Διδαχθήκαμε ν’ αγαπούμε το καύκαλο της σιωπής. Να μην αναγνωρίζουμε τους σπαραγμούς πέρα απ’ το κούνημα του κεφαλιού. Κοιτάμε σ’ ένα κενό που χάσκει έντρομο την άφαντη συγκατάβαση. Τώρα νομίζεις πως ξέρουμε πώς είναι να οδεύεις ξυπόλητος τους κάμπους του
Έρχεται εκεί που τη χρειαζόμαστε πριν αρχίσει το ποίημα πάνω στη γη, τη θάλασσα, τον ουρανό. Χιλιάδες πρόσωπα επιθύμησαν τη νεαρή σύζυγο, τους νεόνυμφους,
Ήρθα από το Χαλάνδρι εκείνο τον τυραννισμένο τόπο των νευρώσεων μετά από μια μάταιη απόπειρα διεκδίκησης των δεδουλευμένων μου από μια εταιρεία παραγωγής. Ο
Τα χνώτα μας μαύρα σύννεφα σαλπάρουν μέσα σε χοάνες εν μέσω εμβατηρίων σπονδές σε άγνωστους θεούς ήχοι και καταισχύνες σε πολιτισμούς που δεν κοιμούνται
Μερικές φορές το ποίημα χάνει την ισορροπία του και τότε ξεχειλίζει από εραστές, από συναίσθημα, από ομορφιά και ευτυχία και τότε προχωράει ακάθεκτο πρός