Διδαχθήκαμε ν’ αγαπούμε το καύκαλο της σιωπής. Να μην αναγνωρίζουμε τους σπαραγμούς πέρα απ’ το κούνημα του κεφαλιού. Κοιτάμε σ’ ένα κενό που χάσκει έντρομο την άφαντη συγκατάβαση. Τώρα νομίζεις πως ξέρουμε πώς είναι να οδεύεις ξυπόλητος τους κάμπους του
Γκρεμίζεται η πόλη με το όμορφο όνομα Μαριούπολη όπου μέναν ξανθές Μαρίες Μαρίνες Μαρούσκες βόμβες πέφτουν στην οθόνη μου ταράζουν τα πίξελ Μάριοι μπουσουλάνε
Δεν υπάρχει ομορφιά Δεν υπάρχει ομορφιά στη φτώχεια.Ο χτιστός κόσμος—μια σκέψη ημιτελής. Ο άχτιστος, τυφλός σαν ένας ουρανός θολόςπου σ’ αποστρέφεται. Στο βάθος,μια σημαία
ΥΠΕΥΘΗΝΗ ΔΗΛΩΣΗ έχω μια χάρτινη σημαία για τις πομπώδεις παρελάσεις κι ένα σιδερωμένο κοστούμι για τις ένδοξες κηδείες ένα ξυράφι τυλιγμένο σε μαντίλι λευκό
Πόλη ψεύτρα, λαοπλάνα, υποχθόνια. Πατρίδα απάτριδα, εστεμμένη αναρχία. Φύση σκληρή, δίνει απλόχερα μόνο όποτε εκείνη θέλει. Κάτω απ’ τις πέτρες κείνται μυστικά, πολύτιμα, αχαγωγά,