Διδαχθήκαμε ν’ αγαπούμε το καύκαλο της σιωπής. Να μην αναγνωρίζουμε τους σπαραγμούς πέρα απ’ το κούνημα του κεφαλιού. Κοιτάμε σ’ ένα κενό που χάσκει έντρομο την άφαντη συγκατάβαση. Τώρα νομίζεις πως ξέρουμε πώς είναι να οδεύεις ξυπόλητος τους κάμπους του
[κανένα εύρος δεν μπορεί να διανυθεί χωρίς αντανάκλαση] Κι όταν εκείνο το τερατάκι στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου Σου προκαλούσε τρόμο κι εσύ σχημάτιζες
Σηκώθηκε πιο νωρίς απ’ ότι συνήθως. Έξω δεν είχε ξημερώσει και τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια αναβόσβηναν ακόμα στα μπαλκόνια. Στο στόμα της είχε τη γεύση