Μετα-αποικιοκρατία: Το παράδειγμα της Παλαιστίνης και η σφαγή στην Γάζα

July 23, 2024

ΑΝΑΛΥΣΗ του ανεξάρτητου ερευνητή και συγγραφέα, Πάνου Δράκου, αρθρογράφος της αναρχικής ενημερωτικής ιστοσελίδας Alerta. Το κείμενο παρουσιάστηκε στα πλαίσια της εκδήλωσης Διαστάσεις της Αποικιοκρατίας / Αποικιοκρατία και Καπιταλιστική Νεωτερικότητα: Μεταξύ Παρελθόντος και Μέλλοντος που διοργάνωσε το Κενό Δίκτυο στις 18/6/2024 στα Εξάρχεια.

“Καθώς αναχωρούσαν, είχα κολλήσει με ένα Γάλλο αναρχικό φοιτητή που έλεγε ‘Αφήστε το χάος να βασιλέψει’, και ένα Γερμανό που πίστευε το ίδιο. Φώναζα ότι ο Παλαιστινιακός λαός αποτελούσε παράδειγμα μιας κοινωνίας σε χαοτική κατάσταση, χωρίς αρχές και ηγεσία, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρεθούμε στο έλεος του σιωνιστή κατακτητή. Τους ρώτησα τι θα μπορούσαν να μας προτείνουν για να ξεπεράσουμε το δικό μας ‘ξένο έθνος’. Γένια, μακριά μαλλιά και παιδικά όπλα; Πάγωσαν, χαμογέλασαν, σκέφτηκαν, κάπνισαν και συνέχισαν να περνάει ο ένας στον άλλον τα τσιγαριλίκια τους με μια καθολική απορία”.

Λέιλα Χάλεντ, Ο λαός μου θα ζήσει

Ο ορίζοντας της πολιτικής σκέψης, και ειδικότερα της ριζοσπαστικής κριτικής σκέψης, στην εποχή μας υποτίθεται ότι έχει σημαδευτεί αμετάκλητα από την οδυνηρή ιστορική εμπειρία των δύο παγκόσμιων πολέμων και του Ολοκαυτώματος. Το μακελειό του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ερμηνεύτηκε τόσο από τους επιφανείς στοχαστές του φιλελευθερισμού, όσο και από τα πιο περιθωριακά ρεύματα της ριζοσπαστικής διανόησης στην Δύση, ως ένα τέλος εποχής που, πρώτα απ’ όλα, επέφερε μια υποτιθέμενη δραστική αλλαγή παραδείγματος στην αρχιτεκτονική σύμφωνα με την οποία δομούνται οι διακρατικές σχέσεις στον ευρωπαϊκό, αλλά και τον παγκόσμιο χώρο. Αν οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι ήταν το προϊόν ενός λυσσασμένου ανταγωνισμού ανάμεσα στις αυτοκρατορίες που οι Ευρωπαίοι είχαν ιδρύσει παντού στην υφήλιο, η νέα εποχή της ειρηνικής συνύπαρξης προϋπέθετε ότι οι γερασμένες δυνάμεις της Ευρώπης θα γυρνούσαν επιτέλους την πλάτη τους στις ψευδαισθήσεις της αυτοκρατορικής μεγαλομανίας και θα έπαιρναν μέτρα για να εγκαινιάσουν μια νέα εποχή δημοκρατικής ισότητας και ισονομίας στο διεθνές στερέωμα. Τα αποκρουστικά δόγματα του ρατσισμού και της έμφυτης ανισότητας ανάμεσα στους λαούς, που εν πολλοίς ευθύνονται για τη θηριωδία της εξόντωσης των Εβραίων κατά τον Β ΠΠ, τυπικά εγκαταλείφθηκαν και, μετά την Νυρεμβέργη, τέθηκαν εκτός νόμου. Η καλλιέργεια σχέσεων αλληλεξάρτησης μέσω του εμπορίου και η επιβολή της ρυθμιστικής ισχύος του διεθνούς δικαίου αναδείχτηκαν σε πρωταρχικούς παράγοντες της μεταπολεμικής φιλελεύθερης νιρβάνας.

            Παρ’ όλα αυτά, το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα δεν μπόρεσε ούτε για μια στιγμή να ξεπεράσει τις δομικές αντιφάσεις που το υπονόμευσαν από την αρχή της ανόδου του στην εξουσία. Αρχικά, η εφαρμογή της αρχής της ισονομίας, που αποτέλεσε το ιδεολογικό σημείο αναφοράς του νέου συστήματος κυριαρχίας, προϋπέθετε την αυτο-αναίρεση της στην πράξη, αφού είχε ως αναγκαία συνθήκη της κοινωνικής του θέσμισης, την αναγόρευση των ΗΠΑ σε έσχατο εγγυητή του συστήματος, που είχε την δύναμη να ενεργεί μονομερώς για να επιβάλλει παντού την νέα τάξη της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι ΗΠΑ στέκονταν την ίδια στιγμή μέσα, αλλά και πάνω από το νέο σύστημα που επιβλήθηκε στις διεθνείς σχέσεις. Επιπλέον, ο φιλελευθερισμός, με την επιδερμική ανάγνωση των κοινωνιολογικών φαινομένων που τον διακρίνει, αντιμετώπισε τον πόλεμο και την ενδημική βία ως σύμπτωμα μιας “έλλειψης δημοκρατίας” σε παγκόσμιο επίπεδο, αντί να αναγάγει τις αιτίες για τον διαρκή πόλεμο στην τεράστια ανισότητα και στις εκμεταλλευτικές σχέσεις που εκτρέφει ο καπιταλισμός σε πλανητική πλέον κλίμακα.

            Έτσι, το φιλελεύθερο πείραμα ήταν καταδικασμένο από την αρχή να αποτύχει με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο, αφού ερμήνευσε το σύμπτωμα, δηλαδή τους ολοκληρωτισμούς που ήρθαν στην εξουσία για να προασπίσουν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε συνθήκες κρίσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, ως την αιτία, αφήνοντας τα πραγματικά δομικά αίτια ανέπαφα και χωρίς μια κάποια λύση. Η αναζήτηση της οικουμενικής ειρήνης μέσα από την αλληλεξάρτηση που αναπτύσσεται χάρις στο εμπόριο και την διαπλοκή των κατά τόπους περιφερειακών οικονομιών μεταξύ τους, σήμαινε ακόμα ότι ήταν θέμα χρόνου οι φαντασιακές σημασίες της ισονομίας των λαών στις διεθνείς σχέσεις, αλλά και των πολιτών στο εσωτερικό των καπιταλιστικών δημοκρατιών, να τραπούν σε φυγή και να υποβληθούν σε μια ταχύρρυθμη διαδικασία επείγουσας ιδεολογικής αναθεώρησης, μπροστά στην τερατώδη ανισότητα των υλικών συνθηκών και τις άτυπες ιεραρχίες που παράγει αντικειμενικά παντού η λειτουργία του καπιταλισμού.

            Ωστόσο, ακόμα κι έτσι δεν έχουμε φτάσει στο σημείο της ολικής ιστορικής επαναφοράς του φαντασιακού της ανισότητας, με την έννοια της κατάργησης της τυπικής ισότητας απέναντι στον νόμο και της αντικατάστασης της από την αρχή της θεσμοποιημένης ανισότητας, του προνομίου ως αναγνωρισμένου κοινωνικού κανόνα. Η γλώσσα της κυριαρχίας μπορεί να ρέπει πάντοτε προς την αποθέωση του δυνατού και την αναγνώριση της ισχύος ως μοναδικού στοιχείου που παράγει έννομα αποτελέσματα, ωστόσο ταυτόχρονα, είναι διαρκώς υποχρεωμένη να συνδιαλέγεται με τις ιστορικές καταβολές του δημοκρατικού προτάγματος και τις καταστατικές συνθήκες της θέσμισης του. Με άλλα λόγια, οφείλει πάντοτε να νοηματοδοτεί και να ερμηνεύει τις ενέργειες της με μια αναγωγή, σε τελευταία ανάλυση, στο ίδιο το φαντασιακό της δημοκρατικής ισότητας και στην υπεράσπιση της ιδεατής έννομης τάξης που αυτή συνεπάγεται. Από αυτή την άποψη, είναι χρήσιμο εδώ να παρατηρήσουμε ότι ακόμα και σε εκείνεις τις στιγμές που η εξουσιαστική εκτροπή της παραδοσιακής αποικιοκρατίας κορυφώνεται, οι φορείς της σπεύδουν να απαλλοτριώσουν εικονογραφία, συλλογικές πρακτικές και ιδέες από την θεσμισμένη δημοκρατική παράδοση για να δικαιολογήσουν τον ξεσηκωμό τους. Έτσι, όταν ο στρατηγός Salan τίθεται επικεφαλής μιας στρατιωτικής χούντας που διοργανώνει πραξικόπημα στο Αλγέρι το 1958, με σκοπό να αποτρέψει την οριστική αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από την Αλγερία, βαφτίζει το πολεμικό του συμβούλιο, “Επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας”, μιμούμενος, έστω κι επιφανειακά, ένα από τα πιο διαβόητα επεισόδια στην ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης.        

Η “δημοκρατία σε άμυνα”

Είναι μέσα σε αυτό το κλίμα της μετάλλαξης του ηγεμονικού κοινωνικού φαντασιακού στη Δύση , από μια ριζοσπαστική κατάφαση της αρχής της ισότητας, σε μια βαθμιαία αναγνώριση της ανισότητας ως αναγκαίας και αναπόφευκτης συνέπειας του νεωτερικού πολιτισμού, που θα πρέπει να κατανοήσουμε την σταδιακή μεταστροφή της επίσημης δυτικής ιστοριογραφίας απέναντι στα φαινόμενα του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Κάτω απ’ το φως αυτής της τάσης θα πρέπει επίσης να ερμηνεύσουμε τις διαδοχικές οβιδιακές μεταμορφώσεις που υπέστη το Ισραήλ κατά τη διάρκεια της σύντομης ιστορίας του, από ένα καθαρά αποικιακό εγχείρημα, προσανατολισμένο στην βίαιη απαλλοτρίωση μιας ξένης γης, σε ένα κίνημα “εθνικής απελευθέρωσης” των Εβραίων και τελικά, σε πρότυπο φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτείας, κατά τα νεότερα χρόνια. Η ιδεολογική αυτή εκστρατεία ανασκευής της σκληρής πραγματικότητας του εβραϊκού εποικισμού της Παλαιστίνης, φτάνει μέχρι το σημείο να αρνείται ανοιχτά την ύπαρξη της στρατιωτικής κατοχής, επιστρατεύοντας ξύλινους αστυνομικούς όρους για να περιγράψει όσα συμβαίνουν στα κατεχόμενα και υποβαθμίζοντας την κατάσταση σε ένα απλό “πρόβλημα ασφαλείας”. Πρώτα αναφορικά με τους εποίκους που ζουν έξω απ’ τα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα του ισραηλινού κράτους, αλλά παρ’ όλα αυτά περιλαμβάνονται σε αυτό, κι έπειτα, για τους κατοίκους του Ισραήλ γενικότερα.

            Από αυτή την άποψη, ο Παλαιστίνιος εμφανίζεται μονάχα ως μια ακαθόριστα απειλητική φιγούρα, ένας απρόσωπος κίνδυνος, ένα μίασμα που πρέπει να εξαλειφθεί. Μιας και η κατοχή και η εθνοκάθαρση είναι ένα μη-συμβάν, οι αιτίες των συγκρουσιακών διαθέσεων του Παλαιστινιακού πληθυσμού θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Όπως είπα και πιο πάνω, ο διανοητικός ορίζοντας της εποχής μετά τον ΒΠΠ καθορίστηκε πρωτίστως από την εμπειρία του Ολοκαυτώματος. Για τα διάφορα ρεύματα της κριτικής αντικαπιταλιστικής θεωρίας, ο ορίζοντας αυτός δείχνει χωρίς περιστροφές ποια είναι η έσχατη λογική κατάληξη εκείνων των αντιλήψεων που δέχονται την ύπαρξη της ιεραρχίας και της ανισότητας ως δομικών και αναπόφευκτων χαρακτηριστικών της καπιταλιστικής νεωτερικότητας. Είναι ένα “προμήνυμα κινδύνου” κατά τον Μπένγιαμιν, που τα αντιπροσωπευτικά καθεστώτα στις πλούσιες κοινωνίες της Δύσης φάνηκε ότι πήραν στα σοβαρά. Παρ’ όλα αυτά, στα χρόνια μετά τον ΒΠΠ, τα ιστορικά διδάγματα του Ολοκαυτώματος ταριχεύθηκαν, τυποποιήθηκαν και εντάχθηκαν σε ένα συμπαγές σώμα ιδεών για να παράξουν μια νέα αστική θρησκεία του φιλελευθερισμού, μια ορθοδοξία που έπρεπε να διαδοθεί και να συντηρηθεί με κάθε μέσο.

            Δυστυχώς, εκεί που η Χάνα Άρεντ και ο Αιμ Σεζάρ είδαν την επέκταση των μεθόδων της αποικιοκρατικής βαρβαρότητας, αυτή τη φορά σε βάρος των λευκών πληθυσμών της Ευρώπης, οι μεταπολεμικές καπιταλιστικές ελίτ είδαν ένα σχεδόν υπερφυσικό κακό, που δεν ήταν δυνατό να κατανοήσουμε κάνοντας χρήση της λογικής μας. Ένα συμβάν χωρίς προηγούμενο, που δεν αποτελούσε την κορύφωση μιας προϋπάρχουσας μακρο-ιστορικής διαδικασίας, την απο-ανθρωποποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας εξαιτίας της διαρκούς έκθεσης της στη βία της αποικιοκρατίας, αλλά συνιστούσε μια παρά φύση μοναδικότητα που αφορούσε και είχε σημασία για έναν και μόνο λαό. Μέσα στο μακάβριο πρωτείο της μοναδικότητας του, το Ολοκαύτωμα απογυμνώθηκε από οποιοδήποτε οικουμενικό νόημα χειραφέτησης που θα μπορούσε να φέρει για την ανθρωπότητα , για να καταστεί ένα πολιτικό όπλο μαζικής καταστροφής στα χέρια της άρχουσας τάξης της Δύσης και της σιωνιστικής πολιτικής ελίτ, η οποία ανέλαβε πρόθυμα τον ρόλο της οπλισμένης εμπροσθοφυλακής της νέας αποικιοκρατίας.1

            Αυτή η επίσημα εγκεκριμένη αντίληψη του Ολοκαυτώματος ως μιας αποκλειστικά εβραϊκής υπόθεσης, δεν είχε ποτέ σκοπό να εμφυσήσει αποτελεσματικά αντισώματα στην κοινωνία, ώστε να την καταστήσει απρόσβλητη σε νέες παραλλαγές της δαιμονοποίησης των αδύναμων. Αντίθετα, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι υπάρχει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην αναγωγή του Ολοκαυτώματος σε πολιτική θρησκεία της Δύσης και την άνοδο της νέας μορφής του αντισημιτισμού, που δεν είναι άλλη από την ισλαμοφοβία. Η κουλτούρα, η θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα των μουσουλμάνων διαπομπεύονται ως μη συμβατά με τη δημοκρατία και η προκατάληψη εναντίον τους γενικεύεται και μετατρέπεται σε δόγμα της κρατικής ασφάλειας. Από αυτή την άποψη, τα δικαιώματα των μουσουλμάνων προλετάριων στο Μόλενμπεκ, στο Clichy-sous-Bois, ή των μεταναστών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της ΕΕ, πρέπει να μπουν στον πάγο για να προστατευτούν η ζωή και η περιουσία των πολιτισμένων ανθρώπων της Δύσης. Για να αναφέρουμε εδώ μόνο μερικά συνοπτικά παραδείγματα, ας φέρουμε στο μυαλό μας την υποδομή του μαζικού εγκλεισμού που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια σε ευρωπαϊκό έδαφος, την γενική απαγόρευση εισόδου που επέβαλε η κυβέρνηση του Τραμπ εναντίον των μουσουλμάνων, την απαγόρευση του κρέατος Χαλάλ στο Βέλγιο που αναγνωρίστηκε ως έγκυρη απ’ το Ευρωπαϊκό δικαστήριο, ή την αλληλοβοήθεια με τους συλλογικούς εράνους που εφαρμόζουν σε ευρεία κοινωνική κλίμακα οι μουσουλμάνοι μετανάστες στις κοινότητες τους, η οποία έχει αναγορευτεί σε ανεπίσημο κανάλι “χρηματοδότησης της τρομοκρατίας” από την Ιντερπολ, κλπ.

            Ας μην ξεχνάμε ότι η ηρωική εποχή του “ελεύθερου κόσμου” , που αποτέλεσε το σημείο αναφοράς για την πολιτισμική ταυτότητα της συλλογικής Δύσης κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, έκλεισε τον κύκλο της την ίδια περίοδο που η Σοβιετική Ένωση άφηνε την τελευταία της πνοή, στα χρόνια ανάμεσα στο 1989 και το 1991. Σήμερα έχουμε εισέλθει με κάθε επισημότητα στην εποχή της μετα-δημοκρατίας. Το κέντρο βάρους του πολιτεύματος έχει μετατοπιστεί αποφασιστικά από την περίφημη αρχή της “λαϊκής κυριαρχίας” στην ανάγκη για την περιφρούρηση των “δημοκρατικών θεσμών” από τους ίδιους τους πολίτες που απειλούν να τους αποσταθεροποιήσουν με τις παιδαριώδεις διεκδικήσεις και τις ανεδαφικές επιλογές τους. Ο λαϊκισμός, εκλογικός ή αυτός που είναι συνυφασμένος με την άμεση δράση ως συλλογική πρακτική, έχει γίνει ο μπαμπούλας που δίνει το σύνθημα για να εξαπολυθεί προς όλες τις κατευθύνσεις μια γενικευμένη καταστολή. Αυτή αποβλέπει να σαρώσει τα υπολείμματα των άλλοτε κραταιών προλεταριακών κινημάτων και μαζί τις οργανωμένες ριζοσπαστικές μειοψηφίες που αποτελούν την πολιτική έκφραση τους. Στον λεγόμενο δυτικό κόσμο, τα καθεστώτα εφευρίσκουν την έννοια της “δημοκρατίας που αμύνεται” για να τεκμηριώσουν θεωρητικά το παράδοξο ενός πολιτικού συστήματος που διατείνεται ότι συνιστά την πεμπτουσία της ενάρετης πλουραλιστικής διακυβέρνησης, την ίδια στιγμή που υιοθετεί έναν μονολιθικό ιδεολογικό εξτρεμισμό του “κέντρου” που απαγορεύει κάθε ουσιαστική αντιπολίτευση και θέτει εκτός νόμου κάθε συλλογική δράση που επιτρέπει στα καταπιεσμένα στρώματα να αυτοθεσμίζονται σε μαζική κλίμακα.

            Οι ιδεολογικές αυτές μεταμορφώσεις που συντελούνται στις κοινωνίες του καπιταλιστικού κέντρου, έχουν μεγάλη σημασία για το ζήτημα που εξετάζει αυτό το φυλλάδιο, εφόσον προετοιμάζουν εκ νέου το έδαφος για την αποκατάσταση της χαμένης τιμής της αποικιοκρατίας στη συλλογική συνείδηση της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής κοινής γνώμης. Μέσα σε αυτό το ιδεολογικό κλίμα διάχυτης καχυποψίας απέναντι σε κάθε πρωτοβουλία από-τα-κάτω, κάθε κινητοποίηση των μαζών και κάθε συλλογική διεκδίκηση, μερικές χιλιάδες δολοφονημένοι Παλαιστίνιοι γίνονται πολύ πιο εύκολα αποδεκτοί. Η φιλο-σιωνιστική προπαγάνδα το γνωρίζει αυτό καλά, και γι’ αυτόν τον λόγο παίζει διαρκώς το χαρτί της “μοναδικής δημοκρατίας στην Μέση Ανατολή”. Επαναλαμβάνει αδιάκοπα ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή μιας παγκόσμιας μάχης ενάντια στην πλημμυρίδα της ισλαμικής βαρβαρότητας. Ένα προκεχωρημένο φυλάκιο του δυτικού πολιτισμού, μέσα σε μια θάλασσα από αιμοδιψείς άγριους που υποκινούνται μονάχα από μίσος κι έναν παράλογο φανατισμό. 

            Αναδεικνύοντας διαρκώς την “δημοκρατικότητα” του, ακόμα και τη στιγμή που βομβαρδίζει χωρίς έλεος τα αντίσκηνα των εκτοπισμένων Παλαιστίνιων, το Ισράηλ παροτρύνει τους νεομπουρζουάδες να αναγνωρίσουν την ουσιαστική ταύτιση που υπάρχει ανάμεσα στη διατήρηση της δικής τους ευημερίας και την μακροημέρευση της ισραηλινής αποικιοκρατίας στην Παλαιστίνη. Με άλλα λόγια, η εμμονή στην έννοια της ¨δημοκρατίας” για να δικαιολογηθούν οι πιο αντι-δημοκρατικές, καταπιεστικές πράξεις, είναι σημαντική διότι μια εξουσία που είναι “εκλεγμένη” μπορεί πάντοτε να ισχυριστεί ότι εκφράζει την λαϊκή βούληση, ακόμα κι όταν ενεργεί εξόφθαλμα σε βάρος των ίδιων των λαϊκών στρωμάτων που την ψήφισαν στις εκλογές. Φτάνουμε έτσι στην παράλογη όσο κι εξωφρενική τοποθέτηση του εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο οποίος όταν ρωτήθηκε σε ποιο δικαιοδοτικό όργανο μπορούν να προσφύγουν οι κυνηγημένοι Παλαιστίνιοι για να απαιτήσουν την τιμωρία των δημίων τους, λίγο, πολύ ισχυρίστηκε ότι αρμόδιος για να αποδώσει δικαιοσύνη ενάντια στα εγκλήματα του ισραηλινού στρατού , ήταν ο ίδιος ο… ισραηλινός στρατός, ο οποίος διεξάγει “ενδελεχείς έρευνες” γύρω από την διεξαγωγή του πολέμου στην Γάζα! Δεν νομίζω ότι χρειάζεται κάποιο σχόλιο εδώ από την μεριά μου για να αναδειχθούν τα αδιέξοδα μιας ιδεολογίας που έχει αρχίζει να επιδεικνύει συμπτώματα παθολογίας με την έννοια της σταδιακής απώλειας της ικανότητας να θεμελιώνει τα πεπραγμένα της σε μια λογική ακολουθία ιδεών και επιχειρημάτων.

Kill the poor

Εξάλλου, αν όπως έχει γράψει ο Zygmunt Bauman, οι φτωχοί στον παγκόσμιο Βορρά δεν είναι παρά τα θύματα των ατομικών επιλογών τους, αν φέρουν οι ίδιοι ακέραια την ευθύνη για την τραγική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει, τότε και οι Παλαιστίνιοι χωρίς αμφιβολία δεν μπορούν να αποφύγουν την ίδια μοίρα , ούτε χρήζουν κάποιας ιδιαίτερης μεταχείρισης.[i] Όπως αρέσκονται να επαναλαμβάνουν οι φιλο-σιωνιστές κάθε απόχρωσης, ο κάτοικοι της Γάζας “είχαν την επιλογή” να μετατρέψουν την παραθαλάσσια περιοχή τους σε έναν παράδεισο επί της γης μετά την μονομερή αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων.  Να την αναπτύξουν οικονομικά και να την μεταμορφώσουν σε μια αξιοζήλευτη “Ριβιέρα” της Παλαιστίνης. Αντί γι’ αυτό, επιδόθηκαν με όλη τους την ψυχή σε μηχανορραφίες και μοχθηρά σχέδια που σαν μοναδικό στόχο είχαν να “σκοτώσουν Εβραίους”, όπως λέει μια έκφραση που αγαπάνε πολύ οι προπαγανδιστές του Σιωνισμού. Εδώ πλέον φτάνουμε στην κορύφωση της ιδεολογίας του νεο-ιμπεριαλισμού, εφόσον οι καταπιεσμένοι αυτόχθονες προβάλλονται ως ένας λαός που είναι εγγενώς ανίκανος να διαχειριστεί την ελευθερία που του προσφέρθηκε καλοπροαίρετα από το φωτισμένο λευκό αφεντικό του. Οι Παλαιστίνιοι της Γάζας είχαν την ελευθερία τους στα χέρια τους , αλλά όχι μόνο δεν μπόρεσαν να κάνουν με αυτήν κάτι δημιουργικό ή παραγωγικό για να βοηθηθούν οι ίδιοι και να εξυψώσουν το επίπεδο της ζωής τους, αλλά κατά την κλασσική φιλελεύθερη διατύπωση, την χρησιμοποίησαν για να καταπατήσουν και να βλάψουν την ελευθερία των άλλων. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη για έναν στρατευμένο φιλελευθερισμό, έναν φιλελευθερισμό σε πόλεμο με τους εχθρούς του, που θα αντιμετωπίσει με σιδερένια πυγμή αυτά τα “ανθρώπινα κτήνη”, κατά την διαβόητη πια φράση που ξεστόμισε ο υπουργός άμυνας του Ισραήλ μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου.

            Φυσικά, όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί περί πολύτιμης ιστορικής ευκαιρίας για την ειρήνη που χάθηκε μετά την δήθεν αποχώρηση των ισραηλινών από την Γάζα, ανήκουν στην σφαίρα της  φαντασίας και δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Η υποτιθέμενη ελευθερία που παραχώρησαν οι Ισραηλινοί στους Παλαιστίνιους της Γάζας γρήγορα αποδείχτηκε ότι συνοδευόταν από τη σιωπηρή παραδοχή πως η κατοχική δύναμη θα εξακολουθούσε να υπαγορεύει στους αυτόχθονες Άραβες ποιος επιτρεπόταν να τους εκπροσωπήσει και ποιος όχι. Παρά το γεγονός ότι το 2005 τα κεντρικά πολιτικά όργανα της Χαμάς πήραν την απόφαση να συμμετάσχουν στις εθνικές εκλογές και να αφήσουν, έστω και προσωρινά, κατά μέρος τον ένοπλο αγώνα, το Ισραήλ αντέδρασε σε αυτή την επίδειξη μετριοπάθειας επιβάλλοντας την ασφυκτική στρατιωτική περικύκλωση της Γάζας απ’ όλες τις μεριές, μετατρέποντας τον θύλακα σε μια ανοικτή φυλακή. Δεν θέλω εδώ να σας κουράσω επαναλαμβάνοντας τις χιλιοειπωμένες λεπτομέρειες που αφορούν την πολιορκία και τον οικονομικό αποκλεισμό της περιοχής από τον ισραηλινό στρατό. Θα αρκεστώ απλώς να παρατηρήσω ότι τόσο ολοκληρωτικός ήταν ο έλεγχος που ασκούσε το Ισραήλ πάνω στον πληθυσμό της Γάζας, ειδικά μετά την υποτιθέμενη απεμπλοκή του, που ακόμα και η ημερήσια ποσότητα νερού στην οποία είχε πρόσβαση ο μέσος κάτοικος της Γάζας καθοριζόταν μονομερώς από τις εκάστοτε διαθέσεις των κατοχικών αρχών οι οποίες ήλεγχαν όλα τα περάσματα από και προς τον θύλακα.

            Αντί να προσπαθήσω να περιγράψω την πολιορκία με περίπλοκους πολιτικούς όρους, νομίζω ότι θα κατανοήσουμε πιο εύκολα τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Γάζα καθ’ όλη τη διάρκεια εκείνης της περιόδου με μια μεταφορά από τον χώρο του μαζικού κινηματογράφου. Αναφέρομαι εδώ στην δυστοπική ταινία “Απόδραση απο την Νέα Υόρκη”, του σκοτεινού οραματιστή σκηνοθέτη John Carpenter. Εκεί λοιπόν, χιλιάδες καταδικασμένοι κρατούμενοι ζουν εξόριστοι στην πόλη της Νέας Υόρκης , η οποία έχει μετατραπεί σε πόλη-φάντασμα. Μια ποινική αποικία, για να δανειστούμε τον τίτλο από τον Κάφκα, που έχει αποκοπεί εντελώς από την υπόλοιπη επικράτεια των ΗΠΑ. Όλες οι γέφυρες που συνδέουν την περιοχή με την ενδοχώρα έχουν ανατιναχτεί, ενώ η μία που απομένει είναι ναρκοθετημένη και φυλάσσεται καθημερινά από τον στρατό. Το κράτος έχει αποσύρει κάθε οργανωμένη δομή εξουσίας και κάθε υπηρεσία κοινής ωφέλειας από την εγκαταλειμμένη περιοχή. Οι κρατούμενοι έχουν αφεθεί να φτιάξουν τη δική τους πρωτόγονη κοινωνία μέσα στα χαλάσματα και να εφεύρουν τους τρόπους με τους οποίους θα επιβιώσουν, χωρίς βοήθεια ή παρεμβολές απ’ τον έξω κόσμο. Κατά ένα περίεργο τρόπο, παρ΄ όλο που είναι κάτοχοι αυτής ιδιότυπης “ελευθερίας”, όλοι τους ονειρεύονται νύχτα, μέρα πώς να αποδράσουν.

            Με άλλα λόγια, κάπως έτσι ήταν η “ελεύθερη Γάζα” που κληροδότησαν οι αποικιοκράτες στους Παλαιστίνιους. Δεν είναι να απορεί κανείς λοιπόν που η καλοσχεδιασμένη, σε επίπεδο στρατηγικής σύλληψης κι επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας, επίθεση της 7ης Οκτ. ενείχε και στοιχεία παροξυσμικής βίας όταν εκδηλώθηκε, θυμίζοντας τις πρώτες ώρες μιας εξέγερσης σε φυλακές, που πάντοτε σημαδεύονται από μια έξαρση βίας των κρατούμενων ενάντια στους ανθρωποφύλακες τους. Θυμάμαι πως ο συγγραφέας ενός άρθρου γραμμένου από την πλευρά μιας απροκάλυπτα ευρωκεντρικής, και μόνο κατ’ όνομα ελευθεριακής σκέψης, έσπευσε εκείνες τις πρώτες ημέρες να παρατηρήσει περίλυπος ότι “η πολιτική – επαναστατική αξίωση για χειραφέτηση [στις μέρες μας] τείνει να υποκατασταθεί από τη θρησκευτική – μεσσιανική προσδοκία για λύτρωση. [Πρόκειται για] τεράστια παλινδρόμηση […] η πρώτη αναφέρεται στην εγκόσμια ύπαρξη και προβάλλει έναν χειραφετικό μελλοντικό ορίζοντα, η δεύτερη στο επέκεινα και προβάλλει μια θυσιαστική υπόσχεση αιωνιότητας”.2 Η θέση αυτή που με μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται να ξεκινά από στέρεο αντισυστημικό έδαφος, στην πραγματικότητα απηχεί την πιο χυδαία προκατάληψη του ευρωπαίου μεσοαστού ενάντια στους υποτελείς, μη λευκούς πληθυσμούς που τολμούν να εξεγείρονται και να επιστρέφουν με την πρώτη ευκαιρία που θα τους δοθεί, την ακραία φυσική και ψυχολογική βία που έχουν υποστεί στα σώματα των καταπιεστών τους.

            Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, οι ωμότητες στις οποίες προβαίνουν οι ιθαγενείς δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές μέσα από το γνωστό θεωρητικό σχήμα του Φρανς Φανόν, ως μια διαδικασία εξαγνισμού και ανάκτησης της ανθρώπινης υπόστασης που έχει αφαιρεθεί από το καταπιεσμένο υποκείμενο εξαιτίας των ταπεινώσεων και των εξευτελισμών που υφίσταται κάθε μέρα στα χέρια των λευκών. Η εμμονή που έχουν αυτοί οι σκουρόχρωμοι άνθρωποι με την αντίσταση πρέπει οπωσδήποτε να είναι απόρροια ενός διεστραμμένου μεσσιανισμού που αδυνατεί να συνδεθεί ρεαλιστικά και πρακτικά με ένα πρόταγμα που φέρει μέσα του την προσδοκία της απελευθέρωσης εδώ και τώρα. Ή ακόμα χειρότερα, δεν είναι παρά η εκδήλωση μιας  συμπυκνωμένης ζωώδους οργής, η εκτόνωση σαδιστικών ενστίκτων που δεν μπορούν άλλο να συγκρατήσουν οι ψυχικά διαταραγμένοι φορείς τους. Καλύτερα λοιπόν να μην αναζητούμε ένα ορθολογικό υπόβαθρο πίσω απ’ τις πράξεις τους. Ως γνωστόν, η έλλογη δράση ήταν πάντα και ακόμα είναι το αποκλειστικό προνόμιο των δυτικών. Αντλώντας έμπνευση από τις λαμπρότερες παραδόσεις της νεωτερικής αποικιοκρατικής σκέψης, οι ελευθεριακές εκδοχές του νεο-ιμπεριαλισμού δείχνουν να εκλαμβάνουν τους αυτόχθονες πληθυσμούς ως μια άμορφη μάζα αμόρφωτων πληβείων, ανίκανη να οργανωθεί πολιτικά γύρω από έναν κοινό σκοπό.  Το περισσότερο για το οποίο φαίνεται πως είναι ικανοί, είναι να επιδίδονται σε ξεσπάσματα άλογης και άσκοπης βίας από καιρό σε καιρό.

GAZA CITY, GAZA – Παλαιστίνιοι πετούν πέτρες και καίνε λάστιχα ως απάντηση στην επέμβαση των ισραηλινών δυνάμεων καθώς συγκεντρώνονται για να σπάσουν τον αποκλεισμό της Γάζας δια θαλάσσης με σκάφη στην πόλη της Γάζας, στις 22 Οκτωβρίου 2018.(Photo by Mustafa Hassona/Anadolu Agency/Getty Images)

           

Είναι πραγματικά πολύ κρίμα που κανένας από αυτούς τους επαναστάτες ελευθεριακούς δεν προσπάθησε να βάλει την 7η Οκτώβρη 2023 σε ιστορική προοπτική, ή να πει δύο λόγια για τη σφαγή του 2018 στους σπαρακτικους επικήδειους που εκφώνησαν για τα θύματα της επίθεσης της 7ης Οκτ. Το λέω αυτό, γιατί το 2018 η Χαμάς προσπάθησε να βάλει ένα τέλος στον αποκλεισμό του θύλακα με ειρηνικά μέσα. Με την υποστήριξη των ισλαμικών αρχών , οργανώθηκε η “Μεγάλη Πορεία της Επιστροφής”, μια συλλογική δράση κοινωνικής ανυπακοής στην οποία συμμετείχε η μεγάλη πλειοψηφία του λαού της Γάζας. Κάθε Παρασκευή, μετά τις καθιερωμένες προσευχές, μια μεγάλη μάζα διαδηλωτών ξεκινούσε από τους χώρους λατρείας και κατευθυνόταν με πορεία προς τον φράχτη ασφαλείας του Ισραήλ. Οι διαδηλωτές ήταν οπλισμένοι μονάχα με το θάρρος και την αποφασιστικότητα τους. Η στρατηγική εκτίμηση πάνω στην οποία βασίστηκε το όλο εγχείρημα ήταν ότι οι δυνάμεις κατοχής θα δίσταζαν να κάνουν χρήση δολοφονικής βίας ενάντια σε ένα άοπλο πλήθος. Ή , αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο πολιτισμένος κόσμος θα όρθωνε το ανάστημα του, θα πρότασσε τις υψηλές ηθικές αρχές που ισχυρίζεται ότι υπηρετεί για να υποχρεώσει το Ισραήλ να βάλει τέλος στην αιματοχυσία. Εκείνο που πρωτίστως επιδίωκαν οι Παλαιστίνιοι της Γάζας ήταν να γίνουν ξανά ορατοί για τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή η τραγική πράξη συλλογικής ανυπακοής, το επαναλαμβανόμενο τελετουργικό της αυτοθυσίας μπροστά στα προτεταμένα όπλα των φρουρών, συμβόλιζε την άρνηση τους να αποδεχτούν μοιρολατρικά το τετελεσμένο της συνθήκης ακραίου ετεροκαθορισμού που τους είχε επιβάλει η κατοχή. Την συλλογική άρνηση τους να πεθάνουν ήσυχα μέσα στον ανοιχτό τάφο που είχαν κατασκευάσει γι’ αυτούς οι Σιωνιστές.

            Οι κινητοποιήσεις κράτησαν κοντά δύο χρόνια, από τον Μάρτη του 2018, μέχρι τον Δεκέμβρη του 2019. Κάθε Παρασκευή , επί δύο χρόνια, νέοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά ξεκινούσαν για τον φράχτη , όπου οι αποκτηνωμένοι ισραηλινοί δεν δίσταζαν να τους θερίσουν με τις σφαίρες τους. Κάποιοι πέθαναν επί τόπου, άλλοι πυροβολήθηκαν με την σαδιστική πρόθεση να μείνουν μόνιμα ανάπηροι ή ακρωτηριασμένοι. Δεκάδες μανάδες είδαν τα παιδιά τους να πέφτουν νεκρά και δεκάδες παιδιά είδαν τους γονείς τους να ξεψυχάνε μπροστά στα μάτια τους.

Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, συνολικά 214 Παλαιστίνιοι δολοφονήθηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας του Ισραήλ κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, 46 από αυτούς παιδιά, ενώ 36.000 τραυματίστηκαν, μεταξύ των οποίων 8.800 παιδιά.3

Ένα στα πέντε παιδιά είχε χτυπηθεί με πραγματικά πυρά από τους Ισραηλινούς. Από αυτή την άποψη, η ειρηνική εκστρατεία κοινωνικής ανυπακοής του ’18 που πνίγηκε στο αίμα ήταν το πρελούδιο της 7ης Οκτ. Μια απέλπιδα προσπάθεια του λαού της Γάζας να αποκτήσει την ελευθερία του χωρίς να χρησιμοποιήσει όπλα. Τα δυτικά ΜΜΕ αγνόησαν εντελώς τη σφαγή, ενώ κανενας από τους ριζοσπάστες μας , που τώρα κάνουν κριτική από τα αριστερά στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Παλαιστίνιων, δεν ψέλλισε  έστω μια κουβέντα αποδοκιμασίας ή αγανάκτισης για την κρεατομηχανή που έστησαν οι σιωνιστές στον φράχτη της Γάζας. Το μήνυμα για τους Παλαιστίνιους και τις πολιτικές οργανώσεις τους ήταν ξεκάθαρο: μόνο με τα όπλα μπορείτε να διεκδικήσετε την ελευθερία σας.

Ο πνευματικός ηγέτης της Χαμάς Σεΐχης Αχμέντ Γιασίν σκοτώθηκε σε ισραηλινό πυραυλικό χτύπημα το 2004

Μια ταξική ανάλυση της Χαμάς

Ας μου επιτραπεί να δώσω τον λόγο στο ίδιο το καταπιεσμένο υποκείμενο, τους Παλαιστίνιους και τις ένοπλες πολιτικές οργανώσεις τους, που δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα ότι παραμένουν κυριολεκτικά αόρατες για τη σύγχρονη αντι-αποικιοκρατική κριτική θεωρία, στον βαθμό που αυτή υπάρχει και αναγνωρίζει τον εαυτό της ως τέτοια. Κατά την άποψη μου, ο λόγος γι’ αυτήν την ριζική αποσύνδεση ανάμεσα στη θεωρία και το υποκείμενο της είναι διττός. Κατά πρώτον, αντανακλά την υποχώρηση του επαναστατικού προτάγματος στις δικές μας μητροπολιτικές κοινωνίες , όσο και στους ετεροκαθοριζόμενους κοινωνικούς σχηματισμούς της περιφέρειας του διεθνοποιημένου καπιταλισμού. Η αναπόφευκτη συνέπεια αυτής της εξέλιξης είναι η έκλειψη της ταξικής συνείδησης, όχι μόνο με την έννοια της τάξης ως πρωταρχικού στοιχείου για την παραγωγή της υποκειμενικότητας, αλλά και στον βαθμό που έχουμε πάψει να αναγνωρίζουμε την καταπίεση που βιώνουμε στην καθημερινότητα μας ως  τμήμα ενός κοινωνικού ανταγωνισμού που διεξάγεται σε παγκόσμια κλίμακα.

            Όλο και περισσότερο αυτοπροσδιοριζόμαστε όχι ως μαχητικοί προλετάριοι που διαθέτουν μια επαρκή κατανόηση των υλικών όρων της κοινωνικής υπόστασης τους, αλλά ως επίδοξοι μεσοαστοί που θέλουν να πιστεύουν ότι έχουν πιο πολλά κοινά με τους “ισχυρούς” καταπιεστές, παρά με τους ανίσχυρους καταπιεσμένους. Θυμάμαι εδώ έναν από τους συντάκτες της εφημερίδας Καθημερινής, που το 2014, λίγο πριν διεξαχθεί ο τελικός του παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου στην Βραζιλια, παραπονιόταν για την ανησυχητική τάση που διέκρινε τους Έλληνες να ταυτίζονται πάντοτε με το θύμα, τον αδύναμο, που τότε ήταν η Αργεντινή, αντί να υποστηρίζουν τον ισχυρό , που τότε ήταν η Γερμανία. Ήταν μια από τις πολιτισμικές παθογένειες της ελλαδικής κοινωνίας που έπρεπε να διορθωθεί , συνέχιζε ο συντάκτης, αν η Ελλάδα επρόκειτο κάποτε να επανέλθει στον δρόμο της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Ο λαός έπρεπε να μάθει να θαυμάζει και να ταυτίζεται με τους ισχυρούς, διότι αυτοί ήταν τα παραδείγματα που ενσάρκωναν την επιτυχία. 

            Άλλωστε, οι νέοι συλλογικοί φορείς που έχουν αναλάβει να κρατήσουν ψηλά τα λάβαρα του αντιαποικιοκρατικού αγώνα στην περιφέρεια, δεν πληρούν πια τις προδιαγραφές που είχαν καταστρώσει για εκείνους οι κλασσικές σχολές του αντιμπεριαλισμού στην Δύση. Οι άξεστοι Ταλιμπάν, με τα τουρμπάνια, τα σανδάλια και τις οπισθοδρομικές αντιλήψεις τους, ή ακόμα και οι ταπεινοί και βλοσυροί συντηρητικοί ζηλωτές της Χαμάς (“χαμάς” στα αραβικά σημαίνει ζήλος) διαρρηγνύουν στο επίπεδο του συμβολισμού την φαντασιακή ενότητα της παγκόσμιας αντιμπεριαλιστικής πάλης. Ο αγώνας τους δεν συνεπαίρνει τις καρδιές των αγωνιστών στη Δύση, ούτε εξάπτει τη φαντασία τους. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ερμηνεύουν την έννοια της ελευθερίας με τον ίδιο τρόπο που την ερμηνεύουμε εμείς, οπότε ποιος λόγος υπάρχει για να τους υποστηρίξουμε στον απεγνωσμένο αγώνα που κάνουν για να ελευθερωθούν;     

            Ίσως ακόμα αυτή η διστακτικότητα να έχει τις ρίζες της σε μια αρνητική αποτίμηση της συνολικής εμπειρίας του αντιαποικιοκρατικού κινήματος, εφόσον το πρώτο ιστορικό κύμα εθνικοαπελευθερωτικών ξεσηκωμών στην περιφέρεια δεν λειτούργησε ως η ιστορική μήτρα για την ανάδειξη ειδυλλιακών μορφών κοινωνικής οργάνωσης, βασισμένων στις οριζόντιες κοινωνικές σχέσεις και την κοινοκτημοσύνη σε μαζική κοινωνική κλίμακα. Αντίθετα, η ουτοπική υπόσχεση που κυοφορούσε η εξέγερση ενάντια στην διακυβέρνηση των 3/4 του κόσμου από τους Ευρωπαίους, σε πολλές περιπτώσεις μετατράπηκε σε εφιάλτη κι έφερε στην εξουσία καθεστώτα το ίδιο απολυταρχικά και αμείλικτα, που κρύφτηκαν πίσω από τα επαναστατικά διαπιστευτήρια τους ενώ κυβερνούσαν τους λαούς τους με σιδερένια πυγμή. Ας είμαστε ειλικρινείς. Αυτή η όχι και τόσο ιδανική κατάληξη των πολλά υποσχόμενων κοινωνικών πειραμάτων της δεκαετίας του ’50 , του ’60 και του ’70, έσπειρε την αμφιβολία στο μυαλό πολλών συντρόφων και τους ανάγκασε να αναρωτηθούν: Μήπως τελικά ο ύστερος Καστοριάδης είχε δίκιο όταν έγραφε για την θεμελιώδη ασυμβατότητα, την αδυναμία να συνυπάρξει ο “ανθρωπολογικός τύπος” που ενδημεί στις μουσουλμανικές κοινωνίες με το φαντασιακό της αυτονομίας, που ιστορικά αποτέλεσε το κατεξοχήν προνόμιο του “δυτικού ανθρώπου”;4

Οι Παλαιστίνιοι ακτιβιστές του Μαύρου Σεπτέμβρη ή του Λαϊκού Μετώπου ήταν φιγούρες στις οποίες αναγνωρίζαμε τους εαυτούς μας, με τις οποίες μπορούσαμε να ταυτιστούμε. Εξεγερμένα υποκείμενα, επαναστάτες που πρέσβευαν τις αξίες και τις ιδέες μιας ριζοσπαστικής κοσμικότητας, που αντιδρούσαν τόσο ενάντια στην παγκόσμια  αδικία που θεσπίζει ο καπιταλισμός, όσο και στα σαθρά κοινωνικά συστήματα των χωρών από τις οποίες προέρχονταν. Αυτοί οι περίεργοι τύποι της Χαμάς τι ξέρουν από ελευθερία; Τι γνωρίζουν από δικαιοσύνη, από αλληλεγγύη, από ανεξαρτησία;

            Ξεκινώντας από αυτό το άβολο σημείο της παντελούς αλλοτρίωσης ανάμεσα στον φερόμενο “αντιμπεριαλιστή” στην Δύση, και τον φορέα του πνεύματος του αντιμπεριαλισμού στην περιφέρεια, είναι πολύ εύκολο για τους περισσότερους δυτικούς να καταφυγουν σε γνώριμα θεωρητικά εργαλεία και αναλυτικές κατηγορίες βγαλμένες μέσα από την ιστορία της ταξικής πάλης στον ευρωπαϊκό χώρο, για να κατανοήσουν τριτοκοσμικά κινήματα που είναι προϊόντα μιας τελείως διαφορετικής πολιτισμικής παράδοσης κι εγγράφονται σε μια τελείως διαφορετική γεωπολιτική συγκυρία. Που διεξάγουν έναν πραγματικό αγώνα ενάντια στην δυτική επικυριαρχία και παίζουν έναν τελείως άλλον ρόλο στις κοινωνίες απ’ όπου προέρχονται. Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να αναφερθούμε στις νεο-αστικές τάξεις των χωρών της περιφέρειας που αδυνατούν να αναλάβουν τον ρόλο της πρωτοπορίας σε μια διαδικασία “εκσυγχρονισμού” των παραδοσιοκρατικών  κοινωνιών τους, στα πρότυπα που λειτούργησε η αστική τάξη στην Ευρώπη κατά την ιστορική φάση της κατάργησης της φεουδαρχίας.

            Ακόμα χειρότερα, όπου αυτός ο εκσυγχρονισμός μπόρεσε να προχωρήσει, δεν οδήγησε σε μια ενδυνάμωση της υποτελούς κοινωνίας, αλλά στο βάθεμα των δεσμών εξάρτησης της απ’ το καπιταλιστικό κέντρο. Ή ακόμα μπορεί εδώ να γίνει ειδική μνεία σε αυτό το περίεργο εξωτικό φρούτο, τους αντιμπεριαλιστές στρατιωτικούς της Αφρικής, όπως πχ ο Sankara της Μπουρκίνα Φασό, τους οποίους μια αφελής αναρχική προσέγγιση που έπεσε πρόσφατα στην αντίληψη μου, απαξιώνει σαν τίποτα περισσότερο από “καραβανάδες” που μόνο κατ’ όνομα ήταν “αντιμπεριαλιστές”. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ακόμα και το ριζοσπαστικό κίνημα της θεολογίας της απελευθέρωσης εμφανίστηκε για πρώτη φορά μέσα στους κόλπους του καθολικού κλήρου της Λατινικής Αμερικής. Μιας περιφέρειας που πολιτισμικά μπορεί να ισχυρίζεται ότι αποτελεί τμήμα του ευρωπαϊκού πυρήνα, ωστόσο με αυστηρά οικονομικούς όρους, ανήκει αναμφίβολα στην εξαρτημένη κατώτερη βαθμίδα του διεθνοποιημένου καπιταλισμού. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς, που στην εγκύκλιο που κυκλοφόρησε με τίτλο “Κατήχηση πάνω σε ορισμένες πτυχές της θεολογίας της απελευθέρωσης”, ο καρδινάλιος Ratzinger, μετέπειτα Πάπας Βενέδικτος ο 16ος, αισθάνθηκε την υποχρέωση να ανακαλέσει στην τάξη τους λατινοαμερικάνους αποστάτες, υπενθυμίζοντας τους ότι “μονάχα απ’ τον Θεό μπορεί κανείς να προσδοκά τη σωτηρία και την ίαση για τα δεινά του. Ο Θεός και όχι ο άνθρωπος έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει τις καταστάσεις όπου ενδημούν ο πόνος και τα βάσανα”.5

            Έχουμε λοιπόν εδώ να κάνουμε με ένα ασυνήθιστο σύμπαν που θυμίζει κάπως τον αντεστραμμένο κόσμο της Αλικής στην Χώρα των Θαυμάτων. Ένα περίεργο ταξικό μωσαϊκό αποτελούμενο από προμηθεϊκούς “επιχειρηματίες”, που ωστόσο λειτουργούν ως φορείς της υποδούλωσης των λαών τους στα ξένα συμφέροντα, από φιλολαϊκούς στρατιωτικούς που εφαρμόζουν μαζικά προγράμματα καταπολέμησης του αναλφαβητισμού και ριζικής αναδιανομής του εισοδήματος, από ηρωικούς παπάδες που αντί να καταδυναστεύουν τους φτωχούς, ξεσηκώνονται και θυσιάζονται με αυταπάρνηση για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα τους. Παρομοίως, αν σταματήσουμε να σκεφτόμαστε την Χαμάς με ταυτοτικά κριτήρια κι εφαρμόσουμε την γνώριμη υλιστική μεθοδολογία ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων, αντί για την απλουστευτική εικόνα μιας δράκας φανατικών θρησκόληπτων, θα είμαστε σε θέση να διακρίνουμε μια ζωντανή πολιτική οργάνωση, με μαζική κοινωνική απεύθυνση, με εσωτερικές αντιφάσεις αλλά και ρευστές αντιλήψεις. Μια οργάνωση που διαθέτει τους μηχανισμούς και τη θεσμική ικανότητα να διαβουλεύεται στο εσωτερικό της και να προσαρμόζει την στρατηγική της ανάλογα με τους συσχετισμούς δύναμης που επικρατούν κάθε φορά μέσα κι έξω απ’ το κίνημα.

            Για παράδειγμα, λίγοι ενδεχομένως γνωρίζουν ότι τα συλλογικά όργανα του κινήματος προκύπτουν μέσα από εκλογές που διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια. Ή ότι η διοικητική δομή της οργάνωσης είναι αρκετά αποκεντρωμένη και διαιρείται σε τέσσερα ξεχωριστά τμήματα: το τμήμα της Γάζας, της Δυτικής Όχθης, το τμήμα της Παλαιστινιακής Διασποράς, στο οποίο εκπροσωπούνται τα στρατόπεδα των προσφύγων, και τέλος, το τμήμα των φυλακισμένων αγωνιστών, οι οποίοι εξακολουθούν να είναι ενεργά πολιτικά υποκείμενα, παρόλο που βρίσκονται υπό απάνθρωπες συνθήκες κράτησης στα γκουλάγκ του Ισραήλ. Το κάθε τμήμα εκλέγει το δικό του συλλογικό όργανο, μια συνέλευση που θέτει σε εφαρμογή την ισλαμική αρχή της διαβούλευσης (shura) γύρω από τα ζητήματα προγραμματικής φύσης του κινήματος στο τοπικό επίπεδο της κάθε περιφέρειας. Από την συμβουλευτική συνέλευση εκλέγεται και το τοπικό Πολιτικό Γραφείο που έχει την ευθύνη για την υλοποίηση των στόχων που συμφωνήθηκαν κάθε φορά στη συνέλευση. Από την άλλη, η συγκεντρωτική αρχή βρίσκει έκφραση μέσα από την κεντρική “εθνική” συνέλευση του κινήματος (shura council), τα μέλη της οποίας εκλέγονται μέσα από τα τοπικά συμβούλια.6

            Η κεντρική συνέλευση με τη σειρά της εκλέγει το Κεντρικό Πολιτικό Γραφείο. Το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων του κινήματος, που έχει την αποστολή να συντονίζει και να εξισορροπεί τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της κάθε τοπικής συνιστώσας, διαμορφώνοντας μια ένιαία εθνική πολιτική. Επίσης, η στρατιωτική πτέρυγα της οργάνωσης πολλές φορές ενεργεί ως ξεχωριστή οντότητα και ασκεί τη δική της επιρροή στις αποφάσεις που παίρνει το Πολιτικό Γραφείο.7 Οι δυτικοί ισλαμολόγοι και τα προπαγανδιστικά ΜΜΕ δεν χάνουν την ευκαιρία να μας υπενθυμίσουν ότι το Ισλάμ, έτσι γενικά και αόριστα, και η “δημοκρατία”, επίσης μια αφηρημένη έννοια που δεν σημαίνει τίποτα όταν εξετάζεται χώρια απ’ το ιστορικό της συγκείμενο, είναι πράγματα ασύμβατα και δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Ωστόσο, στο ιδρυτικό καταστατικό της Χαμάς περιλαμβάνεται όρος που απαγορεύει ο αρχηγός του Πολιτικού Γραφείου να παραμείνει στη θέση του για περισσότερες από δύο συνεχόμενες θητείες, μια αρχή που κανένας αρχηγός της Χαμάς δεν έχει παραβιάσει μέχρι σήμερα. Τέλος, να επισημάνω εδώ ότι η Χαμάς φαίνεται να συνυπάρχει και να συνεργάζεται αρμονικά με τις υπόλοιπες αντιστασιακές δυνάμεις της Γάζας, ενώ διατηρεί άριστες σχέσεις με όλες τις Παλαιστινιακές μαχητικές οργανώσεις, εκτός από εκείνες που πρόσκεινται στους πραξικοπηματίες της Φατάχ.8

Βλέπουμε ότι εδώ δεν υπάρχει η αρχή του “Βιλαγιάτ-ι-φακίχ”, της υπέρτατης εξουσίας του πνευματικού ηγέτη, που υπερβαίνει κι ενίοτε ακυρώνει τις αρμοδιότητες που ανήκουν στα συλλογικά όργανα του κινήματος.

            Η αποκεντρωμένη δομή της οργάνωσης δίνει τη δυνατότητα για μια εγγύτητα των μελών της κοινωνικής βάσης με τα όργανα λήψης αποφάσεων του κινήματος. Από αυτή την άποψη, η πολιτική που ακολουθεί η Χαμάς αποτελεί έναν συγκερασμό ανάμεσα σε πολλες ετερογενείς τάσεις, επιθυμίες και ταξικά συμφέροντα. Την ίδια στιγμή, αποτυπώνει και τον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που απαρτίζουν το κίνημα. Για παράδειγμα, η αδιάλλακτη στάση που κρατάει διαχρονικά η Χαμάς στο ζήτημα της επιστροφής των προσφύγων πηγάζει κατευθείαν από την μαζική παρουσία και τις βαθιές ρίζες που έχει αποκτήσει η οργάνωση στους προσφυγικούς καταυλισμούς του Λιβάνου και της Ιορδανίας. Για τις εξαθλιωμένες μάζες των προσφύγων το δικαίωμα της επιστροφής είναι η ύψιστη πολιτική προτεραιότητα, καθώς και το αποφασιστικό κριτήριο αναφορικά με το κατά πόσο μια πολιτική οργάνωση μπορεί να θεωρηθεί ως αυθεντικά πατριωτική, ή αν φέρει τη ρετσινιά της συνεργασίας με τον κατακτητή. Ενώ η Χαμάς καλλιεργεί εδώ και χρόνια τις σχέσεις της με τις φτωχές μάζες των στρατοπέδων και ενισχύει τους οργανωτικούς, ιδεολογικούς και υλικούς δεσμούς του κινήματος με τους εκτοπισμένους, η Φατάχ, από το Όσλο και μετά, έχει προσβληθεί από την νόσο του κυβερνητισμού. Ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τη διαχείριση των εδαφών και των κονδυλίων που της παραχώρησε ο ισραηλινός αφέντης, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στις πολιτικές εξελίξεις στους καταυλισμούς.

            Μία δεύτερη ταξική παράμετρος που καθρεφτίζεται στην γραμμή της αδιάλλακτης αντίθεσης με το Ισραήλ, είναι η απήχηση που έχει το ισλαμικό κίνημα σε ένα μεγάλο μέρος της αγροτικής τάξης της Γάζας και της Δυτικής Όχθης. Ειδωμένο με ταξικούς όρους, το ζήτημα των ισραηλινών εποικισμών είναι ένα ζήτημα που επηρεάζει πρωτίστως τους αγροτικούς πληθυσμούς της Παλαιστινιακής υπαίθρου. Είναι πρώτα τα χωριά και οι οικισμοί των Παλαιστίνιων στην ύπαιθρο, που βλέπουν τους υλικούς όρους της ζωής τους να καταστρέφονται εξαιτίας της ίδρυσης μιας ακόμα αποικίας-προπύργιου των σιωνιστών στο έδαφος τους. Τα χωριά αυτά ακρωτηριάζονται, κόβονται στα δύο και οι κάτοικοι τους αποκλείονται από την πρόσβαση στα εύφορα, καλλιεργήσιμα εδάφη και στους υδάτινους πόρους της περιοχής. Την στιγμή που οι πιο αστικοποιημένες κοινωνικές ομάδες έχουν την πολυτέλεια να αγνοούν, ή ακόμη και να ξεχνούν ενίοτε την κατοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι κάτοικοι των πόλεων δεν υφίστανται καταπίεση, οι Παλαιστίνιοι αγρότες είναι εκείνοι που αισθάνονται άμεσα στο πετσί τους τις συνέπειες της ισραηλινης επεκτατικής πολιτικής. Αυτοί είναι που ξεριζώνονται και συνακόλουθα έχουν κάθε λόγο να πάρουν τα όπλα, ή να στηρίξουν μια οργάνωση που δεσμεύεται σε μια πολιτική αιώνιας αντίστασης ενάντια στον κατακτητή. Μάλιστα, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στην  Επιθεώρηση Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών του παν/μιου της Σαγκάης, ένα μεγάλο μέρος των εθελοντών που στρατολογήθηκαν για να φέρουν σε πέρας τις επιθέσεις αυτοκτονίας που σόκαραν τον κόσμο απ’ το 1994 και μετά, προέρχονταν από αυτά τα κακοποιημένα κι εξισλαμισμένα αγροτικά στρώματα της υπαίθρου (κάπου 50%).9

            Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθούμε και στους κρατούμενους στις ισραηλινές φυλακές. Όλα δείχνουν ότι η πτέρυγα της οργάνωσης στις φυλακές είχε καθοριστική συμμετοχή στην απόφαση της ηγεσίας στην Γάζα να εξαπολυθεί η επίθεση της 7ης Οκτ. Εξάλλου, ο Γιάχια Σινουάρ, που σήμερα είναι διοικητής των ταξιαρχιών Αλ-Κασσάμ, προέρχεται από τα σπλάχνα της οργάνωσης των κρατούμενων, έχοντας περάσει έντεκα χρόνια της ζωής του στην φυλακή. Απ’ όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, ο απώτερος σκοπός της επιχείρησης ήταν να μπει σε εφαρμογή ένα σχέδιο γενικής ανταλλαγής αιχμαλώτων που θα επέτρεπε να αποφυλακιστούν πολλοί ακτιβιστές της οργάνωσης, οι οποίοι, ας μην κρυβόμαστε, δεν έχουν κάποια άλλη ρεαλιστική προοπτική για να διεκδικήσουν την απελευθέρωση τους. Εδώ είναι επίσης σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι οι περισσότεροι από τους απλευθερωμένους μαχητές προορίζονταν να επιστρέψουν όχι στην Γάζα, αλλά στην Δυτική Όχθη, όπου θα είχαν την ευκαιρία να ανασυστήσουν τις πολιτικές δομές της οργάνωσης και τα υποστηρικτικά δίκτυα που διαλύθηκαν ή πέρασαν στην παρανομία μετά τον εμφύλιο. Με άλλα λόγια, μιλάμε εδώ για “δύο τριγώνια μ’ έναν σμπάρο”, όπως συνηθίζει να λέει ο σοφός λαός. Απελευθέρωση των Παλαιστίνιων αιχμαλώτων πολέμου , μαζί με ένα σχέδιο αναβίωσης της Χαμάς και αμφισβήτησης του μονοπωλίου εξουσίας της δοσιλογικής Παλαιστινιακής Αρχής στην Δυτική Όχθη.

Τέλος, σε όλα τα παραπάνω, πρέπει να προσθέσουμε την πίεση που άσκησε η στρατιωτική πτέρυγα για να αναληφθούν πρωτοβουλίες που θα έσπαγαν τον αποκλεισμό και θα επέτρεπαν στις ταξιαρχίες Αλ-Κασσάμ να κάνουν επιτέλους αυτό για το οποίο εκπαιδεύονται όλη τους την ζωή. Δηλαδή, για μια άμεση, μετωπική εμπλοκή με τον στρατό του κατακτητή , που πριν από τις 7 Οκτωβρίου βρισκόταν μόνιμα εκτός της , έτσι κι αλλιώς περιορισμένης, εμβέλειας των όπλων των ανταρτών. Βλέπουμε λοιπόν μια σύγκλιση ανάμεσα στους στρατηγικούς στόχους των διαφορετικών συνιστωσών του κινήματος , που όλες μαζί οδήγησαν στον σχεδιασμό και την εκτέλεση της παράτολμης επιχείρησης της 7ης Οκτωβρίου.

            Φυσικά, όπως πάντοτε στην ζωή, υπάρχει απόσταση ανάμεσα στην θεωρία και την πράξη και όσα είπαμε δεν σημαίνουν ότι πρέπει να εξιδανικεύουμε την Χαμάς, ή να διατεινόμαστε ότι το κίνημα της αποτελεί πρότυπο δημοκρατικής οργάνωσης.

Ως αναρχικοί στηρίζουμε τον αγώνα που δίνουν οι Παλαιστίνιοι για να απαλλαγούν απ’ την κατοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραιτούμαστε απ’ το δικαίωμα μας να σκεφτόμαστε και να διατηρούμε μια κριτική στάση απέναντι στις συγκεντρώσεις εξουσίας και τις αυστηρές ιεραρχίες που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του ισλαμιστικού κινήματος. Από την άλλη, είναι επίσης απόλυτη ανάγκη για το αναρχικό κίνημα να πάρει αποστάσεις από την κυρίαρχη οριενταλιστική ορθοδοξία και τις ερμηνείες που αυτή επιβάλλει. Συνεπώς, δεν θα ήταν σωστό να ισχυριστούμε ότι η οργάνωση παίρνει εντελώς αψήφιστα το ζήτημα της εσωτερικής δημοκρατικής λειτουργίας της. Κι αυτό γιατί είδαμε πως η κοινωνική σύνθεση της Χαμάς είναι τέτοια , που χωρίς έναν καθιερωμένο τρόπο διαβούλευσης και συναινετικής επίλυσης των διαφωνιών, η συνύπαρξη των ετερογενών συνιστωσών της στο πλαίσιο μιας ενιαίας οργάνωσης θα ήταν ουσιαστικά αδύνατη.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα βέβαια εντοπίζεται στην αντιμετώπιση των γυναικών και των σεξουαλικών μειονοτήτων, στις οποίες είναι ξεκάθαρο ότι αποδίδεται ένας ρόλος υποδεέστερης οντότητας στην κοινωνική ιεραρχία. Θα αναφερθώ εδώ στο ζήτημα των γυναικών, αφήνοντας κατά μέρος το ζήτημα των LGBTQ ατόμων, για λόγους οικονομίας χώρου και χρόνου- παρότι η σημασία του είναι τεράστια.

Κατ’ αρχήν, όπως παρατήρησε σε μια κοινωνιολογική μελέτη για το έμφυλο ζήτημα στους ισλαμιστικούς κύκλους η Παλαιστίνια ακαδημαϊκός Islah Jad, η αντίληψη των ισλαμιστών για τη θέση της γυναίκας στην ισλαμική κοινωνία δεν είναι ούτε μονολιθική, ούτε αναλλοίωτη.10

            Πολλώ δε μάλλον, που δεν έχουμε να κάνουμε εδώ μόνο με μια μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στην Παλαιστίνια “γυναίκα”, μια ταξική αφαίρεση χωρίς κοινωνικά σημεία αναφοράς, και μια συμπαγή και ομοιογενή εξουσιαστική δομή που τις καταδυναστεύει. Η μάχη διεξάγεται εξίσου και μέσα στους κόλπους του κινήματος της Χαμάς και εκκινεί κυρίως από τις ισχυρές πολιτικές οργανώσεις που έχουν καταφέρει να οικοδομήσουν οι γυναίκες μέσα στο κίνημα, η συνεισφορά των οποίων στις δύο εξεγέρσεις της Ιντιφάντα και γενικότερα στον συλλογικό αγώνα ολόκληρης της κοινότητας ενάντια στην κατοχή δεν μπορεί κατά κανέναν τρόπο να αμφισβητηθεί.11 Η τάση αυτή γιγαντώθηκε με την μετατροπή του ισλαμικού κινήματος από μια παράνομη ένοπλη οργάνωση με μυστικούς πυρήνες σκληραγωγημένων (ανδρών) μαχητών σε όλη την Παλαιστίνη, σε ανοικτό πολιτικό κόμμα, προσανατολισμένου στην κατάληψη της εξουσίας μέσω της συμμετοχής του στις εκλογές. Από το 1997 μέχρι το 2003, το Τμήμα Γυναικών του κόμματος της Ισλαμικής Σωτηρίας, πολιτικού βραχίονα της Χαμάς, οργάνωσε τρία συνέδρια με σκοπό την διεξαγωγή μιας εκτεταμένης συζήτησης στα κομματικά όργανα γύρω από την διαμόρφωση μιας πιο σύγχρονης αντίληψης για τα καθήκοντα και τα δικαιώματα της μουσουλμάνας αγωνίστριας, αλλά και τον ρόλο που μπορούσαν να διαδραματίσουν οι γυναικείες ενώσεις στα παν/μια και στους επαγγελματικούς χώρους, για τη διάδοση των αρχών της ισλαμιστικής ιδεολογίας σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού της Παλαιστίνης. Αυτή η αναβάθμιση των ρόλου των γυναικών ως ενός από τα κοινωνικά όργανα που ήταν επιφορτισμένα να φέρουν σε πέρας τον “πόλεμο θέσεων” που διεξήγαγαν οι ισλαμιστές ενάντια στα πελατειακά δίκτυα και την εδραιωμένη επιρροή της Φαταχ, σηματοδότησε τη δραστική αναθεώρηση στη θεωρία όσο και στην κινηματική πράξη, της γελοίας και αποκρουστική ιδέας που είχε διατυπωθεί στις απαρχές του κινήματος, πίσω στο 1988, ότι η γυναίκα ήταν απλώς η “ιερή μήτρα”, που παρήγαγε μαχητές για τον αγώνα, και η πρώτη δασκάλα που ενσταλάζει τις ισλαμικές αξίες στο σπίτι.

Όπως και να’ χει, αντί να βλέπουμε τις Παλαιστίνιες γυναίκες ως αιώνια θύματα που δεν έχουν την δύναμη ή τα μέσα να παλέψουν για τον εαυτό τους, ή σαν ακρωτηριασμένες ψυχές που έχουν ανάγκη από την προστασία της νεο-αποικιοκρατίας για να τις απαλλάξει από τους γιούς, τους πατεράδες, τους αδελφούς και τους συζύγους τους, όπως γράφει η Χ. Μπουτελτζά, η άποψη μου είναι ότι θα έπρεπε να τις στηρίζουμε όπως μπορούμε στον αγώνα που δίνουν για ενίσχυση της θέσης τους και αναγνώριση της πολύτιμης συνεισφοράς τους μέσα στα κινήματα και τις οργανώσεις που εκείνες έχουν επιλέξει.

Πολιτική οικονομία της γενοκτονίας

Τέλος, θα ήθελα να πω δυο λόγια για το οικονομικό υπόβαθρο της επίθεσης στην Γάζα, την πολιτική οικονομία της γενοκτονίας που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η παραδοσιακή αποικιοκρατία ήταν ένα σύστημα που προϋπέθετε την άσκηση μιας άμεσης, εδαφικοποιημένης εξουσίας. Προσαρτούσε εδάφη, οργάνωνε τον κοινωνικό χώρο και όριζε τους  κοινωνικούς ρόλους επιβάλλοντας αυστηρές ταξικές ιεραρχίες. Αόρατους συμβολικούς και χειροπιαστούς υλικούς φραγμούς ανάμεσα στον αποικιοκράτη και τον αποικιοκρατούμενο. Η εγκαθίδρυση θεσμών άμεσης πολιτικής διοίκησης (π.χ. ο θεσμός του στρατιωτικού διοικητή, που αναβίωσε για λίγο κατά τη διάρκεια της κατοχής του Ιράκ και του Αφγανιστάν από τις ΗΠΑ) καθώς και μηχανισμών εντατικής οικονομικής εκμετάλλευσης της φτηνής εργασίας των ιθαγενών, συνοψίζει την μέθοδο χάρη στην οποία η αποικιοκρατική κυριαρχία εξαπλώθηκε και αφομοίωσε τον κόσμο. Οι κοινωνικές σχέσεις που καθιέρωνε το αποικιοκρατικό κοινωνικό μοντέλο ήταν σίγουρα ιδιαίτερα βάναυσες και εξουσιαστικές, αλλά πρώτα απ’ όλα, συνέθεταν ένα σταθερό ιεραρχικό δίπολο που εξυπηρετούσε τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας στον καπιταλισμό και απέφερε τεράστια πλεονάσματα για την οικονομία της αποικιοκρατικής μητρόπολης.

            Τόσο συνυφασμένη υπήρξε η υπερεκμετάλλευση των αποικιών με την ευημερία της μητρόπολης, ώστε ο ιμπεριαλισμός απέκτησε οπαδούς ακόμη και μέσα στους κόλπους του “προοδευτικού” σοσιαλδημοκρατικού κινήματος. Για του λόγου το αληθές, η Λέσχη των Φαβιανών σοσιαλιστών, κυκλοφόρησε το 1900 στο Λονδίνο μια μπροσούρα που είχε συντάξει ο γνωστός μας θεατρικός συγγραφεάς G. Bernard Shaw. Μέσα εκεί ανέπτυξαν με κάθε λεπτομέρεια την πρόταση των “σοσιαλιστών” για την βέλτιστη διοίκηση και την αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση των υπερπόντιων κτήσεων της αυτοκρατορίας , χρησιμοποιώντας γι’ αυτόν τον “ευγενή” σκοπό την τελευταία λέξη των τεχνικών της σοσιαλιστικής οικονομικής ορθοδοξίας.12 Ο “επιστημονικός ρατσισμός” και η εθνοφυλετική μωρολογία που θέριεψε στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, δεν ήταν παρά η ιδεολογική αναπαράσταση αυτών των πολύ πραγματικών σχέσεων κτηνώδους εκμετάλλευσης που είχε επιβάλλει μονομερώς η αστική τάξη της Ευρώπης στους μη-λευκούς πληθυσμούς του υπόλοιπου κόσμου.

            Η Γάζα ωστόσο δεν φαίνεται να χωράει εύκολα μέσα σε αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες της παραδοσιακής αποικιοκρατίας. Οι ισραηλινοί έχουν εξαπολύσει έναν πόλεμο αφανισμού, μια  εκστρατεία καθολικής εξόντωσης ενάντια στην Παλαιστινιακή κοινότητα της περιοχής και αυτή η εγκληματική πολιτική έχει σίγουρα τις ρίζες της στις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, από την εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού μέχρι σήμερα. Για να το πούμε διαφορετικά, έχουμε ενώπιον μας μια πολιτική οικονομία της γενοκτονίας την οποία μπορούμε να προσεγγίσουμε με δύο τρόπους. Από την μία, έχουμε αυτούς που ο Zygmunt Bauman χαρακτήριζε “φτωχούς χωρίς ρόλο”, οι οποίοι αποτελούν τον κοινό παρονομαστή, το ενοποιητικό στοιχείο που ομογενοποιεί σταδιακά την ταξική εμπειρία τόσο στο κέντρο, όσο και στην περιφέρεια του διεθνοποιημένου καπιταλισμού.13 Ο γενοκτονικός ρατσισμός που κυριαρχεί στο κοινωνικό φαντασιακό και στον δημόσιο λόγο της σιωνιστικής πολιτικής ελίτ , παράγεται οργανικά και απορρέει από την έλλειψη κάποιου ρόλου για τις φτωχές μάζες της Γάζας, την αδυναμία τους να ενσωματωθούν με κάποιον τρόπο στην οικονομική δομή της ισραηλινής μητρόπολης.

            Πριν από την πρώτη Ιντιφάντα, περίπου 250.000 Παλαιστίνιοι εργάτες συνωστίζονταν κάθε μέρα στα σκλαβοπάζαρα του Ερετζ, ή στα συνοριακά περάσματα της δυτικής Όχθης, με την ελπίδα να φανούν τυχεροί, να τους επιλέξουν οι δουλέμποροί για να κερδίσουν ένα μεροκάματο κάνοντας δουλειές του ποδαριού στην ανεπτυγμένη οικονομία των αποίκων.14 Η εισαγωγή εργατών γης, οικοδόμων, κηπουρών κι επισφαλών εργατών κάθε είδους από τα κατεχόμενα, δημιούργησε ένα ημιπαράνομο υποπρολεταριάτο μέσα στο Ισραήλ, το οποίο παρείχε την αντικειμενική βάση για μια υπερεκμετάλλευση της εργασίας και την συγκέντρωση ανάλογων πλεονασμάτων από το ισραηλινο κεφάλαιο, χωρίς παράλληλα να διαταράσσεται η κοινωνική ειρήνη και η“ενότητα” των τάξεων στο εσωτερικό του σιωνιστικού μορφώματος. Εξ άλλου, η Histadrut , η κεντρική εργατική ομοσπονδία του Ισραηλ, από την εποχή του Ben Gurion είχε καταστήσει σαφές ότι μέλημα της ήταν πρωτα απ’ όλα, η υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου των Εβραίων εργατών που είχαν μεταναστεύσει την Παλαιστίνη και η εναρμόνιση των συμφερόντων τους με αυτά του Σιωνιστικού κεφαλαίου, σε μια μεγάλη και ειρηνική σύνθεση “εθνικής ενότητας” και συνεργασίας ανάμεσα στις τάξεις. Πράγμα που συνιστούσε αναγκαία συνθήκη για την μακροημέρευση του “εθνικού” οράματος του Σιωνισμού.15 Ως εκ τούτου, ποτέ δεν έδειξε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να απογράψει τους Παλαιστίνιους που εργάζονταν μόνιμα στο Ισράηλ και να τους οργανώσει στις τάξεις της.

            Μετά το Οσλο, οι ισραηλινοί καπιταλιστές μετέφεραν κάποιες από τις δραστηριότητες τους σε υπεργολάβους στην “ημι-αυτόνομη” Δυτική Όχθη, αποβάλλοντας Παλαιστίνιους εργάτες από το Ισραήλ και μεταφυτεύοντας για πρώτη φορά την ταξική αντίθεση με σύγχρονους όρους στα Παλαιστινιακά εδάφη.16 

Ξενοδοχείο στην Γάζα

Με αυτόν τον τρόπο, αναπτύχθηκαν οι αντικειμενικές συνθήκες για μια κοινωνική σύγκρουση που δημιούργησε ρήγματα και τριγμούς στους κόλπους του εθνικοαπελευθερωτικού Παλαιστινιακού κινήματος. Η αντιπαράθεση ήταν ανάμεσα σε μια κομπραδόρικη νεο-αστική τάξη, που συγκροτήθηκε σταδιακά στην βάση του εισαγωγικού εμπορίου με το Ισραήλ (83% των εισαγωγών στην Δ. Όχθη προέρχονται από το Ισραήλ)17, αλλά και μιας υποτυπώδους μικρο-βιομηχανίας που είχε συμπληρωματικό ρόλο προς τον τομέα της μεταποίησης στην Εβραϊκή μητρόπολη.  Από την άλλη, υπήρχε μια ανοργάνωτη μάζα προλετάριων, που για πρώτη φορά άρχισε να αμφισβητεί τις πολιτικοοικονομικές ελίτ που προέρχονταν από το πολιτικό προσωπικό της Φατάχ και να τις απορρίπτει ως ανίκανες, ιδιοτελείς και διεφθαρμένες. Μέχρι τώρα ο ταξικός αγώνας με την πάλη για εθνική απελευθέρωση στην Παλαιστίνη ήταν δυο ιστορικές διαδικασίες αξεδιάλυτες, οργανικά συνυφασμένες μεταξύ τους, από τη στιγμή που ο καπιταλισμός στα κατεχόμενα εκπορευόταν από την ισραηλινή μητρόπολη και αναπαραγόταν όχι με κοινωνικούς-δικαιϊκούς όρους, αλλά με στρατιωτικούς όρους. Πλέον ο εχθρός είχε διαβεί τις πύλες. Οι χορτασμένοι νεο-αστοί, ευνοούμενοι του κατεστημένου που επέβαλε η Φατάχ στην δυτική Όχθη, αποτέλεσαν το σαθρό κοινωνικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε η φιλειρηνική τάση της συνεργασίας με τον κατακτητή.

            Η μεταφορά της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία στα κατεχόμενα ήταν η μια όψη αυτής της εξέλιξης. Η άλλη όψη, ήταν η άνοδος μέσα στο Ισραήλ ενός ολοένα και πιο βιτριολικού και δηλητηριώδους ρατσισμού σε βάρος των Παλαιστίνιων, οι οποίοι, σταδιακά μετά το Όσλο, φάνηκε πως χάνουν την χρησιμότητα τους ως πρώτη ύλη για το σιωνιστικό εγχείρημα.18 Δηλαδή, φαινόταν ότι έχουν απωλέσει την ικανότητα τους να συμβάλλουν στο “οικονομικό θαύμα” της καπιταλιστικής ανάπτυξης των εβραϊκών αποικιών μέσω της υποτιμημένης εργασίας τους. Ο Domenico Lossurdo είχε γράψει ότι ο σύγχρονος ρατσισμός δεν αποτέλεσε ένα κατάλοιπο που επιβίωσε από την “σκοτεινή” εποχή που προηγήθηκε του Διαφωτισμού, αλλά αντίθετα, ήταν μια εξέλιξη που προέκυψε μέσα απ’ τα σπλάχνα της νεοτερικότητας.19 Μια εξουσιαστική δομή που συναρμολογήθηκε βαθμιαία και μέσα στο διάστημα μιας παρατεταμένης και ταραχώδους ιστορικής περιόδου, ώστε να διασφαλίσει την ύπαρξη μιας κατώτερης κοινωνικής τάξης που ο προορισμός της ήταν να εργάζεται ακατάπαυστα και χωρίς όριο στο όνομα της πρωταρχικής συσσώρευσης που συντελέστηκε στο παρθένο έδαφος των αποικιών. Ο καθορισμός αυτής της τάξης με βιολογικούς όρους δεν συνέβαλε απλώς στον εύκολο διαχωρισμό της από την λευκή εργατική τάξη, αλλά εξασφάλιζε και τις προϋποθέσεις για την αέναη διαθεσιμότητα της, μέσω της φυσικής αναπαραγωγής και της κληρονομικής μεταβίβασης της ιδιότητας του δούλου από τον γονέα στα παιδιά του.

            Ωστόσο, όπως είπαμε και πιο πάνω, από το Όσλο και μετά, το Ισράηλ προχώρησε σε μια σταδιακή αποβολή του εργατικού δυναμικού που προερχόταν από τα Παλαιστινιακά εδάφη. Αρχικά, η υπερεκμετάλλευση ήταν δύσκολο να συνεχιστεί μέσα στις νέες συνθήκες που είχαν καθιερώσει οι Συμφωνίες , όπου δημιουργήθηκε ένα πιο αυστηρό νομικό πλαίσιο ρύθμισης των σχέσεων ανάμεσα στον αποικιοκράτη και τον αποικιοκρατούμενο. Χαρακτηριστικά, μπορούμε εδώ να αναφέρουμε την περίπτωση των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν ανάμεσα στην ομοσπονδία των Παλαιστινιακών συνδικάτων και στο Προεδρείο της Histadrut, αναφορικά με τον καθορισμό ενός πλαισίου συνεργασίας ανάμεσα στους δύο συνδικαλιστικούς φορείς. Οι διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο πολύ γρήγορα, αφού σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Παλαιστινιακής διαπραγματευτικής ομάδας, το ισραηλινό κράτος έπρεπε να αποδώσει στις εργατικές ενώσεις της Παλαιστίνης ένα ποσό από 1,5 ως 3 δισεκατομμύρια δολάρια , που αντιστοιχούσαν στις εισφορές 700.000 Παλαιστίνιων εργατών που είχαν δουλέψει στο Ισραήλ απ’ το 1970 κι έπειτα. Οι προλετάριοι αυτοί είχαν πληρώσει συνδρομές με την υπόσχεση ότι θα εγγραφούν στα μητρώα της Histadrut , αλλά τελικά δεν έγιναν ποτέ επίσημα δεκτοί στα ισραηλινά συνδικάτα, ούτε έκαναν ποτέ χρήση των υπηρεσιών τους.20

            Επιπλέον, η ισραηλινή οικονομία ήδη βρισκόταν στη φάση του ψηφιακού μετασχηματισμού της, συμβαδίζοντας με τις εξελίξεις στις χώρες που βρίσκονται στην πρώτη ταχύτητα του συστήματος του διεθνοποιημένου καπιταλισμού. Η μετάβαση σε ένα μεταβιομηχανικό μοντέλο καπιταλιστικής παραγωγής , αλλά και η αθρόα εισαγωγή πάμφθηνων μεταναστών εργατών από χώρες του Τρίτου Κόσμου, κατέστησε τη συνεχιζόμενη εισροή δουλοπάροικων από την Παλαιστίνη μια μη βιώσιμη στρατηγική ανάπτυξης για το ισραηλινό κεφάλαιο. Μοιραία, οι Παλαιστίνιοι της Γάζας και της δυτικής Όχθης, από ενοχλητικά αλλά απαραίτητα υποζύγια, μεταμορφώθηκαν μέσα σε μια νύχτα σε περιττούς πληθυσμούς, σε παρασιτικά στρώματα που η ισραηλινή κοινωνία μπορούσε μονάχα να τα αντιληφθεί ως δυνητική απειλή και ως εμπόδιο στα σχέδια της για μελλοντική εξάπλωση. Η φαινομενική αδιαφορία για την μοίρα των Παλαιστίνιων, που υπογράμμιζε την πολιτική την οποία ο, “μετριοπαθής” κατά τα άλλα, Ράμπιν ονόμαζε ως πολιτική του απόλυτου διαχωρισμού, έδωσε σιγά σιγά τη θέση της σε ένα ρατσιστικό μένος που κόχλαζε κάτω απ’ την επιφάνεια. Μια καθολική αποστροφή για τους Παλαιστίνιους και ότι είχε σχέση με αυτούς, που εντάθηκε τόσο κατά τη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα, όταν η Χαμάς απάντησε στις μαζικές δολοφονίες των Παλαιστίνιων με εξίσου τυφλές δολοφονίες ισραηλινών αμάχων, αλλά και το 2005, όταν ο ισραηλινός στρατός υποχρεώθηκε να διαλύσει τους 21 εποικισμούς της Γάζας και να εκκενώσει διά της βίας τις κοινότητες των ακροδεξιών εποίκων, οι οποίοι είχαν αρνηθεί να εγκαταλείψουν με τη θέληση τους την Παλαιστινιακή γή.               

            Βλέπουμε εδώ τον τρόπο με τον οποίο ο παραδοσιακός φυλετισμός, που ήταν πάντοτε ένα θεμελιώδες ιδεολογικό γνώρισμα του Σιωνισμού, αλλά και της αποικιοκρατίας εν γένει, με τις φυσικές κοινωνικές ιεραρχίες που εκείνη είχε επινοήσει, μετατρέπεται βαθμιαία σε έναν γενοκτονικό παροξυσμό. Μια παρόρμηση για μαζική δολοφονία που σαν στόχο έχει να εξαλείψει τους πληθυσμούς που έχουν ταξινομηθεί ως πλεονάζοντες από τους επιτελικούς σχεδιασμούς του κράτους, είτε μέσω του εξαναγκασμού σε μαζική μετανάστευση, ή ακόμα και μέσα από την φυσική εξόντωση τους. Εδώ η διαλεκτική της καπιταλιστικής ενσωμάτωσης δεν απουσιάζει ολοσχερώς, αλλά προσλαμβάνει ένα αρνητικό πρόσημο. Κατά πρώτο, εκφράζεται ως η υπόρρητη επιδίωξη να απαλλαγεί ο κρατικός προϋπολογισμός από τα περιττά έξοδα που αφορούν την θεσμική προστασία και τη φυσική συντήρηση των μη παραγωγικών κοινωνικών στρωμάτων. Κατά δεύτερο, η στρατιωτικού τύπου καταστολή που εξαπολύεται ενάντια στους απόκληρους, αποβλέπει στο να εκκαθαρίσει το κοινωνικό πεδίο, να δημιουργήσει χώρο για νέες παραγωγικές επενδύσεις. Για νέα πεδία δράσης της κοινωνική ζωής, τα οποία το κεφάλαιο μπορεί να αναμορφώσει κατ’ εικόνα και ομοίωση του, σύμφωνα με την σιδερένια εσωτερική λογική που διέπει την λειτουργία του. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε πια καλά και στην Ελλάδα, η μετατροπή της καπιταλιστικής “κρίσης σε ευκαιρία” είναι μια διαδικασία που εξελίσσεται πάντοτε πάνω στο πτώμα του προλεταριάτου. Μόνο που στην περίπτωση της Γάζας, η μεταφορά αυτή αποκτά ένα κυριολεκτικό νόημα.

Αναφέρομαι εδώ στα κοιτάσματα φυσικού αερίου που έχουν εντοπιστεί στα ανοιχτά της Γάζας και τα οποία υπολογίζεται ότι περιέχουν κάπου 122 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα από αυτή την ενεργειακή πρώτη ύλη.21 Η συνολική χρηματική αποτίμηση των κοιτασμάτων ανέρχεται περίπου σε 4,592 δισεκατομμύρια δολάρια. Η βίαιη απαλλοτρίωση του φυσικού αερίου της Γάζας απ’ το Ισραήλ, θα μπορούσε να αναβαθμίσει την γεωπολιτική θέση του στην ανατολική Μεσόγειο, καθιερώνοντας το σιωνιστικό μόρφωμα ως τον βασικό προμηθευτή φτηνής ενέργειας για το μπλοκ των χωρών της ΕΕ, μετά την εκδίωξη των Ρώσων. Η πολιτική οικονομία της γενοκτονίας ξεπροβάλλει εδώ σε όλη την τρομακτική της διάσταση, μιας και οι Παλαιστίνιοι της Γάζας ενέχουν τον ρόλο της εγχώριας πανίδας που πρέπει να εκκαθαριστεί απ’ το γεωγραφικό τοπίο της περιοχής, προκειμένου να ανθήσουν έπειτα ανεμπόδιστες οι καπιταλιστικές μπίζνες. Έτσι, η Γάζα αποψιλώνεται κατά τον ίδιο τρόπο που αποψιλώνεται η βλάστηση και το φυσικό περιβάλλον ερημώνει εκεί όπου εγκαθίστανται τα αιολικά πάρκα, οι ανεμογεννήτριες και οι υπόλοιπες απίθανες πατέντες της “πράσινης ανάπτυξης”. Ίσως το Ισραήλ να ήταν απόλυτα ευχαριστημένο να αφήσει τους αυτόχθονες κατοίκους της Γάζας να σαπίσουν αργά για άλλα πενήντα χρόνια στην ανοικτή φυλακή που είχε δημιουργήσει γι’ αυτούς, προτού επιχειρήσει να τους εκδιώξει μαζικά για να σφετεριστεί την γη τους. Ωστόσο, ο ορυκτός πλούτος του βυθού της Γάζας δημιούργησε την αίσθηση του κατεπείγοντος, και μαζί με αυτήν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο πραγματοποιήθηκε η ένταξη της εξόντωσης ενός ολόκληρου λαού στο ρεπερτόριο με τα έξυπνα μέτρα διοίκησης των πολιτικών διαχειριστών της Ισραηλινής “δημοκρατίας”.

            Στον ανεπτυγμένο Βορρά, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έχουν ήδη πραγματοποιήσει  την θεαματική ιστορική επάνοδο τους κι έχουν καθιερωθεί ως ένα τυπικό γνώρισμα του πολιτικού τοπίου που συναντάει κάποιος στις πλούσιες κοινωνίες της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αυστραλίας. Τώρα το Ισράηλ, μπροστά στα μάτια μας, δημιουργεί το ιστορικό προηγούμενο για την αποκατάσταση της γενοκτονίας ως μιας εκ των νόμιμων πρακτικών της κρατικής εξουσίας. Από αυτή την άποψη, κανείς απ’ όσους ανήκουν στα κατώτερα στρώματα δεν είναι πλέον ασφαλής απο την δημοκρατία και το παλιό σύνθημα “στον κόσμο των αφεντικών, είμαστε όλοι ξένοι”, αποκτά πια νέα σημασία και ηχεί πιο αληθινό από ποτέ.      

Πάνος Δράκος 

__________

  1. Z. Bauman, Modernity and the Holocaust (Cornell University Press), σελ. 1. ↩︎
  2. Α. Σχισμένος, Σκόρπιες σκέψεις για τη Γάζα, https://www.aftoleksi.gr/2023/10/29/skorpies-skepseis-ti-gaza/ ↩︎
  3. https://www.un.org/unispal/document/two-years-on-people-injured-and-traumatized-during-the-great-march-of-return-are-still-strugglin/ ↩︎
  4. Κ. Καστοριάδης, Ο Θρυμματισμένος Κόσμος (Υψιλον), σελ. 91. ↩︎
  5. https://www.vatican.va/roman_curia/congregations/cfaith/documents/rc_con_cfaith_doc_19840806_theology-liberation_en.html ↩︎
  6. Για περισσότερα βλ, P. Caridi, Hamas: From Resistance to Government (Seven Stories Press), αλλά και την εκτενή συνέντευξη που παραχώρησε η συγγραφέας στον Chris Hedges, https://www.youtube.com/watch?v=79-43bBUGsU ↩︎
  7. Hamas’ Internal Elections, https://palestine.fes.de/e/hamas-internal-elections-1 ↩︎
  8. Για τον ιρανοαμερικανό ακαδημαϊκό Hamid Dabashi, τόσο η Χαμάς, όσο και η Χεζμπολά, αποτελούν την μεγαλύτερη ελπίδα της Μέσης Ανατολής για έναν πραγματικό εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής από-τα-κάτω. Κι αυτό γιατί πρόκειται για λαϊκά κινήματα με πλατιά μαζική στήριξη, που ωστοσο έχουν αποδείξει την ικανότητα τους να μην παρεκκλίνουν από τους τυπικούς δημοκρατικούς κανόνες των πολιτικών συστημάτων μέσα στα οποία λειτουργούν, ενώ παράλληλα εξακολουθούν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της πάλης για την ανεξαρτησία των χωρών τους απέναντι στον ιμπεριαλισμό του Ισραήλ και της Δύσης. Στο, H. Dabashi, Islamic Liberation Theology (Routledge). ↩︎
  9. Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν σφάλμα να υποθέσουμε ότι οι βομβιστές αυτοκτονίας είναι ένα φαινόμενο που έχει τις κοινωνικές ρίζες του αποκλειστικά στην αγροτιά της Παλαιστίνης. Το υπόλοιπο 50% των εθελοντών είναι άνθρωποι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, εν ενεργεία φοιτητές ή κάτοχοι τίτλων ανωτάτων σπουδών, κλπ. Για περισσότερα βλ, Tianshe Chen, Exploration of the Hamas Suicide Attacks, https://www.tandfonline.com/doi/pdf/10.1080/19370679.2012.12023205. ↩︎
  10. Islamist Women of Hamas: Between Feminism and Nationalism, https://journals.openedition.org/remmm/6971#tocto1n3 ↩︎
  11. Women of the Intifadas, https://www.aljazeera.com/features/2015/10/23/women-of-the-intifadas και The Second Intifada: The Women’s Movement at a Crossroads, https://www.cetri.be/The-Second-Intifada-The-Women-s?lang=fr. ↩︎
  12. Fabianism and the Empire, https://archive.org/stream/fabianismempirem00shawuoft/fabianismempirem00shawuoft_djvu.txt. ↩︎
  13. Ζ. Μπάουμαν, Η Εργασία, ο Καταναλωτισμός και οι Νεόπτωχοι. ↩︎
  14. Palestinian Trade-Unions and the Struggle for Indpendence, https://merip.org/1995/07/palestinian-trade-unions-and-the-struggle-for-independence/. ↩︎
  15. J. Schulman, The Life and Death of Socialist Zionism, https://www.marxists.org/subject/jewish/schulman-socialist-zionism.pdf. ↩︎
  16. J. Schulman, The Life and Death of Socialist Zionism, https://www.marxists.org/subject/jewish/schulman-socialist-zionism.pdf. ↩︎
  17. https://en.wikipedia.org/wiki/Economy_of_the_State_of_Palestine. ↩︎
  18. Πράγμα που εξηγεί και την μετεωρική άνοδο της ισραηλινής ακροδεξιάς. ↩︎
  19. Domenico Lossurdo, Liberalism: a Counter-History (Verso). ↩︎
  20. Palestinian Trade-Unions and the Struggle for Independence. ↩︎
  21. https://www.middleeasteye.net/opinion/war-gaza-israel-brutal-drive-seize-palestinian-gas-reserves. ↩︎
Previous Story

Anarchist Revolutionary Geopolitics for 2024- Peter Gelderloos

Next Story

Organization and Its Theories- by Jasper Bernes


Latest from Local movement

Τι συμβαίνει στην Γαλλία;- Initiative Grecque

Το κείμενο αναδεικνύει τις ελλείψεις της αριστεράς και του αναρχικού χώρου για κοινωνική δικτύωση και πολιτική γείωση αλλά και τη σημασία του αντιρατσιστικού και
Go toTop