επικριτών του. Αντίθετα, με ότι ακούγεται συχνά, δεν είναι ο ορθολογισμός αδύναμος, απλά είναι ο απλοϊκός υλισμός που είναι εύληπτος. Για αυτόν ισχύει ότι έλεγε ο Μπέρξον για όλες τις απλοϊκές και εύκολες ιδέες, κρατάει όλο το φως για τον εαυτό του. Αν χρειαστεί με αυτόν να φωτίσεις κάτι θα δεις ότι δεν φωτίζει τίποτα. Αντίθετα, οι ιδέες οι οποίες είναι πραγματικά γόνιμες ξεκινάνε με το να φαίνονται κάπως σκοτεινές παρά το τρεμάμενο φως τους. Αλλά ζώντας με αυτές βλέπεις ότι αυτές φωτίζουν γύρω τους, και ότι το φως που δίνουν γυρνάει αντανακλόμενο πάνω τους και τις φωτίζει με την σειρά τους. Πάντα υπάρχει ένα κάποιο σκοτάδι στην συνείδηση και αυτoί που θέλουν να φωτίσουν τα πάντα δεν φωτίζουν τίποτα.
Ας είμαστε λοιπόν καχύποπτοι απέναντι στις ευληπτές και ετοιματζίδικες εννοιές. Η καχυποψία είναι σχολείο φιλοσοφίας. Είναι στους ορθολογιστές φιλόσοφους που βλέπουμε αυτή την καχυποψία στο απώγειο της, και όχι αλλού. Η μετριοφροσύνη είναι το πιο σίγουρο ηθόμετρο, και όπως είπε ένας μεγάλο στοχαστής του 20ου αιώνα, ο Ανρί Μπέρξον για όλους όσους εγείρουν παντού την βεβαιότητα τους για το τέλος του λόγου, “ Έχουν μια υπερβολική ταπεινότητα, απότοκο μια προγενέστερης εξίσου υπερβολικής αλαζονείας”. Εμείς αντίθετα βλέπουμε τον άνθρωπο εκεί που τον είδε ο Πασκάλ, ανάμεσα στο άπειρα μικρό και το άπειρα μεγάλο. Mπορεί να συνωμοτήσει όλο το σύμπαν για να τον καταστρέψει; Μπορεί λέει ο Πασκάλ, αλλά δεν θα ήταν για αυτό καλύτερο από αυτόν, γιατί αυτό δεν τον καταλαβαίνει ενώ αυτός το καταλαβαίνει.
Επίλογος
Μια επίφαση ηθικής είναι καλύτερη από την απουσία της γράφει ο Ιμάνουελ Καντ. Πόσα και πόσα ζητήματα δεν είναι ζητήματα επίφασης, μεταμφίεσης, μετατόπισης.
Αν ισχύει ότι οι μεγάλες ηθικές προσωπικότητες μας αφήνουν ένα πνεύμα σοβαρότητας και μετά που φύγαν, κάτι που ο καθένας μας μπορεί να το έχει βιώσει, Το ίδιο ισχύει και με τα γραπτά τους.
Η περιφρόνηση του μηδενός είναι κατά την κρίση του Μπερξόν, η πιο κοινή λύση που επιλέγει ο άνθρωπος απέναντι στην ιδέα του μηδενός. Ψευδής ιδέα κατά αυτόν. Αλλά μια ψευδής ιδέα μπορεί να μας κάνει να την αναπνεύσουμε όσο δεν έχουμε έναν υγιή και διαρκή διάλογο με τον εαυτό.
Η επιλογή του τίτλου ήταν αντικείμενο στοχασμού και δισταγμού για εμάς. Διστάσαμε ανάμεσα στο η περιφρόνηση του μηδενός και η περιφρόνηση του κόσμου.
Αν η περιφρόνηση του κόσμου, η περιφρόνηση της κοσμικότητας πέρα από κάθε παραίτηση, είναι μια δύναμη φυσική, η δύναμη της φύσης που δεν θέλει να υποκύπτει σε κοσμικά παιχνίδια και σαλόνια τότε θα ήταν η λύση. Το γέλιο μπορεί να γιατρέψει πολλές πληγές. Εμείς όταν αντικρύζουμε την κοσμικότητα δεν ξέρουμε αν πρέπει να γελάσουμε ή να κλάψουμε. Εμπιστευόμαστε την κρίση του δασκάλου μας , του ανεπανάληπτου Πασκάλ, ότι “ο Κόσμος κρίνει σωστά”. Οπότε η περιφρόνηση του κόσμου, δείγμα μιας υψηλής νόησης και ενός υψηλού θυμικού, έχει τα όρια της. Το όριο της μοναξιάς είναι το όριο πάνω στο οποίο προσπαθήσαμε να γράψουμε, την περιφρόνηση του μηδενός.
Η περιφρόνηση του μηδενός από την άλλην είναι μια πρώτη λύση απέναντι στο μηδέν. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναζητά τον λόγο του μη-όντος. Το μη-ον ως διάφορο, είναι διαφορετικό του μηδενός. Είναι το έτερον. Καθετί τι , καθότι ταύτο με τον εαυτό του είναι έτερο όλων των άλλων. Η ετερότητα που το διαπερνά είναι το μη-ον.
Κάθε λόγος απαντάει και στην ομοιότητα και στην ετερότητα. Αν η μίμηση δεν είναι το φιλοσοφικό μονοπάτι αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να μάθουμε από τους μεγάλους στοχαστές. Πόσες κακουχίες επιλέγει αυτός που επιλέγει αυτόν τον δρόμο! Μια φιλοσοφική δυνητικότητα μένει δυνητικότητα εφόσον δεν υπάρχει η όσμωση με τους στοχαστές του παρελθόντος, ακολουθώντας την σκέψη τους μπορεί αυτό το λουλούδι που είναι η δυνητικότητα να ανθίσει.
Αν το πραγματικό είναι μια περίπτωση του δυνητικού τότε, αυτό που προέκυψε είναι μια υπο-περίπτωση ενός ευρύτερου βασιλείου. Εμείς θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε το ποιοι είμαστε, και αν πρέπει να συνεχίσουμε ή να ξεκόψουμε. Και πως, και πότε, και ποιος και γιατί. Με ποιούς να συνεχίσουμε και με ποιους να ξεκόψουμε; Προσπαθώντας να αποφύγουμε τις πρώιμες αποφάσεις επιλέξαμε τον δύσβατο δρόμο του να μην θεωρήσουμε ότι ξέρουμε πιο πολλά και ότι έχουμε μεγαλύτερη επίγνωση από έναν Ιμάνουελ Καντ και έναν Μπερξόν. Απέναντι υπήρχε η μη-επιλογή της κατάφασης σε κάθε όχι που είναι το λάβαρο τον σύγχρονων ρεαλιστών.
Μελετήσαμε με κόπο ξανά τον Καντ, τον Καρτέσιο, και τον Σοπενχάουερ. Πολλές φορές σκεφτήκαμε να τα παρατήσουμε γιατί με λύπη συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είναι εμφανές στους περισσότερους γιατί πρέπει να διαβαστούν αυτοί σήμερα. Αν δεν μας εγκαταλείπανε και οι φίλοι μας ίσως είχαμε λιγότερες αμφιβολίες.
Παραταύτα αν υπάρχει φιλία τότε είναι μια σύμπλευση, ή καλύτερα μια συμπλοκή, για να μην πούμε συνενοχή όπως μας έκανε να καταλάβουμε ο Μωρίς Μπλανσό, ή ακόμη ένα αποδημητικό ταξίδι με κοινό προορισμό, όπως το έθεσε ρομαντικά ο Νόβαλις.
Όπως είπαμε παραπάνω οδηγός μας σε αυτό το βιβλίο ήταν ο μεγάλος Γάλλος μοραλιστής Πασκάλ. Από αυτόν μάθαμε να βλέπουμε το μηδέν ως το άπειρα μικρό και το σύμπαν ως το άπειρα μεγάλο. Και είδαμε τον άνθρωπο ως το σκεπτόμενο τριαντάφυλλο ανάμεσα σε αυτά τα δύο μυστήρια.
Salomon Melchisedek
Βιβλιογραφία :
Μάρτιν Χάιντεγγερ :
- Εισαγωγή στη Μεταφυσική, μτφ. Χρήστου Μαλεβίτση, Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ
- Είναι και Χρόνος, μτφ. Γιάννης Τζαβάρας, Εκδόσεις “Δωδώνη”
- Τι είναι η Μεταφυσική, μτφ. Π.Κ. Θανασάς, εκδόσεις Πατάκη
Henri Bergson :
- Matière et mémoire, εκδόσεις PUF
- L‘Évolution créatrice, εκδόσεις PUF
- Les deux sources de la morale et de la religion, εκδόσεις PUF
- la pensée et le mouvant, εκδόσεις PUF
Pascal : oeuvres complètes, edition de Seuil
Emmanuel Kant : Fondements de la Metaphysique des moeurs. Trad. Victor Delbos, Editions Delagrave
Schopenhauer : Le monde comme volonté et comme représentation, trad. Richard Roos, εκδόσεις PUF
Descartes :
-Discours de la méthode, εκδόσεις GF Flammarion
- Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, μτφ. Ευάγγελος Βανταράκης, εκδόσεις Εκκρεμές
Martial Gueroult : Descartes selon l’ordre des raisons, εκδόσεις Montaigne
Stanley Rosen :
- Nihilism: A Philosophical Essay, Yale University Press
- The Question of Being : A Reversal of Heidegger, Yale University Press
- The Mask of Enlightment: Nietzsche’s Zarathoustra, Yale University Press
Leo Strauss: Droit naturel et histoire, trd. Éric de Dampierre, εκδόσεις Flammarion